«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Kurt Weill (1900-1950): Four Walt Whitman Songs, per baritono e
orchestra (1942, le prime tre orchestrate dall'Autore insieme a Irving
Schlein nel 1947, la quarta da Carlos Surinach nel 1956) -- Wolfgang
Holzmair, baritono -- Robert-Schumann-Kammerorchester e fiati dei
Düsseldorfer Symphoniker diretti da Marc-Andreas Schlingensiepen --
Σε ένα ερημικό δάσος στο Τενεσί, ο αυτόκλητος προφήτης Μέισον
Ταργουότερ πεθαίνει, αφήνοντας στον νεαρό μικρανιψιό του την εντολή να
τον θάψει και να πάρει τη θέση του. Εκείνος παρακούει και αναζητά τη
βοήθεια του ορθολογιστή θείου του, που ζει στην πόλη με τον άρρωστο γιο
του.
Η Φλάννερυ Ο ̓Κόννορ αφηγείται με άτεγκτη ακρίβεια μια ιστορία
πνευματικής αναζήτησης, μέσα από τη σύγκρουση του νεαρού με τον θείο του
και την εσωτερική του πάλη ανάμεσα στην προφητική κλήση και την
προσωπική αυτονομία.
Το επίμετρο του Ρίτσαρντ Τζιαννόνε αναδεικνύει
το πνευματικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος, διερευνώντας τις αναφορές του
στην ασκητική παράδοση.
Ο μεταφραστής του μυθιστορήματος Αλέξανδρος
Κοτζιάς (1926- 1992) είναι ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της
μεταπολεμικής Ελλάδας. Βασικά έργα του είναι τα μυθιστορήματα Πολιορκία
(1953), Ο γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (1979) και
Φανταστική περιπέτεια (1985). Μετέφρασε επίσης Κάφκα, Ντοστογιέφσκι,
Καίστλερ, Παβέζε κ.ά.
Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ
(1925-1964) είναι μία από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες συγγραφείς. Τα
θέματά της περιστρέφονται γύρω από τη ζωή στον αμερικανικό Νότο και
είναι διαποτισμένα από τη βαθιά καθολική της πίστη. Έγραψε δύο
μυθιστορήματα, τριάντα δύο διηγήματα, δοκίμια και κριτικές. Από τους
αντίποδες κυκλοφορεί επίσης το Ημερολόγιο προσευχής (μτφρ. Γιάννης
Παλαβός).
Η σπουδαία στυλίστρια Mary Flannery O' Connor γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1925. Στη διάρκεια της σύντομης ζωής
της έγραψε δύο μυθιστορήματα και 32 διηγήματα που διερευνούν τις
κοινωνικές και διαπροσωπικές εντάσεις του αμερικανικού Νότου. Πέθανε
στις 3 Αυγούστου του 1964.
Φλάνερι ο’Κόνορ :…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν
Aνάλυση του βιβλίου από τη Νίκη Κώτσιου
H Φλάνερι ο’Κόνορ πέθανε από ερυθηματώδη λύκο* , όπως και ο πατέρας της
Το «…Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (εκδ. Αντίποδες) είναι ένα
εντυπωσιακό, αλησμόνητο μυθιστόρημα (σ’αυτό βοηθά και η αξεπέραστη
μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά). Η συγγραφέας Φλάνερι
Ο’Κόνορ(1925-1964), πιστή καθολική,πέθανε νέα αλλά πρόλαβε με το
εμβληματικό έργο της να καθιερωθεί ως μια σπουδαία φωνή που ενοφθάλμισε
στο λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα του Νότου την πυρετική ένταση μιας
διαρκώς παλλόμενης θρησκευτικής πίστης. Στο «…Και βιασταί αρπάζουσιν
αυτήν», μέσα από μια ιστορία δέους και επώδυνης υπαρξιακής αγωνίας που
μοιάζει με βιβλική παραβολή, φτιάχνει ένα βαθυστόχαστο φιλοσοφικό
μυθιστόρημα ιδεών, που δε σχετίζεται μόνο με τη μεταφυσική διερώτηση
αλλά και διερευνά ψυχολογικά την ανθρώπινη φύση σε ακραίες διλημματικές
συνθήκες. Το περί θεού ερώτημα και η αρχέγονη πάλη ανάμεσα στο καλό και
το κακό είναι οι βασικοί άξονες που προσδιορίζουν τον τόνο και το ύφος
προσδίδοντας μια στιβαρή αυστηρότητα κι επισημότητα. Η καταιγιστική
πλοκή προκύπτει από τη συγκρουσιακή, εκρηκτική αλληλεπίδραση μεταξύ
τριών πρωταγωνιστών που μεταβολίζουν εντελώς διαφορετικά την περί θεού
ιδέα. Ο νεαρός Ταργουότερ καλείται να επεξεργαστεί μέσα στο θολωμένο του
μυαλό τα αντικρουόμενα, ανταγωνιστικά και αντιθετικά πρότυπα ζωής που
ενσαρκώνουν με τρόπο εξόχως γλαφυρό οι δύο θείοι του. Από τη μια η
ανένδοτη και αταλάντευτη θρησκοληψία του γερο-Μέισον που παραδίδεται
άνευ όρων στη βούληση ενός εκδικητικού θεού, και από την άλλη η
ελευθεροφροσύνη του λογοκρατούμενου Ρέυμπερ που αρνείται ευθαρσώς το θεό
αλλά πάσχει από έλλειμμα αγάπης και ανικανότητα δράσης. Για τον
Ταργουότερ, όλα όσα αποτελούν τη ζωή, τη δική του και των άλλων, είναι
ανεξιχνίαστα σημεία που οφείλει να αποκρυπτογραφήσει. Στο τέλος, ο
νεαρός χάνεται ολοκληρωτικά μέσα στην απόπειρα «μετάφρασης» ενός κόσμου
που τον υπερβαίνει.
Ο Μέισον είναι ένας εκκεντρικός, ημι-παράφρων(από μια άποψη) γέρος,
αυτόκλητος προφήτης και ερημίτης που ζει απομονωμένος σε ένα δάσος
μεγαλώνοντας τον δεκατετράχρονο ανιψιό του Ταργουότερ. Προσπαθεί να
δώσει αυστηρή χριστιανική αγωγή στο παιδί μυώντας το στις χριστιανικές
αρχές και προαλείφοντάς το κι εκείνο για προφήτη. Ωστόσο, ο Ταργουότερ
δεν φαίνεται να πείθεται στα πύρινα κηρύγματα του θρησκόληπτου θείου του
και, όταν αυτός πεθαίνει, εγκαταλείπει την εστία τους και πηγαίνει στην
πόλη , με σκοπό να αναζητήσει έναν άλλο θείο, το δάσκαλο Ρέυμπερ που
ζει μόνος με το πνευματικά καθυστερημένο γιο του, τον μικρό Μπίσοπ. Ο
γερο-Μέισον είχε θέσει, όσο ζούσε, δύο προαπαιτούμενα στον Ταργουότερ,
να του εξασφαλίσει χριστιανική ταφή και να βαφτίσει τον Μπίσοπ με κάθε
τίμημα. Ο άθεος Ρέυμπερ υποδέχεται με χαρά τον ανιψιό του και υπόσχεται
να τον καθοδηγήσει σωστά ώστε να λάβει ικανοποιητική μόρφωση και να
απελευθερωθεί από τις φανατισμένες διδασκαλίες του Μέισον.
Καλλιεργημένος και ορθολογιστής, με λεπτούς τρόπους και επιδεξιότητα,
αρχίζει να διαπαιδαγωγεί τον Ταργουότερ και να τον μυεί στον αστικό
τρόπο ζωής. Ωστόσο, η προθυμία και η καλοσύνη του Ρέυμπερ προσκρούουν
εξακολουθητικά στην απροθυμία έως και εχθρότητα του Ταργουότερ, που δεν
εννοεί να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες και τις εμμονές που του είχε
ενσταλάξει ο Μέισον.
Μέισον, Ρέυμπερ, Ταργουότερ. Δυο πατρικές φιγούρες με ολωσδιόλου
διαφορετικό παιδαγωγικό πρόγραμμα και ψυχοσυναισθηματική προσέγγιση που
διεκδικούν με πάθος έναν απρόθυμο, αναποφάσιστο γιο. Ο Μέισον, περίπου
βιβλική πατριαρχική μορφή, εξαπολύει ευχές και κατάρες σε τόνους
αρκούντως προφητικούς ώστε να προκαλεί δέος και κατορθώνει να
στιγματίσει ανεξίτηλα το νεαρό με τα εντυπωσιακά του λόγια αλλά και
πράξεις. Από την άλλη ο Ρέυμπερ, μοντέρνος και εντελώς απαλλαγμένος από
θρησκευτικά αισθήματα, υπόσχεται στον ανιψιό του μια ζωή αυτογνωσίας και
αυτοσυνείδησης ,μακριά από αυταπάτες και ψέματα, με μόνη τη δύναμη του
ορθού λόγου και της ελεύθερης απόφασης. Και στη μέση ο Ταργουότερ,
αντιδραστικός και απότομος, αγνώμων και αλαζόνας, χαμένος ανάμεσα στη
χριστιανική ομίχλη του Μέισον και τον διαυγή ουρανό του Ρέυμπερ,
αποφασισμένος να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Ο άτεκνος Μέισον βλέπει
πάνω στον ανιψιό τη μοναδική ευκαιρία να πλάσει έναν ιδανικό γιο
κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσίν του. Ο Ρέυμπερ, ήδη πατέρας ενός
καθυστερημένου παιδιού που όμως δεν αγάπησε ποτέ, βλέπει πάνω στον
Ταργουότερ το γιο που θα ήθελε και θα μπορούσε να έχει.
Και πάνω απ’όλους, η υπέρτατη πατρική φιγούρα, ο ίδιος ο θεός, στον
οποίο υπόκεινται και οι τρεις πρωταγωνιστές, καθένας τους υπό
διαφορετικούς όρους αλλά εξίσου αμετάκλητα και αναπόδραστα. O Μέισον
πιστεύει ότι δρα κατ’εντολή του θεού, ο Ρέυμπερ τον αρνείται, ο
Ταργουότερ τον αμφισβητεί προς στιγμή αλλά τελικά τον επιλέγει, μετά από
ένα φριχτό γεγονός που το εκλαμβάνει ως σημάδι. Ο Μέισον επιμένει να
βαφτίσει τον καθυστερημένο Μπίσοπ και τον αποδέχεται ως ιερό και
αναπόσπαστο μέρος της θεϊκής δημιουργίας, ο Ρέυμπερ τον ανέχεται χωρίς
αγάπη αλλά μόνο από καθήκον επειδή είναι γιος του, ο Ταργουότερ τον
απεχθάνεται. Ο Μπίσοπ είναι κομμάτι μιας ηθικής δοκιμασίας, στην οποίο ο
καθένας δίνει μια διαφορετική απάντηση. Το καθυστερημένο παιδί που, για
τον Ρέυμπερ είναι μόνο ένα λάθος της φύσης, αποτελεί για τον Μέισον
όχημα της θεϊκής βούλησης ενώ για τον Ταργουότερ παραμένει ανεξιχνίαστος
και σκανδαλώδης γρίφος. Ο Μέισον διευθετεί ολόκληρη τη ζωή του γύρω
από την έννοια της πατρότητας και προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει κι
αυτός ένας υπάκουος γιος του θεού και συγχρόνως ένας παραδοσιακός,
αυταρχικός πατέρας για τον ορφανό ανιψιό του. Ο Ρέυμπερ απορρίπτει το
θεό-πατέρα και αρνείται να αποδεχθεί πρόθυμα το ρόλο του πατέρα
απέναντι στον δύστυχο, ελαττωματικό Μπίσοπ. Ο Ταργουότερ αρνείται στην
αρχή τον οποιοδήποτε πατέρα και την οποιαδήποτ ε εξουσία, καλή ή κακή,
μέχρι που μία απροσδόκητη συμφορά -άραγε τιμωρία;- τον κάνει να
αναθεωρήσει . Ο Μπίσοπ γίνεται ο καταλύτης μιας σειράς δραματικών
εξελίξεων, που θα οδηγήσουν τον αναποφάσιστο Τάργουοτερ σε μια οδυνηρή
στιγμή αυτογνωσίας και φώτισης. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο των πληγωμένων
πατέρων και γιων, εντύπωση προκαλεί η παντελής απουσία μητρικής
φιγούρας, μια απουσία που βοά εκκωφαντικά θέτοντας ερωτήματα.
Αυτό το εμπύρετο μυθιστόρημα της μεταφυσικής οδύνης είναι σίγουρα
γεμάτο από συγκινήσεις και αγωνία. Τα πρόσωπα δοκιμάζονται διαρκώς και
τίθενται προ διλημματικών καταστάσεων που κόβουν την ανάσα.
Αφουγκραζόμαστε την αγωνία τους και αγωνιούμε κι εμείς μαζί τους καθώς
καλούνται να δώσουν απαντήσεις σε επείγοντα κι επιτακτικά ερωτήματα,
που επανέρχονται εξακολουθητικά και θα επανέρχονται όσο υπάρχουν
άνθρωποι.
( από δημοσίευμα στην εφημερίδα « Το Ποντίκι», 08.02.2001).
Από
την Άνω Πόλη και γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, η Ζαχαρένια
Βαλαβάνη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έχασε μικρή τον πατέρα της
κι είδε τη μάνα της να παλεύει (καπνεργάτρια) για να θρέψει τα τρία
παιδιά της, όπως εκείνη έκανε αργότερα για τον μοναχογιό της. Η ίδια
ξεκίνησε πολύ μικρή να δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο και παράλληλα να
τραγουδάει: ένας γείτοναάς τους δούλευε γκαρσόνι στο «Λουξεμβούργο»
(γνωστό απ την υπόθεση Πολκ) και την καλούσε να τραγουδήσει. Γρήγορα
βρίσκει το δρόμο της σαν τραγουδίστρια ελαφρών τραγουδιών, πρώτο κέντρο
που δούλεψε επαγγελματικά, το «Όρνια», με πρώτη επιτυχία το "Δυό πράσινα
μάτια", που έκτοτε το έλεγε με κάθε ευκαιρία («Νυκτερινός Επισκέπτης» του
Α. Σκιαδόπουλου). Στράφηκε στο ρεμπέτικο, όταν τα «ευρωπαϊκά» δεν
τραβούσαν, και ανακάλυψε πως ήταν γεννημένη λαϊκή τραγουδίστρια. Τραγούδησε σε πολλά κέντρα στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο γνωστό
«Μινουί» όπου συνεργάστηκε με δυό μοναδικούς Θεσσαλονικούς μπουζουξήδες
τον Θεοδωρίδη και τον Καμπουρέλο. Πολύ αγαπητή στον κόσμο κι όχι μόνο
της Θεσσαλονίκης. Ήταν βωμολόχα και πουριτανή. Αυστηρή με τον κόσμο και
ταυτόχρονα πειραχτήρι: σάρκαζε με την ίδια άνεση που τραγούδαγε χωρίς
να σοκάρει «μάκες πιάστε τα γεφύρια», μιλούσε - κι έδειχνε ένα
τετράγωνο μυαλό για την πολιτική, την οικογένεια και για την Αντίσταση. Όλη της η ζωή ήταν αφιερωμένη στο «Κόμμα» (ΕΠΟΝ, Αντίσταση...). Δεν έκανε ποτέ δίσκο, κι ας την παρακαλούσαν, δεν ήθελε να κατέβει στην Αθήνα. Σταμάτησε να τραγουδάει το 1998 κι έφυγε ήσυχα το 2001.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Στίχοι:
Γιώργος Μητσάκης
Μουσική:
Γιώργος Μητσάκης
Τα καρδιοχτύπια μου και τα ξενύχτια μου
μου `χουνε φάει τη ζωή μου τη μισή
μ’ έκανες παιδί του δρόμου
και στενάζω απ’ τον καημό μου
και για όλα, φταις εσύ.
Καρδιές τσαλάκωσα, ψυχές φαρμάκωσα
ίσως ακόμα κι ο Θεός να με μισεί
όσο και να μετανιώνω,
κάθε κρίμα μου πληρώνω
και για όλα, φταις είσ’ εσύ.
Σε σένα δόθηκα κι όμως προδόθηκα
μου κάνεις μαύρη τη ζωή μου τη πικρή
κι η ζωή μου σαν θα πάψει
ούτε κι ένας θα με κλάψει
και για όλα, φταις είσ’ εσύ.
Μ’ έκανες παιδί του δρόμου
και στενάζω απ’ τον καημό μου
και για όλα, φταις εσύ.
Η πεταλούδα. Στίχοι & μουσική: Γιώργος Μητσάκης.
Πρώτη εκτέλεση: Ιωάννα Γεωργακοπούλου.
Σαν την πεταλούδα φτερουγίζεις, γύρω-γύρω στη φωτιά γυρίζεις, πρόσεξε μην κάψεις τα φτερά σου και θα κλαις κι εσύ τη συμφορά σου. Άρχισε χειμώνας να μυρίζει κι ο βοριάς, σε λίγο, θα σφυρίζει, που θα βρεις κλωνάρια ανθισμένα, με τα δυο σου τα φτερά καμένα; Τότε παγωμένη ανεμώνα, θα σε ξαναδώσει στο χειμώνα, κι έτσι θα χαθείς μέσα στη μπόρα, δεν μ 'ακούς που σου το λέω τώρα...
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΖΟΥΝ ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ
Eurostat: Πανευρωπαϊκή πρωτιά στην ανεργία για την Ελλάδα!
:
Αρνητικό ρεκόρ κατέγραψε και πάλι η
χώρα μας, αυτή τη φορά στον τομέα της ανεργίας. Σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία της Eurοstat, ενώ πανευρωπαϊκά το ποσοστό ανεργίας που
καταγράφεται ήταν χαμηλότερο του αναμενομένου, και ανέρχεται σε 8,2%
(έναντι 9% το Νοέμβριο), στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό «εκτοξεύθηκε»
στο 23%. Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη, το ποσοστό της ανεργίας ανήλθε στο
9,6% από 9,7% που ήταν το Νοέμβριο του 2016 και από 10,5%τον Δεκέμβριο
του 2015.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ανησυχητικό στοιχείο της έκθεσης. Σύμφωνα
με τα ευρήματα της Eurostat, η Ελλάδα διαθέτει και το υψηλότερο ποσοστό
των νέων ανέργων (44,2%) ενώ ακολουθούν Ισπανία (42,9%) και Ιταλία
(40,1%).
Στις τελευταίες θέσεις με τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας βρίσκονται Τσεχία (3,5%) και Γερμανία (3,9%).
Συνολικά στις χώρες της Ευρωζώνης οι άνεργοι ξεπερνούν τα 15
εκατομμύρια, αριθμός μειωμένος κατά 121.000 σε σχέση με τον περασμένο
μήνα.
Οι νέοι άνεργοι κάτω των 25 ανήλθαν σε 2,957 εκατομμύρια, δηλαδή 88.000 λιγότεροι από τον Νοέμβριο.
Το 1% των Ελλήνων κατέχει το 56,1% του συνολικού πλούτου της χώρας!
ΕΡΕΥΝΑ THΣ CREDIT SUISSE
imerisia.gr
Το
πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτει το 48% του παγκόσμιου
πλούτου, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Credit Suisse, στην οποία η
ελβετική τράπεζα προειδοποιεί ότι η αύξηση της ανισότητας μπορεί να
οδηγήσιε σε ύφεση.
Όπως μεταδίδει η Guardian, η
έκθεση αναφέρει ότι ο παγκόσμιος πλούτος έχει αυξηθεί στο νέο επίπεδο
ρεκόρ των 263 τρισ. δολαρίων, σημειώνοντας ετήσια άνοδο 20,1 τρισ.
δολαρίων. Πρόκειται για την μεγαλύτερη ετήσια άνοδο που έχει καταγραφεί
από τότε που ξεκίνησε η καταγραφή των στοιχείων το 2007. Ο παγκόσμιος
πλούτος βρίσκεται πλέον 20% πάνω από το προ-κρίσης υψηλό και 39% από το
χαμηλό του 2008.
Με βάση την έκθεση της Credit Suisse, ένα πρόσωπο χρειάζεται μόλις
3.650 δολάρια, συμπεριλαμβανομένης της αξίας του σπιτιού και των
μετοχών, για να συμπεριληφθεί στο πλουσιότερο 50% του παγκόσμιου
πληθυσμού. Ωστόσο, χρειάζεται πάνω από 77.000 δολάρια για να γίνει μέλος
του πλουσιότερου 10% και 798.000 δολάρια για να μπει στην ομάδα του
κορυφαίου 1%.
«Συνολικά, το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει λιγότερο
από 1% του συνολικού πλούτου. Στον αντίποδα, το πλουσιότερο 10% κατέχει
το 87% του παγκόσμιου πλούτου και το κορυφαίο 1% διαθέτει το 48,2% των
παγκόσμιων στοιχείων ενεργητικού» αναφέρεται στην έκθεση.
Οι
αναλυτές της ελβετικής τράπεζας διαπιστώνουν πως κατά τη διάρκεια του
περασμένου αιώνα η διαφορές στον πλούτο συρρικνώθηκαν στις χώρες με
υψηλά εισοδήματα, αλλά η τάση αυτή μπορεί να έχει αρχίσει να
αντιστρέφεται. Η ανισότητα υποχώρησε ανεπαίσθητα σε πολλές χώρες πριν
από την οικονομική κρίση, αλλά τείνει να αυξάνεται από το 2008 και
έπειτα, ιδιαίτερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η έρευνα της Credit
Suisse παραθέτει στοιχεία για μια σειρά από χώρες, μεταξύ των οποίων και
η Ελλάδα. Το πλουσιότερο 1% των Ελλήνων κατείχε το 2000 το 54,1% του
πλούτου, το 2007 το 48,6% και το 2014 το 56,1%.
Η Βόρεια Αμερική
είναι η περιοχή του κόσμου όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του
πλούτου των νοικοκυριών (34,7%). Η Ευρώπη βρίσκεται στη δεύτερη θέση με
32,4% και ακολουθεί η περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού (χωρίς την
Κίνα), με 18,9%. Ο πλούτος των νοικοκυριών στην Κίνα αυξήθηκε κατά 715
δισεκατομμύρια δολάρια ή +3,5% μέσα σε έναν χρόνο.
Από την άλλη,
υποχώρηση σημειώθηκε στην Ινδονησία (-260 δισεκ. δολάρια), στην
Αργεντινή και τη Ρωσία (-135 δισεκ. δολάρια στην καθεμία) και την
Τουρκία (-100 δισεκ. δολάρια).
Οι ΗΠΑ φιλοξενούν στο έδαφός τους
το 41% των ανθρώπων η περιουσία των οποίων ξεπερνά το 1 εκατομμύριο
δολάρια. Ο αριθμός των εκατομμυριούχων (σε δολάρια) στον κόσμο θα φτάσει
τα 53,2 εκατομμύρια το 2019, δηλαδή θα υπερδιπλασιαστούν (+53%) μέσα σε
μια πενταετία. Σε όλον τον κόσμο, 400 εκατομμύρια ενήλικοι διαθέτουν
σήμερα περιουσία που ξεπερνά τα 100.000 δολάρια.
Οι πέντε
πλουσιότερες χώρες όσον αφορά τον μέσο πλούτο ανά ενήλικο κάτοικο είναι
κατά σειρά η Ελβετία, η Αυστραλία, η Νορβηγία, οι ΗΠΑ και η Σουηδία.
Το σχέδιο του «προωθητικού συμβιβασμού»
To τίμημα θα είναι η σταδιακή μεν,
άμεση δε μείωση του αφορολόγητου ορίου. Το αντάλλαγμα θα είναι τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, εν είδει «διαβατηρίου» ένταξης στην
ποσοτική χαλάρωση. Και το δίλημμα είναι εάν το μεσοπρόθεσμο πολιτικό
όφελος ενός τέτοιου «προωθητικού συμβιβασμού» θα είναι υψηλότερο του
άμεσου πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση. Η απάντηση στο
δίλημμα θα κριθεί τις επόμενες - λίγες - εβδομάδες στις λεπτομέρειες του
«πακέτου» και στις αντοχές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των 153. Το
ακριβές περιεχόμενό του, όμως, θα γίνει γνωστό άμεσα, ενδεχομένως και
σήμερα, μέσα από την πρόταση απεμπλοκής που αποστέλλουν στην κυβέρνηση
οι δανειστές. Η πρόταση των δανειστών Την
πρωτοβουλία της πρότασης είχε η Κομισιόν και, σύμφωνα με πληροφορίες από
κοινοτικές πηγές, οι βασικοί της άξονες είναι αποδεκτοί τόσο από το ΔΝΤ
όσο και από το Βερολίνο. Κατά τις ίδιες πηγές, οι εν λόγω άξονες
ορίζουν τον πήχη για τα πλεονάσματα στο 3,5% για μια πενταετία - έως το
2023 -, προβλέπουν σταδιακή αλλά άμεση, ενδεχομένως και από το 2018,
μείωση του αφορολόγητου ορίου και περιλαμβάνουν δέσμευση για μείωση του
συνταξιοδοτικού κόστους. Μέχρι στιγμής παραμένει - πιθανώς και
εσκεμμένα - ασαφές εάν αυτή η δέσμευση μπορεί να καλυφθεί από τον κόφτη,
ή εάν θα ζητηθεί συγκεκριμένος προσδιορισμός της έκτασης και του χρόνου
των περικοπών. «Δημιουργική», και μάλλον ευέλικτη υπέρ της
Αθήνας, ασάφεια υπάρχει και στο θέμα των ομαδικών απολύσεων ενώ
αντιθέτως εκτός της ατζέντας των δανειστών παραμένει, μέχρι στιγμής
τουλάχιστον, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αντάλλαγμα τα μεσοπρόθεσμα και το QE Το
αντάλλαγμα σ’ αυτό το πακέτο θα είναι η περιγραφή των μεσοπρόθεσμων
μέτρων για το χρέος με τρόπο που θα λύνει το γόρδιο δεσμό μεταξύ
Γερμανίας και ΔΝΤ και θα αφήνει ανοιχτή την προοπτική της συμμετοχής του
Ταμείου στο πρόγραμμα, έστω και ως τεχνικού συμβούλου. Και,
κυρίως, θα δίνει στον Μάριο Ντράγκι τις εγγυήσεις που ζητά για να
εντάξει άμεσα την Ελλάδα στον πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Πρόκειται
για μια πρόταση με ουκ ολίγες γκρίζες ζώνες - πρόκειται όμως και για
την «μοναδική πρόταση που είναι διαθέσιμη αυτή τη στιγμή για την
Ελλάδα», όπως είπε χαρακτηριστικά στο tvxs.gr πηγή από τις Βρυξέλλες. Oι τρεις κόκκινες γραμμές Κυβερνητικές
πηγές στην Αθήνα αντιμετώπιζαν χθες το βράδυ τις πληροφορίες αυτές με
επιφυλακτικότητα, επισημαίνοντας πάντως πως οι απαράβατες κόκκινες
γραμμές είναι η μη νομοθέτηση προληπτικών μέτρων, η μη απελευθέρωση των
ομαδικών απολύσεων και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι
ίδιες πηγές που έχουν γνώση των σχεδιασμών του Μαξίμου τόνιζαν πως η
κυβέρνηση θα εξαντλήσει τα περιθώρια για «προωθητικό» μεν, «έντιμο» δε,
συμβιβασμό και δεν προκρίνει εκλογές. Σημείωναν, δε, με νόημα πως
μηνύματα υπέρ μιας πολιτικής ανατροπής ή αλλαγής στην Ελλάδα δεν
εκπέμπονται ούτε από την πλευρά των δανειστών. Οι αντοχές των 153 Το
μείζον πολιτικό ερώτημα, ωστόσο, είναι που προσδιορίζονται τα όρια
αυτού του συμβιβασμού από τους βουλευτές της πλειοψηφίας, με δεδομένο
ότι υπάρχουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που είτε τάσσονται ανοιχτά υπέρ της
πρόωρης κάλπης προς συγκράτηση των εκλογικών ποσοστών, είτε διαμηνύουν
ευθέως ότι δεν θα ψηφίσουν «νέα συνθηκολόγηση». Από το Μαξίμου οι
εν λόγω ανησυχίες απαντώνται μέχρι στιγμής με το μήνυμα πως εάν ο
Τσίπρας φέρει συμφωνία, θα είναι τέτοια που θα διασφαλίζει τη συμπαγή
στήριξη των βουλευτών. Τα τελικά χαρτιά πάντως, τόσο της Αθήνας
όσο και των δανειστών, δεν αναμένεται να ανοίξουν πριν από την 6η
Φεβρουαρίου, οπότε και συνεδριάζει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ. Η
κυβέρνηση δεν αναμένει ούτε εκεί τη λήψη οριστικής απόφασης για τη
συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα, το κλίμα που θα επικρατήσει όμως
μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις εν όψει του EuroWokringGroup της 9ης
Φεβρουαρίου και του Eurogroup της 20ης του μήνα. Το μήνυμα Μοσκοβισί Έως
την συνεδρίαση του ΔΝΤ, δε, κι έως ότου διαφανεί εάν υπάρχει ουσιαστικό
πεδίο συγκλίσεων τον όλο χειρισμό των άτυπων διαβουλεύσεων έχει
αναλάβει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και δεν πρέπει να αναμένονται πολιτικές
πρωτοβουλίες υψηλότερου επιπέδου. Πέραν αυτών των ημερομηνιών
ωστόσο, τα πάντα μπαίνουν σε φάση επικίνδυνης ρευστότητας. Με
ενδεικτικό, ίσως, του κλίματος που θα επικρατήσει το χθεσινό μήνυμα του
επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί. Ο οποίος επανέλαβε μεν ότι υπάρχουν
ισχυρές πιθανότητες για συμφωνία, αλλά φρόντισε να υπενθυμίσει και ότι η
απειλή του Grexit καραδοκεί. Το αυτό είχε πράξει νωρίτερα, με λιγότερο
κομψό τρόπο, και η γερμανική Bild…
Ντενί, Μορίς (Maurice Denis, Γκρανβίλ 1870 – Παρίσι 1943). Γάλλος
ζωγράφος και θεωρητικός της μοντέρνας τέχνης. Σπούδασε στην Ακαδημία
Ζιλιάν στο Παρίσι, μαζί με τους Πιερ Μπονάρ, Εντουάρ Βιγιάρ, Πολ
Σεριζιέ, Φελίξ Βαλοτόν κ.ά. (τους μελλοντικούς ναμπί) και εμφανίστηκε
για πρώτη φορά στη ζωγραφική με την τεχνική του πουαντιλισμού,
επηρεασμένος από τον Ζορζ Σερά. Το 1888, με τη βοήθεια του Σεριζιέ, ήρθε
σε επαφή με τον Πολ Γκογκέν και τη σχολή του Ποντ-Αβέν, όπου, μετά την
κρίση του ιμπρεσιονισμού, ξεκίνησε να διαμορφώνεται το κίνημα του
συμβολισμού, το οποίο είχε ήδη επικρατήσει στη λογοτεχνία με τους
ποιητές Βερλέν, Ρεμπό και Μαλαρμέ. Ο Ν. αποδέχτηκε μεμιάς τη νέα
αισθητική και εξελίχθηκε στον εγκυρότερο θεωρητικό της συμβολιστικής
τάσης. Συνιδρυτής της ομάδας των ναμπί, διαμόρφωσε το πρόγραμμά της,
δημοσιεύοντας ένα άρθρο (1890) που συμπεριλάμβανε έναν χαρακτηρισμό της
ζωγραφικής ο οποίος αντανακλά τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής: «Να
θυμάστε ότι ένας πίνακας, πριν γίνει άλογο μάχης, γυμνή γυναίκα ή
οτιδήποτε άλλο, είναι στην ουσία μια επίπεδη επιφάνεια σκεπασμένη με
χρώματα τοποθετημένα κατά μία ορισμένη τάξη». Αργότερα δημοσίευσε άλλα
ενδιαφέροντα θεωρητικά κείμενα (Θεωρίες, Νέες θεωρίες, Ιστορία της
θρησκευτικής τέχνης κ.ά.). Η θεματολογία των ζωγραφικών έργων του είναι
κυρίως θρησκευτική. Μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Γκογκέν, οι
πίνακες και οι πολυάριθμες τοιχογραφικές διακοσμήσεις του (παρεκκλήσιο
του Σταυρού στο Λε Βεζινέ, Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι)
απέκτησαν κλασικιστική όψη (ιδιαίτερα μετά τα συχνά ταξίδια του στην
Ιταλία) με νύξεις σχεδόν προραφαηλικές, εμπνεύσεις από τον Πιβί ντε
Σαβάν και σχηματοποιήσεις Νέου Ρυθμού (Art Nouveau). Το 1900 φιλοτέχνησε
τον πίνακα Αφιέρωμα στον Σεζάν (Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης,
Παρίσι), με τον οποίο προσπάθησε να εκφράσει τον θαυμασμό της γενιάς του
για τον δάσκαλο της Εξ-αν-Προβάνς. Τα δοκίμιά του, πάντως, είναι πιο
αξιόλογα από τη ζωγραφική παραγωγή του.
ygeiaonline.gr
Ακόμα μία φορά δυνάμεις των αγροτών κατέλαβαν σημεία κομβικά των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων και αποκόπτουν τη χώρα. Στην ιστορία των αγροτικών κινημάτων αυτή μπορεί και να είναι η δέκατη φορά στα τελευταία πέντε χρόνια.
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος*
Όμως η επικοινωνία των αγανακτισμένων αγροτών,
χτυπάει με πάταγο στην αγανάκτηση των άλλων κλάδων που έχουν άμεση
σχέση, με τη μεταφορά ειδών ανάγκης προς τους πολίτες και το όποιο
πρωτογενές δίκαιο αίτημα των αχθοφόρων της φύσης, μετατρέπεται σε αφορμή
κοινωνικού εκνευρισμού. Τα μπλόκα και τα οδοφράγματα από όποια κοινωνική
τάξη, σε μία κατακερματισμένη από συλλογικότητες κοινωνία, φέρνουν τα
εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τις προθέσεις των αγώνων τους. Ανάμεσα στους ηγήτορες αυτής της κινητοποίησης η
προσφιλής φιγούρα του αγροτο-συνδικαλιστή του ΚΚΕ κυρίου Μπούτα μάλλον
πολυχρησιμοποιημένη φαντάζει. Με τη κάπα ριγμένη στους ώμους, μέσα στις
τσίκνες απ τις υπαίθριες καντίνες η εικόνα «μπάζει νερά» διότι – στους
έχοντες μνήμη – δεν μάθαμε ακόμα ποια μέτρα υπέρ των αγροτών κατάφερε να
κερδίσει ο συμπαθής ηγήτωρ, όταν έκανε τη θητεία του ως ευρωβουλευτής
στις Βρυξέλλες. Αυτό σημαίνει απλά πως οι κινητοποιήσεις και τα
μπλόκα δεν φέρνουν λύσεις, αν όλη η υπόλοιπη κοινωνία χειμάζει. Οι
κοινωνίες κινητοποιούνται όταν οι αντοχές τους φτάνουν στο έπακρο σε
μαζικό επίπεδο. Αυτό το απλό και πασιφανές σημείο, το γνωρίζουν απέξω κι
ανακατωτά οι «δανειστές» δυνάστες των κοινωνιών τύπου ΔΝΤ και
χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων. Έτσι κατά διαστήματα αφήνουν τον ατμό να
ξεσπάσει και μετά ξαναβράζουν το κοινωνικό μείγμα. Αν δεν καταλάβουν οι σύγχρονοι πολίτες πως η
άρχουσα τάξη δεν έχει ανάγκη τη μεσαία τάξη και γι αυτό στρέφεται προς
το «μορφωμένο προλεταριάτο», τότε δεν έχει μέλλον η όποια επανάσταση. Για αυτό το λόγο: " ή στα
μπλόκα όλοι μαζί ή, στο σύνηθες, όλοι χαζοί!". Δηλαδή ή Γενική απεργία ή
Μαζική αφασία. Οι κινητοποιήσεις χωρίς τη συμμετοχή όλης της κοινωνίας
είναι άκαιρες πλέον. Η συγκίνησή τους τοποθετείται σε επίπεδο απλής
ιστορικής μνήμης χωρίς συνέχεια. * ο Ηλίας Κουτσούκος είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης
Παντελής Μπουκάλας: Το ακροδεξιό παραμύθι πουλιέται πολύ πιο εύκολα γιατί χαϊδεύει την εγωπάθειά μας
Η Ελλάδα έχει ανάγκη απεξάρτησης από τα πατροπαράδοτα μυθεύματα που
τη βουλιάζουν σε ένα σύνδρομο μεγαλείου, το οποίο συχνά - πυκνά ξεσπάει
στα παράπονα του μονίμως «αδικούμενου»
Πάντα μου έκανε εντύπωση το ότι ο προφορικός του λόγος
δεν διαφέρει από τον λόγο των άρθρων του. Καλοσυνταγμένος, χωρίς
ρωγμές. Και οι λέξεις που εφευρίσκει, κι ο τρόπος που τις συνδυάζει
επίσης στα ποιήματα, στα άρθρα του, έτσι διατυπώνονται ώστε χτυπούν
κατευθείαν στο μεδούλι των αισθημάτων και των περιστάσεων. Μια γλώσσα
λόγια και λαϊκή μαζί. Και μια γραφή που εκτείνεται από το «μεροδούλι -
μερογράφι» της δημοσιογραφίας μέχρι την ποίηση, το δοκίμιο, το μελέτημα,
τη μετάφραση. Μην ξεχάσω τις διορθώσεις και τις επιμέλειες κειμένων.
Κάπως έτσι, σκάβοντας τη γλώσσα σε άβολα γραφεία και καρέκλες, τσάκισε
τη μέση του. Σε κάτι τέτοια γραφεία ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια να
γράφει για το δημοτικό τραγούδι. Τώρα που το σκέφτομαι, απ' αυτή την
πηγή αντλεί. Γι' αυτό γράφει έτσι θαυμαστά.
Όταν έχεις τον σπουδαιότερο γραφιά της ελληνικής γλώσσας απέναντί
σου, είναι δύσκολο να περιγράψεις σε λίγες αράδες όσα λέει. Είναι και
μάταιο άλλωστε. Χαμηλόφωνος και με το βλέμμα συχνά κατεβασμένο μιλάει με
αμεσότητα και ντομπροσύνη. Κοτζάμ άντρας, με τέτοια συστολή. Το
μεγάφωνο πάνω από τα κεφάλια μας, στο καφενείο της Γωγώς στον Νέο Κόσμο,
παίζει κάπως δυνατά λατινοαμερικάνικες μελωδίες και ροκ, ίσως και λίγο
τζαζ. Η κουβέντα μάς απορροφά, δεν δίνουμε σημασία. Εμείς μιλάμε για
κάποια άλλα τραγούδια, βαθιά ριζωμένα στο βίωμα του συνομιλητή μου. «Η
ανάγκη να μεταφράσω τα συναισθήματά μου σε λόγο, να πω γιατί μου αρέσουν
τα δημοτικά τραγούδια, να τα δω και σαν ποιητικά γεγονότα γέννησε αυτό
το βιβλίο» λέει. Βιβλίο αναφοράς το «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η
'Αγαπώ' και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών» (εκδ. Άγρα),
το πρώτο της σειράς μελετημάτων του για το δημοτικό τραγούδι, ήρθε για
να θυμίσει θυσαυρούς μια ανεξάντλητης πηγής, να μας επαναφέρει ενώπιους
ενωπίω με βασικές ψηφίδες της ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας μας. Με
αυτή την αφορμή η κουβέντα περιστρέφεται σε άλλα πολλά. Μιλάει ο
Παντελής Μπουκάλας.
Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη * Παρά την αρχική διακήρυξη, παραδίδεις ένα πολιτικό δοκίμιο
όπου, αναδεικνύοντας τον πλούτο του δημοτικού τραγουδιού, υπογείως
επισημαίνεις τις παθογένειες των σημερινών καιρών. Ποια ανάγκη γέννησε
αυτό το βιβλίο;
H ανάγκη να μεταφράσω τα συναισθήματά μου σε λόγο, να πω γιατί μου
αρέσουν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί μου κινούν ψυχή και μυαλό. Και η
ανάγκη να δω τα τραγούδια αυτά και σαν ποιητικά γεγονότα, ισότιμα με τα
δημιουργήματα της προσωπικής ποίησης, όχι παρακατιανά. Την παρηγορία και
την ψυχική ένταση δεν την προσφέρει αποκλειστικά η επώνυμη ποίηση αλλά
και η ανώνυμη. Με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.
* Γιατί σου αρέσουν;
Μου αρέσουν γιατί είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλα και ανοιχτόκαρδα απ'
όσο μας επιτρέπει να καταλάβουμε η μερική γνώση τους, είναι πολύ πιο
πλούσια καλλιτεχνικά απ' όσο μας επιτρέπει να καταλάβουμε μια κάποια
φιλολογική υπεροψία και πολύ πιο ποικίλα και δυναμικά απ' όσο μας
επιτρέπει να καταλάβουμε η ανάγνωσή τους μέσα από το πρίσμα της εθνικής
ορθότητας. Τα δημοτικά δεν ηθικολογούν, δεν δίνουν οδηγίες ευπρεπούς
συμπεριφοράς προς ναυτιλλομένους, δεν αποσιωπούν ούτε όσα θα θεωρούσαμε
ακραία ή και αντικανονικά ή αντεθνικά ή αντιχριστιανικά. Ο τρόπος, για
παράδειγμα, με τον οποίο αναδεικνύουν τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε
αλλόφυλους και αλλόθρησκους, Έλληνες με Τούρκους, Εβραίους, Βούλγαρους,
Αρβανίτες, Τσιγγάνους, διακρίνεται από ένα παραδειγματικά ελεύθερο
φρόνημα. Δεν θέλω να τα δω μόνο αισθητικά, αλλά τα βλέπω και αισθητικά,
δηλαδή ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα, άσχετα αν έχουμε έναν απόντα,
ανώνυμο δημιουργό. Και δεν διστάζω να τα αποκαλώ και ποιήματα, δεν
πιστεύω ότι ο όρος αυτός τούς πέφτει πολύς. Το πιστοποιεί άλλωστε και το
γεγονός ότι πλέον μάς συγκινούν και ως καθαυτό κείμενα, αποτυπωμένα σε
μια συλλογή ή ανθολογία, δίχως να τα τραγουδάμε και να τα χορεύουμε. Ο
δημιουργός τους ουσιαστικά είναι η κοινότητα, γιατί είναι ποιήματα τα
οποία δεν δημιουργούνται άπαξ αλλά δουλεύονταν και ξαναδουλεύονταν με
κάθε καινούριο τραγούδισμα, σε κάθε νέο πανηγύρι. Εξού και οι
σοβαρότατες διαφορές ανάμεσα στις παραλλαγές του ίδιου πυρηνικού
θέματος, διαφορές που φτάνουν τελικά να μας πείσουν ότι έχουμε δύο ή και
τρία τραγούδια πλέον στη διάθεσή μας και όχι ένα. Θίγω κάπου το
πρόβλημα ότι ο όρος παραλλαγή ίσως δεν μας αρκεί πλέον για να καλύψουμε
τέτοιες περιπτώσεις ανατροπής του αρχικού μοτίβου και δημιουργίας ενός
νέου ποιήματος.
* Yπήρξαν και ιδεολογικές σκέψεις που δημιούργησαν την ανάγκη να γράψεις το βιβλίο;
Ξέρουμε ότι από τον 19ο αιώνα, και με το παράδειγμα του ρομαντισμού,
στα δημοτικά τραγούδια και στις παραδόσεις αναζητήθηκε το γνήσιο φρόνημα
των λαών. Με το δεδομένο όμως ότι η νόθευση των δημοτικών τραγουδιών
υπήρξε μεγάλη, είναι επισφαλέστατο μετά από τόσα χρόνια να αναζητάμε τη
γνησιότητα των τραγουδιστών, όταν δεν είμαστε βέβαιοι πόσα από τα
τραγούδια τους είναι όντως γνήσια. Η φιλολογική μελέτη έχει κάνει πολλή
δουλειά σ' αυτόν τον τομέα, χωρίς όμως να μπορέσει να επηρεάσει
καθοριστικά τη δημόσια χρήση των τραγουδιστών είτε στην εκπαίδευση είτε
στην προβολή τους από τα ΜΜΕ είτε πια και στα ίδια τα πανηγύρια, όπου η
εισβολή των δημοτικοφανών είναι ενοχλητικά φανερή.
* Πού αποδίδεις τη νόθευση του δημοτικού τραγουδιού; Θεωρείς
ότι έχει επηρεάσει τη σχέση του νεοέλληνα με την παράδοσή του γενικά;
Γνωρίζουμε ότι ώς έναν τουλάχιστον βαθμό η νόθευση είχε ιδεολογικό
χαρακτήρα, αφού επιχειρήθηκε να υπερτονιστούν τα πατριωτικά γνωρίσματα
των τραγουδιών και ταυτόχρονα να απωθηθούν σε κάποιο περιθώριο τραγούδια
που θίγουν “δύσκολα” θέματα. Τα Κολοκοτρωναίικα για παράδειγμα είναι
πασίγνωστα και ανήκουν στη διδακτέα ύλη παρά τη σοβαρότατη και ήδη
παλαιά σύγκρουση μεταξύ των ελληνιστών για την αυθεντικότητά τους.
Αντίθετα δεν θα βρούμε λόγου χάρη στις “Εκλογές” του Ν. Πολίτη ή σε
άλλες ευρείας χρήσεως συλλογές την παραλλαγή του τραγουδιού «Κόρη
αντρειωμένη και Σαρακηνός», όπου η Ελληνοπούλα, καταδιωκόμενη από
Σαρακηνό, προσφεύγει στον Άγιο Γεώργιο κι αυτός σε πολλές παραλλαγές
αντί να την προστατεύσει, την καταδίδει στον διώκτη της, από πλεονεξία,
επειδή δελεάζεται από τα περισσότερα ταξίματα του διώκτη. Με αποτέλεσμα η
Ελληνοπούλα να εξαπολύσει δριμύτατες κατάρες εναντίον του πιο
αγαπημένου Αγίου της Ρωμιοσύνης. Η μερική εικόνα του δημοτικού όπως
δίνεται σε πολλές από τις ευρύτερα χρησιμοποιούμενες συλλογές και όπως
διαιωνίζεται από την εκπαίδευση (για να μην αναφερθούμε καν στη δόλια
χρήση τους από τα διδακτορικά καθεστώτα) ούτε στους λογίους και τους
ποιητές επέτρεψε να έχουν καθαρή και πλήρη εικόνα, ούτε στον λαό έδωσε
τη δυνατότητα να γευτεί ανόθευτα τα τραγούδια των παππούδων του.
* Το αυθεντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι χαμένη υπόθεση;
Ναι. Ούτε τα τραγούδια αναπτύσσονται σε θερμοκήπια ούτε οι άνθρωποι
που τα παραγγέλνουν για να τα χορέψουν στα πανηγύρια διαβάζουν πρώτα
φιλολογικά μελετήματα για να ξέρουν από πριν τι είναι το πρέπον να
ζητήσουν. Και εν πάση περιπτώσει, η ίδια η ιστορία του κλαρίνου δείχνει
πόσο δύσκολο είναι να βαθμολογήσουμε τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα
βασιζόμενοι αποκλειστικά στην παράμετρο του χρόνου. Το κλαρίνο εισήχθη
στις λαϊκές κομπανίες τον 19ο αιώνα, χιλιετίες μετά τον ζουρνά, κι όμως
ουδείς μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι δεν είναι δημοτικό όργανο. Η
παράδοση δεν είναι ένα οριστικά πηγμένο πράγμα που παραδίδεται στους
επόμενους μέσα σε κουτιά. Είναι κάτι που ανασχηματίζεται διαρκώς με κάθε
παραλαβή. Η σκυταλοδρομία δεν μπορεί να γίνει μόνο από έναν. Εδώ θα
μπορούσαμε να μακρηγορήσουμε αναφερόμενοι στις «αναβιώσεις» εθίμων σε
διάφορα μέρη. Αν οι «αναβιώσεις» αυτές είναι προσανατολισμένες αυστηρά
στον τουρισμό και την τηλεοπτική κάμερα, άντε και στις σέλφι, τότε και
φθαρμένες μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε και φθοροποιές.
* Τους Villagers of Ioannina city τους ακούς;
Φυσικά ακούω, ή έστω άκουγα, και τους Villagers και Πετρολούκα Χαλκιά
και Τάσο Χαλκιά και Γιάννη Βασιλόπουλο και Βασίλη Σαλέα και Χαΐνηδες.
Σε διαφορετικό τόπο, ανοιχτό ή κλειστό, με διαφορετικό τρόπο και με
διαφορετική παρέα.
* Ποια είναι τα πρώτα βιώματά σου από το δημοτικό; Θυμάσαι ποιο πρωτοάκουσες στο χωριό;
Σε χωριό γεννήθηκα, σε χωριό μεγάλωσα, κοντά στις εκβολές του
Αχελώου, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου με τα πολλά
δημοτικά άκουγα, παραμύθια μού έλεγε ο παππούς ο Παντελέος από το ένα
σόι κι η γιαγιά η Ασήμω από το άλλο. Ο πρώτος ήχος, το πρώτο βαθύ
σημάδι, το 'φεραν τα πράγματα να 'ναι μοιρολόι.
* Πόσα χρόνια γράφεις αυτό το βιβλίο;
Ο εσωτερικός χρόνος του είναι ήδη ένα τέταρτο του αιώνα, αν
υποθέσουμε ότι το πρώτο του φύτρο είναι ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε
στην «Καθημερινή» το 1992, για το επίμονο θάμβος των δημοτικών, και
αναπαράγεται ως πρόλογος του τόμου. Σ' αυτό το μεγάλο διάστημα οι
αφορμές για να μιλήσω και να γράψω για το δημοτικό τραγούδι ήταν πολλές
και ποικίλες. Ημερίδες και συνέδρια, αφιερώματα περιοδικών (Νέα Εστία),
εθνικές επέτειοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, νέες εκδόσεις. Να 'ναι
καλά οι βιβλιοθήκες, παραδοσιακές και ψηφιακές, και τα
παλαιοβιβλιοπωλεία, συναντήθηκα, έστω και αργοπορημένα, όπως σχεδόν όλοι
οι αυτοδίδακτοι, με εκδόσεις που με βοήθησαν να καταλάβω ότι αυτό που
εννοούμε σαν μια χώρα, έστω μεγαλούτσικη, το δημοτικό, είναι τελικά
ολόκληρη ήπειρος. Οφείλω πολλά, στους εξερευνητές της, παλιότερους και
σημερινούς. Και λυπάμαι, για παράδειγμα, που η τωρινή αγορά δεν
εμπεριέχει τα βιβλία του Γιάννη Αποστολάκη για το δημοτικό, όση
απολυτότητα ή επιθετικότητα κι αν αποδώσουμε σε ορισμένες απόψεις του.
*
Από αυτό το βιβλίο μπορούν να γεννηθούν τουλάχιστον δεκαπέντε νέα
βιβλία με ανάλογα θέματα του δημοτικού τραγουδιού και με τη βιβλιογραφία
του μας θυμίζεις σπουδαίους μελετητές, τα κείμενα των οποίων δυστυχώς
έχουν λησμονηθεί με τον καιρό. Πώς συνέταξες αυτό το μελέτημα;
Ακούγοντας και διαβάζοντας, έτσι το 'γραψα. Ξεκίνησα θέλοντας να πω
την ιστορία μιας λέξης. Την ιστορία του ρήματος αγαπώ που έγινε
ουσιαστικό στα δημοτικά τραγούδια και μάλιστα σε όλες τις διαλέκτους και
τα ιδιώματα της νεοελληνικής γλώσσας. Απέκτησε δύο γένη, η Αγαπώ και ο
Αγαπώς/ ο Αγάπος, συμμορφώθηκε στο κλιτικό μας σύστημα, έγινε το απόλυτο
σήμα του ερωτικού επαίνου και σταδιακά πέρασε στην επώνυμη ποίηση, με
εντελώς ξεχωριστή περίπτωση τον Νίκο Καζαντζάκη. Η Αγαπώ και ο Αγαπώς
συναντώνται τόσο στις «Τερτσίνες» όσο και στην «Οδύσσειά» του συχνότατα.
Από την ανακατάκτηση αυτής της λέξης πέρασα στη γλωσσική
δημιουργικότητα του δημοτικού τραγουδιού, στην επινοητικότητά του και
στην όρεξή του για λεκτικά παιχνιδίσματα, σαν κι αυτά που συναντάμε στην
προσωπική ποίηση, αρχαία και νέα. Προσπάθησα δηλαδή να δω τα τραγούδια
και σαν ποίηση, αποσπασμένα από το μέλος τους. Και αυτό σε ένα διαρκές
πηγαινέλα από το νέο στο αρχαίο και από το επώνυμο στο ανώνυμο.
Σε επόμενους τόμους της σειράς θα καταπιαστώ και με τη μικροϊστορία
συγκεκριμένων τραγουδιών. Για παράδειγμα το δημοφιλέστατο σήμερα
τραγούδι «Κόκκιν' αχείλι εφίλησα», που σαγήνευσε τον Σεφέρη, τον
Βρεττάκο και άλλους ποιητές, ωστόσο ο Νικόλαος Πολίτης το έψεγε σαν
ασιανικό, πομπώδες δηλαδή, το κατέγραψε πρώτος, στην Κορσική, ένας
κορυφαίος λόγιός μας, που δεν εκτιμούσε τη λαϊκή ποίηση: ο Αδαμάντιος
Κοραής. Τα παιχνίδια της ιστορίας...
* Πώς στάθηκε και κυρίως πώς στέκεται η
ελληνική διανόηση σήμερα απέναντι στο δημοτικό τραγούδι, εν γένει
απέναντι στον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση;
Δεν μπορώ να μιλήσω συνολικά για την ελληνική διανόηση. Υπήρξαν
άνθρωποι που λάτρεψαν τα δημοτικά και τα προσέγγισαν με σέβας, κι άλλοι
που τα απαξίωσαν, δίχως καν να μπουν στον κόπο να τα γνωρίσουν στην
ουσία τους και στη μεγάλη έκτασή τους, θεωρώνταςφτωχή
τη γλώσσα και την εικονοποιία τους, και μονότονη την αφήγησή τους (ούτε
καν την αρχαιότατη μέθοδο των λογοτύπων δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν).
Μπορώ όμως σίγουρα να πω ότι εξακολουθούν να δημοσιεύονται εξαιρετικές
πραγματείες για το δημοτικό, Ελλήνων και ξένων μελετητών. Ειδικά για την
Αριστερά, ειδικά το δημοτικό, όπως άλλωστε και η αρχαιοελληνική
κληρονομιά, ήταν ένας κόμπος που τη δυσκόλεψε πάρα πολύ και πιθανόν
συνεχίζει να τη δυσκολεύει. Θέλω να πω ότι η αισχρή κατάχρηση τόσο των
δημοτικών όσο και της αρχαιότητας από τις αντιπνευματικότερες δυνάμεις
της Δεξιάς προκάλεσε ενός είδους αποστροφή στους ανθρώπους της
Αριστεράς, αντί να τους παρακινήσει να πολεμήσουν για να διασώσουν όσο
το δυνατόν καθαρό αυτόν τον διπλό πλούτο.
* Η Αριστερά διαθέτει και το λαϊκό αντανακλαστικό αλλά και
σοβαρό πνευματικό δυναμικό. Γιατί δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτή τη
σχέση;
Για να το πω σχηματικά, όταν σε βασανίζουν στα κρατητήρια και στο
βάθος μπορεί να ακούγεται κλαρίνο, το αίσθημά σου και η σκέψη σου
μπλοκάρονται.
* Και σε ό,τι αφορά τον αρχαίο μας πολιτισμό;
Θα απαντήσω με μια κουβέντα που άκουσα κάποια στιγμή από τον Μίμη
Μαρωνίτη. “Με τόσους χυδαίους καταχραστές φτάνουμε να ντρεπόμαστε γι'
αυτά που αγαπάμε”. Οι αρχαιοκάπηλοι δεν πουλάνε μόνο αγάλματα και
αγγεία, πουλάνε και μια κατασκευασμένη, εξιδανικευμένη αρχαιότητα,
ρατσιστικών προδιαγραφών, αφού την αποσπούν από το ιστορικό της πλαίσιο
για να παρουσιάσουν τους αρχαίους Έλληνες σαν γονιδιακά υπέρτερους απ'
όλους τους άλλους λαούς και εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό το
ακροδεξιό παραμύθι πουλιέται πολύ πιο εύκολα, γιατί χαϊδεύει και
κολακεύει την εγωπάθειά μας. Αντίθετα, μια ιστορική προσέγγιση που θα
υποδείξει για παράδειγμα τα δάνεια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού θα
καταγγελθεί σαν αντεθνική και αντιπατριωτική. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο
ίδιος ο Ηρόδοτος είχε κατηγορηθεί δριμύτατα από σύγγραμμα που αποδίδεται
στον Πλούταρχο σαν κακοήθης, ουσιαστικά δηλαδή σαν ανθέλληνας, επειδή
δεν παρουσίαζε τον ελληνισμό άσπιλο και ουρανόπεμπτο αλλά ενταγμένο στο
ιστορικό και γεωγραφικό του πλαίσιο.
* Πώς ανατρέπεται αυτή η συνθήκη;
Θα πρέπει κάποια στιγμή να συμπέσει η επίσημη, η διδασκόμενη, η
οιονεί κρατικοποιημένη εκδοχή για την ιστορία με την επιστημονική
ιστοριογραφία. Αυτό δεν θα γίνει μόνο του και δεν θα γίνει εύκολα. Το
γλυκερό αφήγημα που βασίζεται στο δόγμα της ελληνικής υπεροχής σε κάθε
τομέα («έχουμε την πλουσιότερη γλώσσα, με εκατομμύρια (!) λέξεις», «τα
δημοτικά μας είναι ανώτερα από τα τραγούδια όλων των άλλων λαών», «ο
Θεός είναι Έλληνας» κτλ.), αφήγημα φτιαγμένο βίαια από έναν εθνικιστή,
κιβδηλοποιό Προκρούστη, έχει πολλούς διακινητές σε όλα τα πεδία του
δημόσιου βίου, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, κι ακόμα πιο πολλούς
λάτρεις. Θυμάμαι εδώ τον τίτλο ενός σπουδαίου βιβλίου του Δημήτρη
Κυρτάτα, «Κατακτώντας την αρχαιότητα». Τέτοια ιστοριογραφία χρειαζόμαστε
για να γνωρίζουμε την ποικιλία της αρχαιότητας, που δεν είναι μία και
μόνη, και να την ανακτήσουμε. Χρειαζόμαστε επίσης μια προσέγγιση της
γλώσσας όπως αυτή που αποτυπώθηκε στο βιβλίο του Τάσου Χρηστίδη «Ιστορία
της ελληνικής γλώσσας». Χρειαζόμαστε θεωρήσεις του δημοτικού τραγουδιού
όπως αυτές που οφείλουμε στον Αλέξη Πολίτη, τον Γρηγόρη Σηφάκη, τον
Βάλτερ Πούχνερ και τον Γκυ Σωνιέ, για να κατονομάσω τέσσερις μόνο από
την κοινότητα όπως ασχολούνται με την ανώνυμη λαϊκή ποίηση. Και μια
λαογραφία λυτρωμένη, αποδεσμευμένη από ένα κακώς εννοούμενο εθνικό χρέος
που την οδηγούσε παλαιότερα να εξελληνίζει τα πάντα, να τα
εξαρχαιοελληνίζει μάλλον, και να βρίσκει στα πάντα τη σφραγίδα της
ανωτερότητας. Η κληρονομιά μας είναι σπουδαία, τεράστια. Όταν
επιχειρούμε να τη φουσκώσουμε, για να φουσκώσουμε κι εμείς μαζί της, σαν
ευλογημένοι από τον θεό ή το δωδεκάθεο κληρονόμοι, απλώς την αδικούμε
και την προσβάλλουμε.
Το τι είδους Ελλάδα ανασχηματίζουμε με τη φαντασία μας καθορίζει το
τι είδους Ελλάδα θέλουμε να δημιουργήσουμε. Θυμάμαι εδώ το παλαιότερο
τουριστικό σλόγκαν «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα». Η ίδια η Ελλάδα
πάντως πρέπει να πάψει να ζει μέσα στον μύθο της και υπό τον μύθο της.
Έχει ανάγκη απεξάρτησης από τα πατροπαράδοτα μυθεύματα που τη βουλιάζουν
σε ένα σύνδρομο μεγαλείου, το οποίο συχνά - πυκνά ξεσπάει στα παράπονα
του μονίμως «αδικούμενου».
* Το παιδί του άστεως και του Facebook, το σχολείο της
αποστήθισης είναι εφικτό να γευτούν, και να μεταδώσουν αντιστοίχως, τον
"απίστευτα αποκαλυπτικό πλούτο" του δημοτικού τραγουδιού, της παράδοσης
εν γένει;
Και τα περισσότερα παιδιά του άστεως και του Facebook μπορεί να
κατάγονται από κάποιο χωριό και να τύχουν σε πανηγύρι. Και όλα τους
ξέρουν γράμματα και μπορούν να διαβάσουν. Αν θα χορέψουν κιόλας, είναι
άλλου κλαριτζή κλαρίνο.
* Και το κλαρίνο της εκπαίδευσης;
Πάντα υπάρχουν δάσκαλοι που βγαίνουν έξω από τη διδακτέα ύλη και
μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τον πλούτο της απορίας και του
ενδιαφέροντος. Οι δάσκαλοι δεν είναι μόνο για να δίνουν απαντήσεις αλλά
και για να προκαλούν ερωτήματα. Ο δρόμος προς την απάντηση έχει την
αξία, όχι η καθαυτό απάντηση.
* Στο βιβλίο εκτός από την ποιητικότητα των δημοτικών τραγουδιών ιδιαίτερη σημασία δίνεις στη γλώσσα τους, στη γλώσσα γενικώς.
Να εξηγήσω γιατί. Ο Σολωμός και οι δημοτικιστές αναζήτησαν στο
δημοτικό τραγούδι τη δημοτική. Είχαν έναν ολόκληρο πόλεμο να δώσουν.
Στις μέρες μας θα ασχοληθούμε με τη γλώσσα των δημοτικών όχι πια για
ιδεολογικούς λόγους, γιατί ο πόλεμος περίπου τελείωσε, αλλά για
λογοτεχνικούς. Θα αναζητήσουμε την επινοητικότητα, τα λογοπαιχνιδίσματα,
την απλότητα και τις εντελώς απροσδόκητες συνάψεις λέξεων, αλλά και
εικόνων, που θα λέγαμε ότι προαναγγέλλουν τον υπερρεαλισμό. Μακάρι οι
Ελληνες ποιητές, όσοι ανανέωσαν την τέχνη τους με τη χρήση τού «άλογου
στοιχείου», για να θυμηθούμε τον προπολεμικό περί ποιήσεως διάλογο
Γιώργου Σεφέρη και Κωνσταντίνου Τσάτσου, να γνώριζαν το δημοτικό
τραγούδι βαθύτερα και ευρύτερα απ' ό,τι μπορούσαν με την επίσκεψη σε μία
κατά βάση συλλογή του Ν.Γ. Πολίτη. Όσο μπορώ να ξέρω, από τα ίδια του
τα γραπτά, τα πεζά, ο ποιητής που έχει υπόψη του και μελετά αρκετές
συλλογές είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
* Η γλώσσα γενέθλιος τόπος των ιδεών, τρόπος επικοινωνίας των
ανθρώπων και εργαλείο πληροφόρησης και συνεννόησης, φορέας μνήμης. Αν
τα συνυπολογίσουμε όλα αυτά, η γλώσσα ταυτοχρόνως είναι και ένα πολιτικό
φαινόμενο. Εντοπίζεται ως τέτοιο στο δημοτικό τραγούδι;
Ο λαός μιλάει και τραγουδάει στη γλώσσα του, όπως εμπλουτιζόταν σε
κάθε τόπο από τις επαφές (βίαιες ή ειρηνικές) με άλλους λαούς. Δεν ξέρει
αρχαία ελληνικά, δεν ξέρει Αισχύλο (αλλά μπορεί στην παραλογή της
«Μάνας φόνισσας» να πλάσει μια εκδοχή των θυέστειων δείπνων) και όσο
γνωρίζουμε από τις παραδόσεις που έχουν καταγραφεί, για τους Έλληνες
(ένα όνομα άδοξο ή και ονειδιστικό επί αιώνες, σαν ταυτόσημο των
ειδωλολατρών) έχει μια παραμυθένια αντίληψη: είναι γίγαντες με τεράστια
μουστάκια κτλ. Πολιτική λοιπόν ήταν η απόφαση του Σολωμού να σκύψει στη
γλώσσα (και στην ποίηση) του λαού και να την προτείνει ως γλώσσα του
έθνους. Πολιτική ήταν και η στάση των μεταπολεμικών δημοτικιστών. Ζούμε
άλλωστε σε μια χώρα με το γνώρισμα να έχει κλάψει νεκρούς ακόμα και από
τη γλωσσική εκδοχή του διαρκούς εμφυλίου της.
* Ο αείμνηστος Τάσος Χρηστίδης έλεγε ότι οι γλώσσες είναι
κομμένες από το ίδιο πανί. Ποιο είναι αυτό το πανί που συνδέει την
αρχαία περσική λέξη χακ, που σημαίνει άνεμος, με το χακί του φαντάρου
που χορεύει ζεϊμπέκικο στην Ευδοκία;
Στις γλώσσες δεν υπάρχουν σύνορα, διόδια και τελωνεία. Ούτε και
πρωτεία ή... υστερεία υπάρχουν. Οι γλώσσες δίνουν και παίρνουν, άλλες
λιγότερο, άλλες περισσότερο. Όταν πάντως ένας φαντάρος στα χακί χορεύει
το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ζει, δεν γλωσσολογεί. Και βιώνει, δεν
αναβιώνει. Ξεδιπλώνει την ψυχή του δίχως να ξέρει και δίχως να νοιάζεται
να μάθει αν η λέξη «χακί» μάς ήρθε από τα περσικά, πιθανόν με τη
μεσολάβηση των γαλλικών, κι αν η λέξη «ζεϊμπέκικο» παρετυμολογήθηκε από
ορισμένους σαν άθροισμα των λέξεων «Ζευς» + «βεκός», το ψωμί του Δία,
ώστε να αποκτήσει και αυτή καλά και σώνει πιστοποιητικό γεννήσεως από
ελληνικό ληξιαρχείο.
* Τριανταπέντε χρόνια μεροδούλι - μερογράφι, το δημοτικό έχει επηρεάσει την καθημερινή δημοσιογραφική σχέση σου με τη γλώσσα;
Για να πω την αλήθεια, κάμποσες φορές μού κατέβηκε η ιδέα να γράψω το
σχόλιό μου σε δεκαπεντασύλλαβο. Μόνο σε δυο-τρεις περιστάσεις ενέδωσα,
αρκετά παλιότερα. Κάθε τόπος γραφής υπαγορεύει τον δικό του τρόπο.
Αλλιώς εφημεριδογράφεις, αλλιώς παραδίνεσαι στη γλώσσα όταν ασκείσαι
στην ποίηση. Σε κάθε περίπτωση όμως οφείλεις να έχεις το ίδιο σέβας για
τις λέξεις, και βέβαια για τον αναγνώστη στον οποίο θα τις προτείνεις.
* Από τις μεταφράσεις σου των Επιτυμβίων Επιγραμμάτων, στα
οποία μεταξύ άλλων διαβάζουμε το "δακρύειν όσον θέμις", μέχρι το
δημοτικό τραγούδι, πώς διανύθηκε αυτή η απόσταση;
Αισθάνομαι ως υπηρέτης δύο αφεντάδων που τις περισσότερες φορές
ταυτίζονται και παύουν να είναι δύο. Η κοινότητα αντιλήψεων άλλωστε
ανάμεσα στα αρχαία επιτύμβια και τα νεοελληνικά μοιρολόγια είναι τόσο
έκδηλη που ο δρόμος διανύεται εύκολα. Χωρίς φυσικά οι μοιρολογίστρες της
εποχής μας να γνωρίζουν την αρχαία επιτάφια ποίηση συμφωνούν μαζί της
στην ελευθερόφρονη άρνηση της ψευτοπαραμυθίας για μεταθανάτια δικαίωση
και άλλα τέτοια. Στα τραγούδια του χάρου όπως λέγονται χώρος για τα
δόγματα της χριστιανικής θρησκείας δεν υπάρχει. Αυτό το ελεύθερο φρόνημα
του μοιρολογιού είναι πολύ πιο βαθιά παρηγορητικό από οποιαδήποτε
υπόσχεση αθανασίας.
* Στην ποίησή σου πώς εμπλέκεται το δημοτικό τραγούδι;
Τόσο που το διάβασα και τόσο που το μελετάω δεν μπορεί παρά να με
σημάδεψε. Το πώς δεν είναι πάντα φανερό και δεν μπορώ να το πω εγώ. * Το δημοτικό τραγούδι είναι του ανώνυμου. Είναι ίσως και της ανώνυμης;
Η γυναίκα είναι ο κατεξοχήν δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού και
από τους κυριότερους φορείς του. Αυτή ξεπροβοδίζει τον άντρα που
ξενιτεύεται, αυτή τον περιμένει να επιστρέψει, συχνά μάταια, αυτή
μοιρολογάει, αυτή γλυκαίνει τα νυχτέρια της τραγουδώντας όταν φτιάχνει
τα προικιά της, αυτή νανουρίζει τα μωρά. Νά τες όλες οι πτυχές του
δημοτικού. Ως ερωτικό ίνδαλμα ταυτόχρονα προκαλεί τη δημιουργία
εξαιρετικής ερωτικής ποίησης, τόσο δυνατής που φτάνει πολλές φορές να
αντιστρατευτεί ρητά στους περιορισμούς που θέτει η διαφορά φυλής ή
θρησκείας αλλά και η ίδια η συντηρητική κοινωνία.
* Η εποχή μας έχει το τραγούδι της;
Το έχει, άσχετα αν εμείς το τραγουδάμε ή όχι. Ούτε όλοι τραγουδήσαμε
Καζαντζίδη στον καιρό του ούτε τώρα συμφωνούμε όλοι για την αξία του
Καζαντζίδη. Οι νέοι ταυτίζονται με τους συγκαιρινούς τους τραγουδιστές,
χορεύουν στους συγκαιρινούς τους ρυθμούς. Ενδεχομένως ειρωνεύονται και
απορρίπτουν τους ρυθμούς των γεροντότερων. Δεν χρειάζεται εμείς οι
γεροντότεροι να τους επιστρέψουμε το ίδιο νόμισμα της ειρωνείας.