Δεξιές ρητορικές απρέπειες και ασυναρτησίες - Μια εξήγηση
·Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Εντύπωση προκάλεσαν οι σκοταδιστικές δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου
για τις εγκύους και τους ομοφυλόφιλους, όπως ακριβώς λίγο πιο πριν οι
ακροδεξιές δηλώσεις της Υφυπουργού Εργασίας για τους «ψυχικά νοσούντες»
αντιστασιακούς. Είναι αλήθεια πως εδώ και καιρό τέτοιες δηλώσεις έχουν
γίνει κομμάτι του δημοσίου λόγου των συντηρητικών κύκλων. Πριν από δύο
χρόνια άρχισε αυτό που πριν από ένα χρόνο πήρε μορφή χιονοστιβάδας:
ρητορικές απρέπειες και ασυναρτησίες ακροδεξιάς κοπής έβγαιναν όλο και
πιο συχνά από τα χείλη ή από τα πληκτρολόγια των στελεχών της ΝΔ ή άλλων
(ακρο)δεξιών ιθυνόντων. Προσωπικά, είχα θεωρήσει ότι αυτό οφειλόταν στο
εγγενές ιδεολογικό κενό που διέπει την ελληνική Δεξιά και που πάσχιζε
να γεμίσει η σαμαρική Δεξιά σε συνθήκες απονομιμοποίησης του
νεοφιλευθερισμού. Και σίγουρα αυτό παίζει το ρόλο του. Άλλωστε, αν
ισχύει μια φορά για την Αριστερά ότι δεν παράγει πλέον νέες ιδέες, για
τη Δεξιά ισχύει δύο. Ακόμα και δεξιοί που θέλουν να αναγνωρίζονται ως
φιλελεύθεροι υιοθετούν εθνικιστικές, σκοταδιστικές, και κάθε μορφής
συντηρητικές απόψεις, φοβούμενοι ότι η καριέρα τους ως (νέο)φιλελεύθεροι
είναι επισφαλής. Πλέον, τα δικαιώματα και τα λεφτά δεν είναι για όλους!
Όμως, οι σαχλαμάρες που ξεστομίζουν οι δεξιοί χρειάζεται περισσότερη
εξήγηση.
Όπως και άλλοι, έτσι κι εγώ, είχα πιστέψει πριν από ένα χρόνο ότι αυτός ο «γνωστικός παλιμπαιδισμός», όπου μονίμως ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, και όπου τα fake news αντικαθιστούν την επιχειρηματολογία, ήταν μια συγγνωστή στρατηγική μιας λυσσασμένης κομματικής ελίτ να δημιουργήσει ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ μένος, διαστρέφοντας συστηματικά την αλήθεια. Πίστευα, επίσης, ότι η επίθεση στο political correct ήταν ένας τρόπος να αποκαταστήσουν την επαφή τους με μαζικά λαϊκά θυμωμένα ακροατήρια, διεκδικώντας για τον εαυτό τους ένα είδος ριζοσπαστισμού. Από την άλλη, οι εκρήξεις συμπυκνωμένης ακροδεξιάς απρέπειας ή ασυναρτησίας είχαν σίγουρα σχέση και με το διαγκωνισμό των δευτεροκλασάτων στελεχών στον αγώνα τους για το ποιος/α εκφράζει καλύτερα το «χώρο», την ταυτότητα κοινής υπαγωγής. Όσο μεγαλύτερη η απρέπεια ή η ασυναρτησία τόσο μεγαλύτερη η προσοχή που κέρδιζαν και πιο πολλοί οι followers. Πρόκειται για την «επίδραση της ριζοσπαστικής πτέρυγας» (radical flank effect), όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία των κοινωνικών κινημάτων, το επιστημονικό αντικείμενο που θεραπεύω.
Η ΝΔ, πολιτικά υπόλογη για τον καταστροφικό για την κοινωνία νεοφιλελευθερισμό της, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφωνόταν από την επικείμενη έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, και αποφάσισε, σε αγαστή συνεργασία με τα μεγάλα μιντιακά συμφέροντα, να μην επιτρέψει στους πολίτες να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, ώστε να μην αποκτήσει ο αντίπαλος πλεονέκτημα στο μόνο χώρο τον οποίο δεν ήλεγχε η ίδια άμεσα: τις συνειδήσεις των πολιτών. Θεωρούσα, ωστόσο, ότι ο τορπιλισμός του επικοινωνιακού πεδίου, των μίνιμουμ δηλαδή συλλογικά αποδεκτών κανόνων που συγκροτούν τη δημόσια σφαίρα στις δημοκρατικές κοινωνίες, θα στοίχιζε εκλογικά στη ΝΔ. Η κατάργηση κάθε ίχνους αξιοπιστίας στα λεγόμενά τους, καθώς και η λογική «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου», που βρισκόταν στον πυρήνα των ρητορικών παραληρημάτων της νεοδημοκρατικής ελίτ, λάνσαρε μια εφηβική πολιτική συμπεριφορά που θα γινόταν αντιληπτή ως απώλεια κάθε σοβαρότητας. Σε αυτό έπεσα έξω, δεν της στοίχισε καθόλου. Ο πειρασμός να θεωρήσουμε ότι η μιντιακή υπεροπλία της ΝΔ δεν επέτρεψε στις ακροδεξιές απρέπειες και ασυναρτησίες να φαίνονται όπως ακριβώς είναι (δηλαδή γελοίες για σκεπτόμενο άνθρωπο) είναι μεγάλος. Σε αυτή την περίπτωση, θα λέγαμε πως η προσπάθεια που έχει αναληφθεί από χαμηλού επιπέδου στελέχη για την αναπλήρωση του ιδεολογικού κενού, προκειμένου να πολεμηθεί η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και να ανακτηθεί η πρόσβαση σε μαζικά ακροατήρια, εξηγεί την κλιμάκωση της ακροδεξιάς απρέπειας και ασυναρτησίας. Μέχρις εδώ δε λανθάνουμε. Μένει, όμως, το ζήτημα της αποδοχής αυτής της νοοτροπίας από τον πληθυσμό-στόχο.
Η αποδοχή, άραγε, δεν παίζει ρόλο σε αυτή την κλιμάκωση; Πολλοί και πολλές μιλούν για δεξιά στροφή της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα και αν ισχύει κάτι τέτοιο, πού οφείλεται η άνεση των δεξιών ιθυνόντων να λένε πράγματα που οι προκάτοχοί τους πριν δέκα χρόνια θα ντρέπονταν να ξεστομίσουν, για να μην τους περάσουν για ηλίθιους; Θα μπορούσε να πει κάποιος/α ότι στο πλαίσιο της πόλωσης οι απόψεις εκφέρονται συχνά με ακραίο τρόπο. Η οξύτητα του πολιτικού λόγου δεν συνεπάγεται, όμως, και αμορφωσιά ή «λουμπενιά». Δεν είναι υποχρεωτικό οι δεξιοί δημοσιολογούντες να είναι και σκοταδιστές με γραβάτα. Σε κάθε περίπτωση δε το ζήτημα είναι ότι φαίνεται να κολυμπούν σαν ψάρια μέσα στο νερό. Με λίγα λόγια, οι βλακείες που λένε δεν τους στοιχίζουν. Ή μήπως απλώς δεν τους νοιάζει η γνώμη των «αρίστων»;
Εδώ πραγματικά πρέπει να δώσουμε προσοχή. Τα δευτεροκλασάτα στελέχη της ΝΔ, που μοιάζουν να διαγκωνίζονται στο ποιος/α θα πει τη μεγαλύτερη σαχλαμάρα, είναι καθημερινοί άνθρωποι που η έλευση της εποχής και της κοινωνίας του διαδικτύου, χάρη στις κατά το ήμισυ ιδιωτικές και κατά το ήμισυ δημόσιες δικτυώσεις, λένε (επιτέλους!) δημόσια αυτό που σκέφτονταν πάντα ιδιωτικά. Με λίγα λόγια, το διαδίκτυο έφερε στην επιφάνεια το μάγμα της ημιμάθειας και της διανοητικής «λουμπενιάς» που έκρυβε κάθε κοινωνία στους κόλπους της και αναδιπλασίασε το δημόσιο χώρο βυθίζοντάς τον στα έγκατα των απόψεων που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Έτσι, τα στελέχη που διαπρέπουν στις απρέπειες και τις ασυναρτησίες δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Είναι κοινοί άνθρωποι, κοινή γνώμη. Είναι οι άνθρωποι που πάντα έλεγαν ότι «καθένας έχει την άποψή του, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή». Είναι αυτοί που θα απέφευγαν να εκτεθούν σε μεγάλα ακροατήρια ή θα «μαζεύονταν» σε μια συζήτηση με σοβαρούς ανθρώπους. Είναι αυτοί που βίωναν τη μορφωτική ανισότητα. Είναι αυτοί που εξαρτιόνταν πάντα από τους άλλους που ήξεραν. Αυτοί που δεν μετείχαν του κλειστού κλαμπ όπου τα κριτήρια εγκυρότητας, η τεκμηρίωση, η μέθοδος, η επιστήμη, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να έχεις πραγματικά «άποψη», να σε λαμβάνουν υπόψη όταν μιλάς. Αυτοί που, όταν οι δεξιοί μιλάνε για «αριστερό ελιτισμό», «αριστερή διανόηση», «κουλτουριάρηδες» και «αριστερή ηγεμονία», αισθάνονται ότι υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να λένε ό,τι θέλουν και όπως το θέλουν, απελευθερωμένοι από τα δεσμά των ισχυόντων κανόνων. Μην απορείτε: το αίτημα για μορφωτική και ιδεολογική εξίσωση (προς τα κάτω) είναι για τους φτωχούς τω πνεύματι ό,τι το αίτημα για οικονομική εξίσωση προς τα πάνω για τους οικονομικά φτωχούς. Αυτό που νομιμοποίησε η trash tv, που τόσα χρόνια έβλεπαν τα βράδυα του οχτάωρου οι πεσόντες, ήρθε το διαδίκτυο να το απελευθερώσει πλήρως και να το καταστήσει λαϊκό αίτημα. Οι μέριμνες, οι πειθαρχίες και τα κόστη της πολιτικής δράσης κάνουν την κοινωνική απελευθέρωση να μοιάζει μακρινή σε σχέση με την «απελευθέρωση» του λόγου. Η λυτρωτική ελευθεροστομία βιώνεται σαν άμεση απελευθέρωση, καθόλου μακρινή, και προσφέρει μια ευχαρίστηση σαν αυτή που προσφέρει η ταύτιση με τον κακό της ταινίας ή η ανάμνηση της νεανικής αλητείας. Οι δεξιοί ζουν το δικό τους ’68, καθώς αρέσκονται να σοκάρουν με τα λεγόμενά τους τους καθωσπρέπει αριστερούς, δημοκράτες, προοδευτικούς. Ποζάρουν μεταξύ τους σαν τα κακά παιδιά της Ιστορίας, σαν αιώνιοι έφηβοι, σαν μυθιστορηματικοί ήρωες του Σελίν.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Left
Όπως και άλλοι, έτσι κι εγώ, είχα πιστέψει πριν από ένα χρόνο ότι αυτός ο «γνωστικός παλιμπαιδισμός», όπου μονίμως ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, και όπου τα fake news αντικαθιστούν την επιχειρηματολογία, ήταν μια συγγνωστή στρατηγική μιας λυσσασμένης κομματικής ελίτ να δημιουργήσει ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ μένος, διαστρέφοντας συστηματικά την αλήθεια. Πίστευα, επίσης, ότι η επίθεση στο political correct ήταν ένας τρόπος να αποκαταστήσουν την επαφή τους με μαζικά λαϊκά θυμωμένα ακροατήρια, διεκδικώντας για τον εαυτό τους ένα είδος ριζοσπαστισμού. Από την άλλη, οι εκρήξεις συμπυκνωμένης ακροδεξιάς απρέπειας ή ασυναρτησίας είχαν σίγουρα σχέση και με το διαγκωνισμό των δευτεροκλασάτων στελεχών στον αγώνα τους για το ποιος/α εκφράζει καλύτερα το «χώρο», την ταυτότητα κοινής υπαγωγής. Όσο μεγαλύτερη η απρέπεια ή η ασυναρτησία τόσο μεγαλύτερη η προσοχή που κέρδιζαν και πιο πολλοί οι followers. Πρόκειται για την «επίδραση της ριζοσπαστικής πτέρυγας» (radical flank effect), όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία των κοινωνικών κινημάτων, το επιστημονικό αντικείμενο που θεραπεύω.
Η ΝΔ, πολιτικά υπόλογη για τον καταστροφικό για την κοινωνία νεοφιλελευθερισμό της, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφωνόταν από την επικείμενη έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, και αποφάσισε, σε αγαστή συνεργασία με τα μεγάλα μιντιακά συμφέροντα, να μην επιτρέψει στους πολίτες να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, ώστε να μην αποκτήσει ο αντίπαλος πλεονέκτημα στο μόνο χώρο τον οποίο δεν ήλεγχε η ίδια άμεσα: τις συνειδήσεις των πολιτών. Θεωρούσα, ωστόσο, ότι ο τορπιλισμός του επικοινωνιακού πεδίου, των μίνιμουμ δηλαδή συλλογικά αποδεκτών κανόνων που συγκροτούν τη δημόσια σφαίρα στις δημοκρατικές κοινωνίες, θα στοίχιζε εκλογικά στη ΝΔ. Η κατάργηση κάθε ίχνους αξιοπιστίας στα λεγόμενά τους, καθώς και η λογική «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου», που βρισκόταν στον πυρήνα των ρητορικών παραληρημάτων της νεοδημοκρατικής ελίτ, λάνσαρε μια εφηβική πολιτική συμπεριφορά που θα γινόταν αντιληπτή ως απώλεια κάθε σοβαρότητας. Σε αυτό έπεσα έξω, δεν της στοίχισε καθόλου. Ο πειρασμός να θεωρήσουμε ότι η μιντιακή υπεροπλία της ΝΔ δεν επέτρεψε στις ακροδεξιές απρέπειες και ασυναρτησίες να φαίνονται όπως ακριβώς είναι (δηλαδή γελοίες για σκεπτόμενο άνθρωπο) είναι μεγάλος. Σε αυτή την περίπτωση, θα λέγαμε πως η προσπάθεια που έχει αναληφθεί από χαμηλού επιπέδου στελέχη για την αναπλήρωση του ιδεολογικού κενού, προκειμένου να πολεμηθεί η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και να ανακτηθεί η πρόσβαση σε μαζικά ακροατήρια, εξηγεί την κλιμάκωση της ακροδεξιάς απρέπειας και ασυναρτησίας. Μέχρις εδώ δε λανθάνουμε. Μένει, όμως, το ζήτημα της αποδοχής αυτής της νοοτροπίας από τον πληθυσμό-στόχο.
Η αποδοχή, άραγε, δεν παίζει ρόλο σε αυτή την κλιμάκωση; Πολλοί και πολλές μιλούν για δεξιά στροφή της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα και αν ισχύει κάτι τέτοιο, πού οφείλεται η άνεση των δεξιών ιθυνόντων να λένε πράγματα που οι προκάτοχοί τους πριν δέκα χρόνια θα ντρέπονταν να ξεστομίσουν, για να μην τους περάσουν για ηλίθιους; Θα μπορούσε να πει κάποιος/α ότι στο πλαίσιο της πόλωσης οι απόψεις εκφέρονται συχνά με ακραίο τρόπο. Η οξύτητα του πολιτικού λόγου δεν συνεπάγεται, όμως, και αμορφωσιά ή «λουμπενιά». Δεν είναι υποχρεωτικό οι δεξιοί δημοσιολογούντες να είναι και σκοταδιστές με γραβάτα. Σε κάθε περίπτωση δε το ζήτημα είναι ότι φαίνεται να κολυμπούν σαν ψάρια μέσα στο νερό. Με λίγα λόγια, οι βλακείες που λένε δεν τους στοιχίζουν. Ή μήπως απλώς δεν τους νοιάζει η γνώμη των «αρίστων»;
Εδώ πραγματικά πρέπει να δώσουμε προσοχή. Τα δευτεροκλασάτα στελέχη της ΝΔ, που μοιάζουν να διαγκωνίζονται στο ποιος/α θα πει τη μεγαλύτερη σαχλαμάρα, είναι καθημερινοί άνθρωποι που η έλευση της εποχής και της κοινωνίας του διαδικτύου, χάρη στις κατά το ήμισυ ιδιωτικές και κατά το ήμισυ δημόσιες δικτυώσεις, λένε (επιτέλους!) δημόσια αυτό που σκέφτονταν πάντα ιδιωτικά. Με λίγα λόγια, το διαδίκτυο έφερε στην επιφάνεια το μάγμα της ημιμάθειας και της διανοητικής «λουμπενιάς» που έκρυβε κάθε κοινωνία στους κόλπους της και αναδιπλασίασε το δημόσιο χώρο βυθίζοντάς τον στα έγκατα των απόψεων που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Έτσι, τα στελέχη που διαπρέπουν στις απρέπειες και τις ασυναρτησίες δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Είναι κοινοί άνθρωποι, κοινή γνώμη. Είναι οι άνθρωποι που πάντα έλεγαν ότι «καθένας έχει την άποψή του, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή». Είναι αυτοί που θα απέφευγαν να εκτεθούν σε μεγάλα ακροατήρια ή θα «μαζεύονταν» σε μια συζήτηση με σοβαρούς ανθρώπους. Είναι αυτοί που βίωναν τη μορφωτική ανισότητα. Είναι αυτοί που εξαρτιόνταν πάντα από τους άλλους που ήξεραν. Αυτοί που δεν μετείχαν του κλειστού κλαμπ όπου τα κριτήρια εγκυρότητας, η τεκμηρίωση, η μέθοδος, η επιστήμη, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να έχεις πραγματικά «άποψη», να σε λαμβάνουν υπόψη όταν μιλάς. Αυτοί που, όταν οι δεξιοί μιλάνε για «αριστερό ελιτισμό», «αριστερή διανόηση», «κουλτουριάρηδες» και «αριστερή ηγεμονία», αισθάνονται ότι υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να λένε ό,τι θέλουν και όπως το θέλουν, απελευθερωμένοι από τα δεσμά των ισχυόντων κανόνων. Μην απορείτε: το αίτημα για μορφωτική και ιδεολογική εξίσωση (προς τα κάτω) είναι για τους φτωχούς τω πνεύματι ό,τι το αίτημα για οικονομική εξίσωση προς τα πάνω για τους οικονομικά φτωχούς. Αυτό που νομιμοποίησε η trash tv, που τόσα χρόνια έβλεπαν τα βράδυα του οχτάωρου οι πεσόντες, ήρθε το διαδίκτυο να το απελευθερώσει πλήρως και να το καταστήσει λαϊκό αίτημα. Οι μέριμνες, οι πειθαρχίες και τα κόστη της πολιτικής δράσης κάνουν την κοινωνική απελευθέρωση να μοιάζει μακρινή σε σχέση με την «απελευθέρωση» του λόγου. Η λυτρωτική ελευθεροστομία βιώνεται σαν άμεση απελευθέρωση, καθόλου μακρινή, και προσφέρει μια ευχαρίστηση σαν αυτή που προσφέρει η ταύτιση με τον κακό της ταινίας ή η ανάμνηση της νεανικής αλητείας. Οι δεξιοί ζουν το δικό τους ’68, καθώς αρέσκονται να σοκάρουν με τα λεγόμενά τους τους καθωσπρέπει αριστερούς, δημοκράτες, προοδευτικούς. Ποζάρουν μεταξύ τους σαν τα κακά παιδιά της Ιστορίας, σαν αιώνιοι έφηβοι, σαν μυθιστορηματικοί ήρωες του Σελίν.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Left
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου