Ο βασιλιάς της Νορβηγίας
Άμος ΟζΆμος Οζ
Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός*ΠΗΓΗ: http://chronos.fairead.net
Στο κιμπούτς μας, που λέγεται «Κιμπούτς Γεκχάτ», ζούσε ένας εργένης
ονόματι Ζβι Προβιζόρ, ένας μικρόσωμος σαρανταπεντάρης που είχε την τάση
να βλεφαρίζει νευρικά. Του άρεσε όσο τίποτα να αναγγέλλει κακές
ειδήσεις: σεισμούς, αεροπορικές τραγωδίες, καταρρεύσεις κτιρίων που
καταπλάκωσαν τους ενοίκους τους, πυρκαγιές και πλημμύρες. Διάβαζε τις
εφημερίδες και άκουγε απ’ το ξημέρωμα όλα τα δελτία ώστε να μπορεί, όταν
μπαίναμε στην τραπεζαρία για πρωινό, να μας αποσβολώνει με την είδηση
ότι στην Κίνα διακόσιοι πενήντα ανθρακωρύχοι εγκλωβίστηκαν δίχως ελπίδα
διαφυγής ή ότι στην Καραϊβική εξακόσιοι επιβάτες πνίγηκαν όταν
αναποδογύρισε το πλοίο τους εν μέσω θύελλας. Επίσης, αποστήθιζε
νεκρολογίες. Όταν κάποιος διάσημος πέθαινε, το μάθαινε πρώτος και
ενημέρωνε όλο το κιμπούτς. Ένα πρωί με σταμάτησε καθώς πήγαινα στο
ιατρείο:
«Έχεις ακουστά έναν συγγραφέα που λέγεται Βισλάφσκι;»
«Ναι. Γιατί;»
«Πέθανε».
«Κρίμα».
«Πεθαίνουν και οι συγγραφείς, ξέρεις».
Μια άλλη φορά με πλησίασε, ενώ έκανα βάρδια στην τραπεζαρία.
«Διάβασα στις νεκρολογίες ότι πέθανε ο παππούς σου».
«Ναι».
«Και πριν από τρία χρόνια πέθανε ο άλλος σου παππούς».
«Ναι».
«Δηλαδή από παππούδες, τέλος».
Ο Ζβι Προβιζόρ ήταν ο κηπουρός του κιμπούτς. Κάθε πρωί έβγαινε στις πέντε για να αλλάξει τις θέσεις των ψεκαστήρων, να σκαλίσει τα παρτέρια, να φυτέψει, να κλαδέψει και να ποτίσει, να κόψει το γρασίδι με τη θορυβώδη μηχανή του, να ψεκάσει τη μελίγκρα και να ρίξει φυσικό και τεχνητό λίπασμα. Είχε πάντοτε κουμπωμένο στη ζώνη του ένα τρανζιστοράκι που τον εφοδίαζε με μια αδιάκοπη ροή θλιβερών ειδήσεων.
«Τα ’μαθες; Έγινε μακελειό στην Ανγκόλα».
Ή: «Πέθανε ο υπουργός Θρησκευμάτων. Πριν από δέκα λεπτά ανακοινώθηκε».
Τα υπόλοιπα μέλη του κιμπούτς τον απέφευγαν. Σπάνια καθόταν κάποιος πλάι του την ώρα του φαγητού. Τα καλοκαιρινά βράδια, καθισμένος στο πράσινο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, χάζευε μόνος τα παιδιά που έπαιζαν στη χλόη. Το αεράκι ρυτίδωνε το πουκάμισό του ξεραίνοντας τον ιδρώτα του. To θερινό φεγγάρι έλαμπε καυτό και πορφυρό πάνω από τις κορφές των κυπαρισσιών. Ένα βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ καλησπέρισε μια γυναίκα ονόματι Λούνα Μπλανκ που καθόταν στο διπλανό παγκάκι, λέγοντάς της με θλιμμένο ύφος: «Τα ’μαθες; Στην Ισπανία κάηκε ένα ορφανοτροφείο και ογδόντα ορφανά πέθαναν από ασφυξία».
Η Λούνα, μια σαρανταπεντάρα χήρα, δασκάλα στο επάγγελμα, σκούπισε μ’ ένα μαντίλι το μέτωπό της και είπε: «Φρικτό…».
«Σώθηκαν μόνο τρία παιδιά, κι αυτά νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση», είπε ο Ζβι.
Όλοι σεβόμασταν την αφοσίωση που έδειχνε στη δουλειά του: στα είκοσι δύο χρόνια που έμενε στο κιμπούτς δεν είχε απουσιάσει ούτε μία μέρα επικαλούμενος ασθένεια. Χάρη σ’ αυτόν το κιμπούτς άνθιζε. Κάθε αχρησιμοποίητη σπιθαμή γης ήταν κατάφυτη με εποχιακά λουλούδια. Εδώ κι εκεί είχε διαμορφώσει βραχόκηπους με κάθε λογής κάκτους. Είχε στήσει ξύλινες πέργκολες για τα κλήματα. Έξω από την τραπεζαρία είχε φτιάξει ένα σιντριβάνι που ανάβλυζε, και το είχε γεμίσει με χρυσόψαρα και υδρόβια φυτά. Διέθετε λεπτό γούστο, κάτι που το εκτιμούσαν όλοι.
Όμως πίσω από την πλάτη του τον αποκαλούσαμε «Άγγελο του θανάτου» και τον κουτσομπολεύαμε λέγοντας ότι δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, ούτε τότε ούτε και ποτέ. Ένας νεαρός, ο Ρόνι Σίντλιν, έκανε θαυμάσιες μιμήσεις του Ζβι κι εμείς λυνόμασταν στα γέλια. Τα απογεύματα, την ώρα που τα μέλη του κιμπούτς χαλάρωναν στις βεράντες πίνοντας καφέ ή χαζεύοντας τα παιδιά τους να παίζουν στις μικρές πελούζες στις αυλές τους, ο Ζβι την έβγαζε στο εντευκτήριο παρέα με άλλους πέντ’ έξι μοναχικούς σαν κι αυτόν – όλοι τους μανιώδεις αναγνώστες που πετούσαν τη σκούφια τους για κουβέντα, όλοι γεροντοπαλίκαρα, χήροι ή χωρισμένοι.
Από την καρέκλα του στη γωνία, ο Ρεουβκέχ Ροθ, ένας μικρόσωμος φαλακρός με μεγάλα μυτερά αυτιά σαν της νυχτερίδας, μουρμούριζε ότι οι επιθέσεις που εξαπολύονταν ως αντίποινα πετύχαιναν μόνο να αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο της βίας, διότι η εκδίκηση γεννά αντεκδίκηση και τα αντίποινα νέα αντίποινα.
Οι υπόλοιποι του ρίχνονταν αμέσως: «Τι λόγια είν’ αυτά; Δηλαδή να τους αφήσουμε ατιμώρητους;». Και: «Η μετριοπάθεια και η διαλλακτικότητα έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα: αποθρασύνουν τους Άραβες».
Τότε ο Ζβι Προβιζόρ πετάριζε τα βλέφαρα λέγοντας: «Στο τέλος θα ξεσπάσει πόλεμος. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο, μόνο ένας τρομερός πόλεμος».
Και ο Εμανουέλ Γκλοζμάν, ο τραυλός, συμπλήρωνε ενθουσιασμένος: «Π-π-πόλεμος. Π-π-πολύ καλά. Θα τ-τ-τον κερδίσουμε και θα καταλάβουμε τ-τ-τα εδάφη τους, θα φτάσουμε ως τ-τ-την Ιορδανία».
Ύστερα ο Ρεουβκέχ Ροθ έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του: «Ο Μπεν Γκουριόν ξέρει από τακτική, είναι μέγας σκακιστής. Βλέπει πάντα πέντε κινήσεις μπροστά. Το πρόβλημα είναι ότι για να κουνηθεί έστω και λίγο, πρέπει να εξαναγκαστεί από τις συνθήκες».
Επ’ αυτού ο Ζβι Προβιζόρ ανακοίνωνε τη δυσοίωνη προφητεία του: «Αν χάσουμε, θα έρθουν οι Άραβες και θα μας ισοπεδώσουν. Αν νικήσουμε, θα έρθουν οι Ρώσοι και θα μας κάνουν σκόνη».
Τότε ο Εμανουέλ Γκλοζμάν έμπαινε στη μέση παρακαλώντας: «Αρκετ-τ-τά, φίλοι μου, ηρεμ-μ-μήστε. Αφήστε με να διαβάσω τ-τ-την εφημερίδα με τ-τ-την ησυχία μου».
Κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ο Ζβι έλεγε: «Τα μάθατε; Εδώ γράφει ότι ο βασιλιάς της Νορβηγίας πάσχει από καρκίνο του ήπατος. Κι ο επικεφαλής του περιφερειακού συμβουλίου μας έχει κι αυτός καρκίνο».
Όποτε ο Ρόνι Σίντλιν, ο πλακατζής, συναντούσε τον Ζβι στο τσαγκάρικο ή έξω από την αποθήκη ρουχισμού, τον ρωτούσε κοροϊδευτικά: «Λέγε, ρε Άγγελε του θανάτου, έπεσε κάνα αεροπλάνο σήμερα;».
Ο Ζβι Προβιζόρ και η Λούνα Μπλανκ απέκτησαν μια τακτική συνήθεια: συζητούσαν κάθε απόγευμα. Ο Ζβι καθόταν στο δεξί παγκάκι μπρος στην πελούζα κι έπιανε την αριστερή άκρη, ενώ η Λούνα καθόταν στο αριστερό, στη δεξιά άκρη. Ο Ζβι βλεφάριζε καθώς της μιλούσε, ενόσω η Λούνα, ντυμένη μ’ ένα χαριτωμένο αμάνικο φουστανάκι, τσαλάκωνε το μαντίλι της με τα ακροδάχτυλα. Παίνευε τους κήπους του κιμπούτς, το αποτέλεσμα των κόπων του, λέγοντας ότι χάρη σ’ αυτόν ζούσαν εν τόπω χλοερώ, υπό τον ίσκιο λουλουδιασμένων οπωρώνων, ανάμεσα σε ολάνθιστα παρτέρια. Είχε την τάση να χρησιμοποιεί ελαφρώς πομπώδεις λέξεις. Ήταν δασκάλα της τρίτης δημοτικού κι έκανε εξαίσια, φίνα σχέδια με μολύβι, που κοσμούσαν πολλά από τα μικρά μας διαμερίσματα. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό και πρόσχαρο και τα μάτια της είχαν μακριές βλεφαρίδες, παρότι ο λαιμός της ήταν κάπως ζαρωμένος κι είχε πολύ λιγνά πόδια και σχεδόν καθόλου στήθος. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί πριν από αρκετά χρόνια ενώ υπηρετούσε ως επίστρατος στη μεθόριο της Γάζας. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Τα μέλη του κιμπούτς την περιέβαλλαν με θαυμασμό, αντιμετωπίζοντάς τη ως μια γυναίκα που είχε κατορθώσει να ξεπεράσει την τραγική της μοίρα κι είχε δοθεί ολόψυχα στη διδασκαλία. Ο Ζβι τής μιλούσε για τα τριαντάφυλλα και τις διάφορες ποικιλίες τους και η Λούνα συγκατένευε με ενθουσιασμό, σαν να συμφωνούσε με κάθε του λέξη. Έπειτα της περιέγραψε αναλυτικά τις φρικιαστικές επιπτώσεις της επιδρομής ακρίδων που ρήμαζε το Σουδάν.
«Έχεις πολύ ευαίσθητη ψυχή», είπε η Λούνα.
Ο Ζβι βλεφάρισε: «Και χωρίς τις ακρίδες, το Σουδάν δεν έχει πολύ πράσινο».
Η Λούνα είπε: «Γιατί σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου;».
Και ο Ζβι απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου, το να εθελοτυφλούμε απέναντι στη σκληρότητα της ζωής είναι ανοησία και αμαρτία. Δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να την αλλάξουμε. Συνεπώς πρέπει τουλάχιστον να την αναγνωρίζουμε».
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα η Λούνα Μπλανκ κάλεσε τον Ζβι στο σπίτι της για καφέ. Ο Ζβι εμφανίστηκε έχοντας προηγουμένως αλλάξει τα ρούχα της δουλειάς. Φορούσε χακί παντελόνι και γαλάζιο κοντομάνικο πουκάμισο. Στη ζώνη του είχε κουμπωμένο το τρανζίστορ, οπότε στις οκτώ ζήτησε συγγνώμη και κάθισε παράμερα να ακούσει τις ειδήσεις. Στους τοίχους του δωματίου της Λούνα, μέσα σε λιτές κορνίζες, κρέμονταν σχέδια που απεικόνιζαν ρεμβώδη κορίτσια και ονειρικά τοπία, βραχώδεις λόφους και ελαιώνες. Κάτω από το παράθυρο ήταν ένα διπλό κρεβάτι με κεντητά ανατολίτικα μαξιλάρια. Στο κομοδίνο υψωνόταν μια στοίβα βιβλία τακτοποιημένα κατά μέγεθος – από μεγάλα λευκώματα με πίνακες του Βαν Γκογκ, του Σεζάν και του Γκογκέν, μέχρι μικρότερους τόμους όπως η Βίβλος του Κασούτο και, στην κορυφή, μια σειρά μυθιστορήματα των εκδόσεων Χασίφρια Λεάμ. Στο μέσον του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό τραπεζάκι και πλάι του δυο μονόχρωμες πολυθρόνες. Το τραπεζάκι ήταν στρωμένο μ’ ένα κεντητό τραπεζομάντηλο. Πάνω του περίμεναν κούπες για καφέ και πιατάκια με βουτήματα.
«Πολύ ωραίο το δωμάτιό σου», είπε ο Ζβι Προβιζόρ και πρόσθεσε: «Καθαρό. Νοικοκυρεμένο».
Η Λούνα είπε ντροπαλά: «Σ’ ευχαριστώ. Χαίρομαι…».
Όμως η φωνή της δεν φανέρωνε χαρά, μόνο ένταση και αμηχανία.
Έπειτα ήπιαν καφέ, έφαγαν κουλουράκια και κουβέντιασαν για καλλωπιστικά και οπωροφόρα δέντρα, για το έλλειμμα πειθαρχίας των μαθητών στην εποχή μας όπου όλα επιτρέπονται, και για αποδημητικά πουλιά.
Ο Ζβι βλεφάρισε και είπε: «Διάβασα στην εφημερίδα ότι στη Χιροσίμα, δέκα χρόνια μετά την ατομική βόμβα, ακόμα δεν πετούν πουλιά».
Η Λούνα τού είπε για δεύτερη φορά: «Σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου».
Είπε ακόμη: «Προχθές είδα έναν τσαλαπετεινό σ’ ένα χαμηλό κλαδί έξω απ’ το παράθυρο».
Κι έτσι άρχισαν να συναντιούνται ανελλιπώς νωρίς το απόγευμα, άλλοτε σ’ ένα παγκάκι του κήπου κάτω από τον ίσκιο μιας πυκνόφυλλης βουκαμβίλιας κι άλλοτε πίνοντας καφέ στο δωμάτιο της Λούνα. Ο Ζβι σχολούσε από τη δουλειά στις τέσσερις κι επέστρεφε στο σπίτι του, έκανε ντους, χτενιζόταν μπρος στον καθρέφτη, φορούσε το σιδερωμένο χακί του παντελόνι και το γαλάζιο πουκάμισο και πήγαινε να τη συναντήσει. Μερικές φορές τής έφερνε βλαστούς από μονοετή φυτά για να τους φυτέψει στην αλτάνα της. Ένα απόγευμα της έδωσε μια ποιητική συλλογή του Γιακόμπο Φίχμαν. Η Λούνα τού χάρισε ένα σακουλάκι μπισκότα με παπαρουνόσπορο κι ένα σχέδιο καμωμένο με μολύβι, που απεικόνιζε δυο κυπαρίσσια κι ένα παγκάκι. Αλλά στις οκτώ ή στις οκτώμισι καληνύχτιζαν ο ένας τον άλλο και ο Ζβι επέστρεφε στο ερημητήριό του, που ανέδιδε τη βαριά οσμή της εργένικης ζωής του.
Στην τραπεζαρία, ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε απλώσει τα φτερά του πάνω από τη Μαύρη χήρα. Το απόγευμα, στο εντευκτήριο, ο Ρεουβκέχ Ροθ πείραξε καλοπροαίρετα τον Ζβι: «Δηλαδή κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, ε;». Αλλά ο Ζβι και η Λούνα αδιαφορούσαν για τα κουτσομπολιά και τα ειρωνικά σχόλια. Μέρα με τη μέρα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Ο Ζβι τής είπε ότι στον ελεύθερο χρόνο του μετέφραζε ένα μυθιστόρημα του Ιβασκιέβιτς, ενός Πολωνού συγγραφέα. Το βιβλίο έσφυζε από ευγένεια και πόνο. Ο Ιβασκιέβιτς θεωρούσε ότι η ανθρώπινη συνθήκη χαρακτηρίζεται από παραδοξότητα μα και τρυφερότητα. Η Λούνα, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο και τα χείλη μισάνοιχτα, τον άκουγε ενώ γέμιζε την κούπα του με καφέ, κι ένιωθε σαν ο καφές να αντιστάθμιζε κάπως τη θλίψη του Ιβασκιέβιτς και τη δική του. Αισθανόταν ότι η σχέση τους ήταν πολύτιμη κι εκτιμούσε το πώς ο Ζβι ζωντάνευε τις μέρες της, οι οποίες ως τότε κυλούσαν πληκτικά και μονότονα. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι κάλπαζαν οι δυο τους καβάλα σ’ ένα άλογο∙ τα στήθη της ήταν κολλημένα στην πλάτη του και τα χέρια της είχαν τυλιχτεί στη μέση του, καθώς διάβαιναν έφιπποι μια κοιλάδα που την έζωναν ψηλοί λόφοι και τη διέσχιζαν οι μαίανδροι ενός αφρισμένου ποταμού. Αποφάσισε να μην του αναφέρει τίποτα γι’ αυτό, παρόλο που άλλοτε του είχε περιγράψει λεπτομερώς άλλα της όνειρα. Από μεριάς του, ο Ζβι τής εκμυστηρεύτηκε ότι όταν μεγάλωνε στο Γιανόβ της Πολωνίας ονειρευόταν να σπουδάσει. Αντ’ αυτού εντάχθηκε στο νεοσύστατο τότε εβραϊκό κίνημα νεολαίας εγκαταλείποντας τα σχέδιά του για σπουδές. Έστω κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να μελετά. Η Λούνα, μαζεύοντας προσεκτικά τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο, είπε: «Ήσουν ντροπαλός νέος. Και τώρα είσαι λιγάκι ντροπαλός επίσης».
«Δεν με ξέρεις πραγματικά», είπε ο Ζβι.
«Μίλησέ μου», είπε η Λούνα. «Σ’ ακούω».
Και ο Ζβι είπε: «Άκουσα απόψε στο ραδιόφωνο ότι εξερράγη ένα ηφαίστειο στη Χιλή. Η λάβα έπνιξε τέσσερα χωριά. Οι περισσότεροι χωρικοί πέθαναν ακαριαία».
Ένα απόγευμα, ενώ την ψυχαγωγούσε με μια γλαφυρή περιγραφή του λιμού στη Σομαλία, η Λούνα κυριεύθηκε από ένα τόσο έντονο αίσθημα συμπάθειας, που αίφνης έπιασε το χέρι του και το έσφιξε στον κόρφο της. Ο Ζβι, τρέμοντας, το αποτράβηξε με μια σχεδόν βίαιη κίνηση. Τα βλέφαρά του πετάριζαν σαν τρελά. Σ’ όλη του τη ζωή δεν είχε αγγίξει άνθρωπο∙ κάθε φορά που κάποιος τον ακουμπούσε, ένιωθε το σώμα του να αντιδρά. Αγαπούσε τη στιλπνότητα των νεαρών βλαστών και την αίσθηση που άφηνε το χώμα στα δάχτυλά του, αλλά η επαφή με άλλους –είτε άντρες είτε γυναίκες– του προκαλούσε σπασμούς λες κι είχε συγκαεί. Προσπαθούσε μονίμως να αποφεύγει τις χειραψίες, τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και τα τυχαία αγγίγματα των μπράτσων στο τραπέζι. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε κι έφυγε.
Την επομένη δεν πήγε να συναντήσει τη Λούνα. Είχε αρχίσει να νιώθει ότι η σχέση τους οδηγούνταν σε μια απαίσια κατάληξη, μια κατάληξη που τον αηδίαζε. Η Λούνα, με το συνηθισμένο τακτ της, θεώρησε πως μάλλον τον είχε προσβάλει άθελά της. Αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη, παρόλο που δεν ήξερε για ποιο πράγμα. Μήπως είχε ρωτήσει κάτι ανάρμοστο; Ή μήπως δεν είχε πιάσει κάποιο σημαντικό υπονοούμενο στα λόγια του;
Ύστερα από δυο μέρες, όταν δεν τον βρήκε στο δωμάτιό του, έριξε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του: «Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα. Μπορούμε να μιλήσουμε;».
Ο Ζβι απάντησε κι αυτός με σημείωμα: «Καλύτερα όχι. Αυτή η ιστορία δεν μπορεί παρά να έχει άσχημο τέλος».
Ωστόσο, μετά από το δείπνο, η Λούνα τον περίμενε κάτω από τα κλαδιά της αζαντίραχτας, κοντά στην τραπεζαρία. Του είπε δειλά: «Πες μου τι λάθος έκανα».
«Τίποτα».
«Τότε γιατί με αποφεύγεις;»
«Προσπάθησε να καταλάβεις… Είναι… Δεν έχει νόημα».
Από τότε δεν όρισαν άλλη συνάντηση, κι αν τύχαινε να προσπεράσει τυχαία ο ένας τον άλλο στον δρόμο ή στο μικρό παντοπωλείο, απλώς αντάλλασσαν ένα νεύμα και ύστερα από έναν ανεπαίσθητο δισταγμό συνέχιζε ο καθένας την πορεία του.
Την ώρα του μεσημεριανού, ο Ρόνι Σίντλιν ενημέρωσε τους ομοτράπεζούς του ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε διακόψει τον μήνα του μέλιτος και άρα από δω και στο εξής όλοι απειλούνταν. Και πράγματι, το ίδιο απόγευμα ο Ζβι ανήγγειλε στους εργένηδες στο εντευκτήριο ότι μια μεγάλη γέφυρα στην Τουρκία είχε καταρρεύσει, και μάλιστα σε ώρα αιχμής.
Ύστερα από δυο τρεις μήνες προσέξαμε ότι η Λούνα Μπλανκ είχε πάψει να συμμετέχει στις συναντήσεις της Λέσχης Φίλων Κλασικής Μουσικής κι επιπλέον έλειψε κι από αρκετές συνελεύσεις των δασκάλων. Έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα στο χρώμα του χαλκού κι άρχισε να φοράει έντονο κραγιόν. Ορισμένες φορές απουσίαζε κι από το δείπνο. Στη γιορτή της Σκηνοπηγίας έμεινε για λίγες μέρες στην πόλη κι επέστρεψε μ’ ένα φόρεμα με μακρύ σκίσιμο στο πλάι, κάτι που μας φάνηκε κομματάκι τολμηρό. Στις αρχές του φθινοπώρου την είδαμε κάποιες φορές στο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, καθισμένη δίπλα στον προπονητή της ομάδας μπάσκετ, έναν τύπο δέκα χρόνια νεότερό της που ερχόταν στο κιμπούτς δυο μέρες τη βδομάδα. Ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι η Λούνα τα βράδια μάλλον μάθαινε ντρίπλες. Μετά από δυο τρεις βδομάδες παράτησε τον προπονητή κι άρχισε να κυκλοφορεί με τον διοικητή της μονάδας της Μαχόμενης Πρωτοπόρου Νεολαίας του κιμπούτς, έναν νεαρό είκοσι δύο χρονών. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο κι έτσι η Εκπαιδευτική Επιτροπή συνήλθε διακριτικά για να συζητήσει τις επαγγελματικές κυρώσεις.
Τα απογεύματα ο Ζβι καθόταν μόνος στο παγκάκι πλάι στο διακοσμητικό σιντριβάνι που είχε φτιάξει με τα χέρια του και παρακολουθούσε τελείως ακίνητος τα παιδιά που έπαιζαν στο γρασίδι. Αν τον καλησπέριζες περνώντας, σου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό και σε ενημέρωνε θλιμμένα για τις καταστροφικές πλημμύρες στη νοτιοανατολική Κίνα.
Στο τέλος του φθινοπώρου, δίχως προειδοποίηση και δίχως την άδεια της Γραμματείας του κιμπούτς, η Λούνα Μπλανκ έφυγε στην Αμερική για να επισκεφτεί την αδερφή της, που της είχε καλύψει τα ναύλα για το αεροπλάνο. Το ίδιο πρωί την είδαν στη στάση του λεωφορείου∙ φορούσε το προκλητικό φουστάνι κι ένα ζωηρόχρωμο φουλάρι και τρέκλιζε στις γόβες της σέρνοντας μια ογκώδη βαλίτσα. «Να την κιόλας με συνολάκι-κουτί για το Χόλιγουντ», σχολίασε ο Ρόνι Σίντλιν. «Η Μαύρη χήρα τρέχει να γλιτώσει από τον Άγγελο του θανάτου». Η Γραμματεία αποφάσισε να την αποβάλει από το κιμπούτς ώσπου να εξακριβωθούν οι συνθήκες της εξαφάνισής της.
Στο μεταξύ το δωμάτιο της Λούνα παρέμενε κλειστό και σκοτεινό παρότι υπήρχε πρόβλημα στέγασης και ορισμένα μέλη της Στεγαστικής Επιτροπής το είχαν βάλει στο μάτι. Στη μικρή βεράντα της είχαν απομείνει πέντ’ έξι κοινά φυτά εσωτερικού χώρου –φιλόδεντρα, γεράνια και κάκτοι– και ο Ζβι Προβιζόρ πήγαινε μια στις τόσες να τα ποτίσει και να τα φροντίσει.
Έπειτα ήρθε ο χειμώνας. Βαριά σύννεφα μετεωρίζονταν πάνω από τις κορφές των καλλωπιστικών δέντρων. Πηχτή λάσπη χαράκωνε τα χωράφια και τα περιβόλια και οι εργάτες που δούλευαν στους οπωρώνες έπιασαν δουλειά στο εργοστάσιο. Μια γκρίζα βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Τη νύχτα τα λούκια τριζοκοπούσαν και το αγιάζι τρύπωνε από τις γρίλιες. Κάθε βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ ξαγρυπνούσε ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων και στα διαλείμματα έσκυβε στο λαμπατέρ του για να μεταφράσει λίγες αράδες του λυπητερού βιβλίου του Ιβασκιέβιτς. Το καμωμένο με μολύβι σχέδιο που του είχε χαρίσει η Λούνα –αυτό με τα δυο κυπαρίσσια και το παγκάκι– κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι του. Τα δέντρα φαίνονταν μελαγχολικά και το παγκάκι ήταν αδειανό. Στις δέκα και μισή έριχνε κάτι πάνω του κι έβγαινε στη βεράντα για να παρατηρήσει τα σύννεφα και τα έρημα τσιμεντοστρωμένα δρομάκια που, νοτισμένα όπως ήταν, γυάλιζαν στο κιτρινωπό φέγγος του φανοστάτη. Αν η βροχή έκοβε λιγάκι, έκανε μια σύντομη νυχτερινή βόλτα μέχρι τη βεράντα της Λούνα για να δει πώς τα πήγαιναν τα φυτά της. Τα σκαλοπάτια είχαν καλυφθεί κιόλας από ξερόφυλλα. Ο Ζβι νόμιζε ότι μύριζε την ελαφριά μυρωδιά από σαπούνι ή σαμπουάν που ερχόταν από το κλειστό δωμάτιο. Περιπλανιόταν για λίγο στα άδεια στενά, ενώ η βροχή έσταζε από τα κλαδιά των δέντρων στο κεφάλι του, κι ύστερα επέστρεφε στο δωμάτιό του και άκουγε μες στο σκοτάδι, με τα μάτια ανοιχτά, το τελευταίο δελτίο ειδήσεων της ημέρας. Νωρίς ένα πρωί, ενώ όλα γύρω ήταν ακόμα τυλιγμένα σ’ ένα υγρό και παγερό σκοτάδι, σταμάτησε στον δρόμο έναν εργάτη που πήγαινε να αρμέξει τις αγελάδες και του ανακοίνωσε θλιμμένα: «Τα ’μαθες; Χθες βράδυ πέθανε ο βασιλιάς της Νορβηγίας. Είχε καρκίνο. Στο συκώτι».
Ο Γιάννης Παλαβός
γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1980. Σπούδασε Δημοσιογραφία στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πολιτιστική Διαχείριση στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έγραψε τις συλλογές διηγημάτων Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες
«Έχεις ακουστά έναν συγγραφέα που λέγεται Βισλάφσκι;»
«Ναι. Γιατί;»
«Πέθανε».
«Κρίμα».
«Πεθαίνουν και οι συγγραφείς, ξέρεις».
Μια άλλη φορά με πλησίασε, ενώ έκανα βάρδια στην τραπεζαρία.
«Διάβασα στις νεκρολογίες ότι πέθανε ο παππούς σου».
«Ναι».
«Και πριν από τρία χρόνια πέθανε ο άλλος σου παππούς».
«Ναι».
«Δηλαδή από παππούδες, τέλος».
Ο Ζβι Προβιζόρ ήταν ο κηπουρός του κιμπούτς. Κάθε πρωί έβγαινε στις πέντε για να αλλάξει τις θέσεις των ψεκαστήρων, να σκαλίσει τα παρτέρια, να φυτέψει, να κλαδέψει και να ποτίσει, να κόψει το γρασίδι με τη θορυβώδη μηχανή του, να ψεκάσει τη μελίγκρα και να ρίξει φυσικό και τεχνητό λίπασμα. Είχε πάντοτε κουμπωμένο στη ζώνη του ένα τρανζιστοράκι που τον εφοδίαζε με μια αδιάκοπη ροή θλιβερών ειδήσεων.
«Τα ’μαθες; Έγινε μακελειό στην Ανγκόλα».
Ή: «Πέθανε ο υπουργός Θρησκευμάτων. Πριν από δέκα λεπτά ανακοινώθηκε».
Τα υπόλοιπα μέλη του κιμπούτς τον απέφευγαν. Σπάνια καθόταν κάποιος πλάι του την ώρα του φαγητού. Τα καλοκαιρινά βράδια, καθισμένος στο πράσινο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, χάζευε μόνος τα παιδιά που έπαιζαν στη χλόη. Το αεράκι ρυτίδωνε το πουκάμισό του ξεραίνοντας τον ιδρώτα του. To θερινό φεγγάρι έλαμπε καυτό και πορφυρό πάνω από τις κορφές των κυπαρισσιών. Ένα βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ καλησπέρισε μια γυναίκα ονόματι Λούνα Μπλανκ που καθόταν στο διπλανό παγκάκι, λέγοντάς της με θλιμμένο ύφος: «Τα ’μαθες; Στην Ισπανία κάηκε ένα ορφανοτροφείο και ογδόντα ορφανά πέθαναν από ασφυξία».
Η Λούνα, μια σαρανταπεντάρα χήρα, δασκάλα στο επάγγελμα, σκούπισε μ’ ένα μαντίλι το μέτωπό της και είπε: «Φρικτό…».
«Σώθηκαν μόνο τρία παιδιά, κι αυτά νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση», είπε ο Ζβι.
Όλοι σεβόμασταν την αφοσίωση που έδειχνε στη δουλειά του: στα είκοσι δύο χρόνια που έμενε στο κιμπούτς δεν είχε απουσιάσει ούτε μία μέρα επικαλούμενος ασθένεια. Χάρη σ’ αυτόν το κιμπούτς άνθιζε. Κάθε αχρησιμοποίητη σπιθαμή γης ήταν κατάφυτη με εποχιακά λουλούδια. Εδώ κι εκεί είχε διαμορφώσει βραχόκηπους με κάθε λογής κάκτους. Είχε στήσει ξύλινες πέργκολες για τα κλήματα. Έξω από την τραπεζαρία είχε φτιάξει ένα σιντριβάνι που ανάβλυζε, και το είχε γεμίσει με χρυσόψαρα και υδρόβια φυτά. Διέθετε λεπτό γούστο, κάτι που το εκτιμούσαν όλοι.
Όμως πίσω από την πλάτη του τον αποκαλούσαμε «Άγγελο του θανάτου» και τον κουτσομπολεύαμε λέγοντας ότι δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, ούτε τότε ούτε και ποτέ. Ένας νεαρός, ο Ρόνι Σίντλιν, έκανε θαυμάσιες μιμήσεις του Ζβι κι εμείς λυνόμασταν στα γέλια. Τα απογεύματα, την ώρα που τα μέλη του κιμπούτς χαλάρωναν στις βεράντες πίνοντας καφέ ή χαζεύοντας τα παιδιά τους να παίζουν στις μικρές πελούζες στις αυλές τους, ο Ζβι την έβγαζε στο εντευκτήριο παρέα με άλλους πέντ’ έξι μοναχικούς σαν κι αυτόν – όλοι τους μανιώδεις αναγνώστες που πετούσαν τη σκούφια τους για κουβέντα, όλοι γεροντοπαλίκαρα, χήροι ή χωρισμένοι.
Από την καρέκλα του στη γωνία, ο Ρεουβκέχ Ροθ, ένας μικρόσωμος φαλακρός με μεγάλα μυτερά αυτιά σαν της νυχτερίδας, μουρμούριζε ότι οι επιθέσεις που εξαπολύονταν ως αντίποινα πετύχαιναν μόνο να αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο της βίας, διότι η εκδίκηση γεννά αντεκδίκηση και τα αντίποινα νέα αντίποινα.
Οι υπόλοιποι του ρίχνονταν αμέσως: «Τι λόγια είν’ αυτά; Δηλαδή να τους αφήσουμε ατιμώρητους;». Και: «Η μετριοπάθεια και η διαλλακτικότητα έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα: αποθρασύνουν τους Άραβες».
Τότε ο Ζβι Προβιζόρ πετάριζε τα βλέφαρα λέγοντας: «Στο τέλος θα ξεσπάσει πόλεμος. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο, μόνο ένας τρομερός πόλεμος».
Και ο Εμανουέλ Γκλοζμάν, ο τραυλός, συμπλήρωνε ενθουσιασμένος: «Π-π-πόλεμος. Π-π-πολύ καλά. Θα τ-τ-τον κερδίσουμε και θα καταλάβουμε τ-τ-τα εδάφη τους, θα φτάσουμε ως τ-τ-την Ιορδανία».
Ύστερα ο Ρεουβκέχ Ροθ έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του: «Ο Μπεν Γκουριόν ξέρει από τακτική, είναι μέγας σκακιστής. Βλέπει πάντα πέντε κινήσεις μπροστά. Το πρόβλημα είναι ότι για να κουνηθεί έστω και λίγο, πρέπει να εξαναγκαστεί από τις συνθήκες».
Επ’ αυτού ο Ζβι Προβιζόρ ανακοίνωνε τη δυσοίωνη προφητεία του: «Αν χάσουμε, θα έρθουν οι Άραβες και θα μας ισοπεδώσουν. Αν νικήσουμε, θα έρθουν οι Ρώσοι και θα μας κάνουν σκόνη».
Τότε ο Εμανουέλ Γκλοζμάν έμπαινε στη μέση παρακαλώντας: «Αρκετ-τ-τά, φίλοι μου, ηρεμ-μ-μήστε. Αφήστε με να διαβάσω τ-τ-την εφημερίδα με τ-τ-την ησυχία μου».
Κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ο Ζβι έλεγε: «Τα μάθατε; Εδώ γράφει ότι ο βασιλιάς της Νορβηγίας πάσχει από καρκίνο του ήπατος. Κι ο επικεφαλής του περιφερειακού συμβουλίου μας έχει κι αυτός καρκίνο».
Όποτε ο Ρόνι Σίντλιν, ο πλακατζής, συναντούσε τον Ζβι στο τσαγκάρικο ή έξω από την αποθήκη ρουχισμού, τον ρωτούσε κοροϊδευτικά: «Λέγε, ρε Άγγελε του θανάτου, έπεσε κάνα αεροπλάνο σήμερα;».
Ο Ζβι Προβιζόρ και η Λούνα Μπλανκ απέκτησαν μια τακτική συνήθεια: συζητούσαν κάθε απόγευμα. Ο Ζβι καθόταν στο δεξί παγκάκι μπρος στην πελούζα κι έπιανε την αριστερή άκρη, ενώ η Λούνα καθόταν στο αριστερό, στη δεξιά άκρη. Ο Ζβι βλεφάριζε καθώς της μιλούσε, ενόσω η Λούνα, ντυμένη μ’ ένα χαριτωμένο αμάνικο φουστανάκι, τσαλάκωνε το μαντίλι της με τα ακροδάχτυλα. Παίνευε τους κήπους του κιμπούτς, το αποτέλεσμα των κόπων του, λέγοντας ότι χάρη σ’ αυτόν ζούσαν εν τόπω χλοερώ, υπό τον ίσκιο λουλουδιασμένων οπωρώνων, ανάμεσα σε ολάνθιστα παρτέρια. Είχε την τάση να χρησιμοποιεί ελαφρώς πομπώδεις λέξεις. Ήταν δασκάλα της τρίτης δημοτικού κι έκανε εξαίσια, φίνα σχέδια με μολύβι, που κοσμούσαν πολλά από τα μικρά μας διαμερίσματα. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό και πρόσχαρο και τα μάτια της είχαν μακριές βλεφαρίδες, παρότι ο λαιμός της ήταν κάπως ζαρωμένος κι είχε πολύ λιγνά πόδια και σχεδόν καθόλου στήθος. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί πριν από αρκετά χρόνια ενώ υπηρετούσε ως επίστρατος στη μεθόριο της Γάζας. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Τα μέλη του κιμπούτς την περιέβαλλαν με θαυμασμό, αντιμετωπίζοντάς τη ως μια γυναίκα που είχε κατορθώσει να ξεπεράσει την τραγική της μοίρα κι είχε δοθεί ολόψυχα στη διδασκαλία. Ο Ζβι τής μιλούσε για τα τριαντάφυλλα και τις διάφορες ποικιλίες τους και η Λούνα συγκατένευε με ενθουσιασμό, σαν να συμφωνούσε με κάθε του λέξη. Έπειτα της περιέγραψε αναλυτικά τις φρικιαστικές επιπτώσεις της επιδρομής ακρίδων που ρήμαζε το Σουδάν.
«Έχεις πολύ ευαίσθητη ψυχή», είπε η Λούνα.
Ο Ζβι βλεφάρισε: «Και χωρίς τις ακρίδες, το Σουδάν δεν έχει πολύ πράσινο».
Η Λούνα είπε: «Γιατί σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου;».
Και ο Ζβι απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου, το να εθελοτυφλούμε απέναντι στη σκληρότητα της ζωής είναι ανοησία και αμαρτία. Δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να την αλλάξουμε. Συνεπώς πρέπει τουλάχιστον να την αναγνωρίζουμε».
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα η Λούνα Μπλανκ κάλεσε τον Ζβι στο σπίτι της για καφέ. Ο Ζβι εμφανίστηκε έχοντας προηγουμένως αλλάξει τα ρούχα της δουλειάς. Φορούσε χακί παντελόνι και γαλάζιο κοντομάνικο πουκάμισο. Στη ζώνη του είχε κουμπωμένο το τρανζίστορ, οπότε στις οκτώ ζήτησε συγγνώμη και κάθισε παράμερα να ακούσει τις ειδήσεις. Στους τοίχους του δωματίου της Λούνα, μέσα σε λιτές κορνίζες, κρέμονταν σχέδια που απεικόνιζαν ρεμβώδη κορίτσια και ονειρικά τοπία, βραχώδεις λόφους και ελαιώνες. Κάτω από το παράθυρο ήταν ένα διπλό κρεβάτι με κεντητά ανατολίτικα μαξιλάρια. Στο κομοδίνο υψωνόταν μια στοίβα βιβλία τακτοποιημένα κατά μέγεθος – από μεγάλα λευκώματα με πίνακες του Βαν Γκογκ, του Σεζάν και του Γκογκέν, μέχρι μικρότερους τόμους όπως η Βίβλος του Κασούτο και, στην κορυφή, μια σειρά μυθιστορήματα των εκδόσεων Χασίφρια Λεάμ. Στο μέσον του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό τραπεζάκι και πλάι του δυο μονόχρωμες πολυθρόνες. Το τραπεζάκι ήταν στρωμένο μ’ ένα κεντητό τραπεζομάντηλο. Πάνω του περίμεναν κούπες για καφέ και πιατάκια με βουτήματα.
«Πολύ ωραίο το δωμάτιό σου», είπε ο Ζβι Προβιζόρ και πρόσθεσε: «Καθαρό. Νοικοκυρεμένο».
Η Λούνα είπε ντροπαλά: «Σ’ ευχαριστώ. Χαίρομαι…».
Όμως η φωνή της δεν φανέρωνε χαρά, μόνο ένταση και αμηχανία.
Έπειτα ήπιαν καφέ, έφαγαν κουλουράκια και κουβέντιασαν για καλλωπιστικά και οπωροφόρα δέντρα, για το έλλειμμα πειθαρχίας των μαθητών στην εποχή μας όπου όλα επιτρέπονται, και για αποδημητικά πουλιά.
Ο Ζβι βλεφάρισε και είπε: «Διάβασα στην εφημερίδα ότι στη Χιροσίμα, δέκα χρόνια μετά την ατομική βόμβα, ακόμα δεν πετούν πουλιά».
Η Λούνα τού είπε για δεύτερη φορά: «Σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου».
Είπε ακόμη: «Προχθές είδα έναν τσαλαπετεινό σ’ ένα χαμηλό κλαδί έξω απ’ το παράθυρο».
Κι έτσι άρχισαν να συναντιούνται ανελλιπώς νωρίς το απόγευμα, άλλοτε σ’ ένα παγκάκι του κήπου κάτω από τον ίσκιο μιας πυκνόφυλλης βουκαμβίλιας κι άλλοτε πίνοντας καφέ στο δωμάτιο της Λούνα. Ο Ζβι σχολούσε από τη δουλειά στις τέσσερις κι επέστρεφε στο σπίτι του, έκανε ντους, χτενιζόταν μπρος στον καθρέφτη, φορούσε το σιδερωμένο χακί του παντελόνι και το γαλάζιο πουκάμισο και πήγαινε να τη συναντήσει. Μερικές φορές τής έφερνε βλαστούς από μονοετή φυτά για να τους φυτέψει στην αλτάνα της. Ένα απόγευμα της έδωσε μια ποιητική συλλογή του Γιακόμπο Φίχμαν. Η Λούνα τού χάρισε ένα σακουλάκι μπισκότα με παπαρουνόσπορο κι ένα σχέδιο καμωμένο με μολύβι, που απεικόνιζε δυο κυπαρίσσια κι ένα παγκάκι. Αλλά στις οκτώ ή στις οκτώμισι καληνύχτιζαν ο ένας τον άλλο και ο Ζβι επέστρεφε στο ερημητήριό του, που ανέδιδε τη βαριά οσμή της εργένικης ζωής του.
Στην τραπεζαρία, ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε απλώσει τα φτερά του πάνω από τη Μαύρη χήρα. Το απόγευμα, στο εντευκτήριο, ο Ρεουβκέχ Ροθ πείραξε καλοπροαίρετα τον Ζβι: «Δηλαδή κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, ε;». Αλλά ο Ζβι και η Λούνα αδιαφορούσαν για τα κουτσομπολιά και τα ειρωνικά σχόλια. Μέρα με τη μέρα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Ο Ζβι τής είπε ότι στον ελεύθερο χρόνο του μετέφραζε ένα μυθιστόρημα του Ιβασκιέβιτς, ενός Πολωνού συγγραφέα. Το βιβλίο έσφυζε από ευγένεια και πόνο. Ο Ιβασκιέβιτς θεωρούσε ότι η ανθρώπινη συνθήκη χαρακτηρίζεται από παραδοξότητα μα και τρυφερότητα. Η Λούνα, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο και τα χείλη μισάνοιχτα, τον άκουγε ενώ γέμιζε την κούπα του με καφέ, κι ένιωθε σαν ο καφές να αντιστάθμιζε κάπως τη θλίψη του Ιβασκιέβιτς και τη δική του. Αισθανόταν ότι η σχέση τους ήταν πολύτιμη κι εκτιμούσε το πώς ο Ζβι ζωντάνευε τις μέρες της, οι οποίες ως τότε κυλούσαν πληκτικά και μονότονα. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι κάλπαζαν οι δυο τους καβάλα σ’ ένα άλογο∙ τα στήθη της ήταν κολλημένα στην πλάτη του και τα χέρια της είχαν τυλιχτεί στη μέση του, καθώς διάβαιναν έφιπποι μια κοιλάδα που την έζωναν ψηλοί λόφοι και τη διέσχιζαν οι μαίανδροι ενός αφρισμένου ποταμού. Αποφάσισε να μην του αναφέρει τίποτα γι’ αυτό, παρόλο που άλλοτε του είχε περιγράψει λεπτομερώς άλλα της όνειρα. Από μεριάς του, ο Ζβι τής εκμυστηρεύτηκε ότι όταν μεγάλωνε στο Γιανόβ της Πολωνίας ονειρευόταν να σπουδάσει. Αντ’ αυτού εντάχθηκε στο νεοσύστατο τότε εβραϊκό κίνημα νεολαίας εγκαταλείποντας τα σχέδιά του για σπουδές. Έστω κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να μελετά. Η Λούνα, μαζεύοντας προσεκτικά τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο, είπε: «Ήσουν ντροπαλός νέος. Και τώρα είσαι λιγάκι ντροπαλός επίσης».
«Δεν με ξέρεις πραγματικά», είπε ο Ζβι.
«Μίλησέ μου», είπε η Λούνα. «Σ’ ακούω».
Και ο Ζβι είπε: «Άκουσα απόψε στο ραδιόφωνο ότι εξερράγη ένα ηφαίστειο στη Χιλή. Η λάβα έπνιξε τέσσερα χωριά. Οι περισσότεροι χωρικοί πέθαναν ακαριαία».
Ένα απόγευμα, ενώ την ψυχαγωγούσε με μια γλαφυρή περιγραφή του λιμού στη Σομαλία, η Λούνα κυριεύθηκε από ένα τόσο έντονο αίσθημα συμπάθειας, που αίφνης έπιασε το χέρι του και το έσφιξε στον κόρφο της. Ο Ζβι, τρέμοντας, το αποτράβηξε με μια σχεδόν βίαιη κίνηση. Τα βλέφαρά του πετάριζαν σαν τρελά. Σ’ όλη του τη ζωή δεν είχε αγγίξει άνθρωπο∙ κάθε φορά που κάποιος τον ακουμπούσε, ένιωθε το σώμα του να αντιδρά. Αγαπούσε τη στιλπνότητα των νεαρών βλαστών και την αίσθηση που άφηνε το χώμα στα δάχτυλά του, αλλά η επαφή με άλλους –είτε άντρες είτε γυναίκες– του προκαλούσε σπασμούς λες κι είχε συγκαεί. Προσπαθούσε μονίμως να αποφεύγει τις χειραψίες, τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και τα τυχαία αγγίγματα των μπράτσων στο τραπέζι. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε κι έφυγε.
Την επομένη δεν πήγε να συναντήσει τη Λούνα. Είχε αρχίσει να νιώθει ότι η σχέση τους οδηγούνταν σε μια απαίσια κατάληξη, μια κατάληξη που τον αηδίαζε. Η Λούνα, με το συνηθισμένο τακτ της, θεώρησε πως μάλλον τον είχε προσβάλει άθελά της. Αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη, παρόλο που δεν ήξερε για ποιο πράγμα. Μήπως είχε ρωτήσει κάτι ανάρμοστο; Ή μήπως δεν είχε πιάσει κάποιο σημαντικό υπονοούμενο στα λόγια του;
Ύστερα από δυο μέρες, όταν δεν τον βρήκε στο δωμάτιό του, έριξε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του: «Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα. Μπορούμε να μιλήσουμε;».
Ο Ζβι απάντησε κι αυτός με σημείωμα: «Καλύτερα όχι. Αυτή η ιστορία δεν μπορεί παρά να έχει άσχημο τέλος».
Ωστόσο, μετά από το δείπνο, η Λούνα τον περίμενε κάτω από τα κλαδιά της αζαντίραχτας, κοντά στην τραπεζαρία. Του είπε δειλά: «Πες μου τι λάθος έκανα».
«Τίποτα».
«Τότε γιατί με αποφεύγεις;»
«Προσπάθησε να καταλάβεις… Είναι… Δεν έχει νόημα».
Από τότε δεν όρισαν άλλη συνάντηση, κι αν τύχαινε να προσπεράσει τυχαία ο ένας τον άλλο στον δρόμο ή στο μικρό παντοπωλείο, απλώς αντάλλασσαν ένα νεύμα και ύστερα από έναν ανεπαίσθητο δισταγμό συνέχιζε ο καθένας την πορεία του.
Την ώρα του μεσημεριανού, ο Ρόνι Σίντλιν ενημέρωσε τους ομοτράπεζούς του ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε διακόψει τον μήνα του μέλιτος και άρα από δω και στο εξής όλοι απειλούνταν. Και πράγματι, το ίδιο απόγευμα ο Ζβι ανήγγειλε στους εργένηδες στο εντευκτήριο ότι μια μεγάλη γέφυρα στην Τουρκία είχε καταρρεύσει, και μάλιστα σε ώρα αιχμής.
Ύστερα από δυο τρεις μήνες προσέξαμε ότι η Λούνα Μπλανκ είχε πάψει να συμμετέχει στις συναντήσεις της Λέσχης Φίλων Κλασικής Μουσικής κι επιπλέον έλειψε κι από αρκετές συνελεύσεις των δασκάλων. Έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα στο χρώμα του χαλκού κι άρχισε να φοράει έντονο κραγιόν. Ορισμένες φορές απουσίαζε κι από το δείπνο. Στη γιορτή της Σκηνοπηγίας έμεινε για λίγες μέρες στην πόλη κι επέστρεψε μ’ ένα φόρεμα με μακρύ σκίσιμο στο πλάι, κάτι που μας φάνηκε κομματάκι τολμηρό. Στις αρχές του φθινοπώρου την είδαμε κάποιες φορές στο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, καθισμένη δίπλα στον προπονητή της ομάδας μπάσκετ, έναν τύπο δέκα χρόνια νεότερό της που ερχόταν στο κιμπούτς δυο μέρες τη βδομάδα. Ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι η Λούνα τα βράδια μάλλον μάθαινε ντρίπλες. Μετά από δυο τρεις βδομάδες παράτησε τον προπονητή κι άρχισε να κυκλοφορεί με τον διοικητή της μονάδας της Μαχόμενης Πρωτοπόρου Νεολαίας του κιμπούτς, έναν νεαρό είκοσι δύο χρονών. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο κι έτσι η Εκπαιδευτική Επιτροπή συνήλθε διακριτικά για να συζητήσει τις επαγγελματικές κυρώσεις.
Τα απογεύματα ο Ζβι καθόταν μόνος στο παγκάκι πλάι στο διακοσμητικό σιντριβάνι που είχε φτιάξει με τα χέρια του και παρακολουθούσε τελείως ακίνητος τα παιδιά που έπαιζαν στο γρασίδι. Αν τον καλησπέριζες περνώντας, σου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό και σε ενημέρωνε θλιμμένα για τις καταστροφικές πλημμύρες στη νοτιοανατολική Κίνα.
Στο τέλος του φθινοπώρου, δίχως προειδοποίηση και δίχως την άδεια της Γραμματείας του κιμπούτς, η Λούνα Μπλανκ έφυγε στην Αμερική για να επισκεφτεί την αδερφή της, που της είχε καλύψει τα ναύλα για το αεροπλάνο. Το ίδιο πρωί την είδαν στη στάση του λεωφορείου∙ φορούσε το προκλητικό φουστάνι κι ένα ζωηρόχρωμο φουλάρι και τρέκλιζε στις γόβες της σέρνοντας μια ογκώδη βαλίτσα. «Να την κιόλας με συνολάκι-κουτί για το Χόλιγουντ», σχολίασε ο Ρόνι Σίντλιν. «Η Μαύρη χήρα τρέχει να γλιτώσει από τον Άγγελο του θανάτου». Η Γραμματεία αποφάσισε να την αποβάλει από το κιμπούτς ώσπου να εξακριβωθούν οι συνθήκες της εξαφάνισής της.
Στο μεταξύ το δωμάτιο της Λούνα παρέμενε κλειστό και σκοτεινό παρότι υπήρχε πρόβλημα στέγασης και ορισμένα μέλη της Στεγαστικής Επιτροπής το είχαν βάλει στο μάτι. Στη μικρή βεράντα της είχαν απομείνει πέντ’ έξι κοινά φυτά εσωτερικού χώρου –φιλόδεντρα, γεράνια και κάκτοι– και ο Ζβι Προβιζόρ πήγαινε μια στις τόσες να τα ποτίσει και να τα φροντίσει.
Έπειτα ήρθε ο χειμώνας. Βαριά σύννεφα μετεωρίζονταν πάνω από τις κορφές των καλλωπιστικών δέντρων. Πηχτή λάσπη χαράκωνε τα χωράφια και τα περιβόλια και οι εργάτες που δούλευαν στους οπωρώνες έπιασαν δουλειά στο εργοστάσιο. Μια γκρίζα βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Τη νύχτα τα λούκια τριζοκοπούσαν και το αγιάζι τρύπωνε από τις γρίλιες. Κάθε βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ ξαγρυπνούσε ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων και στα διαλείμματα έσκυβε στο λαμπατέρ του για να μεταφράσει λίγες αράδες του λυπητερού βιβλίου του Ιβασκιέβιτς. Το καμωμένο με μολύβι σχέδιο που του είχε χαρίσει η Λούνα –αυτό με τα δυο κυπαρίσσια και το παγκάκι– κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι του. Τα δέντρα φαίνονταν μελαγχολικά και το παγκάκι ήταν αδειανό. Στις δέκα και μισή έριχνε κάτι πάνω του κι έβγαινε στη βεράντα για να παρατηρήσει τα σύννεφα και τα έρημα τσιμεντοστρωμένα δρομάκια που, νοτισμένα όπως ήταν, γυάλιζαν στο κιτρινωπό φέγγος του φανοστάτη. Αν η βροχή έκοβε λιγάκι, έκανε μια σύντομη νυχτερινή βόλτα μέχρι τη βεράντα της Λούνα για να δει πώς τα πήγαιναν τα φυτά της. Τα σκαλοπάτια είχαν καλυφθεί κιόλας από ξερόφυλλα. Ο Ζβι νόμιζε ότι μύριζε την ελαφριά μυρωδιά από σαπούνι ή σαμπουάν που ερχόταν από το κλειστό δωμάτιο. Περιπλανιόταν για λίγο στα άδεια στενά, ενώ η βροχή έσταζε από τα κλαδιά των δέντρων στο κεφάλι του, κι ύστερα επέστρεφε στο δωμάτιό του και άκουγε μες στο σκοτάδι, με τα μάτια ανοιχτά, το τελευταίο δελτίο ειδήσεων της ημέρας. Νωρίς ένα πρωί, ενώ όλα γύρω ήταν ακόμα τυλιγμένα σ’ ένα υγρό και παγερό σκοτάδι, σταμάτησε στον δρόμο έναν εργάτη που πήγαινε να αρμέξει τις αγελάδες και του ανακοίνωσε θλιμμένα: «Τα ’μαθες; Χθες βράδυ πέθανε ο βασιλιάς της Νορβηγίας. Είχε καρκίνο. Στο συκώτι».
Ο Άμος Οζ γεννήθηκε το
1939 στην Ιερουσαλήμ. Πολυδιαβασμένος και μεταφρασμένος σε περισσότερες
από σαράντα γλώσσες, θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος εν ζωή Ισραηλινός
συγγραφέας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και δοκίμια.
Το έργο του έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων, τόσο στην πατρίδα του όσο
και διεθνώς. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του, τα περισσότερα
από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
«Ο Βασιλιάς της Νορβηγίας» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μεταξύ φίλων
(2012). Η συλλογή αποτελείται από οκτώ αλληλοσυνδεόμενα διηγήματα που
εκτυλίσσονται σ’ ένα επινοημένο κιμπούτς της δεκαετίας του ’50. Για την
παρούσα δημοσίευση, η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά.
Άμος Οζ - Βικιπαίδεια
*.:BiblioNet : Παλαβός, Γιάννης
********************************
The King of Norway
On
our kibbutz, Kibbutz Yekhat, there lived a man, Zvi Provizor, a short
fifty-five-year-old bachelor who was given to blinking. He loved to
convey bad news: earthquakes, plane crashes, buildings collapsing on
their occupants, fires, and floods. He read the papers and listened to
all the news broadcasts very early in the morning, so that at the
entrance to the dining room he could astound us with the story of two
hundred and fifty coal miners hopelessly trapped in China or six hundred
passengers drowned when a ferry capsized in a storm in the Caribbean.
He also memorized obituaries. He knew before anyone else which famous
people had died, and would inform the entire kibbutz. One morning, he
stopped me on the path by the clinic.
“Ever hear of a writer named Wislavsky?”
“Yes. Why?”
“He died.”
“Sorry to hear it.”
“Writers die, too.”
Another time he caught me when I was working a dining-room shift.
“I saw in the obituaries that your grandfather died.”
“Yes.”
“And three years ago your other grandfather died.”
“Yes.”
“So this one was the last.”
Zvi
Provizor was the kibbutz gardener. He would go out at five every
morning to reposition the sprinklers, till the soil in the flower beds,
plant and prune and water, mow the lawns with the noisy mower, spray
against aphids, and spread organic and chemical fertilizer. Attached to
his belt was a small transistor radio that provided him with a constant
stream of disastrous news.
“Did you hear? There was a huge massacre in Angola.”
Or: “The Minister of Religious Affairs died. They just announced it ten minutes ago.”
The
other kibbutz members avoided him. In the dining room, they rarely
joined him at his table. On summer evenings, he would sit alone on the
green bench at the foot of the large lawn in front of the dining room
and watch the children playing on the grass. The breeze billowed his
shirt, drying his sweat. A hot summer moon shone red as it rose above
the tall cypress trees. One evening, Zvi Provizor greeted a woman named
Luna Blank, who was sitting alone on an adjacent bench, saying to her
sadly, “Did you hear? In Spain, an orphanage burned down and eighty
orphans died of smoke inhalation.”
Luna,
a forty-five-year-old widowed teacher, wiped the perspiration from her
brow with a handkerchief and said, “That’s horrible.”
Zvi said, “Only three survivors were rescued, and they’re in critical condition.”
We
all respected his dedication to his work: never, in the twenty-two
years that he’d lived on the kibbutz, had a single sick day been noted
on his work sheet. Thanks to him, the kibbutz bloomed. Every unused
strip of land was planted with seasonal flowers. Here and there, he had
put in rock gardens where he planted a variety of cacti. He had built
wooden trellises for the grapevines. In front of the dining room, he had
installed a burbling fountain filled with goldfish and aquatic plants.
He had a good aesthetic sense, and everyone appreciated it.
But
behind his back we called him the Angel of Death and gossiped about
him, saying that he didn’t have, and had never had, an interest in
women. Or in men, for that matter. One young fellow, Roni Shindlin, did a
marvellous imitation of Zvi that made us roar with laughter. In the
afternoon, when all the kibbutz members sat on their porches and drank
coffee or played with their children on the small lawns in front of
their houses, Zvi Provizor would go to the clubhouse to read the
newspapers in the company of five or six solitary men like him, ardent
readers and debaters, aging bachelors, widowers, or divorcés.
From
his corner, Reuvkeh Roth, a small bald man with large, batlike ears,
would mumble that retaliatory raids only accelerated the circle of
violence, because revenge begets revenge and retaliation begets
retaliation.
The others would
immediately attack him: “What are you talking about? We can’t let them
get away with it!” “Restraint and appeasement only make the Arabs more
brazen.”
Zvi Provizor would blink and say, “In the end, it’ll turn into a war. It can only cause a terrible war.”
And
Emanuel Glozman, the stutterer, would say excitedly, “W-w-w-ar. Very
g-g-good. We’ll w-w-w-win and t-t-take their l-l-land all the w-w-way to
the J-J-Jordan.”
Reuvkeh Roth would
think out loud: “Ben Gurion is a great chess player. He always sees
five moves ahead. Except that everything with him is always by force.”
On
that subject, Zvi Provizor would prophesy sadly, “If we lose, the Arabs
will come and wipe us out. If we win, the Russians will come and blow
us up.”
Emanuel Glozman would plead, “E-e-enough, friends, qu-qu-quiet. Let m-m-e read the p-p-papers in p-p-peace.”
And
Zvi, after a few moments’ silence, would say, “Did you hear? It says
here that the King of Norway has liver cancer. And the head of our
regional council has cancer, too.”
Whenever
Roni Shindlin, the comedian, saw Zvi at the shoemaker’s or by the
clothing storeroom, he would ask him mockingly, “So, Angel of Death,
what airplane crashed today?”
Zvi
Provizor and Luna Blank fell into a routine: they spoke every evening.
He would sit on the right-hand edge of the left bench at the foot of the
lawn and she would sit near him, on the left-hand edge of the right
bench. He would blink as he spoke to her, and she, wearing a pretty
sleeveless sundress, would crumple her handkerchief between her fingers.
Praising the kibbutz gardens, the fruits of his labor, she said that,
thanks to him, they lived in a green meadow, in the shade of blossoming
orchards, among blooming flower beds. She had a proclivity for using
fancy words. She was a third-grade teacher and made excellent delicate
pencil drawings that hung on the walls of several of our small
apartments. Her face was round and smiling and her eyelashes long,
though her neck was a bit wrinkled and she had very thin legs and almost
no breasts. Her husband had been killed several years earlier while
doing reserve duty on the Gaza border and they’d had no children. The
kibbutz members considered her an admirable figure, a woman who had
overcome tragedy and poured her entire soul into her teaching. Zvi
talked to her about the different species of roses and she nodded
eagerly, as if agreeing with every word. Then he gave her a detailed
description of the horrors of the locust epidemic that was devastating
Sudan.
Luna said, “You are a very sensitive person.”
Zvi blinked and said, “Sudan doesn’t have much greenery as it is.”
Luna said, “Why do you take all the sorrow of the world on your shoulders?”
And
Zvi replied, “Closing your eyes to the cruelty of life is, in my
opinion, both stupid and sinful. There’s very little we can do about it.
So we have to at least acknowledge it.”
One
summer evening, Luna Blank invited Zvi to her place for coffee. He came
in his after-work clothes, long khaki pants and a short-sleeved
light-blue shirt. His radio was attached to his belt, and at eight
o’clock he excused himself to listen to the news. Hanging on the walls
of Luna’s room were several of her pencil drawings in simple frames,
drawings of dreamy young girls and landscapes, rocky hills and olive
trees. Beneath the window was a double bed with embroidered Oriental
pillows. A row of books on the white night table were arranged by
height, from tall folios of paintings by van Gogh, Cézanne, and Gauguin
to shorter volumes of the Cassuto Bible and, finally, a series of novels
published by Hasifria Le’Am. In the middle of the room was a round
coffee table with two plain armchairs beside it. The table was covered
with an embroidered tablecloth and set with cups and plates for coffee
and cookies.
Zvi Provizor said, “Your room is very nice,” and added, “Clean. Neat.”
Embarrassed, Luna Blank said, “Thank you. I’m glad.”
But there was no gladness in her voice, only an awkward tension.
Then
they drank coffee and ate cookies and spoke of ornamental and fruit
trees, of the discipline problems at school these days, when everything
is permitted, of bird migration.
Zvi blinked and said, “I read in the newspaper that in Hiroshima, ten years after the bomb, there are still no birds.”
Luna told him again, “You take all the sorrow of the world on your shoulders.”
She also said, “The day before yesterday I saw a hoopoe on a low branch outside my window.”
And
so they began to meet regularly in the early-evening hours, on a bench
in the garden in the shade of a dense bougainvillea, or over coffee in
Luna’s room. Zvi would come home from work at four, shower, comb his
hair in front of the mirror, change into his ironed khaki pants and
light-blue shirt, and go to join her. Sometimes he’d bring seedlings of
annual flowers for her to plant in her small garden. Once, he brought
her a volume of Yaakov Fichman’s poems. She gave him poppy-seed cookies
in a bag and a pencil drawing of two cypress trees and a bench. But at
eight or eight-thirty they’d say good night and Zvi would return to his
monastic room, where the smell of bachelorhood hung heavily in the air.
Roni
Shindlin said in the dining room that the Angel of Death had spread his
wings over the Black Widow. In the clubhouse in the afternoon, Reuvkeh
Roth teased Zvi affectionately: “So the hand has found a glove, eh?” But
Zvi and Luna were not upset by the gossip and the sarcasm. The
connection between them seemed to grow stronger every day. He told her
that in his free time he was translating a novel by the Polish writer
Iwaszkiewicz into Hebrew. The book was full of gentleness and suffering.
Iwaszkiewicz believed that the human condition was absurd but touching.
Luna listened, her head slightly tilted, her lips parted, as she poured
hot coffee into his cup, as if the coffee were a kind of compensation
for Iwaszkiewicz’s sorrow as well as for his own. She felt that their
relationship was precious and she appreciated the way it filled her
days, which until then had been so flat and monotonous. One night, she
dreamed that they were riding a horse together, her breasts pressed up
against his back and her arms around his waist, in a valley between high
hills where a frothing river twisted and turned. She decided not to
tell Zvi about this dream, even though she had spoken to him in detail
about others. Zvi, for his part, told her that as a child in the Polish
town of Yanov he had dreamed of being a student. But instead he had been
drawn into the newly formed chalutz youth movement and had
given up his plans to study. Even so, he had never stopped learning.
Carefully gathering the crumbs from the tablecloth, Luna said, “You were
a very shy young man. You’re a bit shy now, too.”
Zvi said, “You don’t really know me.”
Luna said, “Tell me. I’m listening.”
And
Zvi said, “Tonight I heard on the radio that a volcano erupted in
Chile. Four villages were totally destroyed by the lava flow. Most of
the people there didn’t stand a chance.”
One
evening, as he regaled her with an affecting description of the
starvation in Somalia, compassion for him so overwhelmed her that she
suddenly took his hand and held it to her breast. Zvi trembled and
pulled it back quickly, with a gesture that was almost violent. His eyes
blinked frantically. He had never in his adult life intentionally
touched another person and he stiffened whenever he was touched. He
loved the feel of loose earth and the softness of young stems, but the
touch of other people, men or women, caused his entire body to contract
as if he’d been burned. He always tried to avoid handshakes, pats on the
back, or the accidental rubbing of elbows at the dining table. A short
time later, he stood up and left.
He
didn’t go to see Luna the next day. He had begun to feel that their
relationship was heading toward a disastrous place he did not want to go
to, a place that repulsed him. Luna, with her usual tact, guessed that
she had somehow offended him. She decided to apologize, though she
didn’t know what for. Had she asked a question she shouldn’t have asked?
Or had she perhaps failed to grasp some important meaning concealed in
his words?
Two days later, when he wasn’t in his room, she slipped a note under his door: “I’m sorry if I upset you. Can we talk?”
Zvi responded with a note of his own: “It’d be better if we didn’t. It’d only end badly.”
Still,
she waited for him after supper at the foot of the margosa tree near
the dining-room door and said shyly, “Tell me what I did.”
“Nothing.”
“So why are you avoiding me?”
“Try to understand—it’s . . . pointless.”
They
never met on purpose again, and if they happened to pass each other on a
path or in the small supply room they would exchange nods, hesitate for
a moment, then go on their way.
At
lunch, Roni Shindlin told his tablemates that the Angel of Death had cut
his honeymoon short and, from now on, they were all in danger again.
And, in fact, that afternoon Zvi informed the bachelors in the clubhouse
that a large bridge in Turkey had collapsed, and at the height of rush
hour to boot.
Two
or three months later, we noticed that Luna Blank had stopped coming to
the classical-music group and had even been absent from several
teachers’ meetings. She dyed her hair a coppery red and began to wear
bright lipstick. She occasionally skipped supper. On the Sukkoth
holiday, she stayed in the city for a few days and came back wearing a
dress that we thought was a bit daring, with a long slit up the side. In
early autumn, we saw her a few times sitting on the bench by the large
lawn with the basketball coach, a man ten years younger than she was,
who came to the kibbutz twice a week. Roni Shindlin said that she was
probably learning to dribble at night. Two or three weeks later, she had
dropped the basketball coach and was seen in the company of the
commander of the kibbutz unit of the Fighting Pioneer Youth, a man of
twenty-two. There was no way that this could be ignored, and the
Education Committee met discreetly to discuss the professional
implications.
Every evening, Zvi
Provizor would sit alone, utterly still, on the bench next to the
decorative fountain that he had installed with his own hands and watch
the children playing on the lawn. If you passed by and said good
evening, he would return the greeting and tell you sadly about the
floods in southeastern China.
Late
that fall, without warning and without the permission of the kibbutz
secretariat, Luna Blank left for America to visit her sister, who had
sent her a plane ticket. She was seen one morning at the bus stop
wearing the daring dress and a bright-colored scarf, teetering in high
heels and lugging a large suitcase. “Already dressed for Hollywood,”
Roni Shindlin said. “The Black Widow is fleeing the Angel of Death.” The
secretariat decided to suspend her membership in the kibbutz pending
further investigation.
Meanwhile,
Luna Blank’s room remained locked and dark, even though there was a
housing shortage and some members of the Housing Committee had their eye
on it. Five or six ordinary houseplants—philodendrons, geraniums,
cacti—had been left on the small porch, and Zvi Provizor would
occasionally go by to water and tend to them.
Then
came winter. Low clouds lay on top of the ornamental trees. Thick mud
lined the fields and orchards, and the fruit pickers and field hands
went to work in the factory. Gray rain fell endlessly. At night, the
gutters shook noisily and a cold wind seeped in through cracks in the
shutters. Zvi Provizor sat up every night listening to the news
broadcasts, and, in the breaks between them, he’d bend over his table in
the light of his gooseneck lamp and translate into Hebrew a few lines
of Iwaszkiewicz’s anguish-filled novel. The pencil drawing that Luna had
given him—of two cypress trees and a bench—hung above his bed. The
trees looked melancholy and the bench was empty. At ten-thirty, he’d
wrap something around himself and go out to the porch to look at the
clouds and the deserted concrete paths, their wetness glistening in the
yellow light of the streetlight. If there was a pause between downpours,
he would take a brief nocturnal stroll to see how the plants on Luna’s
porch were doing. Falling leaves had already covered the steps, and Zvi
thought that he could detect the light scent of soap or shampoo drifting
from inside the locked room. He would wander along the empty paths for a
while, rain dripping from the tree branches onto his uncovered head,
then go back to his room and listen in darkness, his eyes open, to the
final news reports of the day. Early one morning, when everything was
still blanketed in wet, frozen darkness, he stopped a dairy worker who
was on his way to milk the cows and informed him sadly, “Did you hear?
The King of Norway died last night. Cancer. Of the liver.” ♦
(Translated, from the Hebrew, by Sondra Silverston.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου