Αντίδοτα για τη βία στον αθλητισμό
Η βία και ο αθλητισμός είναι αντιθετικές αλλά αλληλοεπηρεαζόμενες λειτουργίες, αφού η μεν πρώτη δημιουργείται στην φαινομενική «αθλητική σύγκρουση», ενώ ο δεύτερος μέσω της πραγματικής ανταγωνιστικής επιδίωξης για επικράτηση προωθεί την ψυχαγωγία και την ευχαρίστηση.
Η βία έχει διαχρονική παρουσία αφού εμπεριέχεται ως ενδογενές ανθρώπινο χαρακτηριστικό σε κάθε κοινωνική λειτουργία, όπου ο ατομικός και συλλογικός ανταγωνισμός επιβάλλει την απαίτηση για επικράτηση.
Η βία με όλες τις εκφάνσεις και διαστάσεις είναι απορριπτέα γιαυτό ζητούνται αντίδοτα κοινωνικών λειτουργιών, όπως είναι οι κινητικές – σωματικές δράσεις, έτσι ώστε να περιορίζουν τα ενστικτώδη πρωτόγονα μη ελεγχόμενα χαρακτηριστικά της.
Η βία ως κοινωνικό παράγωγο βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις αθλητικές ανταγωνιστικές δραστηριότητες, με πρόσχημα την επικράτηση και με σκοπό την αιτιολόγηση και αποδοχή των όποιων δυσάρεστων αποτελεσμάτων.
Ο αθλητισμός με τις τρεις βασικές του κοινωνικές αναφορές που είναι η εκπαιδευτική, της υγείας – ποιότητας ζωής και του ανταγωνισμού, δομείται και λειτουργεί με βασικό κριτήριο την αγωγή, ψυχαγωγία, ευχαρίστηση, ικανοποίηση, εκτόνωση, ανατροφοδότηση αλλά και της υλικής ανταμοιβής.
Στην εκπαιδευτική του έκφανση στόχος είναι μέσω της κίνησης η Αγωγή και η Γνώση ελέγχου της ισορροπίας των συναισθηματικών και σωματικών λειτουργιών, αναγκαιότητα για την πρόληψη και περιορισμό των συγκρουσιακών ενστίκτων και παρορμήσεων των νέων.
Στην υποστήριξη της Υγείας και Ποιότητας ζωής η κίνηση, άσκηση, άθληση είναι τα εργαλεία μέσω των οποίων, το άτομο και οι συλλογικότητες μπορούν να συντηρούν και εξισορροπούν την αρμονική αναγκαία παρουσία τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στην ανταγωνιστική του διάσταση που είναι και η μαζικότερη ο αθλητισμός ως δομικά οργανωμένη λειτουργία ανεξάρτητα από το επίπεδο και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, έχει παρουσιάσεις που επιτρέπουν την υποκειμενικότητα της αποδοχής ή μη άρα και της διαφορετικότητας ως άποψη – γεγονός.
Αυτή η διαφορετική κατανόηση και αποδοχή του όποιου ανταγωνιστικού αποτελέσματος είναι το χρηστικό εργαλείο, για την διαμόρφωση των ευνοϊκών προϋποθέσεων παρουσίασης της βίας και των ανάλογων παραγώγων της.
Η δομική κοινωνική οργάνωση του Αθλητισμού, οι κανόνες στην εσωτερική λειτουργία του, καθώς και η θεσμική θωράκιση είναι τα τρία σημαντικά μέτρα ελέγχου και περιορισμού της βίας, αφού η εξαφάνισή της ως εκδήλωση στον ευρύτερο χώρο του αθλητισμού θα ήταν ουτοπία να φαντάζεται οιοσδήποτε ότι μπορεί να γίνει.
Στο πρώτο που αναφέρεται στη δομική οργάνωση ο αθλητισμός δυστυχώς ακόμα βρίσκεται σε εμβρυακή ηλικία αφού μεταπολιτευτικά ως και σήμερα αποσπασματικές πολιτικές διαμόρφωναν επιμέρους εφαρμογές χωρίς συνέχεια, με αποτέλεσμα να μην έχουμε αξιόπιστα δείγματα ως προς την κοινωνική αποτελεσματικότητα.
Στην εκπαίδευση η επέκταση του μαθήματος Φυσικής Αγωγής στο Δημοτικό σχολείο η χρονική διεύρυνση του προγράμματος με την βελτίωση των αθλητικών σχολικών εγκαταστάσεων, έπρεπε να έχουν θετικές επιβολές στην Αθλητική Αγωγή της Νέας Γενιάς.
Αντ' αυτού δυστυχώς βλέπουμε τα κρούσματα βίας να έχουν έντονη παρουσία και στους σχολικούς αγώνες, όπου τα όποια κίνητρα να μην θεωρούνται ως οι αιτίες διαμόρφωσής τους, αλλά οι συγκρουσιακές αναφορές να παραπέμπουν σε οπαδικές λογικές.
Στην άσκηση - άθληση των πολιτών η πρώτη σοβαρή δομική οργανωτική εφαρμογή ήταν στις αρχές του 80 με τον σχεδιασμό του Μαζικού Λαϊκού Αθλητισμού, όπου η κοινωνική έκφανση, παρουσία και αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος απέδωσε μέχρι που η μη προσαρμογή, εξέλιξη και ανατροφοδότηση επέφερε την φυσική φθορά και την απαξίωσής του.
Στον θεσμικό τομέα η ποσοτική παραγωγή αθλητικών νόμων δεν απέδωσε αν και φαινομενικά δίνει τα εργαλεία διαχείρισης της βίας, αλλά ουσιαστικά δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά αφού οι αιτιατές κοινωνικές της αναφορές υπάρχουν και αναπαράγονται.
Τα κοινωνικά φαινόμενα και λειτουργίες όπως είναι του αθλητισμού δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με κατασταλτικές πρακτικές, γιατί η αντίδραση επιφέρει συγκρουσιακές δράσεις που σε περιόδους κοινωνικοοικονομικών κρίσεων όπως σήμερα μπορούν να γίνουν ανεξέλεγκτες.
Η αδυναμία διαμόρφωσης υγιούς αθλητικού κινήματος και η υπέρμετρη αναφορά στον ανταγωνιστικό αθλητισμό, μπορούν να θεωρηθούν ως οι βασικές αρχές των αιτιών παραγωγής βιαιοτήτων με συνεχή διαχρονικότητα ως και σήμερα.
Η επιστημονική έρευνα της τελευταίας δεκαπενταετίας έχει στοχοποιήσει τις γενεσιουργές αιτίες της βίας στον ελληνικό αθλητισμό, τις έχει καταγράψει και παρουσιάσει, αλλά δυστυχώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη αρμοδίως.
Πρώτο στοιχείο είναι η διάχυση της βίας σε αθλήματα πέρα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, όπως στο βόλεϊ, πόλο και χάντμπολ, η οποία έρχεται να επιβεβαιώσει δυστυχώς τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας με τεκμηρίωση ως εξελισσόμενο γεγονός.
Ως σοβαρή αιτία διαμόρφωσης βιαιοτήτων καταγράφεται στις επιστημονικές μας έρευνες ο παραγοντισμός με τις δυο εκφάνσεις του, τον αθλητικό και τον διοικητικό – επιχειρηματικό.
Για τον αθλητικό παραγοντισμό η ισοβιότητα στελεχών φυσικά δημοκρατικά εκλεγμένων στην πυραμίδα αθλητικών ομοσπονδιών και ενώσεων λειτουργεί επιβαρυντικά ως στοιχείο αιτιότητας της βίας και θα έπρεπε θεσμικά να είχε αντιμετωπιστεί.
Άλλη αιτιατή αναφορά για τη βία ορίζεται ο ρόλος των ΜΜΕ στον αθλητισμό όπως διαφαίνεται από έρευνα στον επαγγελματικό τομέα των δημοσιογράφων, όπου οι ίδιοι οριοθετούν την αλληλεπίδραση με τις βιαιότητες και προτείνουν μέτρα αντιμετώπισης όπως παρεμβάσεις ελέγχου της ποιότητας σε ότι αφορά την παρουσίαση η μη της βίας στον αθλητισμό.
Σημαντική επίσης αιτιατή αναφορά για τη βία ως ερευνητικό αποτέλεσμα ορίζεται η εμπλοκή της πολιτικής με τον αθλητισμό και φυσικά αναφέρεται στη θεσμική ευθύνη των κυβερνήσεων που διαχρονικά διαχειρίστηκαν τον αθλητισμό.
Αξιόλογο χαρακτηριστικό για τον τρόπο αναφοράς και διαμόρφωσης των συγκρουσιακών πεδίων της βίας στον αθλητισμό είναι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων που αποτελούν για τους νέους χρηστικά εργαλεία, με αποτέλεσμα η ανεξέλεγκτη διαχείριση να δημιουργεί αδυναμία αντιμετώπισης από την πολιτεία.
Η προσαρμογή των διωκτικών αρχών σε παρεμβατικές κατασταλτικές εφαρμογές προληπτικού ελέγχου, έδειξε ότι μπορεί να διαχειριστεί ως ένα βαθμό την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας.
Επειδή οι πολλαπλές αιτιατές αναφορές για τη βία στον αθλητισμό απαιτούν διαφορετικούς θεσμικούς αποδέκτες, η πρόταση για τη δημιουργία ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ θα ήταν πολιτική διέξοδος διαχείρισης του κοινωνικού προβλήματος με διαχρονική παρουσία και εξέλιξη.
Η αθλητική δραστηριοποίηση των κοινωνικών ομάδων θα πρέπει να είναι στόχος και επιδίωξη πολιτικής και πολιτικών που μέσω της επιστημονικής γνώσης θα κατευθύνουν τις οργανωτικές εφαρμογές για μια υγιή χωρίς βία αθλητική προοπτική.
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Αθλητισμού Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου