Πρίμο Λέβι (1978)
Η μαρτυρία ενός δίκαιου
Θανάσης Γιαλκέτσης
Πηγή: efsyn.gr
Στις
19 Απριλίου, ολοκληρώθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στο Κέντρο
Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ο κύκλος «Λόγος 6», που επιμελήθηκε
ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής
Βιβλιοθήκης της Ελλάδος), με μια εκδήλωση που ήταν αφιερωμένη στον
Πρίμο Λέβι (1919-1987).
Σ’ εκείνη την βραδιά, για τον Ιταλοεβραίο συγγραφέα, που φώτισε την ολοκαυτωματική εμπειρία με το νηφάλιο, ηθικό, σχεδόν ανατομικό βλέμμα του, μίλησαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Θανάσης Γιαλκέτσης.
Σήμερα, στο Ανοιχτό Βιβλίο, δημοσιεύουμε, κατά αποκλειστικότητα, την ομιλία του δοκιμιογράφου, δημοσιογράφου και συνεργάτη της «Εφ.Συν.», Θανάση Γιαλκέτση. Μ. Φάϊς
Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης διαπράχθηκε το μέγιστο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εξοντώθηκαν εκεί εκατομμύρια άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ήταν ένα μαζικό έγκλημα ψυχρά αποφασισμένο, «επιστημονικά» σχεδιασμένο, με σχολαστική επιμέλεια εκτελεσμένο. Εκείνοι που συνέλαβαν και οργάνωσαν αυτή τη φοβερή μηχανή του θανάτου ήταν οι ίδιοι τόσο πολύ πεισμένοι για την τελειότητά της, ώστε πίστευαν ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει κανείς για να αφηγηθεί όσα έζησε και είδε. Και πράγματι, η συντριπτική πλειονότητα των κρατουμένων θανατώθηκε. Λίγοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Και ακόμα λιγότεροι βρήκαν τη δύναμη να διηγηθούν όσα έζησαν.
Με τον εκτοπισμό και τον εγκλεισμό του στο Άουσβιτς, ο Λέβι έγινε μάρτυρας και ενός άλλου τρομερού εγκλήματος, της θανάτωσης της ανθρώπινης ψυχής, της εκμηδένισης της ανθρώπινης υπόστασης, της υποβάθμισης της ύπαρξης σε μια πρωτόγονη, ζωώδη και βάρβαρη κατάσταση. Σε αυτό το σύμπαν του τρόμου, δήμιοι και θύματα, αφεντικά και σκλάβοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, έχαναν την ανθρωπιά τους και αποκτηνώνονταν. Γράφει ο Λέβι στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»: «Τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας δεν είναι άνθρωποι. Η ανθρώπινη υπόστασή τους θάφτηκε ή αυτοί οι ίδιοι την έθαψαν κάτω από το βάρος της προσβολής που δέχτηκαν ή έστρεψαν στους άλλους».1
Αν ήθελες να αποφύγεις ή να αναβάλεις προσωρινά τον θάνατο, έπρεπε να χάσεις την ανθρώπινη ταυτότητά σου και να μεταμορφωθείς σε ζώο, που μάχεται με όλα τα μέσα για να επιβιώσει. Έπρεπε να δίνεις μια καθημερινή μάχη εναντίον της πείνας, του κρύου, της κούρασης, των ξυλοδαρμών, των εξευτελισμών, της αίσθησης του επερχόμενου θανάτου.
«Εδώ –γράφει ο Λέβι- ο αγώνας για την επιβίωση είναι ανελέητος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και βασανιστικά μόνος του».2 Για να επιζήσει κανείς, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί «στη μάχη του ενός εναντίον όλων».3 Οι ναζιστές εξουσιαστές πίστευαν ότι οι κρατούμενοι δεν ανήκαν στο ανθρώπινο είδος. Χρησιμοποιώντας σκόπιμα την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς, τις τιμωρίες, την καταναγκαστική εργασία, τους εξευτελισμούς, απέβλεπαν στο να μετατρέψουν τους κρατούμενους σε υπανθρώπους, να τους επιβάλλουν συμπεριφορές που έμοιαζαν ζωώδεις. Μπορούσαν έπειτα, με ήσυχη συνείδηση, να συμπεριφέρονται απάνθρωπα σε αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, σαν να ήταν πράγματι ζώα. Ο εξευτελισμός τους ήταν «αναγκαίος», προκειμένου να μειωθεί το αίσθημα ενοχής των εκτελεστών. Αν τα θύματα δεν είναι άνθρωποι, αλλά είναι κάτι λ.χ. σαν ποντίκια, δεν θα είχε κανείς καμία ηθική αναστολή να τα εξοντώνει. Αυτή την επιδίωξη της εκμηδένισης της ανθρώπινης υπόστασης υπηρετούσε πιστά το μοχθηρό τελετουργικό της υποδοχής των κρατουμένων και της ένταξής τους στις ιεραρχίες και τις πειθαρχίες του στρατοπέδου. Τους υποδέχονταν με προπηλακισμούς, με κλοτσιές και γροθιές, με βάρβαρα ουρλιαχτά.
Μετά από πολύωρη κι εξουθενωτική ορθοστασία, και αφού τους αφαιρούσαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, τα χαρτιά τους, τα παπούτσια και τα ρολόγια τους, ό,τι είχαν στις τσέπες τους, ακολουθούσε το ομαδικό ολικό ξεγύμνωμα μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά και το ξύρισμα του κρανίου. Γυμνοί, όρθιοι και καταπτοημένοι, έπαιρναν ράκη αντί για ρούχα και σπρώχνονταν με κραυγές και χλευασμούς στα παραπήγματα. Από την αρχή αντιλαμβάνονταν με θλίψη ότι σε αυτή την επίγεια κόλαση κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο την αξιοπρέπειά τους και τη λογική τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Μια βελόνα θα χαράξει στο αριστερό τους μπράτσο, ανεξίτηλο στίγμα, έναν αριθμό, όπως γίνεται με τα ζώα που προορίζονται για το σφαγείο. Το καινούριο όνομα του Πρίμο Λέβι θα είναι 174 517. Επειδή δεν τους δίνουν κουτάλια, τρώνε την καθημερινή σούπα πίνοντας και γλείφοντας με τη γλώσσα, σαν σκύλοι. Η καταναγκαστική εργασία για την οποία προορίζονται είναι μια εξαντλητική εργασία για δούλους, για όντα υποβαθμισμένα σε υποζύγια, που κουβαλάνε ασήκωτα βάρη και σέρνονται βρόμικα στο χώμα. Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις ζωντανός, να μην καταντήσεις πολύ γρήγορα «μουσουλμάνος», ένα σωματικό και ψυχικό ράκος, ένα φάντασμα που λιμοκτονεί και μοιάζει με σκελετό.
Ακόμα πιο δύσκολο είναι όμως να παραμείνεις άνθρωπος, να διασώσεις κάτι από τον ηθικό σου κώδικα και την αξιοπρέπειά σου. Για να επιζήσεις πρέπει να σκληρύνεις, να γίνεις κι εσύ κακός, να κλέψεις το ψωμί και τη μερίδα του διπλανού σου, να είσαι ανελέητος με τους αντίζηλους και ανταγωνιστές σου στην άγρια μάχη της επιβίωσης. Πρέπει, γράφει ο Λέβι, «να πνίξεις κάθε έννοια αξιοπρέπειας, να σβήσεις το φως της συνείδησης, να κατεβείς στο πεδίο της μάχης σαν βάρβαρος εναντίον βαρβάρων».4 Ο εξαντλητικός αγώνας του ενός εναντίον όλων συνεπαγόταν μοιραία ταπεινωτικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. «Να επιζήσεις χωρίς να αρνηθείς τίποτα από τον ηθικό σου κόσμο, εκτός από περιπτώσεις μεγάλης εύνοιας της τύχης, ήταν δυνατόν μόνο σε ελάχιστους και αυτοί ήταν άνθρωποι ανώτεροι, από τη στόφα των αγίων ή των μαρτύρων».5 Στο στρατόπεδο ο νόμος της ζούγκλας ήταν σε πλήρη ισχύ και γινόταν αποδεκτός από όλους, ή μάλλον, ορθότερα, σχεδόν από όλους. Από τις ιστορίες που αφηγείται ο Λέβι συμπεραίνουμε ότι υπήρχαν και ορισμένες θαυμαστές εξαιρέσεις. Υπήρχαν δηλαδή και ορισμένοι κρατούμενοι που διέσωσαν την ανθρωπιά τους, χωρίς να είναι άγιοι ή μάρτυρες. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του αδελφικού φίλου του Λέβι, του 22χρονου Αλμπέρτο, ο οποίος επέδειξε μιαν εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής και κατόρθωσε να παραμείνει ακέραιος και αδιάφθορος. Ο Αλμπέρτο δεν έγινε ωμός και σκληρός. Πάλευε για να επιζήσει «παραμένοντας φίλος με όλους».6 Όπως θα γράψει μετά από κάμποσα χρόνια ο Λέβι, ο Αλμπέρτο «δεν δεχόταν τον κόσμο του στρατοπέδου, τον απαρνιόταν με την καρδιά και το μυαλό του, δεν άφηνε να τον μολύνει. Ήταν ένας άνδρας με δυνατή και αγαθή θέληση κι είχε μείνει κατά θαυμαστό τρόπο ελεύθερος κι έτσι ελεύθερα ήταν τα λόγια του και οι πράξεις του: δεν είχε κατεβάσει το κεφάλι, δεν είχε λυγίσει την πλάτη».7 Παρόμοια θαυμαστή περίπτωση ήταν κι εκείνη του Γάλλου Ζαν, του κλητήρα-γραφέα στο Κομάντο χημείας, που, επειδή ήταν μικρούλης, ο Λέβι τον αποκαλούσε Πίκολο.
Ο Πίκολο ήταν κι αυτός πολυμήχανος, σωματικά δυνατός και ταυτόχρονα ήπιος και φιλικός. Γράφει γι’ αυτόν ο Λέβι: «Αν και έδινε τη δική του μυστική, προσωπική μάχη ενάντια στο στρατόπεδο και στο θάνατο με πείσμα και κουράγιο, δεν παρέλειπε να διατηρεί ανθρώπινες σχέσεις με τους λιγότερο προνομιούχους συντρόφους».8 Η γενική εικόνα της ζωής στο Άουσβιτς, όπως την περιγράφει ο Λέβι, απέχει πολύ «από τη σχηματική εικόνα των καταπιεσμένων που ενώνονται, εάν όχι σε κοινή αντίσταση, τουλάχιστον για να υπομείνουν την κοινή δυστυχία».9 Στο στρατόπεδο οι κρατούμενοι διαιρούνται σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. «Σε καθεστώς αιχμαλωσίας –εξηγεί ο Λέβι- προσφέρεται σε μερικούς σκλάβους μια προνομιακή θέση, κάποια άνεση και μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης, απαιτώντας σε αντάλλαγμα την απάρνηση της αλληλεγγύης προς τους συντρόφους. Και σίγουρα θα υπάρξει αυτός που θα δεχτεί. Αυτός θα εξαιρεθεί από τον κοινό νόμο και θα είναι απρόσβλητος· και όσο περισσότερη εξουσία θα του δοθεί τόσο μισητός και απεχθής θα γίνεται».10 Ο προνομιούχος κρατούμενος «θα γίνει ωμός και τυραννικός, γιατί αν δεν επιδείξει ωμότητα, κάποιος άλλος που θα κριθεί καταλληλότερος θα πάρει τη θέση του».11 Η διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων κρατουμένων δείχνει ότι η πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων είναι πιο περίπλοκη από τη σχηματική και απλουστευτική εικόνα, σύμφωνα με την οποία όλο το κακό βρίσκεται από τη μια μεριά και όλο το καλό από την άλλη.
Υπάρχουν σκλάβοι που μεταμορφώνονται σε εξουσιαστές και σπέρνουν τον τρόμο στους υπόλοιπους κρατούμενους. Το καθημερινό μαρτύριο, η σωματική ταλαιπωρία, η ψυχική οδύνη των μη προνομιούχων τους εξανάγκαζε να σκύβουν το κεφάλι, να υποτάσσονται και να σιωπούν. Η γυμνή ζωή τους δεν είχε τίποτα το ηρωικό.
Ο Λέβι φωτίζει την ταπεινωτική υποδούλωσή τους, που ισοδυναμούσε με ηθικό, ψυχικό και πνευματικό θάνατο, με την περιγραφή μιας συγκλονιστικής σκηνής. Είναι η σκηνή του απαγχονισμού ενός εξεγερμένου, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην ανατίναξη ενός από τα κρεματόρια του Μπίρκεναου: «Όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσία μέσα μας. –Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος. Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γκρίζοι με σκυμμένο κεφάλι…
Τώρα πια οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν· δεν απέμεινε κανείς γενναίος ανάμεσά μας, ο τελευταίος κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει».12 Στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Λέβι διηγείται έναν εφιάλτη που τον βασάνιζε τότε που ήταν κρατούμενος στο Άουσβιτς. Ονειρευόταν ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι του και ότι αφηγείται στους δικούς του όσα είδε και έζησε.
Συνειδητοποιεί όμως ότι αυτοί δεν τον προσέχουν, ότι δεν τον ακούνε, ότι είναι τελείως αδιάφοροι, σαν να μην τον πιστεύουν. Μιλάνε μεταξύ τους γι’ άλλα θέματα, η αδελφή του μάλιστα σηκώνεται και φεύγει. Όσα αυτός τους αφηγούνταν έμοιαζαν στους άλλους με παραλήρημα, τους φαίνονταν εξωπραγματικά και όχι αληθινά. Τον κυρίευε τότε μια απελπισμένη θλίψη. Όταν διηγήθηκε το όνειρό του στους συντρόφους του στο στρατόπεδο, του είπαν ότι το ίδιο όνειρο έβλεπαν και αυτοί.13 Ήταν επομένως ο συλλογικός τους εφιάλτης: ότι, αν κατόρθωναν να επιστρέψουν και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, κανείς δεν θα τους πίστευε. Με την άρνηση του εκδοτικού οίκου Einaudi να εκδώσει το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο εφιάλτης έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα.
Ο Λέβι είχε επιστρέψει, είχε αφηγηθεί με θαυμαστό τρόπο και με απαράμιλλη τέχνη τη συγκλονιστική εμπειρία του, γράφοντας ένα έργο που σήμερα το θεωρούμε αθάνατο και αριστουργηματικό, και εκείνοι που το πήραν πρώτοι στα χέρια τους και το διάβασαν το θεώρησαν ανάξιο δημοσίευσης και το απέρριψαν. Το βιβλίο εκδόθηκε από ένα μικρό εκδοτικό οίκο στη Γένοβα το 1947 και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Μόνο μετά την έκδοσή του από τον Einaudi, το 1958, άρχισε να κερδίζει τη φήμη που άξιζε. Τι είδους βιβλίο είναι όμως το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»;
Ο συγγραφέας του από την πρώτη κιόλας σελίδα δηλώνει ότι το βιβλίο του «δεν γράφτηκε με σκοπό να διατυπώσει ένα νέο κατηγορητήριο· αλλά για να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης».14 Το βιβλίο είναι βέβαια πρωτίστως μια κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας. Αυτό που κυριαρχεί στην αφήγηση του Λέβι είναι η θέληση να κατανοήσει· να κατανοήσει και όχι να δικαιολογήσει. Δεν υιοθετεί επομένως ούτε τη στάση του θύματος που μεμψιμοιρεί και ελεεινολογεί τη μοίρα του, ούτε εκείνη του αυστηρού και άκαμπτου δικαστή που κρίνει και καταδικάζει ή του οργισμένου εκδικητή που θέλει να ανταποδώσει το πλήγμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κατανοήσει τι έγινε, πώς έγινε δυνατό τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις να συνεργήσουν για την εξόντωση εκατομμυρίων αθώων θυμάτων.
Και προσπαθεί να οδηγήσει και μας, τους αναγνώστες του, ως το χείλος εκείνης της αβύσσου –της οποίας κανείς ακόμα δεν έχει κατορθώσει να βυθομετρήσει τα βάθη-, για να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε μέσα. Μπορεί όμως κανείς, παίρνοντας απόσταση ακόμα και από τη δική του τρομερή βιωματική εμπειρία, να μελετήσει «νηφάλια» τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα;
Επειδή το ερώτημα αυτό είχε τεθεί πολλές φορές στον Λέβι από τους συνομιλητές του και τους αναγνώστες του, φρόντισε να το περιλάβει στο επίμετρο που έγραψε το 1976 για τη σχολική έκδοση του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»: «Στο βιβλίο σας δεν εκφράζετε μίσος εναντίον των Γερμανών ούτε μνησικακία ούτε επιθυμία εκδίκησης. Τους έχετε συγχωρήσει;». Η απάντηση που δίνει ο Λέβι είναι πολύ σαφής: «Δεν ανήκω στους ανθρώπους που κλίνουν στο μίσος. Γιατί το θεωρώ ένα αίσθημα πρωτόγονο, που προσιδιάζει περισσότερο στα ζώα».15 Και στη συνέχεια προσθέτει: «Πιστεύω στη λογική και στο διάλογο σαν κατεξοχήν μέσα προόδου και γι’ αυτό στο μίσος προτάσσω τη δικαιοσύνη».16 Διευκρινίζει έπειτα ότι η νηφάλια γλώσσα της μαρτυρίας, που ηθελημένα επέλεξε, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί σαν γενική άφεση αμαρτιών: «Όχι, δεν συγχώρεσα κανέναν από τους υπαίτιους και ούτε έχω την πρόθεση, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, να συγχωρήσω».17
Στο σπουδαίο έργο του «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν», που εκδόθηκε το 1986, ο Λέβι θα επιστρέψει στα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που γεννάει η εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων. Στις σελίδες αυτού του θεμελιώδους βιβλίου, η προσωπική μαρτυρία συνδυάζεται με ένα βαθύ στοχασμό, με μιαν εξαιρετικά ευθύβολη και διεισδυτική κριτική ανάλυση και με μιαν αυστηρή προειδοποίηση: η τραγωδία που συντελέστηκε στο Άουσβιτς μπορεί να επαναληφθεί με άλλες μορφές στο μέλλον.
«Συνέβη, -γράφει- επομένως μπορεί να ξανασυμβεί: είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε».18 Ο Λέβι επεξεργάζεται εδώ την έννοια της «γκρίζας ζώνης», υπενθυμίζοντας ότι ανάμεσα στους ναζιστές εξουσιαστές και στους απλούς κρατούμενους βρισκόταν μια μάζα ενδιάμεσων, η μάζα των προνομιούχων κρατούμενων. Εκείνοι που κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα προνόμιο αναγκαίο για την επιβίωσή τους, και έγιναν συνεργάτες και χαμηλόβαθμα εκτελεστικά όργανα των κυρίαρχων, ασκούσαν έπειτα ανενδοίαστα και συχνά ανελέητα την εξουσία τους πάνω στους απλούς κρατούμενους.
Η εικόνα αυτή διαψεύδει τη μανιχαϊκή τάση που διαιρεί το στρατόπεδο σε δυο μονάχα κατηγορίες: στους δήμιους και στα θύματα. Το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων ήταν πιο περίπλοκο και δεν μπορεί να αναπαρασταθεί με το δυαδικό σχήμα: από δω οι δίκαιοι και οι καλοί και από κει οι κακοί και οι άδικοι. Με την είσοδό μας στο στρατόπεδο, σημειώνει ο Λέβι, «αισθανόμασταν γκρεμισμένοι σε έναν κόσμο πράγματι φοβερό αλλά και ανερμήνευτο: δεν συμφωνούσε με κανένα σχήμα, ο εχθρός ήταν γύρω μας αλλά και μέσα, το “εμείς” έχανε τα όριά του, οι αντίπαλοι δεν ήταν μόνο δύο».19 Το κεφάλαιο για τη «γκρίζα ζώνη» είναι μια συνοπτική πραγματεία ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, στην οποία αναλύεται η μικροφυσική της εξουσίας που εδραιώθηκε πίσω από τα συρματοπλέγματα. Αναλύονται δηλαδή οι μηχανισμοί εξουσιασμού και καταπίεσης που λειτούργησαν στο πειραματικό εργαστήριο ωμοτήτων του Άουσβιτς. Ο Λέβι σημειώνει ότι «η υβριδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών» αποτελούσε τον σκελετό του στρατοπέδου «και ταυτόχρονα το πλέον ανησυχητικό του γνώρισμα».20 Και ορίζει τη γκρίζα ζώνη ως μια πραγματικότητα «με δυσδιάκριτο περίγραμμα, η οποία ταυτόχρονα χωρίζει και συνδέει τα δύο στρατόπεδα των εξουσιαστών και των σκλάβων».21 Αυτή η πραγματικότητα «διαθέτει απίστευτα πολύπλοκη εσωτερική δομή και κλείνει μέσα της όσα αρκούν για να συσκοτίσουν την ανάγκη μας για κρίση».22 Η έννοια της «γκρίζας ζώνης» υιοθετείται από τον Λέβι ως χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση των μηχανισμών εξουσίας και καταπίεσης στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η άνοδος των προνομιούχων, όχι μόνο στο Λάγκερ αλλά και σε κάθε ανθρώπινη συμβίωση, είναι φαινόμενο ανησυχητικό αλλά αδιάλειπτο: οι προνομιούχοι είναι ανύπαρκτοι μόνο στις ουτοπίες. Είναι καθήκον των δίκαιων να πολεμούν κάθε καταχρηστικό προνόμιο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν ατέρμονα πόλεμο».23 Η ρίζα αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί στην εξουσία που μια περιορισμένη ομάδα ή ένα άτομο ασκεί πάνω σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Λέβι υπογραμμίζει δύο στοιχεία: όσο πιο κλειστή είναι η σφαίρα της εξουσίας τόσο περισσότερο χρειάζεται εξωτερικούς συνεργάτες. Και όσο πιο σκληρή είναι η καταπίεση τόσο περισσότερο αυξάνεται μεταξύ των καταπιεσμένων η διαθεσιμότητα για συνεργασία με την εξουσία.24 Προσπαθώντας να εξηγήσει το κακό, ένα κακό στη διάπραξη του οποίου συνέργησαν εκατομμύρια άνθρωποι, ο Λέβι υιοθετεί μια θέση παρόμοια με εκείνη της Χάνα Άρεντ περί «κοινοτοπίας του κακού».
Μιλάει για τους δήμιους του Άουσβιτς και τους περιγράφει ως «πρόθυμους εκτελεστές απάνθρωπων διαταγών», που δεν ήταν «γεννημένοι δήμιοι, δεν ήταν (εκτός από λίγες εξαιρέσεις) τέρατα: ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι». Και προσθέτει: «Τέρατα υπάρχουν αλλά είναι πολύ λίγα για να βλάψουν πραγματικά· πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι αξιωματικοί, πρόθυμοι να πιστέψουν και να υπακούσουν χωρίς συζήτηση, όπως ο Άιχμαν».25 […]
1. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα 1997, σελ. 149.
2. Στο ίδιο, σελ. 106.
3. Στο ίδιο, σελ. 51.
4. Στο ίδιο, σελ. 111.
5. Στο ίδιο, σελ. 111-112.
6. Στο ίδιο, σελ. 68.
7. Πρίμο Λέβι, Το περιοδικό σύστημα, μτφρ. Άμπυ Ράικου, εκδόσεις Καστανιώτη 1990, σελ. 159.
8. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σελ. 133.
9. Στο ίδιο, σελ. 110.
10. Στο ίδιο.
11. Στο ίδιο.
12. Στο ίδιο, σελ. 180-181.
13. Στο ίδιο, σελ. 71-72.
14. Στο ίδιο, σελ. 9.
15. Στο ίδιο, σελ. 212.
16.Στο ίδιο, σελ. 213.
17. Στο ίδιο.
18. Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα 2000, σελ. 210.
19. Στο ίδιο, σελ. 38-39.
20. Στο ίδιο, σελ. 43.
21. Στο ίδιο.
22. Στο ίδιο.
23. Στο ίδιο, σελ. 42.
24. Στο ίδιο, σελ. 43-44.
25. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σελ. 237.
Πρίμο Λέβι - Βικιπαίδεια
Σ’ εκείνη την βραδιά, για τον Ιταλοεβραίο συγγραφέα, που φώτισε την ολοκαυτωματική εμπειρία με το νηφάλιο, ηθικό, σχεδόν ανατομικό βλέμμα του, μίλησαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Θανάσης Γιαλκέτσης.
Σήμερα, στο Ανοιχτό Βιβλίο, δημοσιεύουμε, κατά αποκλειστικότητα, την ομιλία του δοκιμιογράφου, δημοσιογράφου και συνεργάτη της «Εφ.Συν.», Θανάση Γιαλκέτση. Μ. Φάϊς
Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης διαπράχθηκε το μέγιστο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εξοντώθηκαν εκεί εκατομμύρια άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ήταν ένα μαζικό έγκλημα ψυχρά αποφασισμένο, «επιστημονικά» σχεδιασμένο, με σχολαστική επιμέλεια εκτελεσμένο. Εκείνοι που συνέλαβαν και οργάνωσαν αυτή τη φοβερή μηχανή του θανάτου ήταν οι ίδιοι τόσο πολύ πεισμένοι για την τελειότητά της, ώστε πίστευαν ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει κανείς για να αφηγηθεί όσα έζησε και είδε. Και πράγματι, η συντριπτική πλειονότητα των κρατουμένων θανατώθηκε. Λίγοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Και ακόμα λιγότεροι βρήκαν τη δύναμη να διηγηθούν όσα έζησαν.
Με τον εκτοπισμό και τον εγκλεισμό του στο Άουσβιτς, ο Λέβι έγινε μάρτυρας και ενός άλλου τρομερού εγκλήματος, της θανάτωσης της ανθρώπινης ψυχής, της εκμηδένισης της ανθρώπινης υπόστασης, της υποβάθμισης της ύπαρξης σε μια πρωτόγονη, ζωώδη και βάρβαρη κατάσταση. Σε αυτό το σύμπαν του τρόμου, δήμιοι και θύματα, αφεντικά και σκλάβοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, έχαναν την ανθρωπιά τους και αποκτηνώνονταν. Γράφει ο Λέβι στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»: «Τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας δεν είναι άνθρωποι. Η ανθρώπινη υπόστασή τους θάφτηκε ή αυτοί οι ίδιοι την έθαψαν κάτω από το βάρος της προσβολής που δέχτηκαν ή έστρεψαν στους άλλους».1
Αν ήθελες να αποφύγεις ή να αναβάλεις προσωρινά τον θάνατο, έπρεπε να χάσεις την ανθρώπινη ταυτότητά σου και να μεταμορφωθείς σε ζώο, που μάχεται με όλα τα μέσα για να επιβιώσει. Έπρεπε να δίνεις μια καθημερινή μάχη εναντίον της πείνας, του κρύου, της κούρασης, των ξυλοδαρμών, των εξευτελισμών, της αίσθησης του επερχόμενου θανάτου.
«Εδώ –γράφει ο Λέβι- ο αγώνας για την επιβίωση είναι ανελέητος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και βασανιστικά μόνος του».2 Για να επιζήσει κανείς, θα πρέπει να έχει εκπαιδευτεί «στη μάχη του ενός εναντίον όλων».3 Οι ναζιστές εξουσιαστές πίστευαν ότι οι κρατούμενοι δεν ανήκαν στο ανθρώπινο είδος. Χρησιμοποιώντας σκόπιμα την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς, τις τιμωρίες, την καταναγκαστική εργασία, τους εξευτελισμούς, απέβλεπαν στο να μετατρέψουν τους κρατούμενους σε υπανθρώπους, να τους επιβάλλουν συμπεριφορές που έμοιαζαν ζωώδεις. Μπορούσαν έπειτα, με ήσυχη συνείδηση, να συμπεριφέρονται απάνθρωπα σε αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα, σαν να ήταν πράγματι ζώα. Ο εξευτελισμός τους ήταν «αναγκαίος», προκειμένου να μειωθεί το αίσθημα ενοχής των εκτελεστών. Αν τα θύματα δεν είναι άνθρωποι, αλλά είναι κάτι λ.χ. σαν ποντίκια, δεν θα είχε κανείς καμία ηθική αναστολή να τα εξοντώνει. Αυτή την επιδίωξη της εκμηδένισης της ανθρώπινης υπόστασης υπηρετούσε πιστά το μοχθηρό τελετουργικό της υποδοχής των κρατουμένων και της ένταξής τους στις ιεραρχίες και τις πειθαρχίες του στρατοπέδου. Τους υποδέχονταν με προπηλακισμούς, με κλοτσιές και γροθιές, με βάρβαρα ουρλιαχτά.
Μετά από πολύωρη κι εξουθενωτική ορθοστασία, και αφού τους αφαιρούσαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, τα χαρτιά τους, τα παπούτσια και τα ρολόγια τους, ό,τι είχαν στις τσέπες τους, ακολουθούσε το ομαδικό ολικό ξεγύμνωμα μέσα στη χειμωνιάτικη παγωνιά και το ξύρισμα του κρανίου. Γυμνοί, όρθιοι και καταπτοημένοι, έπαιρναν ράκη αντί για ρούχα και σπρώχνονταν με κραυγές και χλευασμούς στα παραπήγματα. Από την αρχή αντιλαμβάνονταν με θλίψη ότι σε αυτή την επίγεια κόλαση κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο την αξιοπρέπειά τους και τη λογική τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Μια βελόνα θα χαράξει στο αριστερό τους μπράτσο, ανεξίτηλο στίγμα, έναν αριθμό, όπως γίνεται με τα ζώα που προορίζονται για το σφαγείο. Το καινούριο όνομα του Πρίμο Λέβι θα είναι 174 517. Επειδή δεν τους δίνουν κουτάλια, τρώνε την καθημερινή σούπα πίνοντας και γλείφοντας με τη γλώσσα, σαν σκύλοι. Η καταναγκαστική εργασία για την οποία προορίζονται είναι μια εξαντλητική εργασία για δούλους, για όντα υποβαθμισμένα σε υποζύγια, που κουβαλάνε ασήκωτα βάρη και σέρνονται βρόμικα στο χώμα. Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις ζωντανός, να μην καταντήσεις πολύ γρήγορα «μουσουλμάνος», ένα σωματικό και ψυχικό ράκος, ένα φάντασμα που λιμοκτονεί και μοιάζει με σκελετό.
Ακόμα πιο δύσκολο είναι όμως να παραμείνεις άνθρωπος, να διασώσεις κάτι από τον ηθικό σου κώδικα και την αξιοπρέπειά σου. Για να επιζήσεις πρέπει να σκληρύνεις, να γίνεις κι εσύ κακός, να κλέψεις το ψωμί και τη μερίδα του διπλανού σου, να είσαι ανελέητος με τους αντίζηλους και ανταγωνιστές σου στην άγρια μάχη της επιβίωσης. Πρέπει, γράφει ο Λέβι, «να πνίξεις κάθε έννοια αξιοπρέπειας, να σβήσεις το φως της συνείδησης, να κατεβείς στο πεδίο της μάχης σαν βάρβαρος εναντίον βαρβάρων».4 Ο εξαντλητικός αγώνας του ενός εναντίον όλων συνεπαγόταν μοιραία ταπεινωτικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. «Να επιζήσεις χωρίς να αρνηθείς τίποτα από τον ηθικό σου κόσμο, εκτός από περιπτώσεις μεγάλης εύνοιας της τύχης, ήταν δυνατόν μόνο σε ελάχιστους και αυτοί ήταν άνθρωποι ανώτεροι, από τη στόφα των αγίων ή των μαρτύρων».5 Στο στρατόπεδο ο νόμος της ζούγκλας ήταν σε πλήρη ισχύ και γινόταν αποδεκτός από όλους, ή μάλλον, ορθότερα, σχεδόν από όλους. Από τις ιστορίες που αφηγείται ο Λέβι συμπεραίνουμε ότι υπήρχαν και ορισμένες θαυμαστές εξαιρέσεις. Υπήρχαν δηλαδή και ορισμένοι κρατούμενοι που διέσωσαν την ανθρωπιά τους, χωρίς να είναι άγιοι ή μάρτυρες. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του αδελφικού φίλου του Λέβι, του 22χρονου Αλμπέρτο, ο οποίος επέδειξε μιαν εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής και κατόρθωσε να παραμείνει ακέραιος και αδιάφθορος. Ο Αλμπέρτο δεν έγινε ωμός και σκληρός. Πάλευε για να επιζήσει «παραμένοντας φίλος με όλους».6 Όπως θα γράψει μετά από κάμποσα χρόνια ο Λέβι, ο Αλμπέρτο «δεν δεχόταν τον κόσμο του στρατοπέδου, τον απαρνιόταν με την καρδιά και το μυαλό του, δεν άφηνε να τον μολύνει. Ήταν ένας άνδρας με δυνατή και αγαθή θέληση κι είχε μείνει κατά θαυμαστό τρόπο ελεύθερος κι έτσι ελεύθερα ήταν τα λόγια του και οι πράξεις του: δεν είχε κατεβάσει το κεφάλι, δεν είχε λυγίσει την πλάτη».7 Παρόμοια θαυμαστή περίπτωση ήταν κι εκείνη του Γάλλου Ζαν, του κλητήρα-γραφέα στο Κομάντο χημείας, που, επειδή ήταν μικρούλης, ο Λέβι τον αποκαλούσε Πίκολο.
Ο Πίκολο ήταν κι αυτός πολυμήχανος, σωματικά δυνατός και ταυτόχρονα ήπιος και φιλικός. Γράφει γι’ αυτόν ο Λέβι: «Αν και έδινε τη δική του μυστική, προσωπική μάχη ενάντια στο στρατόπεδο και στο θάνατο με πείσμα και κουράγιο, δεν παρέλειπε να διατηρεί ανθρώπινες σχέσεις με τους λιγότερο προνομιούχους συντρόφους».8 Η γενική εικόνα της ζωής στο Άουσβιτς, όπως την περιγράφει ο Λέβι, απέχει πολύ «από τη σχηματική εικόνα των καταπιεσμένων που ενώνονται, εάν όχι σε κοινή αντίσταση, τουλάχιστον για να υπομείνουν την κοινή δυστυχία».9 Στο στρατόπεδο οι κρατούμενοι διαιρούνται σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. «Σε καθεστώς αιχμαλωσίας –εξηγεί ο Λέβι- προσφέρεται σε μερικούς σκλάβους μια προνομιακή θέση, κάποια άνεση και μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης, απαιτώντας σε αντάλλαγμα την απάρνηση της αλληλεγγύης προς τους συντρόφους. Και σίγουρα θα υπάρξει αυτός που θα δεχτεί. Αυτός θα εξαιρεθεί από τον κοινό νόμο και θα είναι απρόσβλητος· και όσο περισσότερη εξουσία θα του δοθεί τόσο μισητός και απεχθής θα γίνεται».10 Ο προνομιούχος κρατούμενος «θα γίνει ωμός και τυραννικός, γιατί αν δεν επιδείξει ωμότητα, κάποιος άλλος που θα κριθεί καταλληλότερος θα πάρει τη θέση του».11 Η διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων κρατουμένων δείχνει ότι η πραγματικότητα των ναζιστικών στρατοπέδων είναι πιο περίπλοκη από τη σχηματική και απλουστευτική εικόνα, σύμφωνα με την οποία όλο το κακό βρίσκεται από τη μια μεριά και όλο το καλό από την άλλη.
Υπάρχουν σκλάβοι που μεταμορφώνονται σε εξουσιαστές και σπέρνουν τον τρόμο στους υπόλοιπους κρατούμενους. Το καθημερινό μαρτύριο, η σωματική ταλαιπωρία, η ψυχική οδύνη των μη προνομιούχων τους εξανάγκαζε να σκύβουν το κεφάλι, να υποτάσσονται και να σιωπούν. Η γυμνή ζωή τους δεν είχε τίποτα το ηρωικό.
Ο Λέβι φωτίζει την ταπεινωτική υποδούλωσή τους, που ισοδυναμούσε με ηθικό, ψυχικό και πνευματικό θάνατο, με την περιγραφή μιας συγκλονιστικής σκηνής. Είναι η σκηνή του απαγχονισμού ενός εξεγερμένου, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην ανατίναξη ενός από τα κρεματόρια του Μπίρκεναου: «Όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσία μέσα μας. –Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος. Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γκρίζοι με σκυμμένο κεφάλι…
Τώρα πια οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν· δεν απέμεινε κανείς γενναίος ανάμεσά μας, ο τελευταίος κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει».12 Στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Λέβι διηγείται έναν εφιάλτη που τον βασάνιζε τότε που ήταν κρατούμενος στο Άουσβιτς. Ονειρευόταν ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι του και ότι αφηγείται στους δικούς του όσα είδε και έζησε.
Συνειδητοποιεί όμως ότι αυτοί δεν τον προσέχουν, ότι δεν τον ακούνε, ότι είναι τελείως αδιάφοροι, σαν να μην τον πιστεύουν. Μιλάνε μεταξύ τους γι’ άλλα θέματα, η αδελφή του μάλιστα σηκώνεται και φεύγει. Όσα αυτός τους αφηγούνταν έμοιαζαν στους άλλους με παραλήρημα, τους φαίνονταν εξωπραγματικά και όχι αληθινά. Τον κυρίευε τότε μια απελπισμένη θλίψη. Όταν διηγήθηκε το όνειρό του στους συντρόφους του στο στρατόπεδο, του είπαν ότι το ίδιο όνειρο έβλεπαν και αυτοί.13 Ήταν επομένως ο συλλογικός τους εφιάλτης: ότι, αν κατόρθωναν να επιστρέψουν και να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, κανείς δεν θα τους πίστευε. Με την άρνηση του εκδοτικού οίκου Einaudi να εκδώσει το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο εφιάλτης έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα.
Ο Λέβι είχε επιστρέψει, είχε αφηγηθεί με θαυμαστό τρόπο και με απαράμιλλη τέχνη τη συγκλονιστική εμπειρία του, γράφοντας ένα έργο που σήμερα το θεωρούμε αθάνατο και αριστουργηματικό, και εκείνοι που το πήραν πρώτοι στα χέρια τους και το διάβασαν το θεώρησαν ανάξιο δημοσίευσης και το απέρριψαν. Το βιβλίο εκδόθηκε από ένα μικρό εκδοτικό οίκο στη Γένοβα το 1947 και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Μόνο μετά την έκδοσή του από τον Einaudi, το 1958, άρχισε να κερδίζει τη φήμη που άξιζε. Τι είδους βιβλίο είναι όμως το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»;
Ο συγγραφέας του από την πρώτη κιόλας σελίδα δηλώνει ότι το βιβλίο του «δεν γράφτηκε με σκοπό να διατυπώσει ένα νέο κατηγορητήριο· αλλά για να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης».14 Το βιβλίο είναι βέβαια πρωτίστως μια κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας. Αυτό που κυριαρχεί στην αφήγηση του Λέβι είναι η θέληση να κατανοήσει· να κατανοήσει και όχι να δικαιολογήσει. Δεν υιοθετεί επομένως ούτε τη στάση του θύματος που μεμψιμοιρεί και ελεεινολογεί τη μοίρα του, ούτε εκείνη του αυστηρού και άκαμπτου δικαστή που κρίνει και καταδικάζει ή του οργισμένου εκδικητή που θέλει να ανταποδώσει το πλήγμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κατανοήσει τι έγινε, πώς έγινε δυνατό τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις να συνεργήσουν για την εξόντωση εκατομμυρίων αθώων θυμάτων.
Και προσπαθεί να οδηγήσει και μας, τους αναγνώστες του, ως το χείλος εκείνης της αβύσσου –της οποίας κανείς ακόμα δεν έχει κατορθώσει να βυθομετρήσει τα βάθη-, για να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε μέσα. Μπορεί όμως κανείς, παίρνοντας απόσταση ακόμα και από τη δική του τρομερή βιωματική εμπειρία, να μελετήσει «νηφάλια» τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα;
Επειδή το ερώτημα αυτό είχε τεθεί πολλές φορές στον Λέβι από τους συνομιλητές του και τους αναγνώστες του, φρόντισε να το περιλάβει στο επίμετρο που έγραψε το 1976 για τη σχολική έκδοση του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»: «Στο βιβλίο σας δεν εκφράζετε μίσος εναντίον των Γερμανών ούτε μνησικακία ούτε επιθυμία εκδίκησης. Τους έχετε συγχωρήσει;». Η απάντηση που δίνει ο Λέβι είναι πολύ σαφής: «Δεν ανήκω στους ανθρώπους που κλίνουν στο μίσος. Γιατί το θεωρώ ένα αίσθημα πρωτόγονο, που προσιδιάζει περισσότερο στα ζώα».15 Και στη συνέχεια προσθέτει: «Πιστεύω στη λογική και στο διάλογο σαν κατεξοχήν μέσα προόδου και γι’ αυτό στο μίσος προτάσσω τη δικαιοσύνη».16 Διευκρινίζει έπειτα ότι η νηφάλια γλώσσα της μαρτυρίας, που ηθελημένα επέλεξε, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί σαν γενική άφεση αμαρτιών: «Όχι, δεν συγχώρεσα κανέναν από τους υπαίτιους και ούτε έχω την πρόθεση, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, να συγχωρήσω».17
Στο σπουδαίο έργο του «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν», που εκδόθηκε το 1986, ο Λέβι θα επιστρέψει στα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που γεννάει η εμπειρία των ναζιστικών στρατοπέδων. Στις σελίδες αυτού του θεμελιώδους βιβλίου, η προσωπική μαρτυρία συνδυάζεται με ένα βαθύ στοχασμό, με μιαν εξαιρετικά ευθύβολη και διεισδυτική κριτική ανάλυση και με μιαν αυστηρή προειδοποίηση: η τραγωδία που συντελέστηκε στο Άουσβιτς μπορεί να επαναληφθεί με άλλες μορφές στο μέλλον.
«Συνέβη, -γράφει- επομένως μπορεί να ξανασυμβεί: είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε».18 Ο Λέβι επεξεργάζεται εδώ την έννοια της «γκρίζας ζώνης», υπενθυμίζοντας ότι ανάμεσα στους ναζιστές εξουσιαστές και στους απλούς κρατούμενους βρισκόταν μια μάζα ενδιάμεσων, η μάζα των προνομιούχων κρατούμενων. Εκείνοι που κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα προνόμιο αναγκαίο για την επιβίωσή τους, και έγιναν συνεργάτες και χαμηλόβαθμα εκτελεστικά όργανα των κυρίαρχων, ασκούσαν έπειτα ανενδοίαστα και συχνά ανελέητα την εξουσία τους πάνω στους απλούς κρατούμενους.
Η εικόνα αυτή διαψεύδει τη μανιχαϊκή τάση που διαιρεί το στρατόπεδο σε δυο μονάχα κατηγορίες: στους δήμιους και στα θύματα. Το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων ήταν πιο περίπλοκο και δεν μπορεί να αναπαρασταθεί με το δυαδικό σχήμα: από δω οι δίκαιοι και οι καλοί και από κει οι κακοί και οι άδικοι. Με την είσοδό μας στο στρατόπεδο, σημειώνει ο Λέβι, «αισθανόμασταν γκρεμισμένοι σε έναν κόσμο πράγματι φοβερό αλλά και ανερμήνευτο: δεν συμφωνούσε με κανένα σχήμα, ο εχθρός ήταν γύρω μας αλλά και μέσα, το “εμείς” έχανε τα όριά του, οι αντίπαλοι δεν ήταν μόνο δύο».19 Το κεφάλαιο για τη «γκρίζα ζώνη» είναι μια συνοπτική πραγματεία ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, στην οποία αναλύεται η μικροφυσική της εξουσίας που εδραιώθηκε πίσω από τα συρματοπλέγματα. Αναλύονται δηλαδή οι μηχανισμοί εξουσιασμού και καταπίεσης που λειτούργησαν στο πειραματικό εργαστήριο ωμοτήτων του Άουσβιτς. Ο Λέβι σημειώνει ότι «η υβριδική τάξη των κρατουμένων λειτουργών» αποτελούσε τον σκελετό του στρατοπέδου «και ταυτόχρονα το πλέον ανησυχητικό του γνώρισμα».20 Και ορίζει τη γκρίζα ζώνη ως μια πραγματικότητα «με δυσδιάκριτο περίγραμμα, η οποία ταυτόχρονα χωρίζει και συνδέει τα δύο στρατόπεδα των εξουσιαστών και των σκλάβων».21 Αυτή η πραγματικότητα «διαθέτει απίστευτα πολύπλοκη εσωτερική δομή και κλείνει μέσα της όσα αρκούν για να συσκοτίσουν την ανάγκη μας για κρίση».22 Η έννοια της «γκρίζας ζώνης» υιοθετείται από τον Λέβι ως χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση των μηχανισμών εξουσίας και καταπίεσης στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η άνοδος των προνομιούχων, όχι μόνο στο Λάγκερ αλλά και σε κάθε ανθρώπινη συμβίωση, είναι φαινόμενο ανησυχητικό αλλά αδιάλειπτο: οι προνομιούχοι είναι ανύπαρκτοι μόνο στις ουτοπίες. Είναι καθήκον των δίκαιων να πολεμούν κάθε καταχρηστικό προνόμιο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν ατέρμονα πόλεμο».23 Η ρίζα αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθεί στην εξουσία που μια περιορισμένη ομάδα ή ένα άτομο ασκεί πάνω σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Λέβι υπογραμμίζει δύο στοιχεία: όσο πιο κλειστή είναι η σφαίρα της εξουσίας τόσο περισσότερο χρειάζεται εξωτερικούς συνεργάτες. Και όσο πιο σκληρή είναι η καταπίεση τόσο περισσότερο αυξάνεται μεταξύ των καταπιεσμένων η διαθεσιμότητα για συνεργασία με την εξουσία.24 Προσπαθώντας να εξηγήσει το κακό, ένα κακό στη διάπραξη του οποίου συνέργησαν εκατομμύρια άνθρωποι, ο Λέβι υιοθετεί μια θέση παρόμοια με εκείνη της Χάνα Άρεντ περί «κοινοτοπίας του κακού».
Μιλάει για τους δήμιους του Άουσβιτς και τους περιγράφει ως «πρόθυμους εκτελεστές απάνθρωπων διαταγών», που δεν ήταν «γεννημένοι δήμιοι, δεν ήταν (εκτός από λίγες εξαιρέσεις) τέρατα: ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι». Και προσθέτει: «Τέρατα υπάρχουν αλλά είναι πολύ λίγα για να βλάψουν πραγματικά· πιο επικίνδυνοι είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι αξιωματικοί, πρόθυμοι να πιστέψουν και να υπακούσουν χωρίς συζήτηση, όπως ο Άιχμαν».25 […]
1. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα 1997, σελ. 149.
2. Στο ίδιο, σελ. 106.
3. Στο ίδιο, σελ. 51.
4. Στο ίδιο, σελ. 111.
5. Στο ίδιο, σελ. 111-112.
6. Στο ίδιο, σελ. 68.
7. Πρίμο Λέβι, Το περιοδικό σύστημα, μτφρ. Άμπυ Ράικου, εκδόσεις Καστανιώτη 1990, σελ. 159.
8. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σελ. 133.
9. Στο ίδιο, σελ. 110.
10. Στο ίδιο.
11. Στο ίδιο.
12. Στο ίδιο, σελ. 180-181.
13. Στο ίδιο, σελ. 71-72.
14. Στο ίδιο, σελ. 9.
15. Στο ίδιο, σελ. 212.
16.Στο ίδιο, σελ. 213.
17. Στο ίδιο.
18. Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα 2000, σελ. 210.
19. Στο ίδιο, σελ. 38-39.
20. Στο ίδιο, σελ. 43.
21. Στο ίδιο.
22. Στο ίδιο.
23. Στο ίδιο, σελ. 42.
24. Στο ίδιο, σελ. 43-44.
25. Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σελ. 237.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου