Τρίτη, Ιανουαρίου 01, 2019

Πάει και ο Μάρκος!...


«Δεν άκουσες ποτέ σου; Πονάει κάθε χάραμα η αυγή στα αίματα και στη σιωπή ανεβαίνοντας ανατέλλει.»

(Μάρκος Μέσκος, Ψιλόβροχο Ι)

Μάρκος Μέσκος (1935-2019) - Βικιπαίδεια

 Δημήτρη Καλαμάρα, "Ο θνήσκων πολεμιστής"



ΟΝΕΙΡΑ
(Ελπίζεις σαλπίζεις νύσταξες πάλι).
Του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα
Ξεστράτιζαν πάντα ασύλληπτοι ιππότες στο δάσος χαράματα κελαηδημένα
και σπαρταρούσε η βροχή πάνω στα νερά σκορπώντας τα σημάδια
τίποτε δεν στέριωνε, γκρεμισμένα βάσκανα προδομένα, καπνός και πάνε
με άλλο πρόσωπο άλλων τον ύπνο να χτυπήσουν, πλούτη να ρημάξουν
και να πλανέψουν φωτεινά γαλάζια μάτια οδηγώντας τα στα σκοτάδια.
Ανήσυχα τα κυπαρίσσια στον αέρα — διάβασέ τα• σκιές του παρελθόντος
σαν ήλιος λάμπουν μα τώρα η ανοησία της σκουριάς αρχή ποιας
αγάπης; Κρύα τα χέρια της αγαπημένης από καιρό κι αυτήν που
φιλούσες είναι ήδη νεκρή. Σαν το σκυλί που όλη νύχτα συλλαβίζει
στα βάραθρα πεταμένο. Λοιπόν; Χρείαν έχεις ονείρων.
Το κενό (πάλι) του έφιππου αναβάτη να περάσει τα ψηλά βουνά
χάδια στη φεγγερή σελήνη σύντροφοι παλιοί να κλείσουν τα βλέφαρά του•
πλησίον οί γαλαξίες πλησίον οι συντριβές μάντεψε την υπόσχεσή τους
την άγραφη αν μπορείς• με τον υβίσκο συντάξου πού έχει μιας μέρας ζωή
ο ανθός του, άχαρες πέτρες πού επιζούν στο χώμα, τίποτε άλλο.
Σε γυροφέρνουν ξανά κι αν βαλτώνεις χωρίς όνειρα ελπίζουν εκείνα
για σένα — άγνωστα τραγούδια ενθύμια όσων σκέπασεν η λήθη η τυφλή
σκοποί αλλοτινοί σα να μην χάνονται στα τρίστρατα του κόσμου. Εσύ τώρα
βάλε μυαλό, καλού κακού μην κόβεις λουλούδια τη νύχτα — πονάνε. Σαν
κατάρα, συνήθεια παλιά, επιστρέφουν και τα όνειρα πίσω.
(Χαιρετισμοί, 1995)



XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί — με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απʼ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
(Στον ίσκιο της γης, 1986)

Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
Όμορφος είναι• φεύγει.
Χτυπώντας το ένα στήθος πονούσε και τʼ άλλο, τα μάτια έκλαιγαν
μαζί. Σε γέλασα, φώναζες πάλι, είπα δεν θα γεράσω, άσπρα μαλλιά
στην κεφαλή μου δεν θα δεις — όσα τα βήματα σου τόσα γρόσια.
Κι από το ξέφωτο ευλογούσε η Άγια Παρασκευή, χαρά μεγάλη,
πλαγιασμένες οι πέτρες όπως κι οι ανώνυμοι αιώνες τώρα νεκροί.
Λίγο-λίγο πιο σιωπηλός κι από την γκορτσιά τη φαρμακωμένη
ζούσες ψευτοζούσες αγκαλιά με την αυτογνωσία των αγελάδων
τί να κάνει το χωριό ράγισε• με φωνές τρομαγμένες κύλισε
πιο κάτω• και δεν αρκούσε το τραγούδι του Φώτη πού γύρισε πί¬-
σω καλώντας ζωντανούς νεκρούς για την ανάσταση. Του κάκου!
(Λίγοι φωνάζουν κανείς δεν ακούει)• στον αέρα οράματα
φαντάσματα εκτελέσεις όταν οι γυναίκες έχυναν τα μαλλιά τους
στο ποτάμι πλένοντάς τα. Τώρα στους τάφους χαμογελούν φωτο¬-
γραφίες ξεθωριασμένες, μπλοκάρει από τα στενά ήχος λάλος αντί––
του αντίλαλου ολάκερη η μάνα σύνθημα-παρασύνθημα: Θάνατος.
(Χαιρετισμοί, 1995)

Ο Ποιητής Μάρκος Μέσκος δεν είναι πια μαζί μας!



Πέθανε σε ηλικία 84 ετών, ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο, ο Μάρκος Μέσκος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης. Η κηδεία του θα γίνει μεθαύριο (Πέμπτη) το μεσημέρι στην Έδεσσα και ο ποιητής θα ενταφιαστεί στο χωριό του - το Γραμματικό Πέλλας.
Ο Μ. Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935, όπου και έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές. Αποφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία, όπως και ως επιμελητής εκδόσεων. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» το 1995, για την ποιητική του συλλογή «Χαιρετισμοί», και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Δημοσίευσε μεταξύ άλλων τα ποιητικά βιβλία «Πριν από τον θάνατο» (1958), «Μαυροβούνι» (1963), «Τα ανώνυμα» (1971), «Άλογα στον ιππόδρομο» (1973), «Ιδιωτικό νεκροταφείο» (1975), «Τα ισόβια ποιήματα» (1977), «Τα φαντάσματα της ελευθερίας» (1979), «Άνθη στο καταραμένο φίδι» (1983), «Στον ίσκιο της γης» (1986), «Χαιρετισμοί» (1995), «Ψιλόβροχο» (2000), «Ελεγείες» (2005), «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο» (2009), «Τα λύτρα» (2012), «Τα ποιήματα της σκάλας» (2013), «Στην όχθη του παραδείσου» (2016) και «Όνειρα στον Άδη» (2018).
Ο δυνατός αέρας της ελευθερίας που πνέει στους ανοιχτούς χώρους, οι μαγικές και ταυτοχρόνως μαγεμένες εικόνες του φυσικού τοπίου, αλλά και η ματωμένη, άσβεστη μνήμη της Ιστορίας: αυτό είναι το τρίπτυχο που ορίζει το ποιητικό έργο του Μ. Μέσκου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μυθολογία του αναλαμβάνουν τα ανδραγαθήματα μιας παράξενης κλεφτουριάς: μιας δράκας γενναίων που είναι έτοιμη να τα βάλει με όλα τα άδικα του κόσμου, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η βία του εχθρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαμελίσει. Ο φυσικός περίγυρος λειτουργεί εν προκειμένω ως αβίαστη λυρική και παραμυθητική πηγή ενόσω παράλληλα σπεύδει να κλείσει στους κόλπους του το ανείπωτο ανθρώπινο δράμα. Στην πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα, μνήμες, όνειρα και τραύματα μεταμορφώνονται σε μικρούς, αλλά πεντακάθαρους κρυστάλλους, που κρατούν το νόημά τους σε μιαν υποβλητική εκκρεμότητα, σύμφυτη με την ολοφάνερη επίταση του άγχους της ύπαρξης ή με τη γέννηση της αγωνίας του θανάτου.
Τα πολιτικά παθήματα της Ιστορίας, σε αντίκρουση με την αίσθηση της ελευθερίας που αποπνέουν οι εικόνες της φύσης μέσα στην αντάρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στο ποιητικό έργο του Μέσκου, ο οποίος υπήρξε και σημαντικός διηγηματογράφος. Με έναν μόνο χρόνο να τα χωρίζει μεταξύ τους, τα δύο πρώτα πεζογραφικά του βιβλία κινούνται στον ίδιο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο (το μόνιμο σκηνικό στις σελίδες τους είναι η Έδεσσα της Κατοχής και της εμφύλιας σύρραξης), αλλά αν τα κοιτάξουμε κάπως καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως μοιάζουν με αντικριστούς καθρέφτες. Στα «Παιχνίδια στον Παράδεισο» (1978) κατισχύει το βλέμμα του παιδιού. Στην «Κομμένη γλώσσα» (1979), μολονότι ο αφηγητής είναι και πάλι κατά κανόνα παιδί, κυριαρχεί το σύμπαν των ενηλίκων. Ο τρόπος με τον οποίο θα δώσουν το παρών οι ενήλικες είναι οδυνηρός: άλλοτε θα αγωνιστούν να επιβιώσουν κάτω από τον ναζιστικό ζυγό, άλλοτε θα οργανώσουν την αντίστασή τους στον κατακτητή κι άλλοτε θα εμπλακούν στις εξοντωτικές διαμάχες του Εμφυλίου. Με ένα γενναίο άλμα στον χρόνο, ο Μέσκος θα απομακρυνθεί με τα διηγήματα του «Μουχαρέμ» (1999) από τα πάθη της Ιστορίας για να δώσει χώρο στον παραλογισμό και τη φθορά της καθημερινότητας. Αν, ωστόσο, το ιστορικό στοιχείο απουσιάζει πανηγυρικά από τα πρώτα κομμάτια του «Μουχαρέμ», δεν συμβαίνει το ίδιο και με εκείνο το οποίο του δίνει τον τίτλο του, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο παρμένο απευθείας από το οικογενειακό δέντρο του συγγραφέα, το οποίο διηγείται με τα μπολιασμένα με σλάβικες και τούρκικες ντοπιολαλιές ελληνικά του την προσπάθειά του να επιβιώσει στην Ελλάδα και την Αμερική πριν αλλά και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Οι Σλαβομακεδόνες και οι εθνοτικές και πολιτικές τους περιπέτειες θα επανέλθουν στη συναγωγή «Νερό Καρκάγια» (2005). Και σε αυτό το βιβλίο, εντούτοις, ακόμα κι όταν ο αφηγητής φτάνει στη ρίζα του κακού, που δεν είναι άλλη από την εμφύλια σύγκρουση, η Ιστορία θα σταθεί μακριά από τα δεινά της μυθοπλαστικής εξιστόρησης. Αντί για τα γεγονότα της δημόσιας σκηνής θα επικρατήσει, για άλλη μια φορά, η προσωπική συντριβή, με την οπτική του Μέσκου να επανακάμπτει στην οπτική του παιδιού, που ξέρει πως όσα το προκαλούν ή το ενθουσιάζουν είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα: εμπειρίες πρωτοφανείς και αναντικατάστατες, αταύτιστες με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στον νου και την καρδιά.
ΣΥΡΙΖΑ: Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης
Η θλιβερή είδηση για τον θάνατο ενός δικού μας ανθρώπου, του ποιητή Μάρκου Μέσκου, επισκίασε την πρώτη μέρα του 2019», σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ σε συλληπητήριο μήνυμά του για την απώλεια του Μάρκου Μέσκου και προσθέτει:
«Ο Μάρκος Μέσκος, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης αλλά και ένας ενεργός πολίτης ταγμένος στις ιδέες της Αριστεράς. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 μάλιστα, κόσμησε με το όνομά του, το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, κατέχοντας τη 12η τιμητική θέση.
Γεννημένος το 1935, έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Έδεσσα και στη συνέχεια σπούδασε γραφικές τέχνες και διακόσμηση στην Αθήνα. Από το 1965 εργάστηκε ως γραφίστας και επιμελητής εκδόσεων. Έχει μάλιστα εικονογραφήσει αρκετές ποιητικές συλλογές δικές του αλλά και άλλων ποιητών.Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1956, δημοσιεύοντας ποίημά του με τίτλο «Ειρήνη», στην Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 13), με το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός.
Τα τελευταία χρόνια το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται ευρύτερα, κάτι που επισφραγίζεται από αρκετά σημαντικά βραβεία. Συγκεκριμένα, το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (πρόκειται μάλιστα για την πρώτη φορά που απονεμήθηκε το βραβείο) για τη συλλογή του Χαιρετισμοί (1995), το 2005 με το βραβείο Καβάφη, το 2006 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου, και το 2013 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του  Τα Λύτρα (2012).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...