Τρίτη, Ιουνίου 14, 2016

Η προπαγάνδα στην Ελλάδα της κρίσης

Κύρκος Δοξιάδης: Η προπαγάνδα αλλοιώνει ριζικά την πραγματικότητα

doxiadis
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Προπαγάνδα», η «Εποχή» συζητά με τον συγγραφέα του και καθηγητή του ΕΚΠΑ, Κύρκο Δοξιάδη για τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και τα προπαγανδιστικά του τεχνάσματα την περίοδο 2012-2015.
*******************************
 ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ (ΛΗΜΜΑΤΑ 5 /ΣΕΙΡΑ)
 Η προπαγάνδα στην Ελλάδα της κρίσης, είναι καθεστώς διότι πρόκειται για το λόγο της πόλωσης. Ο λόγος της πόλωσης δεν μπορεί παρά να είναι προπαγανδιστικός. Η πόλωση μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μια μορφή ανοιχτού ταξικού πολέμου - που σημαίνει όχι κατ' ανάγκην κατάσταση εμφυλίου πολέμου με ένοπλες συγκρούσεις και μαζικούς σκοτωμούς, αλλά σίγουρα κατάσταση μαζικής και έντονης δυσαρέσκειας των κατώτερων τάξεων, συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων, διεύρυνση του χάσματος μεταξύ ανώτερων και κατώτερων τάξεων, και κατά συνέπεια, για πρώτη φορά μεταδικτατορικά, μια κατάσταση επισφαλούς και απειλούμενης ταξικής κυριαρχίας. Σε αυτή την εμπόλεμη ταξική κατάσταση, το κοινωνικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε παρά να προσφύγει στην πιο άμεσα "πολεμική" μορφή πολιτικού λόγου, δηλαδή στην προπαγάνδα - αν ορίσουμε την τελευταία, προεκτείνοντας τον πασίγνωστο ορισμό του Clausewitz για τον πόλεμο, ως τη συνέχιση του πολιτικού λόγου με άλλα μέσα. Και αυτά τα "άλλα μέσα", όπως και στην περίπτωση του πολέμου, είναι η συστηματική και οργανωμένη χρήση βίας. Η άσκηση βίας εν προκειμένω είναι η παραποίηση της αλήθειας: η προπαγάνδα βιάζει την αλήθεια - συστηματικά και οργανωμένα. Με στόχο, όπως και στον πόλεμο, την επίτευξη νίκης επί του αντιπάλου - εν προκειμένω, με στόχο τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας, με οσοδήποτε οδυνηρές για τις κυριαρχούμενες τάξεις συνθήκες ζωής. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

Περιεχόμενα

Προλογικό σημείωμα
1. Ο πολιτικός λόγος στη σύγχρονη Ελλάδα
2. Η θεωρία των δύο άκρων ως ηθικός πανικός
3. Λόγος, ιδεολογία, προπαγάνδα
Επίλογος: Η προπαγάνδα σήμερα
*************************************

Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη

Ορίζετε την προπαγάνδα ως βίαιη, αλλά δημιουργική, παραποίηση της πραγματικότητας. Ο πολιτικός λόγος, και ο λόγος εν γένει, κατασκευάζει την κοινωνική πραγματικότητα βάσει ιδεολογίας, πεποιθήσεων κτλ και παράγει πρότυπα, συμπεριφορές κοκ. Σε τι διαφέρουν, λοιπόν, μεταξύ τους;
Όντως μπορούμε να πούμε ότι κάθε είδος πολιτικού λόγου, ιδεολογικού, ακόμα και επιστημονικού, είναι μια παρέμβαση στην πραγματικότητα. Πιστεύω, όμως, ότι η ιδιαιτερότητα της προπαγάνδας είναι ότι πρόκειται για μια βίαιη παρέμβαση, με την έννοια ότι είναι μια παρέμβαση στην πραγματικότητα ή στην αλήθεια που την αλλοιώνει ριζικά. Και στην τρέχουσα γλώσσα, όταν λέμε προπαγάνδα δεν εννοούμε απλά μια ιδεολογική διατύπωση, ή μια ιδεολογική κατασκευή και εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας. Εννοούμε κάτι που αλλοιώνει βίαια την πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά εμάς που είμαστε αντίπαλοι και υφιστάμεθα την προπαγάνδα και τις συνέπειές της. Εν προκειμένω, η Αριστερά υφίσταται την προπαγάνδα του αστικού καθεστώτος λόγου. Για παράδειγμα, ένα από τα στρατηγικά τεχνάσματα της προπαγάνδας εναντίον της Αριστεράς, είναι η περίφημη θεωρία των δύο άκρων. Για την ίδια την Αριστερά το να φτιάχνεται μια κατασκευή που την παρομοιάζει με την Χρυσή Αυγή, είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της Αριστεράς. Γι’ αυτό είναι μια βίαιη παραποίηση και όχι απλώς μια ανακατασκευή, ανάλογα με κάποια διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση.
Διαδραματίζει κάποιο ρόλο η συνειδητή πρόθεση του υποκειμένου για παραποίηση της πραγματικότητας;
Το ζήτημα του συνειδητού ή μη, είναι συζητήσιμο. Θα προτιμούσα περισσότερο τον όρο σκόπιμη, γιατί η προπαγάνδα έχει ένα σύστημα με πολεμική διάσταση, δηλαδή θέλει να επιτύχει ένα συγκεκριμένο στόχο, π.χ την κατατρόπωση του αντιπάλου ή να πειστεί ο κόσμος ότι τα μνημόνια είναι ένα καλό πράγμα. Συνήθως αυτό προαπαιτεί και μια σκόπιμη ενέργεια και σχεδιασμό. Πολλές φορές μπορεί να μην είναι συνειδητό. Συχνά βλέπουμε να συγκλίνουν παρόμοιες προπαγανδιστικές πρακτικές από διαφορετικά υποκείμενα εκφοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι βρέθηκαν σε κάποιο επιτελείο από κοινού και αποφάσισαν ότι θα αρθρώσουν, θα σχεδιάσουν και θα εφαρμόσουν τη συγκεκριμένη προπαγανδιστική τακτική. Επειδή σε ένα διάχυτο κλίμα καθεστωτικού λόγου και ιδεολογίας, τείνουν να συμφωνούν κάποιοι, αναμενόμενο είναι να συγκλίνουν και στην προπαγανδιστική τους τεχνική. Η προπαγάνδα, επίσης, δεν είναι πάντα συνειδητή από την άποψη ότι κάποιοι από αυτούς που την ασκούν, μπορεί να την πιστεύουν. Να μη θεωρούν ότι λένε ή γράφουν ψέματα, παρότι υπάρχει κάποιος σκοπός. Άλλωστε, είναι δύσκολο να πεις για κάτι αν είναι συνειδητό ή ασυνείδητο, δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό του άλλου.
Η βία του λόγου
 
Ένα άλλο στοιχείο που θέσατε για τη διαφορά πολιτικού λόγου-ιδεολογίας και προπαγάνδας, είναι αυτό της βίας. Πολλοί δεν αποδέχονται την ύπαρξη της συμβολικής βίας στο λόγο και θέτουν τον όρο μόνο στην υλική του διάσταση. Στο βιβλίο σας υποστηρίζετε ότι η βία της προπαγάνδας έχει και υλική διάσταση.  
Προφανώς όταν αναφερόμαστε στη βία, εννοούμε κυρίως τη σωματική βία. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους η βία υπάρχει και στο λόγο. Για παράδειγμα η λεκτική επιθετικότητα. Σε βρίζω και προσβάλλεσαι. Δεν είναι το ίδιο με το να σου έδινα μια γροθιά, αλλά μπορεί να τη βιώνεις σχεδόν σωματικά, επειδή επηρεάζονται τα συναισθήματά σου. Άλλο παράδειγμα είναι η βία της λογοκρισίας, όταν καις βιβλία, ναι μεν είναι συμβολική πράξη, αλλά πρακτικά δεν μπορεί να διαβάσει κανείς καμένα βιβλία, ή αν αφαιρείς το λόγο υλικά από κάποιον. Η βία, όμως, της προπαγάνδας δεν έχει να κάνει με την καθύβριση ή τη λογοκρισία. Είναι η βία που ασκεί ο ίδιος ο λόγος πάνω στην πραγματικότητα που έχει την υλική της διάσταση. Για παράδειγμα, αν κάποιος ακροδεξιός θεωρεί ότι οι πρόσφυγες οικειοθελώς μπαίνουν στις βάρκες σαν να κάνουν ταξιδάκι και καλά κάνουν και πνίγονται, αυτή είναι μια παρέμβαση που έχει να κάνει με τις υλικές συνθήκες με τις οποίες οι πρόσφυγες μπαίνουν στις βάρκες και τις υλικές αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτές τις διαδικασίες. Η διαστρέβλωση και η σκόπιμη παραποίηση των αναφερομένων ασκείται επί της υλικής πραγματικότητας.
Η προπαγάνδα καλύπτει το κενό της ιδεολογικής ηγεμονίας
Γράφετε πως ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς προπαγάνδας μετά την κρίση και τα μνημόνια λόγω της ταξικής πόλωσης που υπάρχει. Με ποιο τρόπο υλοποιήθηκε αυτό και ποιος είναι ο στόχος;
Υπάρχει μια σχέση αιτίας-αιτιατού, με την έννοια ότι η προπαγάνδα είναι μια πολεμική μορφή λόγου και έχει σχέση και με την άσκηση βίας δια μέσου του λόγου. Μάλιστα, ένας ορισμός που δίνω είναι ότι «η προπαγάνδα είναι η συνέχιση του πολιτικού λόγου με άλλα μέσα», από τον ορισμό του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο, ότι είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα -αυτά τα άλλα μέσα είναι η συστηματική και οργανωμένη άσκηση βίας. Μόνο που στην προπαγάνδα αυτή η βία είναι δια μέσου του λόγου. Θεωρώ ότι  η προπαγάνδα, ούτως ή άλλως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόλεμο και για λόγους ιστορικούς και για θεωρητικούς. Υπό αυτή την έννοια, ήταν αναμενόμενο, στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων, όπου παρατηρείται μια έντονη ταξική πόλωση, όπου έχουμε καταστάσεις ταξικού πολέμου, όχι με την έννοια στρατών και μαζικών σκοτωμών αλλά με την έννοια ότι υπάρχει μια κοινωνική-ταξική ένταση, ότι θα επιστρατευόταν από το καθεστώς η πιο πολεμική μορφή λόγου που είναι η προπαγάνδα. Επειδή υπάρχουν αυτές οι έντονες συνθήκες πόλωσης δεν αρκεί η σκέτη ιδεολογική ηγεμονία. Στην περίπτωση της Ελλάδας της κρίσης, δεν υπάρχει κιόλας. Γιατί αν θεωρήσουμε ότι η κυρίαρχη ιδεολογία, που συνδέεται άμεσα με τα μνημόνια, είναι ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή δεν είναι όντως κυρίαρχη. Σε συνειδητό επίπεδο δεν την πιστεύει κανείς. Δεν πιστεύει, δηλαδή, ο κόσμος ότι αν έχουμε συνθήκες «θεμιτού ανταγωνισμού», θα μπορέσουν να διακριθούν οι ικανότεροι κτλ. Αυτό το κενό, λοιπόν, της ιδεολογικής ηγεμονίας έρχεται να καλύψει η προπαγάνδα, ως μια μορφή πολεμικού λόγου που αναγκάζεται να εφαρμόσει το καθεστώς, γιατί δεν έχει άλλα μέσα να επιβληθεί στη σφαίρα του λόγου.
Η προπαγάνδα, λοιπόν, έχει ένα συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, αυτό του κεφαλαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση τουλάχιστον ναι. Ιδίως όταν μιλάμε για συνθήκες ταξικού πολέμου -όπως και η ιδεολογία, όπως και όλες οι μορφές λόγου, στο βαθμό που διαπλέκονται με την εξουσία του κεφαλαίου.
Το προπαγανδιστικό τέχνασμα της «ανομίας»
Η θεωρία των δύο άκρων, όπως αναφέρατε πριν, χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα για την παραποίηση της έννοιας της Αριστεράς. Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή ένα κόμμα της Αριστεράς έχει τη διακυβέρνηση της χώρας, μπορούμε να πούμε ότι απέτυχε η προπαγάνδα ή πέτυχε, αλλά με άλλα αποτελέσματα από τα σκόπιμα, και έγινε αποδεκτή η ακροδεξιά, αντί να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η θεωρία των δύο άκρων υπέστη διάφορες αλλαγές και μετεξελίξεις ανάλογα με τη συγκυρία. Αλλιώς διατυπωνόταν πριν τη σύλληψη της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Φύσσα και την κατηγορία για εγκληματική οργάνωση και αλλιώς μετά. Μέχρι τότε ήταν πιο εύκολο να πείσει, γιατί και τα δύο ήταν πολιτικά κόμματα και ο περισσότερος κόσμος δεν γνώριζε για την άμεση σωματική βία που ασκούσε η Χρυσή Αυγή. Μετά ήταν πιο δύσκολο. Όχι, όμως, πως δεν εξακολουθούσε να υπάρχει αυτός ο στόχος. Δηλαδή, ότι ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εγκληματική οργάνωση όπως η Χρυσή Αυγή, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, και η αντιμνημονιακή Αριστερά γενικότερα, με τις ακρότητές τους ευθύνονται για το φαινόμενο που οδήγησε στην άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ότι ευθύνονται για την περίφημη «ανομία», που παρουσιάζεται σαν κοινωνιολογικός όρος που εξηγεί τα ακραία φαινόμενα. Το προπαγανδιστικό τέχνασμα ήταν να προταθεί ένα γενικότερο ερμηνευτικό πλαίσιο, εντός του οποίου προκύπτει το φαινόμενο της βίας της ΧΑ με αίτιο την Αριστερά. Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην κυβέρνηση, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για αυτή τη θεωρία. Όχι ότι σταμάτησαν να τον παρομοιάζουν με ακραία οργάνωση, γιατί αυτό συμβαίνει σε κάθε ευκαιρία. Η δυσκολία έγκειται στο ότι η νυν αντιπολίτευση θέλει να φαίνεται εκείνη αντιμνημονιακή και ο ΣΥΡΙΖΑ μνημονιακός, οπότε δύσκολα τον ταυτίζεις πια με την ΧΑ, γιατί αυτή εξακολουθεί να εμφανίζεται σαν  ακραιφνώς αντιμνημονιακή.
Πιστεύετε ότι αυτό το «πρόβλημα» η αντιπολίτευση προσπαθεί να το «λύσει» με το να βάλλει κατά του λεγόμενου ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς;
Πρόκειται για μια αρνητική προπαγάνδα. Προσπαθούν να δείξουν ότι αυτό το ηθικό πλεονέκτημα δεν ισχύει και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και αυτός διεφθαρμένος κτλ. Αυτό συνδέεται με ένα άλλο αντι-ΣΥΡΙΖΑικό και αντι-αριστερό τέχνασμα που προϋπήρχε. Είναι το περίφημο τέχνασμα της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά εθεωρείτο υπεύθυνη για όλα τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας, το πελατειακό σύστημα, το «λαϊκισμό», τη διαφθορά του κράτους και της διοίκησης από τη Μεταπολίτευση και έπειτα. Παρότι, δηλαδή, δεν ήταν στην εξουσία, υποστηρίζουν ότι ήταν διάχυτη η νοοτροπία της στην ελληνική κοινωνία, που ήταν η νοοτροπία του βολέματος, των συντεχνιών και κατά συνέπεια του πελατειακού συστήματος. Όταν λένε ότι δεν στέκει το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, πρόκειται για το ίδιο προπαγανδιστικό τέχνασμα που παρουσίαζε την Αριστερά σαν κυρίαρχη ιδεολογικά, αλλά που τώρα την παρουσιάζει και ως θεσμικά κυρίαρχη, αφού βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Η αμφιλεγόμενη έννοια της ανάπτυξης
Ένα άλλο είδος προπαγανδιστικού λόγου που αναφέρετε στο βιβλίο σας, είναι η έννοια του εκσυγχρονισμού, που απογυμνώνει την κοινωνική πραγματικότητα από τις ταξικές, έμφυλες, φυλετικές κτλ σχέσεις. Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το ρόλο τώρα έρχεται να τον διαδραματίσει η έννοια της ανάπτυξης;
Η έννοια της ανάπτυξης είναι πολύ αμφιλεγόμενη, γιατί αφενός συνδέεται με τον εκσυγχρονισμό και αφετέρου συχνά τη χρησιμοποιεί η Αριστερά σαν πρόταση για έξοδο από την κρίση. Οπότε, κατά την άποψή μου, είναι μια έννοια που πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ από την Αριστερά. Θέλει τεράστια προσοχή, ακριβώς επειδή έχει συνδεθεί με τον εκσυγχρονισμό, που και αυτός από μόνος του είναι ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα, που απογυμνώνει τα πράγματα από κάθε κοινωνική και πολιτική διάσταση, από ταξικές διαιρέσεις, αγώνες και ανισότητες και από το τι σημαίνει τελικά εκσυγχρονισμός. Αν σημαίνει, δηλαδή, νεοφιλελευθεροποίηση, η Αριστερά δεν έχει καμία σχέση με αυτό και δεν θα έπρεπε. Και η έννοια της ανάπτυξης συνδέεται με τον εκσυγχρονισμό και τη νεοφιλελευθεροποίηση.
Η σάτιρα αντίσταση στην προπαγάνδα
Πώς μπορούμε να αντισταθούμε στην προπαγάνδα, χωρίς να ασκήσουμε, όμως, λογοκρισία; Η αλλαγή καθεστώτος στη λειτουργία των τηλεοπτικών καναλιών, μπορεί να συμβάλλει σε αυτό;
Όσον αφορά τα κανάλια, το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών καλώς έχει τεθεί. Πρέπει να σταματήσει η ασυδοσία, να τηρηθεί το Σύνταγμα και να μπει ένας θεσμικός περιορισμός. Δεν μπορείς φυσικά να επιβάλεις θεσμικά τι θα λέγεται και τι όχι. Οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ είναι πολύ συζητήσιμες, πού θα πρέπει δηλαδή να επεμβαίνει και πού όχι. Δεν έχω έτοιμη συνταγή για κάτι τέτοιο. Από εκεί και έπειτα, καλό είναι να υπάρχει πολυφωνία και στα κανάλια, που είναι πολύ δύσκολο γιατί δεν μπορείς να επιβάλεις κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσε σε ένα βαθμό να προβλέπεται θεσμικά, αλλά και στα μέσα της Αριστεράς. Αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να καταπολεμηθεί η προπαγάνδα. Ένας λόγος που αφιέρωσα το βιβλίο στη μνήμη του Γιώργου Ανανδρανιστάκη είναι γιατί η πολιτική σάτιρα, που έκανε πολύ καλά, να εξευτελίζεις δηλαδή τον προπαγανδιστικό λόγο, είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να αντιστέκεσαι στην προπαγάνδα. Ένας άλλος τρόπος είναι να την εκθέτεις, να εξηγείς γιατί είναι προπαγάνδα.
Η ελπίδα πρέπει να καλλιεργηθεί στο παράλληλο πρόγραμμα
Γράφετε πως δεν αναλύετε κατά το διάστημα 2012-2015 το λόγο της Αριστεράς αν έχει προπαγανδιστικά στοιχεία, γιατί αυτός δεν είναι κυρίαρχος. Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην κυβέρνηση δεν κάνει την Αριστερά κυρίαρχη, αλλά βλέπετε να επηρεάζεται ο λόγος του μετά την επαφή με την εξουσία;
Όντως επειδή η Αριστερά είναι στην κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι είναι ταξικά ή κοινωνικά κυρίαρχη. Από εκεί και πέρα, κάτι που δεν πρόλαβα να αναφέρω στο βιβλίο μου, αν και δεν είμαι της άποψης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή έγινε κυβέρνηση έγινε και καθεστωτικός, τείνω να διακρίνω στοιχεία πολιτικού λόγου στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και ιδίως στη δεύτερη φάση διακυβέρνησης, που δεν είναι ταύτιση με τον καθεστωτικό λόγο, αλλά αρκετά συχνά είναι σαν να προσπαθεί να πείσει ότι το τρίτο μνημόνιο μπορεί να μας βγάλει από την κρίση. Αυτό είναι λάθος, γιατί πρώτον, δεν το πιστεύει ο κόσμος και δεύτερον, είναι πολύ αμφίβολο. Ο κόσμος θέλει ελπίδα, αλλά αυτή πρέπει να δοθεί μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι πιστευτή. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στο παράλληλο πρόγραμμα και σε τομείς που δεν ελέγχονται άμεσα από το μνημόνιο. Εκεί πρέπει να καλλιεργηθεί η ελπίδα.

Όσοι λένε τη Μακεδονία Σκόπια πρέπει να ζητούν συγγνώμη
Άλλο παράδειγμα προπαγανδιστικού λόγου που δίνετε, σχετίζεται με την ονομασία της ΠΓΔΜ, που αυτές τις μέρες έτυχε να είναι επίκαιρο. Πώς πέτυχε να έχει τόσο μεγάλη αποδοχή μέχρι σήμερα, φθάνοντας να προκαλείται σάλος επειδή ο υπουργός, Γ. Μουζάλας, την αποκάλεσε Μακεδονία;
Έχει να κάνει με μια εποχή, κατά την οποία υπήρχε μια ιδιότυπη ιδεολογική ηγεμονία. Οι φορείς που ασκούσαν ηγεμονία τότε ήταν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα οποία βρήκαν την ευκαιρία με το λεγόμενο «ζήτημα των Σκοπίων» να μπορέσουν να εγκαθιδρύσουν την ιδεολογία τους, δημιουργώντας μια εθνικιστική ιδεολογική συναίνεση. Τότε, όντως, υπήρχε ηγεμονία, σε αυτό το θέμα τουλάχιστον, το εθνικιστικό, και από την πλευρά ενός μέρους του πολιτικού συστήματος. Αυτή στηριζόταν σε ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα που αφορούσε το ζήτημα της ονομασίας. Ο Σαμαράς, οι πολιτικοί που ήταν αυτής της άποψης και τα ιδιωτικά κανάλια, κατάφεραν με εξαιρετικά επιτυχημένο τρόπο να βαφτίσουν τη γειτονική χώρα με το ζόρι και να πείσουν τον κόσμο ότι λέγεται Σκόπια. Αυτή η χώρα δεν λεγόταν ποτέ Σκόπια. Είναι όνομα πόλης, όχι χώρας. Είναι μια τερατώδης διαστρέβλωση της πραγματικότητας, είναι ένα πασιφανές παράδειγμα προπαγάνδας. Είναι σαν να βάφτιζαν Αθήνα την Ελλάδα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά ο περισσότερος κόσμος δεν το ξέρει και νομίζει ότι αυτό είναι το αληθινό όνομα της χώρας και λόγω αυτού πείστηκε ότι κακώς και για ύπουλους λόγους θέλει να λέγεται Μακεδονία, ότι το κάνει με υστεροβουλία, επιθετική και επεκτατική διάθεση εναντίον της Ελλάδας. Όντως, λειτούργησε εξαιρετικά επιτυχημένα αυτό το προπαγανδιστικό τέχνασμα προκειμένου να στηρίξει την εθνικιστική ιδεολογία, που μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε και επιθετική εναντίον της γειτονικής χώρας, δεδομένου ότι ουσιαστικά στόχευε να της απαγορεύσει με το ζόρι να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία. Για την περίπτωση του Μουζάλα, η γνώμη μου είναι ότι κανονικά, αντί για εκείνον, πρέπει να ζητάνε συγγνώμη συνέχεια όσοι τη λένε Σκόπια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: