Τρίτη, Ιουνίου 21, 2016


Ιστορία και λογοτεχνία: Μια συνέντευξη του Χέιντεν Ουάιτ στην Αγγελική Σπυροπούλου



(μτφρ. Γιώργος Πινακούλας).

Ο Χέιντεν Ουάιτ είναι σπουδαίος Αμερικανός ιστορικός και θεωρητικός της ιστορίας, διάσημος κυρίως για το βιβλίο του Metahistory. The Historical Imagination in Nineteenth-Century Europe (Μεταϊστορία. Η ιστορική φαντασία στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1973 και άλλαξε ριζικά τη θεωρία και τη φιλοσοφία της ιστορίας.
Το εγχείρημα του Ουάιτ, αποτελεί ίσως το πιο ριζοσπαστικό παράδειγμα της «γλωσσικής στροφής» στην αμερικανική ιστοριογραφία του 1970. Χρησιμοποιώντας εργαλεία αφηγηματικής ανάλυσης από τη λογοτεχνική κριτική, ο Ουάιτ τοποθέτησε τον ιστορικό λόγο σε μια διαρκή επιστημολογική ένταση μεταξύ τέχνης και επιστήμης. Κινούμενος με ευκολία από τον Ηρόδοτο στον ΝτεΛίλλο και από τα μεσαιωνικά χρονικά στον Προυστ, αντιμετώπισε την ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία ως είδη καλλιτεχνικής γραφής που μοιράζονται τα ίδια «γλωσσικά πρωτόκολλα». Αν λόγος και γλώσσα είναι εγγενώς ρητορικά, κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει τη χρήση αφηγηματικών τεχνασμάτων και ρητορικών τρόπων, ούτε η παλαιότερη ιστοριογραφία, η οποία προσπάθησε να αναχθεί σε μια κατάσταση αντικειμενικότητας και κυριολεξίας.
Μια πιθανή ακραία συνέπεια του «συνανήκειν» των τεχνικών αυτών των δύο ειδών λόγου θα ήταν οι ιστορικοί, όπως οι μυθιστοριογράφοι, να μπορούν να χρησιμοποιούν το πραγματικό υλικό τους για να αφηγηθούν σχεδόν όποια ιστορία θέλουν. Ωστόσο, ακόμα και αν ένα σύνολο πραγματικών συμβάντων μπορεί να ενταχθεί σε μια αφήγηση με πολλούς τρόπους, ο Ουάιτ αναγνωρίζει ότι η επιλογή του τύπου της ιστορίας και η επιβολή της στην ακολουθία των συμβάντων προδίδει τα ηθικά και τα πολιτικά κίνητρα του ιστορικού.
Θα ήταν ενδιαφέρον να μετέφερε κανείς στο πεδίο των καθ’ ημάς σύγχρονων αντιπαραθέσεων της «εμφυλιακής» ιστοριογραφίας (ή/και της πεζογραφίας) τις απόψεις του Ουάιτ, χωρίς να τις περιορίσει απλώς στο πλαίσιο ενός μεταμοντέρνου υπερσχετικισμού. Ένας αναθεωρητής ιστορικός (ή/και πεζογράφος), θα έλεγε ο Ουάιτ, δεν λέει αναγκαστικά μια ψεύτικη ιστορία, έχει όμως ιδεολογικοπολιτική στόχευση στο παρόν. Η όποια κριτική μας δεν στοχεύει, λοιπόν, στην «αλήθεια» των ιστορούμενων γεγονότων, αλλά στα ιδεολογικά και πολιτικά πιθανά κίνητρα που επέβαλαν την επιλογή της μιας ή της άλλης αφηγηματικής εκδοχής και τη ρητορική της.
Όπως και να έχει, οι περίτεχνες, εκ του σύνεγγυς, αναγνώσεις του Ουάιτ συνεχίζουν να προκαλούν ιστορικούς, κριτικούς λογοτεχνίας και αναγνώστες. Η εμβληματική Μεταϊστορία του επανεκδόθηκε σαράντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση (1973), ενώ πέρσι ακολούθησε το τελευταίο του βιβλίο (The Practical Past, 2015).
Στην πρόσφατη, εφ’ όλης της ύλης, συνέντευξή του στην Αγγελική Σπυροπούλου ο Ουάιτ, θα λέγαμε, ότι συνοψίζει το σαραντάχρονο εγχείρημά του ως εξής: «Ένα πράγμα που πάντα κάνει η “λογοτεχνία”, σε αντίθεση με τον μη καλλιτεχνικό λόγο, είναι ο συστηματικός πειραματισμός με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού (ή σωστού και λάθους) λόγου προκειμένου να κάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε να παρουσιάζει μια δεδομένη πραγματικότητα με μεγαλύτερη ακρίβεια, πιο «συγκεκριμένα» ή πιο “δραματικά”. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν μου ζητούν ένα παράδειγμα σύγχρονης λογοτεχνικής αντιμετώπισης της ιστορικής πραγματικότητας, παραθέτω το τάδε ή το δείνα μυθιστόρημα όπως την Αγαπημένη της Τόνι Μόρρισον, τον Υπόγειο κόσμο του ΝτεΛίλλο ή το Αμερικανικό ειδύλλιο του Ροθ: ακολουθώντας τον Μπαρτ, ονομάζω αυτά τα παραδείγματα “μυθιστορηματικές ιστοριογραφίες”».
Ακόμα και αν σήμερα είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί για κάθε είδους αντικειμενισμό, γνωρίζοντας πλέον, όπως λέει ο Ρικέρ, ότι «η Ιστορία ανήκει de facto στο πεδίο της αφήγησης» η συζήτηση συνεχίζεται …
Στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του Χέιντεν Ουάιτ Λογοτεχνική θεωρία και ιστορική συγγραφή (Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα 2015) σε μετάφραση Γιώργου Πινακούλα. Τα επτά κείμενα που επιλέγονται και ανθολογούνται από τον μεταφραστή είναι αντιπροσωπευτικά του εύρους των ενδιαφερόντων και της εξέλιξης της σκέψης του Αμερικανού ιστοριογράφου: από την αξία της αφηγηματικότητας κατά την αναπαράσταση πραγματικών συμβάντων, στην μπαχτιανή έννοια του «χρονότοπου» ως υποκατάστατου του όρου «περίοδος», και από τη σχέση ερμηνείας και αφήγησης ή τη μικροσκοπική τροπολογική ανάλυση μιας σελίδας του Προυστ, στη θέση του Νόρθροπ Φράι στις σύγχρονες πολιτισμικές σπουδές, την ανάγνωση της «Μίμησης» του Αουερμπαχ ως κλασικού κειμένου λογοτεχνικού μοντερνισμού και την υποδειγματική περιδιάβαση στη «γαργαντουική» σκέψη ενός, εν πολλοίς, συνοδοιπόρου του, στο τελευταίο, εξαιρετικό δοκίμιο της συλλογής («Ένοχος Ιστορίας; Η μακρά διάρκεια του Paul Ricoeur»). Όλα τους, ωστόσο, εντάσσονται στο ίδιο μακρόπνοο θεωρητικό σχέδιο να αποδειχθούν «η λογοτεχνικότητα της ιστορικής συγγραφής και ο ρεαλισμός της λογοτεχνικής συγγραφής».
Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί επίσης να δει την εμπλοκή του Ουάιτ στην ενδιαφέρουσα συζήτηση για τις νέες μεθοδολογικές κατευθύνσεις της διανοητικής ιστορίας στο Roger Chartier, Dominick La Carpa, Hayden White, Διανοητική ιστορία. Όψεις μιας σύγχρονης συζήτησης, μτφρ. Έφη Γαζή, Έλσα Κοντογιώργη, Γιώργος Κόκκινος, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, 1996.

  • Η Αγγελική Σπυροπούλου είναι Επίκουρος Καθηγήτρια της Νεότερης Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Θεωρίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, με ερευνητικά ενδιαφέροντα τις σύγχρονες θεωρίες της λογοτεχνίας και του δράματος, τη Θεωρία Πολιτισμού και τα ζητήματα φύλου, τις σχέσεις ιδεολογίας και ιστορίας ή λογοτεχνίας και φιλοσοφίας στο πλαίσιο του Μοντερνισμού και της νεωτερικότητας. Άρθρα, βιβλιοκρισίες και μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Πιο πρόσφατο βιβλίο της το: Virginia Woolf, Modernity and History: Constellations with Walter Benjamin, Palgrave-Macmillan, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2010.

  • Ο Γιώργος Πινακούλας είναι φιλόλογος, μεταπτυχιακός φοιτητής και μεταφραστής. Εκτός από το βιβλίο του Ουάιτ έχει μεταφράσει (από τα Ρωσικά) και το: Μιχαήλ Μπαχτίν, Δοκίμια Ποιητικής, Π.Ε.Κ, Ηράκλειο 2014. Βιβλιοκρισίες, άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί στο «The Book’s Journal», το «Νέο Πλανόδιον», το περιοδικό «The Zone» και αλλού.

Α.Σ.

Ιστορία και λογοτεχνία

Αγγελική Σπυροπούλου: Στο σχήμα ανάλυσής σας για τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί σκέφτηκαν και έγραψαν για το παρελθόν (δηλαδή, για το «ιστορικό», σε αντίθεση με το «πρακτικό», παρελθόν), εγκαθιδρύεται μια αντιστοιχία μεταξύ της ιστορικής βίωσης συγκεκριμένων γεγονότων (ή της ειδικής βίωσης ιστορικών γεγονότων), της ιστορικής συνείδησης και της γλωσσικής αναπαράστασης. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε πώς βλέπετε τη σχέση μεταξύ ιστορικής αναπαράστασης, ιστορικής γνώσης και αλήθειας;

Χέιντεν Ουάιτ: Εφόσον το αντικείμενο της ιστορίας δεν μπορεί να παρατηρηθεί, κάθε συγκεκριμένο γεγονός ή σύνολο γεγονότων πρέπει να δομηθεί ως ιστορικό προτού υποβληθεί σε ειδική ιστορική ανάλυση. Αυτή η διαδικασία ιστορικοποίησης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μια διαδικασία σχηματισμού (μια «σχηματοποίηση», σύμφωνα με την καντιανή ορολογία), στην οποία τα πραγματικά γεγονότα κωδικοποιούνται ως γενόμενα σε μια ιστορική σκηνή και ως «προκληθέντα» από ιστορικούς δρώντες. Αυτή η αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων είναι εξίσου φανταστική και ορθολογική και προσφέρει ένα αντικείμενο πιθανής μελέτης του τρόπου κατανόησης. Η σύνδεση της δομημένης σκηνής της δράσης μ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον προσφέρει ένα είδος εξήγησης, με τη δημιουργία μιας πλοκής αφηγήματος (emplotment), που συνδέει τα γεγονότα τοποθετώντας τα σ’ ένα σενάριο με αρχή, μέση και τέλος. Τα γεγονότα του παρελθόντος είναι «δεδομένα» αλλά μόνο ως παρελθόν, όχι ως ιστορικά. Καθίστανται ιστορικά με μια αρχική περιγραφή που εγγράφεται σ’ έναν ρητορικό τρόπο, και στη συνέχεια «εννοιολογούνται» ως ιστορία ιδιαίτερου είδους. Η αλήθεια; Η αλήθεια δε βρίσκεται στα πράγματα ή στις σχέσεις τους. Η αλήθεια βρίσκεται στις δηλώσεις που γίνονται για τα παρελθόντα γεγονότα τα οποία είναι μεταμφιεσμένα ως σχήματα της ιστορίας (ο τίτλος, συμπτωματικά, ενός πρόσφατου βιβλίου του Ζακ Ρανσιέρ[1]): είτε επαρκούν για τα σχήματα της ανθρώπινης κατανόησης που δίνονται στην αρχική περιγραφή είτε όχι.

Α.Σ.: Το έργο σας θυμίζει την ιδέα του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι κάθε παρόν επινοεί το παρελθόν του ή την ιδέα του Μπενεντέττο Κρότσε ότι κάθε ιστορία είναι ιστορία σύγχρονη. Ποιος είναι ο ρόλος του υποκειμένου και του συγκειμένου στα ιστορικά αφηγήματα;

Χ.Ο.: Θα έπρεπε να ξέρω για ποιο «υποκείμενο» μιλάτε: το υποκείμενο της ιστορίας (δηλαδή, τους δρώντες και τους παράγοντες των ιστορικών αλλαγών) ή τα ιστορικά υποκείμενα (δηλαδή, τα ιδιαίτερα είδη ανθρώπων που αξίζουν να εμφανιστούν σε μια ιστορία επειδή είναι το είδος των ανθρώπων που «δημιουργούν» την ιστορία). Ή με το υποκείμενο της ιστορίας εννοείτε τον ιστορικό ή τον οποιονδήποτε έχει το κύρος να μιλήσει εξ ονόματος της ιστορίας; Όπως γνωρίζετε, διακρίνω μεταξύ του παρελθόντος της ιστορίας, που τοποθετεί την ιστορία εντός ενός μεγαλύτερου χρονικού τμήματος του «παρελθόντος», και του ιστορικού παρελθόντος (που υποτάσσει το παρελθόν στους ιστορικούς που το παράγουν). Στο πρώτο η ιστορία αντιμετωπίζεται ως μέρος του παρελθόντος γενικά, ενώ στο δεύτερο το παρελθόν αντιμετωπίζεται ως ιστορικό μόνο στο βαθμό που πληροί τα κριτήρια της ιστορίας ως προς τη σημασία του.

Α.Σ.: Έχετε επισημάνει καίρια ότι ο ιστορικός λόγος δεν ορίζεται από μια ειδική μέθοδο προσέγγισης του παρελθόντος ούτε το αντικείμενο μελέτης του (για παράδειγμα, τα παρελθόντα συμβάντα, γεγονότα, εμπειρίες) περιορίζεται σ’ αυτό. Αντίθετα, η ιστορική μελέτη, από κοινού με τη λογοτεχνική γραφή/θεωρία, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν μια αφηγηματική αναδόμηση ή ερμηνεία του αντικειμένου μελέτης της. Από την άποψη αυτή, ποιος είναι ο ρόλος του έργου τέχνης στις ιστορικές σπουδές και, επιπλέον, τι ιδιαίτερο υπάρχει στη σχέση μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας;

Χ.Ο.: Αν αναζητούμε ομοιότητες μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας, πρέπει να το κάνουμε εξετάζοντας τα γλωσσικά πρωτόκολλα με τα οποία κάποιο μέρος του παρελθόντος δομείται ως «ιστορία» ή ως «ιστορικό». Ένας τρόπος να το κάνουμε είναι να αντιμετωπίζουμε την ιστορία και τη λογοτεχνία ως είδη της καλλιτεχνικής γραφής, πράγμα που σημαίνει ότι και οι δύο διαφέρουν απ’ τη «συνηθισμένη ομιλία/γλώσσα» λόγω της χρήσης συγκεκριμένων τεχνικών, τρόπων, θεματοποιήσεων κ.λπ. που είτε δε βρίσκονται στη συνηθισμένη (επικοινωνιακή) ομιλία είτε είναι σιωπηρά παρόντα σ’ αυτή (όπως, για παράδειγμα, στη χρήση της μεταφοράς ή της μετωνυμίας). Και τα δύο είδη λογοτεχνικής γραφής, μια ιστορία όπως αυτή του Ηρόδοτου και ένα μυθιστόρημα όπως ο Υπόγειος κόσμος[2] του ΝτεΛίλλο, είναι προϊόντα της (καντιανής) φαντασίας ή, σύμφωνα με τον Λακάν και τον Καστοριάδη, ενοικούν στο «φαντασιακό». Η παλιότερη ιστοριογραφία, που προσπαθούσε να καθαρθεί τόσο απ’ τη «λογοτεχνική» όσο και απ’ τη «φιλοσοφική» γλώσσα και σκέψη, προϋπέθετε μια συνθήκη λογοτεχνικότητας ή, στον προφορικό λόγο, «κοσμιότητας» ως τη βάση για έναν λόγο καθαρμένο τόσο απ’ τη ρητορικότητα όσο και απ’ την ποίηση.
Όπως όμως υποστήριξε ο Λακλάου στο τελευταίο βιβλίο του πριν πεθάνει, στα Ρητορικά θεμέλια της κοινωνίας[3], δεν υπάρχει βαθμός μηδέν της ρητορικότητας. Η ομιλία και η γλώσσα είναι εγγενώς ρητορικές με την έννοια ότι είναι αδύνατο να αποφύγουν τα σχήματα λόγου και σκέψης, τη χρήση των τρόπων και τεχνικές όπως η αφαίρεση και η ειρωνεία. Οι ιστορικοί θέλουν να μιλάνε κυριολεκτικά, δηλαδή σωστά – αλλά το σωστό είναι ηθική κατηγορία, όχι επιστημονική, και αυτό που εννοείται απ’ το κυριολεκτικό νόημα μιας λέξης ή ενός σημείου δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκείνο που μια συγκεκριμένη ομάδα ομιλητών μιας συγκεκριμένης γλώσσας αποφάσισαν λόγω χρήσης και συμβάσεων ότι είναι το κυριολεκτικό νόημα. Ένα πράγμα που πάντα κάνει η «λογοτεχνία», σε αντίθεση με τον μη καλλιτεχνικό λόγο, είναι ο συστηματικός πειραματισμός με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού (ή σωστού και λάθους) λόγου προκειμένου να κάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε να παρουσιάζει μια δεδομένη πραγματικότητα με μεγαλύτερη ακρίβεια, πιο «συγκεκριμένα» ή πιο «δραματικά». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν μου ζητούν ένα παράδειγμα σύγχρονης λογοτεχνικής αντιμετώπισης της ιστορικής πραγματικότητας, παραθέτω το τάδε ή το δείνα μυθιστόρημα όπως την Αγαπημένη[4] της Τόνι Μόρρισον, τον Υπόγειο κόσμο του ΝτεΛίλλο ή το Αμερικανικό ειδύλλιο[5] του Ροθ: ακολουθώντας τον Μπαρτ, ονομάζω αυτά τα παραδείγματα «μυθιστορηματικές ιστοριογραφίες»[6]. Θα μπορούσα επίσης να παραθέσω το Ανάμεσα στις πράξεις[7] της Βιρτζίνια Γουλφ – όπως ερμηνεύτηκε[8] απ’ την Αγγελική Σπυροπούλου.

Α.Σ.: Στην ανάλυσή σας για τον μοντερνισμό, γράφετε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα γεγονότα, που ξεχωρίζουν στη νεωτερικότητα, τα οποία δεν μπορούν ν’ αναπαρασταθούν με τον ρεαλιστικό τρόπο που ευνοούνταν απ’ την παραδοσιακή ιστοριογραφία. Πρέπει ν’ αναπαρασταθούν με κάποιο νέο τρόπο, που προτείνεται απ’ την χωρίς πλοκή, πολυφωνική μοντερνιστική γραφή που αναστοχάζεται τη διαδικασία αφηγηματοποίησης. Ωστόσο, αυτό δε θα σήμαινε ότι θεωρείτε την ιστορική εμπειρία, το ιστορικό αναφερόμενο, προγενέστερο των μέσων αναπαράστασής του, αφού φαίνεται να γεννά την ανάγκη νέων μορφών; Και αν αυτό ισχύει, πώς συσχετίζεται με την άποψή σας ότι «το περιεχόμενο είναι η μορφή»;

Χ.Ο.: Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, αλλά όπως πολλές παρόμοιες ερωτήσεις αγνοεί τη διάκριση μεταξύ συμβάντων του παρελθόντος και ιστορικών συμβάντων. Τα συμβάντα στο παρελθόν (για τα οποία ήδη έχουν γράψει σε πολλές περιπτώσεις) είναι το «δεδομένο» με την έννοια ότι προηγούνται του ενδιαφέροντος του ιστορικού γι’ αυτά. Δεν είναι όμως όλα τα συμβάντα του παρελθόντος ιστορικά συμβάντα· πρέπει να τα επεξεργαστούμε ως πιθανά αντικείμενα μιας ειδικά «ιστορικής» ή «μυθιστορηματικής» αντιμετώπισης προτού μπορέσουν να χρησιμεύσουν ως «αναφερόμενα». Η ανάγκη για νέες μορφές ή τρόπους ή ακόμη και είδη παρουσίασης εγείρεται με την εμφάνιση συμβάντων που δεν μπορούν να ταξινομηθούν αμέσως με τους παραδοσιακούς τρόπους ταξινόμησης. Στη νεωτερικότητα, μια εξεταζόμενη περίπτωση θα μπορούσαν να είναι τα είδη των μικροσκοπικών συμβάντων που δεν μπορούν κατ’ αρχήν να παρατηρηθούν αλλά πρέπει να συναγάγουμε ότι συνέβησαν λόγω των ιχνών του συμβαίνειν τους, στους θαλάμους φυσαλίδων, για παράδειγμα, για τον υπολογισμό της διαδρομής ενός ηλεκτρονίου ή την ίδια την αρχή του σύμπαντος. Η ανάγκη για νέες μορφές παρουσίασης εγείρεται όταν κάποιος ή κάποια ομάδα «βιώνει» ένα συμβάν που η συγκεκριμένη ομάδα δεν μπορεί να το διανοηθεί ή να το εκφράσει. Να συλλάβουμε το «νόημα» ενός γεγονότος ως «ιστορικού» σημαίνει να το κατανοήσουμε ως ένα σχέδιο, ως μια μορφή του είναι εν κόσμω. Εντός αυτού που νομίζουμε πως ήδη ξέρουμε ως «ιστορική πραγματικότητα», αυτό που ο Μαρξ ονόμασε τρόπους και μέσα της παραγωγής παράγουν συμβάντα που δεν μπορεί να σκεφτεί η φιλοσοφία κανενός, όπως η καταστροφή του όζοντος γύρω απ’ τη γη. Πράγματι, η όλη ιδέα της οικο-ιστορίας θα ήταν αδιανόητη πριν απ’ τη σύγχρονη τεχνολογία.

Α.Σ.: Σε πολλά γραπτά σας, συνδέετε τη βίωση και τη δομή του τραύματος τόσο με τη μοντερνιστική τέχνη όσο και με τη νεωτερικότητα ως ιστορική περίοδο, επικαλούμενος ως πρότυπο το Ολοκαύτωμα[9]. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι, αντίστροφα, φαίνεται να προτείνετε ότι ένας μοντερνιστικός τρόπος αναπαράστασης των τραυματικών συμβάντων, που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα, αντιστέκεται στο συμβολικό κλείσιμο και την κυριαρχία του άγχους ή στην «αφηγηματική φετιχοποίηση» που αναζητούσε η ρεαλιστική αφήγηση. Θα μπορούσατε ίσως να επεξεργαστείτε αυτές τις σχέσεις γύρω απ’ αυτό που ονομάζετε «μοντερνιστικό συμβάν». Θα μπορούσατε επίσης να μας εξηγήσετε γιατί πιστεύετε ότι η βίωση του τραύματος δεν ταιριάζει στην περιγραφή της εμπειρίας του δέκατου ένατου αιώνα, για παράδειγμα, και αν το τραύμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας παραδειγματικός τόπος και τρόπος της μεταμοντέρνας ή της σύγχρονης γραφής, εκτός από τη μοντερνιστική;

Χ.Ο.: Λοιπόν, βέβαια, το «τραύμα» είναι μια έννοια που προέρχεται απ’ την ψυχανάλυση και μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε συμβάν βιώνει μια ομάδα ως αιτία αναπηρίας και ως πανταχού παρόν για μεγάλο διάστημα αφότου το συμβάν που τα προκάλεσε έχει περάσει, και απαιτεί την προσοχή σε οποιαδήποτε κατάσταση βρίσκει εαυτόν το τραυματισμένο άτομο. Η χρησιμότητα και η καταλληλότητα της έννοιας του τραύματος για τον εικοστό αιώνα έχει να κάνει όχι μόνο με το καινοφανές των μοντερνιστικών τεχνο-συμβάντων, το εύρος τους, το βεληνεκές τους, την ισχύ του σοκ που προκάλεσαν, αλλά επίσης με την ταχύτητα διάδοσης της είδησης του συμβαίνειν τους χάρη στα ηλεκτρονικά μέσα. Η μετάδοση των ειδήσεων με ζωντανές (έγχρωμες) εικόνες, ο αριθμός των εικόνων κάθε συγκεκριμένου συμβάντος και η παραβίαση της ιδιωτικότητας όσων επηρεάστηκαν από συμβάντα ακραίου χαρακτήρα, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ακραία συμβάντα απτά μ’ έναν τρόπο που η έγγραφη ή έντυπη μετάδοση δεν το κάνει. Ένα μεταμοντερνιστικό καλλιτεχνικό κίνημα όπως ο υπερρεαλισμός φαίνεται «υπερ-» πραγματικό μόνο σε αντίθεση με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε –απ’ τη σημερινή μας οπτική– ως «οικειότητα» των συμβάντων του δέκατου ένατου αιώνα όπως οι «επαναστάσεις» εκείνου του αιώνα. Η εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία, η Παρισινή Κομμούνα και ο Πόλεμος των Μπόερ φαίνονται αναδρομικά να περιέχονται σε προδιαγεγραμμένες ιστορίες. Ποιος όμως μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία της Χιροσίμα ή το Ολοκαύτωμα με τρόπο που να απονέμει δικαιοσύνη στην «ποιότητα» των δεινών που υπέστησαν χιλιάδες ανθρώπων σε μια μόνο ημέρα του «αιφνίδιου» συμβάντος.

Α.Σ.: Έχει ενδιαφέρον ότι η ιστορία είναι ένα δημοφιλές θέμα και ταυτόχρονα μια μέθοδος της σύγχρονης λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τον μοντερνισμό, η έμφαση του οποίου στη μορφή είχε ως αποτέλεσμα μια πιο αμφιλεγόμενη αναφορική σχέση με την ιστορία απ’ ό,τι συνέβαινε στο κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα. Υπερασπιστήκατε πειστικά ότι ο μοντερνισμός έχει ιστορικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, θα προσδιορίζατε κάποιες ποιοτικές διαφορές μεταξύ της μοντερνιστικής και της μεταμοντερνιστικής τέχνης στην αντιμετώπιση της ιστορίας και της ιστορικής συγγραφής;

Χ.Ο.: Ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιείται στον αγγλόφωνο κόσμο ως χλευαστικός όρος, με την εξαίρεση λίγων διανοουμένων όπως ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ[10] και περιστασιακά εμού. Ο Φρέντρικ Τζέιμσον είναι βέβαια ο συγγραφέας που μελέτησε τον μεταμοντερνισμό ως το πολιτισμικό ισοδύναμο της «πολιτισμικής λογικής του ύστερου καπιταλισμού»[11]. Κατά την άποψή του, ο μεταμοντερνισμός φανερώνει τον απόλυτο θρίαμβο του καπιταλισμού με την έννοια της εμπορευματοποίησης της κουλτούρας και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Ο μεταμοντερνισμός μ’ αυτή την έννοια είναι αυτό που ακολουθεί τον μοντερνισμό, καθ’ αυτός ένας τρόπος αυτοσυνειδησίας της εποχής που παράγεται απ’ τη σύγκρουση μεταξύ των πραγματικοτήτων των αγροτικών και των εκβιομηχανισμένων κοινωνιών. Αυτή είναι μια αρκετά διαφορετική αντίληψη απ’ την αντίληψη του μεταμοντερνισμού του Λυοτάρ[12] ως αποκήρυξης όλων των «μεγάλων αφηγήσεων» και ειδικά των αφηγήσεων της «αόρατης χείρας» και της «προόδου». Ως ιστορικός της κουλτούρας, βλέπω τον μοντερνισμό (στις τέχνες, στη μόδα, στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία, στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες κ.τ.ό.) ως μια απόκριση (και όχι απλώς αντίδραση) στον εκμοντερνισμό των κοινωνιών, δηλαδή ως μια απόκριση στον καπιταλισμό, στην εμπορευματοποίηση, στον καταναλωτισμό, στην αξία ως αξία ανταλλαγής κ.λπ. Δε βλέπω τον μοντερνισμό ως νοσταλγό ενός «κόσμου που χάσαμε» αλλά ως μια νιτσεοφανή αποδοχή του μηδενισμού που είναι εγγενής στον καπιταλισμό, στους θεσμούς και τις πρακτικές του, και ως μια δέσμευση να προχωρήσουμε εντός αυτού του μηδενισμού στην αναζωογόνηση αυτού που παραμένει πολύτιμο παρά την εμπορευματοποίηση της κουλτούρας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο μεταμοντερνισμός παράγεται απ’ την πραγματοποίηση αυτής της μηδενιστικής παρόρμησης. Προϋποθέτει την καταστροφή των παραδοσιακών πολιτισμικών θεσμών και αναρωτιέται τι μπορεί να γίνει με το «απόρριμμα» που παράγεται τώρα. Συμφωνώ με τον μακαρίτη Άρθουρ Ντάντο ότι ο Μαρσέλ Ντυσάν ήταν ο προάγγελος μιας αυθεντικά μετα-μοντερνιστικής καλλιτεχνικής πρακτικής: της τέχνης του ready-made, του objet-trouvé, του αντιγράφου και ιδιαίτερα του μηχανικά αναπαραγόμενου αντιγράφου, του ομοιώματος που ειρωνεύεται την ίδια την «τέχνη»[13]. Ενώ οι μοντερνιστές ήταν τρομοκρατημένοι απ’ την απώλεια της «ουσίας» που προκάλεσε η μοντερνιστική επιστήμη, οι μεταμοντερνιστές θεωρούν αυτή την απώλεια δεδομένη, αντιμετωπίζουν έναν κόσμο ψευδο-ουσιοποιημένων αντικειμένων, έναν σκουπιδότοπο από αντικείμενα στραγγισμένα από κάθε εγγενή αξία (αυτό εννοώ με την «απο-ουσιοποίηση»). Ο Μαρξ προσπάθησε να επαναφέρει τη σκέψη στην αξία (και την ουσιακότητα) με την υποστασιοποίηση της «εργασίας». Η μοντερνιστική τεχνολογία, που τώρα έγινε ψηφιακή, αντικαθιστά τον εργάτη με το ρομπότ και το έργο που έχει προσυσκευαστεί με την «υπηρεσία». Ο μεταμοντερνισμός αντιμετωπίζει έναν κόσμο στον οποίο η ίδια η εργασία έχει αποουσιοποιηθεί.
Μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της μεταμοντέρνας forma mentis [μορφής σκέψης] στο σύγχρονο μυθιστόρημα, στην αρχιτεκτονική (Γκέρυ)[14], στο θέατρο, στη μουσική και σε ανθρωπιστικές επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία και η πολιτική οικονομία. Όσον αφορά την ιστορία και τη συγγραφή της ιστορίας, ο μεταμοντερνισμός αποκαλύπτεται σε διάφορες «εκκεντρικές» ή μη κανονικές δραστηριότητες όπως η «queerhistory»[15], οι μετα-αποικιακές και subaltern σπουδές[16], και η οικο-ιστοριογραφία[17], η ιστοριογραφία μεγάλων δεδομένων[18] και η βαθιά ιστοριογραφία[19]. Τέτοια κινήματα όμως εξασφαλίζουν μικρή έλξη προς τους επαγγελματίες ιστορικούς στο βαθμό που τόσο το περιεχόμενο όσο και η μορφή της κανονικής ιστοριογραφίας συγκροτούνται με τέτοιο ακριβώς τρόπο ώστε να αντιστέκονται σε τέτοιες παρεκκλίσεις. Μια μεταμοντέρνα ιστοριογραφία πρέπει να ξεκινήσει όχι αντιμετωπίζοντας το αναφερόμενό της (το παρελθόν, τον «δέκατο έβδομο αιώνα», τον φεουδαλισμό, την Αναγέννηση κ.λπ.) ως δεδομένα a priori αλλά ως κατασκευές, οι κοινωνικές λειτουργίες των οποίων, την εποχή της επινόησής τους ως ιστοριολογικών αντικειμένων, είχαν στόχο να προσφέρουν γενεαλογική επιβεβαίωση του «παρόντος» ως του «πώς πρέπει να είναι τα πράγματα».

Α.Σ.: Φαίνεται να ευνοείτε τον μοντερνισμό ως λογοτεχνικό τρόπο, όμως είστε σκεπτικιστής ως προς τον ειρωνικό τρόπο στον οποίο αντιστοιχεί. Μπορεί το σήμερα να περιγραφεί ακόμα με τους όρους του μοντερνισμού;

Χ.Ο.: Μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός, σήμερα – αυτοί οι όροι, όπως όλα τα κύρια ονόματα, είναι όροι πρωτοκόλλου.

Α.Σ.: Η φορμαλιστική οπτική σας στην ιστορική σκέψη και οι (μετα)στρουκτουραλιστικές θεωρητικές συμπάθειές σας συνδυάζονται μοναδικά με τον ανθρωπισμό. Πώς εμφανίζεται η ηθική στο έργο σας; Και ποια είναι η θέση σας ως προς τις πρόσφατες διαμάχες για τη φύση της ίδιας της ανθρωπότητας;

Χ.Ο.: Ανθρωπισμός. Όσο μεγαλύτερος γίνομαι στην ηλικία, τόσο περισσότερο σκέφτομαι αυτόν τον όρο. Τείνω περισσότερο προς αυτό που η Ντόνα Χάραγουεϊ και άλλοι αποκαλούν σχέσεις «μεταξύ των ειδών» (inter-species)[20], για παράδειγμα σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ζώων όπως τα σκυλιά, τα άλογα και οι κότες. Όλες οι μορφές ανθρωπισμού καταλήγουν σε κάποιας λογής ναρκισσισμό του είδους, που δικαιολογεί την εμπορευματοποίηση όλης της φύσης και την κατανάλωσή της.

Α.Σ.: Υπάρχουν απηχήσεις της βικιανής φιλοσοφίας της παγκόσμιας ιστορίας στην «ποιητική της ιστορίας» σας, η τυπολογία των ρητορικών τρόπων που αντιστοιχούν σε στάδια της ιστορικής συνείδησης και σε περιόδους. Πώς όμως συλλαμβάνετε την κίνηση της ιστορίας;

Χ.Ο.: Η «ιστορία» δεν μπορεί να συλληφθεί με την έννοια της εύρεσης ή της ανακάλυψης της «ουσίας» της ανθρώπινης εξέλιξης στον πλανήτη γη. Βέβαια, μπορούμε να συνομολογήσουμε στο τι εννοούμε με την «Ιστορία», αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με την εμπειρικιστική ιδεολογία που λειτουργεί ως ορθοδοξία για τους σύγχρονους επαγγελματίες ιστορικούς. Η συνομολόγηση της έννοιας για τους βασικούς όρους σε μια ιστοριογραφία είναι αυτό που προκαλεί τις «μεγάλες αφηγήσεις» του είδους που οι μεταμοντερνιστές, σύμφωνα με τον Λυοτάρ[21], πρέπει να αποφεύγουν. Η «κίνηση της ιστορίας» είναι μια μεταφορική έκφραση που απαιτεί να ονομάσουμε την ουσία αυτού που αποκαλούμε «ιστορία», το οποίο υποτίθεται ότι μπορεί να «κινηθεί». Απ’ τη στιγμή που υποστασιοποιούμε την «ιστορία», μπορούμε να την παρουσιάζουμε ως ικανή για κάθε είδους κινήσεις, περιλαμβανομένων των δράσεων ή της κίνησης που προκαλείται από πρόθεση. Μπορούμε τότε να προχωρήσουμε στη χαρτογράφηση ενός «δρόμου» γι’ αυτή την κίνηση, να θέσουμε ένα τέλος, έναν σκοπό ή έναν προορισμό του «ταξιδιού» της κ.λπ. Ο Μπένγιαμιν λέει ότι η ιστορία φτάνει σε μια «ακινητοποίηση», έτσι δεν είναι; Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο να κυριολεκτούμε σε όλα αυτά. Μπορούμε να παραμείνουμε εντός του μεταφορικού, όπως έκανε ο Σπένγκλερ στην Παρακμή της Δύσης[22]. Περισσότερο από μια αντίληψη της ιστορίας ως κίνησης, πρέπει να μιλάμε για σχήματα της ιστορίας (όπως προαναφέραμε, το βιβλίο ενός πρόσφατου βιβλίου του Ζακ Ρανσιέρ)[23] και σχήματα της κίνησης. Έτσι έχουμε την αλληγορία. Αλληγορίες της ιστορίας – με αυτό δεν ασχολούνται όλοι οι μεταμοντερνιστές μυθιστοριογράφοι; Διαβάστε το μυθιστόρημα της Τόνι Μόρρισον, την Αγαπημένη, μ’ αυτό τον τρόπο.
ΣΗΜΕΊΩΣΗ: Η συνέντευξη του Χέιντεν Ουάιτ (Hayden White, 1928) που δημοσιεύουμε εδώ δόθηκε στην Αγγελική Σπυροπούλου για το περιοδικό Synthesis (http://synthesis.enl.uoa.gr/). Δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του περιοδικού (Φθινόπωρο 2015) στα αγγλικά.
[1] Αναφορά στο πρόσφατο βιβλίο (Figures de lhistoire, PUF, σειρά «Travaux Pratiques», Παρίσι‎, 2012.) του Γάλλου, πρώην αλτουσεριανού, φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ (Jacques Rancière, Αλγέρι 1940), γνωστότερου για τη συμμετοχή του στον συλλογικό τόμο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο (L. Althusser, É. Balibar, R. Establet, P. Macherey, J. Rancière, Ελληνικά Γράμματα, 2003). Στα ελληνικά κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία του: Ο χειραφετημένος θεατής (μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2015), Ο μερισμός του αισθητού: αισθητική και πολιτική (μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, 2012), Το μίσος για τη Δημοκρατία: Πολιτική, Δημοκρατία, Χειραφέτηση (μτφρ.-επίμετρο Βίκυ Ιακώβου, Πεδίο, 2010), Ο αδαής δάσκαλος: Πέντε μαθήματα κοινωνικής χειραφέτησης (μτφρ. Δάφνη Μπουνάνου, Νήσος, 2008)· κείμενά του φιλοξενούνται και σε συλλογικούς τόμους (Τι είναι λαός, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2014, Συζητήσεις με φιλοσόφους, Μελάνι 2008).
[2] Βλ. Ντον ΝτεΛίλλο, Υπόγειος Κόσμος, Έφη Φρυδά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.
[3] Αναφορά στο τελευταίο βιβλίο (The Rhetorical Foundations of Society, Verso, 2014) του Αργεντινού μεταμαρξιστή φιλοσόφου Ερνέστο Λακλάου (Ernesto Laclau, 1945-2014). Στα ελληνικά είναι προσιτά τα βιβλία του Πολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία: Καπιταλισμός, λαϊκισμός, φασισμός (μτφρ. Γρηγόρης Ανανιάδης, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1983) και Για την επανάσταση της εποχής μας (μτφρ.-εισαγ. Γιάννης Σταυρακάκης, Νήσος, 1997).
[4] Βλ. Τόνι Μόρισον, Αγαπημένη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Νεφέλη, 1989.
[5] Βλ. Φίλιπ Ροθ, Αμερικανικό Ειδύλλιο, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Πόλις, 2010.
[6] Ο όρος που χρησιμοποιεί εδώ ο Ουάιτ είναι «novelesque history». Με τον όρο «novelesque», που δανείζεται απ’ τον Ρολάν Μπαρτ, εννοεί τη «μυθιστορηματικότητα» ενός ιστορικού κειμένου, δηλαδή τη χρήση της μυθιστορηματικής μορφής για την παρουσίαση ενός ιστορικού περιεχομένου. Για τις σχέσεις μυθιστορήματος και Ιστορίας στον Μπαρτ βλ. πρόχειρα το «Γραφή του μυθιστορήματος», στο Ρολάν Μπαρτ, Ο Βαθμός μηδέν της γραφής. Νέα Κριτικά Δοκίμια, μτφρ. Κατερίνα Χατζηϊακώβου, Εκδόσεις Ράππα, 1983, σελ.: 32-42, όσο για την έννοια του «μυθιστορηματικού» που διατρέχει τη σκέψη του βιρτουόζου Γάλλου φιλοσόφου βλ. στα ελληνικά «Το ιερογλυφικό», στο Roland Barthes, Σαντ, Φουριε, Λογιόλα, μτφρ. Ιωάννα Ευσταθιάδου Λάππα, Εκδόσεις Άκμων, σελ. 113-117: 115: «Ο Φουριέ, βέβαια, εργάζεται πάνω σε μια αντιληπτική ύλη της οποίας η σύσταση αρνείται αυτήν την αντίθεση κι είναι η σύσταση του θαυμάσια πραγματικού. Αυτό το θαυμάσιο πραγματικό αντιτίθεται στο ιδανικό θαυμάσιο των διηγημάτων· αντιστοιχει σ’ εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σ’ αντίθεση με το διήγημα, το μυθιστορηματικό».
[7] Βλ. Virginia Woolf, Ανάμεσα στις πράξεις, μτφρ. Κωνσταντινα Τριανταφυλλοπούλου, Μεταίχμιο, 2008.
[8] Βλ. Αγγελική Σπυροπούλου, Virginia Woolf, Modernity and History: Constellations with Walter Benjamin, ό.π.
[9] Το ζήτημα επανέρχεται συχνά στο έργο του Ουάιτ. Βλ. σχετικά το εξαιρετικό δοκίμιο «Ένοχος ιστορίας; Η μακρά διάρκεια του Paul Ricoeur» στο Λογοτεχνική θεωρία και ιστορική συγγραφή, όπ.παρ., σελ.: 247-292 (= «The Books’ Journal», τχ. 36, Οκτώβριος 2013, σελ. 84-94).
[10] Βιβλία του αμερικανού νεοπραγματιστή φιλοσόφου Ρίτσαρντ Ρόρτυ (Richard Rorty, 1931-2007) είναι προσιτά και στα ελληνικά: Η αριστερή σκέψη στην Αμερική του 20ού αιώνα (μτφρ. Θάνος Χατζόπουλος, Πόλις, 2000), Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης (μτφρ. Πάρις Μπουρλάκης, Γιώργος Φορτούνης, επιμ. Φιλήμων Παιονίδης, Κριτική, 2001), Τυχαιότητα, ειρωνεία και αλληλεγγύη (μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, 2002). Βλ. επίσης τη συμμετοχή του στην απολαυστική συζήτηση στο Umberto Eco, Stefan Collini, Richard Rorty κ.ά., Ερμηνεία και υπερερμηνεία, επιμ. Θεοδόσιος Ν. Πελεγρίνης, μτφρ. Αναστασία Παπακωνσταντίνου, Ελληνικά γράμματα, 1997.
[11] Βλ. την κλασική μελέτη του Φρέντρικ Τζαίημσον (1934): Fredrick R. Jameson, Το μεταμοντέρνο ή Η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, Νεφέλη 1999. Άλλα βιβλία του στα ελληνικά: Μια μοναδική νεωτερικότητα. Δοκίμιο για την οντολογία του παρόντος (μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, Αλεξάνδρεια, 2007), Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος. Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία και άλλες επιστημονικές φαντασίες (μτφρ. Μιχάλης Μαυρωνάς, Τόπος, 2008), και Φαντασιακό και συμβολικό στον Λακάν. Μαρξισμός, ψυχαναλυτική κριτική και το ζήτημα του υποκειμένου (μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Επέκεινα, 2015). Το πρώτο από αυτά έχει παρουσιαστεί από την Αγγελική Σπυροπούλου: βλ. «Από τη νεωτερικότητα στην ουτοπία. Η αποδέσμευση από το μοντέρνο», «Ελευθεροτυπία/ Βιβλιοθήκη» τχ. 517, 29.8.2008.
[12] Για τον εμβληματικό στη ιστορία του μεταμοντέρνου Γάλλο φιλόσοφο, κοινωνιολόγο και θεωρητικό της λογοτεχνίας Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ (Jean-François Lyotard 1924-1998) βλ. στα ελληνικά: Φαινομενολογία (μτφρ. Ιουλιέτα Ράλλη, Καίτη Χατζηδήμου, Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1985), Με την υπογραφή Μαλρώ (μτφρ. Οντέτ Βαρών- Βασάρ, Καστανιώτης, 1998), Η μεταμοντέρνα κατάσταση (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, 2008), Ο φιλόσοφος και ο επιμελητής (μτφρ. Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος, Prinicipia, 2011). Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το τομίδιο με τα χαμένα μαθήματα εισαγωγής στη φιλοσοφία που έδωσε ο Λυοτάρ το 1964: Γιατί να φιλοσοφούμε; (μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, Vesta, 2014).
[13] Για τον αμερικανό αναλυτικό φιλόσοφο της τέχνης και τεχνοκριτικό Άρθουρ Ντάντο (Arthur C. Danto, 1924-2013) «Ο Ντυσάν δεν αρκέστηκε να θέσει το ερώτημα “Τι είναι τέχνη;” αλλά, μάλλον, “Γιατί κάτι είναι ένα έργο τέχνης, όταν κάτι ακριβώς ίδιο δεν είναι;”» και στάθηκε προάγγελος της μεταμοντερνιστικής πρακτικής. Βλ. Arthur Danto, The Philosophical Disenfranchisement of Art (New York: Columbia University Press, 1986), σ. 14-15. Βλ. επίσης στα ελληνικά Arthur C. Danto, Τι είναι αυτό που το λένε τέχνη, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Μεταίχμιο, Αθήνα 2014.
[14] Φρανκ Γκέρυ (Frank Owen Gehry, 1929): Καναδοαμερικάνος αρχιτέκτονας πολλών αναγνωρισμένης αξίας κτηρίων, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο και πρόσφατα (2014) του μουσείου του Ιδρύματος Louis Vuitton στο δάσος της Βουλώνης.
[15] Στο πλαίσιο των μεταστρουκτουραλιστικών σπουδών φύλου η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των σεξουαλικών, μη ετεροφυλικών μειονοτήτων (LGBT).
[16] Στις μετααποικιακές σπουδές ο όρος αναφέρεται στους πληθυσμούς που είναι κοινωνικά, πολιτικά και γεωγραφικά εκτός της ηγεμονικής δομής εξουσίας μιας αποικίας. Ο όρος, που προέρχεται από την εργασία του Αντόνιο Γκράμσι για την πολιτιστική ηγεμονία και τις ομάδες που αποκλείονται από τις καθιερωμένες δομές μιας κοινωνίας, καθιερώθηκε στον χώρο των μετααποικιακών μελετών από το έργο μιας ομάδας Νοτιασιατών μελετητών (Subaltern Studies Group / SSG ή Subaltern Studies Collective) με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία και τον πολιτισμό μετααποικιακών κοινωνιών, κυρίως, αυτών της Νοτίου Ασίας. Ως γενικότερος όρος αναφέρεται σε όσους ιστορικούς ή μελετητές μοιράζονται κοινές απόψεις και μεθόδους (ενδιαφέρον για την ιστορία των μαζών αντί αυτής των οικονομικών ή πολιτικών ελίτ κτλ.).
[17] Ιστοριογραφική τάση που εμφανίζεται στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα προσελκύοντας μελετητές από διάφορους τομείς (βιολόγους, ανθρωπολόγους, αρχαιολόγους και ιστορικούς), η «ecological historiography» ή «eco-historiography» είναι η μελέτη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων και των κοινωνιών με το περιβάλλον κατά τη διάρκεια του χρόνου. Πρόδρομη προσπάθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο του Άγγλου ιστορικού και φιλοσόφου της Ιστορίας Άρνολντ Τζ. Τόινμπυ (Arnold J. Toynbee, 1889-1975) Το ανθρώπινο είδος και η Μητέρα Γη. Μια Αφηγηματική Ιστορία του Κόσμου (Mankind and Mother Earth. A Narrative History of the ςorld) που εκδόθηκε μετά θάνατον το 1976.
[18] Η «big data historiography» είναι η ιστοριογραφία που αξιοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία για να αναλύσει και να επεξεργαστεί τεράστιο πλήθος δεδομένων.
[19] Η «deep historiography» μελετά το απώτατο παρελθόν του ανθρώπινου είδους συνδυάζοντας τα δεδομένα πολλών επιστημών ώστε να γράψει μια αφήγηση για τις απαρχές της ανθρωπότητας.
[20] Βλ. το τελευταίο βιβλίο (When Species Meet, Posthumanities 3, University of Minnesota Press, 2007) της Αμερικάνας πρωτοποριακής φιλοσόφου και φεμινίστριας Ντόνα Χάραγουεϊ (Donna Jeanne Haraway, 1944). Βλ. στα ελληνικά τη μελέτη της Ανθρωποειδή κυβόργια και γυναίκες: Η επανεπινόηση της φύσης, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014.
[21] Βλ. την κλασική πλέον μελέτη του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, όπ. παρ.
[22] Αναφορά στη μνημειώδη μελέτη (1918) του Γερμανού ιστορικού και φιλοσόφου Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler, 1880-1936) Η παρακμή της Δύσης. Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας Ιστορίας: Μορφή και πραγματικότητα, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Τυπωθήτω, 2003.
[23] Ό.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: