Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν... άλλα παραμύθια
Οι παλιότεροι τα ακούγαν από τη γιαγιά τους ή τους γονείς τους. Σήμερα τα παρακολουθούμε στην οθόνη καθισμένοι στον κινηματογράφο ή στον καναπέ.Πώς όμως εξηγείται αυτή η έντονη έλξη που ασκούν όχι μόνο στα παιδιά αλλά και σε αρκετούς ενηλίκους, κάνοντάς τους να ξεχνούν έστω και για λίγο την αληθινή ζωή;
Και ακόμη, τι εξήγηση δίνουν οι ειδικοί για τις τεράστιες ουρές που σχηματίζονται έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες κάθε φορά που έχει πρεμιέρα μια ταινία του Χάρι Πότερ και άλλων μυθικών ηρώων;
Εάν ο Πλάτωνας μπορούσε να ξανάρθει στη ζωή και να βρεθεί δίπλα μας δεν θα εκπλησσόταν.
Αλλωστε και στην αρχαιότητα οι άνθρωποι ψυχαγωγούνταν με τις φανταστικές ιστορίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου ή του Αριστοφάνη.
Αυτό ακριβώς τονίζει σ' ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για το ζήτημα των παραμυθιών και τους λόγους για τους οποίους πιστεύουμε σ' αυτά ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μαρί Σάφερ.
Εγραψε στον Nouvel Observateur:
«Παρά το γεγονός ότι τα παραμύθια δεν είναι τίποτε άλλο από χίμαιρες και φανταστικές ιστορίες οι οποίες αντικαθιστούν την πραγματικότητα, κρύβουν έναν μεγάλο κίνδυνο που οφείλεται στο γεγονός ότι είναι δομημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να τα πιστεύουμε, με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να καταλαμβάνουν τη θέση της πραγματικότητας. Προκαλούν δε τόσο μεγάλη εξάρτηση ώστε όταν παρακολουθούμε στην τηλεόραση για παράδειγμα τέτοιες ιστορίες μπορεί να ξεχάσουμε ακόμη και να δειπνήσουμε!».
Ο Σάφερ υποστηρίζει πως σύμφωνα τόσο με τον Πλάτωνα όσο και με τον Ρουσό αυτή η ευπιστία απέναντι στα παραμύθια και γενικότερα τις ιστορίες φαντασίας εξηγείται εύκολα: ο πρωταρχικός λόγος είναι ότι έχουμε συνηθίσει να τα ακούμε από την παιδική μας ηλικία.
Κάθε παιδί «ρουφάει» με μοναδική ευπιστία και όρεξη τις ιστορίες που του διηγείται η γιαγιά του καθώς και άλλες που μαθαίνει στο σχολείο.
Συνεπώς έχει εξασκηθεί να «τρέφεται» με χίμαιρες.
Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε ίσως τα παραμύθια της γιαγιάς να φαντάζουν κάπως ντεμοντέ και να έχουν αντικατασταθεί από κάτι άψυχο (για πολλούς ίσως και επικίνδυνο): τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, δύο μέσα που έχουν κυριολεκτικά «προσηλυτίσει» τα μυαλά των παιδιών τα οποία λειτουργούν σαν σφουγγάρια καθώς δέχονται έναν βομβαρδισμό από φανταστικές ιστορίες.
Οπως ο Χάρι Πότερ, η Νάρνια και δεκάδες ακόμη. Είναι τέτοιο το εύρος και η μαζικότητα του «βομβαρδισμού» που πολλά παιδιά τείνουν να δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στα παραμύθια παρά στην πραγματικότητα.
Η προδιάθεση των παιδιών για τα παραμύθια, όπως τονίζει ο Σάφερ, είναι επικίνδυνη για έναν ακόμη λόγο (πέρα από το ότι αντικαθιστά την πραγματικότητα με τη φαντασία): ότι τα παραμύθια προβάλλουν εικόνες «ασυνεπείς» απέναντι στα πάθη και τις επιθυμίες του ανθρώπου που ζει «προσγειωμένος» στην πραγματικότητα.
Ο Σάφερ επικαλείται και πάλι τον Πλάτωνα, τονίζοντας ότι ο αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος έλεγε ότι όσοι πιστεύουν στις χίμαιρες της φαντασίας τους καταλήγουν να εισβάλλουν αυτές στην πραγματική τους ζωή με τέτοιο τρόπο ώστε ο διαχωρισμός του πραγματικού από το φανταστικό να καθίσταται αδύνατος!
Επιπροσθέτως τονίζει ότι οι φανταστικές ιστορίες και τα παραμύθια διαθέτουν μια σειρά χαρακτηριστικών τα οποία μας κάνουν να τα πιστεύουμε.
Κυρίως επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι έτσι διαμορφωμένος ώστε, εκτός από πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, πιστεύει αυτό που βλέπει ή ακούει χωρίς να το αναλύει.
Κάπως έτσι καταλήγουμε στο ερώτημα: Εμείς φτιάχνουμε τα παραμύθια ή τα παραμύθια εμάς; Ιδού η απορία.
Συνομιλώντας με τους Λάμπρο Λάσδα (παιδοψυχολόγο) και τη φιλόλογο Τάνια Ταλαμάγκα μας εξήγησαν πως «η παράδοση του παραμυθιού, ως λογοτεχνικού είδους που διαμορφώνει ήθος, είναι μεγάλη για όλους τους λαούς. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, τις υπαρξιακές του αγωνίες, τις εσωτερικές του συγκρούσεις, φάνηκε για ακόμα μια φορά ευρηματικός και αξιοποίησε πρόσωπα, πράγματα, ζώα, καταστάσεις προς όφελός του. Τους έδωσε ψυχή, φωνή, λογική, τα όπλισε με αξίες, τα έντυσε με φαντασία, τα ονόμασε ήρωες και με γλώσσα λιτή και κατανοητή απ’ όλους τα κληροδοτεί στις επόμενες γενιές. Αξιοι οι παραμυθάδες του παρελθόντος που έχουν διαμορφώσει το συλλογικό μας ασυνείδητο διαλαλώντας ότι στο τέλος κερδίζει το καλό. Που εξυμνούν τις δυνατότητες του ανθρώπου να επιβληθεί στη φύση και να παλέψει με όλα τα δεινά που συναντάει στο διάβα του με μοναδικό σύμμαχο τις παραδοσιακές του αξίες» δήλωσαν και συνεχίζουν:
«Αξιοι και όλοι οι μοντέρνοι
παραμυθάδες, οι οποίοι αφουγκράζονται την ανάγκη του ατόμου για την
αναζήτησή μιας πιο αισιόδοξης και δίκαιης οπτικής και με παρρησία και
σθένος παρουσιάζουν τον κακό λύκο να μην είναι τελικά και τόσο κακός.
Η επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου για
επικοινωνία και συντροφικότητα αποτελεί εξ ολοκλήρου την αφορμή για τη
συγγραφή πλήθους παραμυθιών, τα οποία όταν τα διαβάζουμε μας
πλημμυρίζουν χιλιάδες συναισθήματα, επιτρέπουν στο δάκρυ μας να βρει
δρόμο να κυλήσει, ενώ το πάθος να πραγματοποιήσουμε τα δικά μας όνειρα
δημιουργεί ιστορίες στις οποίες αυτός που τολμά και αυτός που ρισκάρει
τελικά γεύονται το δώρο της ζωής.
Αξιοι κι όλοι εμείς που αναγνωρίζουμε
συνειδητά πλέον τη δύναμη των κλασικών και σύγχρονων παραμυθιών, αλλά
συγχρόνως γινόμαστε και ήρωες του δικού μας παραμυθιού, της προσωπικής
μας ιστορίας, που είναι κι αυτή ντυμένη από όνειρο κι ελπίδα και φόβο
και ανασφάλεια.
Η διαφορά όμως βρίσκεται στο ότι -στο
προσωπικό μας παραμύθι -ο ήρωας είναι ενεργητικός, πραγματικός και
μπορούμε τώρα, κάθε στιγμή, να διαβάζουμε σ’ αυτό την ιστορία γραμμένη
όπως εμείς τη θέλουμε: ανθρώπινη, αληθινή, χωρίς υπερφυσικές δυνάμεις,
χωρίς ανεκπλήρωτους στόχους στη χώρα της φαντασίας.
Η ψυχική ορμή που διαθέτει ο καθένας
μας και η θέληση για ζωή φτιάχνουν το δικό μας παραμύθι στο σήμερα, που
δεν έχει ανάγκη τα μαγικά φίλτρα και τη χρυσόσκονη για να είναι ωραίο.
Τα παραμύθια υπάρχουν για να μας εμπνέουν κι εμείς για να τα ζούμε».
Ευγένιος Τριβιζάς: Τα παραμύθια είναι μια σπορά
Τα παραμύθια δεν είναι απόδραση, αλλά μύηση στη ζωή, μέσο κοινωνικοποίησης σε θεμελιώδεις έννοιες, όπως αυτές της δικαιοσύνης, της γενναιότητας και της αυταπάρνησης.
Με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο μας μαθαίνουν ότι δεν πρέπει να υπηρετούμε μόνο την πραγματικότητα αλλά να την ξεπερνάμε.
Μας δείχνουν ότι όλα είναι δυνατά, ότι πάντα υπάρχει ελπίδα, μας ενθαρρύνουν να τολμάμε να πολεμάμε τους δράκους που μας απειλούν και τους γίγαντες που μας δυναστεύουν.
Ακόμα και αν τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται άμεσα το βαθύτερο νόημά τους, τα παραμύθια επιδρούν θετικά στη σκέψη και τη συμπεριφορά τους.
Είναι σαν να σπέρνεις έναν σπόρο που κάποτε θα ευδοκιμήσει.
Κάποια στιγμή δηλαδή θα συνδέσουν τους παραμυθένιους χαρακτήρες και τις μυθικές καταστάσεις που τα είχαν συγκινήσει στην παιδική τους ηλικία με πραγματικές εμπειρίες και θα έχουν διαθέσιμους πολύτιμους γνώμονες για τη συμπεριφορά τους.
● Πολλά παραμύθια, ακόμα και τα παραδοσιακά, κρύβουν αρκετά «σκοτεινά» συναισθήματα αλλά και «τιμωρίες» των πρωταγωνιστών όταν φύγουν από τον δρόμο της «αρετής». Κοντολογίς δεν είναι τόσο «παιδικά». Πού οφείλεται αυτό;
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα παραμύθια δεν απευθύνονταν αρχικά μόνο στα παιδιά αλλά σε όλη την κοινωνική ομάδα.
Πολλά κλασικά παραμύθια, προτού εξωραϊστούν, αποστειρωθούν και ευπρεπιστούν για το παιδικό κοινό, παρουσίαζαν ακόμα και ακραίες μορφές συμπεριφορών όπως η νεκροφιλία και η αιμομιξία.
Για παράδειγμα σε μία από τις αρχικές εκδοχές του παραμυθιού η Ωραία Κοιμωμένη δεν ξυπνά από ένα φιλί αλλά από τους πόνους του τοκετού και μάλιστα διδύμων, καρπό του ασυγκράτητου πόθου του πρίγκιπα που της είχε κάνει έρωτα, ενώ αυτή ακόμα κοιμόταν.
Η εκδοχή αυτή μάλιστα, όταν δημοσιεύτηκε από τον Στραπαρόλα, τον οδήγησε στην Ιερά Εξέταση της Βενετίας.
Και τα έντεχνα όμως παραμύθια έχουν τις σκοτεινές πλευρές τους. Τα περισσότερα παραμύθια, προτού εξωραϊστούν, ακρωτηριαστούν και εμπλουτιστούν με ευτυχισμένα φινάλε από μεταφραστές, διασκευαστές (με τελευταίο και καλύτερο τον Ντίσνεϊ), δεν ήταν ανώδυνες, χαρωπές ιστοριούλες, αλλά συγκλονιστικές ερωτικές τραγωδίες.
Ο απελπισμένος ερωτισμός του Αντερσεν επηρέασε τα παραμύθια του, τα τρία τέταρτα των οποίων προβάλλουν τον θάνατο ως θριαμβευτική λύτρωση.
Για παράδειγμα το παραμύθι με το αηδόνι που ματώνει μέχρι θανάτου η καρδιά του από το αγκάθι του ρόδου εκφράζει συμβολικά τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για την όμορφη Σουηδέζα σοπράνο Tζένι Λιντ.
● Στα δικά σας παραμύθια δίνετε σχεδόν πάντα μια «φωτεινή» και αισιόδοξη εικόνα. Γιατί το κάνετε αυτό;
Οσο πικρότερες οι απογοητεύσεις τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ελπιδοφόρα οράματα. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να βυθιστούμε στο τέλμα της αδιαφορίας και της παραίτησης.
Προσπαθώ να μεταδώσω το μήνυμα ότι έχουμε τη δυνατότητα να μετουσιώνουμε τις απογοητεύσεις σε εμπνεύσεις, τις κατακρίσεις σε διακρίσεις, την απόγνωση σε γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου