«Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Θεοτοκά»
Kείμενο: Νένα Κοκκινάκη. diastixo.gr
«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε / πάντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Με το γνωστό αυτό δίστιχο του Σολωμού ξεκινά το στερνό του βιβλίο ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς (Κωνσταντινούπολη 1905 – Αθήνα 1966) που πέθανε ξαφνικά στις 30 Οκτωβρίου του ’66, λίγους μήνες μετά τον γάμο του με την ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδη κι ενώ συνέχιζε τη μαχητική, έντονη αρθρογραφία του στην εφημερίδα Το Βήμα(την οποία είχε αρχίσει τον Ιούλιο του ’65 με τα Ιουλιανά). Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Η εθνική κρίση (Εκδόσεις Θεμέλιο) περιλαμβάνονται έξι από τα άρθρα του εκείνης της περιόδου, τα πέντε δημοσιευμένα στο Βήμα, το έκτο κείμενο η εισήγησή του στο «Συμπόσιο για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση». Ο συγγραφέας διευκρινίζει στον πρόλογό του ότι τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο αποτελούν «κομμάτια από ελλειπτικούς και ασύνδετους διαλόγους που γίνονται στο κατάστρωμα ενός πλοίου την ώρα της μεγάλης τρικυμίας» και εκφράζουν προσδοκίες, φόβους και αγωνίες θέτοντας ερωτήματα χωρίς απάντηση. Το ταξίδι συνεχίζεται μέσα στα χρόνια απόντος του συγγραφέως. Η τρικυμία επίσης. Σήμερα το έργο του Γιώργου Θεοτοκά φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς πρωτοστάτησε στη γενιά του ’30 ως ο συγγραφέας του μανιφέστου της (Ελεύθερο πνεύμα, 1929). Είχε μάλιστα από τη νεαρή εκείνη ηλικία καταδείξει το στίγμα του: να βλέπει την όλη λογοτεχνική δημιουργία και γενικότερα την πνευματική ζωή ενός τόπου ως φαινόμενο καθαρά κοινωνικό. Η ίδια αυτή ιδέα αποτυπώνεται στο έργο του με τη μαχητική αντίθεσή του τόσο προς τη δεξιά (στα άρθρα του ’65), όσο και προς τον δυτικό ορθολογισμό, στον οποίο και ο ίδιος μαθήτευσε, όμως τον θεωρεί πλέον ξεπερασμένο και μάλλον υπεύθυνο για την κατάσταση του κόσμου. Ξεχώρισε, ωστόσο, ο Θεοτοκάς και για τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του και για την προφητική του διάθεση που χαρακτηρίζει κυρίως τα έργα των τελευταίων χρόνων της ζωής του. Παράδειγμα το άρθρο του με τίτλο «Η δικτατορία» (Εφημερίδα Το Βήμα, 20-2-1966, υπέρτιτλος: «Εκτροπής επακόλουθα»), η οποία επεβλήθη στην Ελλάδα λίγους μήνες αργότερα, όταν ο συγγραφέας είχε ήδη φύγει από τη ζωή. Και στη νουβέλα του όμως Οι καμπάνες, το τελευταίο του πεζογράφημα, που δημοσιεύτηκε σε 25 συνέχειες επίσης στο Βήμα και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, προαισθάνθηκε στοιχεία του μέλλοντος που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται και να εξελίσσονται. Παρότρυνε μάλιστα και τους μελετητές να μην αντιμετωπίζουν με τρόπο απλουστευτικό τα έργα της λογοτεχνίας, «γιατί στον κόσμο του πνεύματος εκδηλώνονται οι διαθέσεις κατά κάποιο τρόπο προφητικά και προβλέπουν καταστάσεις που δεν σχηματίστηκαν ακόμη και που δεν τις συλλαμβάνει ο ανθρώπινος νους». Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας, έχοντας το προφητικό χάρισμα, διέβλεψε τον κίνδυνο της καταστροφής της ανθρωπότητας.
Ατενίζοντας σήμερα το πρόσωπο της Δύσης φθαρμένο και ουσιαστικά αλλοιωμένο, ανατρέχουμε στη ζωή και το έργο του συγγραφέα, του οποίου τα γραπτά συγκροτούν το χρονικό μιας ολόκληρης εποχής και που σίγουρα περιέχουν την απάντηση στα ερωτήματά μας. Γιατί ο Γιώργος Θεοτοκάς δεν υπήρξε απλώς ένας μυθιστοριογράφος της γενιάς του ’30, η οποία έμελλε να αμφισβητηθεί. Ο Θεοτοκάς, σύμφωνα με τον κριτικό Ανδρέα Καραντώνη, «με το δοκίμιο στο ένα χέρι και το μυθιστόρημα στο άλλο έδινε στο μυθιστόρημα πολλή από την πνευματικότητα και τον θεωρητικό αέρα του δοκιμίου και στο δοκίμιο κάτι από την πλαστικότητα και την ποίηση της αφηγηματικής του χάρης». Τι ήταν, λοιπόν; Πολιτικός δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας;
Στον πρόλογο του δίτομου έργου Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966 (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996) ο Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος, ανιψιός του Γιώργου Θεοτοκά, δίνει τρεις απαντήσεις στο ερώτημα «Γιατί πολιτικός Θεοτοκάς σήμερα;». Η πρώτη αφορά στο γεγονός ότι τα κείμενα αυτά αποτελούν μαρτυρίες: «απηχούν τα γενικότερο κλίμα της περιόδου που γράφτηκαν ανεξάρτητα από τις θέσεις που κάθε φορά υποστήριζαν», η δεύτερη εστιάζεται στο γεγονός ότι «τα πολιτικά δοκίμια του Θεοτοκά συγκροτούν υλικό για την ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών μιας κρίσιμης περιόδου για τον τόπο και την Ευρώπη», ενώ η τρίτη επισημαίνει «το ξαναζωντάνεμα ενός τύπου διανοουμένου που τείνει να εκλείψει στην τηλεοπτική κοινωνία μας: εκείνου που αρνείται να περιχαρακωθεί στο όποιο εργαστήρι του, παθιάζεται, θέλει να ευαισθητοποιήσει και έχει αποφασίσει να παρέμβει στα δημόσια πράγματα, χωρίς ωστόσο να τρέφει αυταπάτες για την άμεση πολιτική επίδραση του λόγου του».
Μελετώντας σήμερα τα κείμενα του Θεοτοκά, γραμμένα σε μια περίοδο μιας τεσσαρακονταετίας (περίοδο πολλαπλών κρίσεων) αναρωτιέται τι ακριβώς άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα. Ξεπεράστηκε άραγε η εσωτερική κοινωνική ανισορροπία των κρατών, η δυσπιστία τους και οι κάθε είδους προκαταλήψεις που τα συνέχουν και τα οδηγούν συχνά σε κατάσταση παραληρήματος και κάτι παραπάνω, σε αυτήν της ομαδικής τύφλωσης; Μήπως η κρίση που βιώνουμε σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας καινούριας οδυνηρής εποχής που ήδη σκεπάζει τον κόσμο μέσα στα μαύρα της πέπλα; Ή μήπως τελικά εκείνο που χαρακτηρίζει τους πρωταγωνιστές των κρίσεων δεν είναι παρά το «ψυχολογικό σύμπτωμα του πειναλέου ναυαγού σε μια ξυλάρμενη σχεδία», όπως θα έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης; Όπως και να ’χει, η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στα λόγια του μυθιστορηματικού ήρωα: «Στηριζόμαστε στο τίποτα. Σαν τους αστροναύτες με τα σκάφανδρα κολυμπούμε κι εμείς στο κενό» (Οι καμπάνες).
Από όλα αυτά, ωστόσο, το πολύ ενδιαφέρον που συνάγεται είναι ότι ο Γιώργος Θεοτοκάς κατόρθωσε με το πολυσχιδές έργο του να υπερβεί τον παραλογισμό και την ανθρώπινη τρέλα παρουσιάζοντας τη ζωή του ανθρώπου αλλά και την ίδια την ιστορία του ως κατάφαση της ζωής και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη δικαιολογημένη αγωνία του. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που το έργο του παραμένει πάντα επίκαιρο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου