Μαρσέλ ο μνήμων
Αριστοτέλης Σαΐνης
Laura
El Makki (επιμ.), Antoine Compagnon, Raphaël Enthoven, Michel Erman,
Adrien Goetz, Nicolas Grimaldi, Julia Kristeva, Jérôme Prieur, Jean-Yves
Tadié. «Ο κόσμος του Προυστ». Μετάφραση: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη.Πατάκης,
2019. Σελ. 380
Ταυτόχρονα
ιστορία μιας εποχής και ιστορία μιας συνείδησης, το «Αναζητώντας τον
χαμένο χρόνο», ένα μακρύ μυθιστόρημα χιλιάδων σελίδων, αποτελεί
αναμφισβήτητα ορόσημο στην εξέλιξη του νεότερου μυθιστορήματος.
Οι
«Χίλιες και μια νύχτες» του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922)* αποτέλεσαν έργο
ζωής, που άρχισε να γράφεται όταν ο συγγραφέας του ήταν είκοσι ετών και
ολοκληρώθηκε (αν ολοκληρώθηκε) με τον θάνατό του. Συγγραφέας της νύχτας,
αλλά και θεωρητικός του χρόνου και του χώρου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι
του ηχομονωμένου δωματίου του, ο Προυστ εργάστηκε σαν μανιακός όπως
αποδεικνύουν τα πολύτιμα χειρόγραφά του.
Η
έκταση του μυθιστορήματος, η συμπλοκή του αυτοβιογραφικού αφηγήματος με
το θεωρητικό δοκίμιο, ίσως και το δαιδαλώδες της προυστικής φράσης
δημιουργούν προσκόμματα στον αναγνώστη. Οι μισοί από όσους διαβάζουν τον
πρώτο τόμο συνεχίζουν στον δεύτερο, λένε οι στατιστικές.
Ωστόσο,
το «Αναζητώντας» αξίζει τον χρόνο μας, την ανάγνωση και την
επανανάγνωση, όπως κάθε κλασικό έργο! Γιατί ο Προυστ, αγωνιζόμενος να
συγκρατήσει τον χρόνο που περνά και μας μεταμορφώνει, αναδημιούργησε τον
προσωπικό του κόσμο μιλώντας με τρόπο οικουμενικό για πράγματα που
μπορεί να καταλάβει και να αισθανθεί ο καθένας: τον έρωτα και τη ζήλια,
τη φιλοδοξία και την επιθυμία, τη μνήμη, αλλά και τη φύση της
καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αμέτρητοι τόμοι
έχουν γραφτεί για την αινιγματική προσωπικότητά του, άλλοι τόσοι για τον
τρόπο εργασίας του και το ασυνήθιστο και ανεξάντλητο έργο του συνεχίζει
να προσελκύει το ενδιαφέρον συγγραφέων και κριτικών από διάφορα πεδία
της επιστήμης.
Ο ανά χείρας τόμος συγκεντρώνει
οκτώ κείμενα που προσεγγίζουν παραμετρικά το έργο του. Οκτώ
διαφορετικοί αναγνώστες, συγγραφείς, καθηγητές, βιογράφοι και μελετητές
του Προυστ όλοι τους, διαβάζουν με τον δικό τους τρόπο το έργο του
Γάλλου συγγραφέα.
Η ανάγνωσή τους, συστηματική
και θεωρητική, ξεκινώντας πάντα από τη βιωματική αφετηρία της πρώτης
επαφής (εξαιρετική η εμπειρία της Κρίστεβα), εστιάζει σε συγκεκριμένη
θεματική και αναπτύσσεται σε συνεχή διάλογο με εκτεταμένα αποσπάσματα.
Λίγους
μόνο μήνες μετά την κυκλοφορία του «Ανακτημένου χρόνου» (Εστία), της
έβδομης και τελευταίας ενότητας του «Αναζητώντας», με το οποίο
ολοκληρώθηκε η μεταφραστική εργασία που είχε ξεκινήσει το 1969 από τον
Παύλο Ζάννα και συνεχίστηκε από τον Παναγιώτη Πούλο, νομίζω ότι ο τόμος
αποτελεί την καλύτερη, προσιτή στα ελληνικά, σύντομη εισαγωγή στο έργο
του Γάλλου μυθιστοριογράφου.
Και το γαϊτανάκι
των αλλεπάλληλων αναγνώσεων αυτού του «εσαεί ακατάτακτου βιβλίου» δεν θα
μπορούσε να ξεκινήσει παρά με τον μεγάλο του πρωταγωνιστή, τον μακρύ
και διαρκώς μεταβαλλόμενο χρόνο.
Ο ιστορικός
της λογοτεχνίας Αντουάν Κομπανιόν («Ι Ο χρόνος») ξεκινά με την προυστική
θεωρία της μνήμης («θαμμένη βαθιά, συγκαλυμμένη ώς το τέλος και
υπερκερασμένη, εξάλλου, από την ίδια την κίνηση τη γραφής») και αφού
περιπλανηθεί στον λαβυρινθώδη χρόνο του μυθιστορήματος (με μίτο την
ηλικιακή εξέλιξη του αφηγητή), αφήνεται στον ίλιγγο του χρόνου που
καταφέρνει να δαμάσει το «Αναζητώντας», καθώς μετασχηματίζει την ακούσια
μνήμη σε γενεσιουργό αιτία της λογοτεχνίας («Αυτή είναι η λυτρωτική
δύναμη της λογοτεχνίας, η οποία εξαγοράζει και τη ζωή και τον θάνατο»).
Ωστόσο,
αν ο ακαθόριστος και φευγαλέος χρόνος αποτελεί το σημαντικότερο πρόσωπο
(«που εμφανίζεται με τη μορφή θεότητας ενσαρκωμένης στα ανθρώπινα
πλάσματα»), το μπαλζακικό στην αφετηρία του και αντιμπαλζακικό στην
κατάληξή του «Αναζητώντας» αποτελεί ένα πελώριο σύστημα προσώπων.
Ο
καθηγητής Ζαν-Ιβ Ταντιέ («ΙΙ Τα πρόσωπα») εστιάζει σε μερικά από τα
δημοφιλέστερα: δίπλα στην πανταχού παρούσα μητρική μορφή (σε συνδυασμό
με την παρουσία της γιαγιάς), τον αποτυχημένο καλλιτέχνη και ζηλιάρη
εραστή Σαρλ Σουάν, τον ανησυχαστικά αλλόκοτο καλλιεργημένο βαρόνο ντε
Σαρλύς και, φυσικά, την πάντα ανεξιχνίαστη Αλμπερτίν.
Ο
δοκιμιογράφος και κινηματογραφιστής Ζερόμ Πριέρ («III O Προυστ και ο
κόσμος του») παρακολουθεί την εξέλιξη του νεαρού Μαρσέλ από «κοσμικό
χρονικογράφο» σε οξυδερκή παρατηρητή (με το πάθος ανθρωπολόγου και
εντομολόγου) και σκωπτικό κριτή των κοσμικών κύκλων της εποχής του, ενώ ο
καθηγητής φιλοσοφίας Νικολά Γκριμάλντι (IV Ο έρωτας) εστιάζει στη
συχνότερα χρησιμοποιούμενη λέξη στο «Αναζητώντας», τη λέξη «έρωτας», και
στη διαλογική σχέση του έρωτα με την προσμονή και την απογοήτευση, τον
ρόλο του φαντασιακού στον πόθο, τη ζήλια και την ψευδαίσθηση που
ανιχνεύεται στη ρίζα κάθε έρωτα στο μυθιστόρημα!
Η
Τζούλια Κρίστεβα («V Το φαντασιακό»), διαβάζοντας τον Προυστ ως
νεωτερικό συγγραφέα (το έργο του «περιφερειοποιεί επικίνδυνα τη
λογοτεχνία που τον διαδέχεται»), εξετάζει το ιμπρεσιονιστικό βλέμμα του
συγγραφέα («παρενθέτει στο ορατό την ένταση της νοητικής του αντίληψης»)
και τον προυστικό ύπνο-όνειρο ως τρόπο διαφυγής από τον χρόνο, ενώ
ανιχνεύει τη μεταμορφωτική δύναμη της γραφής του («οι λέξεις
μετουσιώνονται σε ιδιότητες της ύλης και της ζωής»).
Ο
βιογράφος και μελετητής της προυστικής ανθρωπογεωγραφίας Μισέλ Ερμάν
(«VI Οι τόποι») μας ταξιδεύει από το μυθικό Κομπραί των παιδικών χρόνων
στο Μπαλμπέκ της εφηβείας και της μύησης στον έρωτα και την τέχνη και
από το Παρίσι –το βασικό μυθιστορηματικό πλαίσιο του «Αναζητώντας»– στη
Βενετία του ταξιδιού στην Ιταλία.
Για τον
καθηγητή φιλοσοφίας Ραφαέλ Αντοβέν («VII Ο Προυστ και οι φιλόσοφοι») ο
Προυστ είναι «εξίσου φιλόσοφος όσο και μυθιστοριογράφος» και το έργο του
«μια συμπύκνωση όλων των ερωτημάτων για τα οποία δεν έχουμε απάντηση».
Διατρέχοντας
σε τέσσερα βήματα το μυθιστόρημα, ανακαλύπτει στον πυρήνα της αφήγησης
κοινές θεματικές με τον Μονταίνιο (φιλία, θάνατος) ή και τον Σοπενχάουερ
(η έμφαση στην ηθική αξία του πόνου), ή διαβάζει τον Σουάν ως νιτσεϊκό
Ζαρατούστρα και τον Καμί ως «πνευματικό αδελφό του» (η παιδική ηλικία
και ο χαμένος παράδεισος στον «Πρώτο άνθρωπο» του δεύτερου).
Τέλος,
ο ιστορικός τέχνης Αντριέν Γκετζ («VII Οι τέχνες») αναδεικνύει την
παρουσία των τεχνών στο μυθιστόρημα ενός συγγραφέα που ονειρευόταν τον
εαυτό του διευθυντή του Μουσείου των Βερσαλιών! Ετσι, στο ατελιέ της
εικαστικής μεγαλοφυΐας του ζωγράφου Ελστίρ, ο μικρός Μαρσέλ θα
ανακαλύψει μια μεταφορά της γραφής, στις μουσικές φράσεις των συνθέσεων
του ιδιοφυούς Βεντέιγ θα αναζητήσει συνεπαρμένος το νόημα της τέχνης,
στο παράδειγμα του συγγραφέα Μπεργκότ (σύνθεση των Ανατόλ Φρανς, Αλφόνς
Ντοντέ, Πολ Μπουρζιέ και Μορίς Μπαρές) θα προβάλει τις δικές του
φιλοδοξίες για την αρχιτεκτονική διάσταση του έργου του (το μυθιστόρημα
ως καθεδρικός ναός).
Κατά σύμπτωση ή
συνειδητά (απολύτως ταιριαστά, πάντως), το βιβλίο τελειώνει με το
κεφάλαιο «Ανάγνωση» και την αγωνία του συγγραφέα αν οι λέξεις που
διαβάζουν οι αναγνώστες του «στα βάθη της ψυχής τους» ταυτίζονται με
εκείνες που έχει χαράξει ο ίδιος στο χαρτί.
Είναι
γνωστό ότι στην αφετηρία των καλλιτεχνικών διερωτήσεων του Προυστ
βρίσκεται ο Τζον Ράσκιν. Στον Αγγλο κριτικό τέχνης και στη μεταφραστική
τριβή με το έργο του οφείλονται, επίσης, τόσο η προυστική αναγνωστική
θεωρία όσο και οι πρώτες του μεγάλες σελίδες ως συγγραφέα.
Το
«Περί αναγνώσεως», αυτονομημένο από τη μετάφραση έργου του Ράσκιν και
μετονομασμένο σε «Ημέρες ανάγνωσης», αποτελεί το αυτοτελές δοκίμιο το
οποίο μετέφρασε στα ελληνικά και προλόγισε υποδειγματικά η Μήνα
Πατεράκη-Γαρέφη («Ημέρες ανάγνωσης. Δύο “ομότιτλα” κείμενα», Ινδικτος,
2004) πριν καταπιαστεί, με την ίδια επιτυχία, και με το παρόν πολλαπλά
χρήσιμο και χρηστικό εγχειρίδιο εισαγωγής στον καλειδοσκοπικό κόσμο του
υπερμνήμονα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου