Εµπνευσµένος από τον έρωτα της Εύας Πάλµερ και του Άγγελου Σικελιανού —µα όχι προσηλωµένος στα αληθινά γεγονότα— o Φοίνικας είναι
το πιο φιλόδοξο έργο του Χωµενίδη. Καλύπτει εβδοµήντα σχεδόν χρόνια,
από το 1860 έως το 1927. Κινείται από τα βοσκοτόπια της Πάρνηθας µέχρι
τη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ού αιώνα κι από το «µαύρο 1897» ίσαµε τους
Βαλκανικούς Πολέµους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη µεσοπολεµική Αθήνα,
το Πήλιο, τους Δελφούς… Ένα πλήθος ιστορικών προσώπων —ή
µυθιστορηµατικών αντανακλάσεών τους— παρελαύνει στις σελίδες του. Από
τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωστή Παλαµά, την Κυβέλη έως τον Κώστα
Καρυωτάκη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, τον Μάρκο Βαµβακάρη. Κυρίως όµως ο
Φοίνικας δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα από τα µεγάλα, τα
διαχρονικά ζητήµατα. Την καταγωγή και την ταυτότητα του καθενός, τον
έρωτα, τη γονεϊκότητα, τις ολισθηρές στροφές του βίου, την πίστη και την
προδοσία, την αγωνία για ένα νόηµα που θα υπερβαίνει τον θάνατο. Ο
φοίνικας, το εµβληµατικό πουλί που αιώνια καίγεται από την ίδια τη φωτιά
του και αιώνια ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, κυριαρχεί —έστω και
αθέατος— από την αρχή του µυθιστορήµατος. Και αποθεώνεται στο τέλος του.
O Χρήστος Χωμενίδης μιλάει στην HuffPost Greece, με αφορμή το νέο του βιβλίο, τον «Φοίνικα»
Οι διαρκείς αναγεννήσεις του Χρήστου Χωμενίδη
Ο «Φοίνικας», το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη,
με συγκίνησε πριν ακόμα την πρώτη γραμμή της πλοκής του- «Σε όλους τους
ανθρώπους που συνάντησα ποτέ μου» αφιέρωσε το πόνημά του ο συγγραφέας. Ο
ίδιος μου είπε ότι θεωρεί τον «Φοίνικα» το καλύτερο έργο του- «προφανώς
σε αυτό το αποτέλεσμα έπαιξε τον ρόλο του ο κάθε άνθρωπος που συνάντησα
ποτέ μου», εξ ου και η αφιέρωση, εξήγησε.
Δεν είναι εύκολο, ούτε συχνό, για έναν δημιουργό να ξεχωρίζει κάποιο από τα «πνευματικά παιδιά» του. Εν προκειμένω, όμως, συμφωνώ και επαυξάνω με την κρίση του Χωμενίδη- ο «Φοίνικας» και για το δικό μου αναγνωστικό γούστο είναι το καλύτερο, το γοητευτικότερο έστω, από τα 14 βιβλία του. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, η «Νίκη» απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το 2016- ο Χωμενίδης δεν επαναπαύτηκε, ούτε στέρεψε, δεν χρειάστηκε καμιά περίοδο «αγρανάπαυσης». Διαβάζοντας τον «Φοίνικα» μέσα σε δύο μέρες, σχεδόν απνευστί και με τις σελίδες να τρέχουν άκοπα στα χέρια μου, ένιωσα το αίσθημα που σου προκαλούν οι μεγάλοι αθλητές όταν φορμάρονται, όταν τους απολαμβάνεις στα καλύτερά τους χρόνια, στις μεγαλύτερές τους στιγμές. Ένιωσα τυχερός.
Σίγουρα δεν είμαι μόνος σε αυτή την υπερθετική εντύπωση, αλλά ούτε και όλοι θα συμφωνήσουν μαζί μου. Ο Χωμενίδης έχει φανατικό κοινό αλλά και πωρωμένους haters- όλοι οι μεγάλοι «παίκτες» το απολαμβάνουν, ή το υφίστανται αυτό.
Στον «Φοίνικα» ο Χωμενίδης ζωγραφίζει, κινηματογραφεί, ψυχαναλύει τους ανθρώπους και μια εποχή, από το 1860 έως το 1927, που, μάλλον, όσο καμία άλλη, διαμόρφωσε τον νεοελληνικό κόσμο- το κράτος, την κοινωνία, το ήθος μας. Παράλληλα όμως με τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Εθνικό Διχασμό, ο συγγραφέας περιγράφει και ανατέμνει μαεστρικά τα διαχρονικά, κρίσιμα και αμφίσημα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βρεθήκαμε στην Πάρνηθα, έναν τόπο που επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση του κεντρικού του χαρακτήρα, του Πάρη Κερκινού, ή «Φοίνικα»- με ρίσκο να παρεξηγηθώ του είπα: «το βιβλίο σου είναι λίγο απ’ όλα, όπως η ζωή μας». Επικρότησε.
Δεν είναι εύκολο, ούτε συχνό, για έναν δημιουργό να ξεχωρίζει κάποιο από τα «πνευματικά παιδιά» του. Εν προκειμένω, όμως, συμφωνώ και επαυξάνω με την κρίση του Χωμενίδη- ο «Φοίνικας» και για το δικό μου αναγνωστικό γούστο είναι το καλύτερο, το γοητευτικότερο έστω, από τα 14 βιβλία του. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, η «Νίκη» απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το 2016- ο Χωμενίδης δεν επαναπαύτηκε, ούτε στέρεψε, δεν χρειάστηκε καμιά περίοδο «αγρανάπαυσης». Διαβάζοντας τον «Φοίνικα» μέσα σε δύο μέρες, σχεδόν απνευστί και με τις σελίδες να τρέχουν άκοπα στα χέρια μου, ένιωσα το αίσθημα που σου προκαλούν οι μεγάλοι αθλητές όταν φορμάρονται, όταν τους απολαμβάνεις στα καλύτερά τους χρόνια, στις μεγαλύτερές τους στιγμές. Ένιωσα τυχερός.
Σίγουρα δεν είμαι μόνος σε αυτή την υπερθετική εντύπωση, αλλά ούτε και όλοι θα συμφωνήσουν μαζί μου. Ο Χωμενίδης έχει φανατικό κοινό αλλά και πωρωμένους haters- όλοι οι μεγάλοι «παίκτες» το απολαμβάνουν, ή το υφίστανται αυτό.
Στον «Φοίνικα» ο Χωμενίδης ζωγραφίζει, κινηματογραφεί, ψυχαναλύει τους ανθρώπους και μια εποχή, από το 1860 έως το 1927, που, μάλλον, όσο καμία άλλη, διαμόρφωσε τον νεοελληνικό κόσμο- το κράτος, την κοινωνία, το ήθος μας. Παράλληλα όμως με τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Εθνικό Διχασμό, ο συγγραφέας περιγράφει και ανατέμνει μαεστρικά τα διαχρονικά, κρίσιμα και αμφίσημα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βρεθήκαμε στην Πάρνηθα, έναν τόπο που επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση του κεντρικού του χαρακτήρα, του Πάρη Κερκινού, ή «Φοίνικα»- με ρίσκο να παρεξηγηθώ του είπα: «το βιβλίο σου είναι λίγο απ’ όλα, όπως η ζωή μας». Επικρότησε.
Ο «Φοίνικας» είναι μυθιστόρημα με σπαράγματα βιογραφίας,
αφού οι δυο κεντρικοί του χαρακτήρες εφορμούν από τον Άγγελο Σικελιανό
και την αμερικανίδα σύζυγό του Εύα Πάλμερ, εμπεριέχει κομμάτια ατόφιας
ιστορικής και πολιτικής ανάλυσης των καιρών των ηρώων του, σελίδες
αστυνομικού θρίλερ, σκέψεις που μοιάζουν στίχοι, άλλοτε σκληροτράχηλοι
και άλλοτε ρομαντικοί, όπως το σεξ και ο έρωτας των ανθρώπων.
Και, αν μπορούσα να συμπυκνώσω το σύμπαν που έστησε ο Χωμενίδης στις 480 σελίδες του «Φοίνικα», θα επέμενα σε αυτό: ότι είναι ένα βιβλίο που αναδεικνύει με ευαίσθητο ρεαλισμό τον καημό και το πάθος, το άχτι και το μεράκι, να βρούμε και να δούμε το όνειρό μας καθαρά. Και να το κάνουμε να συμβεί, όσες φορές και αν μας λάχει, ή χρειαστεί, να καούμε και να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας.
Και, αν μπορούσα να συμπυκνώσω το σύμπαν που έστησε ο Χωμενίδης στις 480 σελίδες του «Φοίνικα», θα επέμενα σε αυτό: ότι είναι ένα βιβλίο που αναδεικνύει με ευαίσθητο ρεαλισμό τον καημό και το πάθος, το άχτι και το μεράκι, να βρούμε και να δούμε το όνειρό μας καθαρά. Και να το κάνουμε να συμβεί, όσες φορές και αν μας λάχει, ή χρειαστεί, να καούμε και να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας.
Ένα βιβλίο που αναδεικνύει με ευαίσθητο ρεαλισμό τον καημό και το πάθος, το άχτι και το μεράκι, να βρούμε και να δούμε το όνειρό μας καθαρά. Και να το κάνουμε να συμβεί, όσες φορές και αν μας λάχει, ή χρειαστεί, να καούμε και να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας.
Από όλα τα πλάσματα του κόσμου, ο άνθρωπος και ο Φοίνικας, το μυθικό πουλί, έχουν αυτή την αντρειωμένη ιδιότητα- αλλά μόνο ο άνθρωπος το καταφέρνει, να πέφτει και να σηκώνεται ξανά, παρά το εγνωσμένο βάρος της ματαιότητας και του θανάτου. Ας μας αγαπήσουμε, ας τον αγαπήσουμε τον άνθρωπο λοιπόν, στις μυριάδες του, μοναδικές αντανακλάσεις. Αυτό μας καλεί «Ο Φοίνικας» να κάνουμε, πριν και από την πρώτη του λέξη ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου