Από πολύ νωρίς ο Ουμπέρτο Έκο έλκεται από την ιστορική διαμάχη νάνων και γιγάντων. Ήδη στη διπλωματική εργασία του υπό τον τίτλο Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη που εκδίδεται το 1956, καταλήγει με έναν αφορισμό που δανείζεται από τον Βερνάρδο της Σαρτρ, σύμφωνα με τον οποίο «Είμαστε νάνοι στους ώμους γιγάντων». Αργότερα, καθ' όλη τη διάρκεια της εκπληκτικής και ιδιαίτερα αξιοθαύμαστης πορείας του στη φιλοσοφία, στα γράμματα και στην επιστήμη της Σημειωτικής, ο Έκο θα βρει πολλές φορές την ευκαιρία να προσεγγίσει το νευραλγικό αυτό θέμα, άλλοτε πλέκοντας το εγκώμιο των δικών του γιγάντων (π.χ. του Αριστοτέλη, του Ραμπελέ, του Μπαχτίν, του Μπόρχες, του Τζόις, του μεγάλου αντιδραστικού Νίτσε κ.α.) και άλλοτε σχολιάζοντας με το απαράμιλλο χιούμορ του τους νάνους της κάθε εποχής.
Για τον Έκο η διαμάχη νάνων και γιγάντων είναι ένα μόνο κεφάλαιο της δυναμικής σύγκρουσης ανάμεσα στους πατέρες και στους γιούς (ανάμεσα, δηλαδή, στις διαφορετικές γενιές), το ξεκίνημα της οποίας δεν πρέπει να το αναζητήσουμε στον δωδέκατο αιώνα (όπου και διατυπώθηκε ο αφορισμός του Βερνάρδου),αλλά πολύ πιο πίσω- στις απαρχές του κόσμου. Μέσα από αυτή την προαιώνια διαλεκτική σύγκρουση, υπογραμμίζει ο Έκο, προχωρούν οι τέχνες ,τα γράμματα, η γλώσσα, ο πολιτισμός, η ιστορία. Υπάρχουν περίοδοι στην ιστορία της ανθρωπότητας στις οποίες επικρατούν οι γίγαντες, άλλες στις οποίες κυριαρχούν οι νάνοι, άλλες στις οποίες οι γίγαντες σέβονται τους νάνους και άλλες στις οποίες τους αγνοούν, με όλα, όσα αυτές οι σκληρές συγκρούσεις συνεπάγονται.
Το αποκορύφωμα αυτών των σφοδρών συγκρούσεων, παρατηρεί ο Έκο στο έξοχο δοκίμιό του «Στους ώμους γιγάντων» (που περιέχεται στο βιβλίο του Με το βήμα του κάβουρα),θα το συναντήσουμε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Την περίοδο αυτή, οι επαναστατικές πρωτοπορίες δηλώνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την έλλειψη σεβασμού τους προς το παρελθόν. Και αυτή η έλλειψη σεβασμού δεν εκφράζεται μόνο με τη νίκη του αγωνιστικού αυτοκινήτου απέναντι στη Νίκη της Σαμοθράκης ή τη δολοφονία του φεγγαρόφωτου, αλλά, κυρίως, με τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται σε όλες τις τέχνες. Στη ζωγραφική, λόγου χάρη, όπου κυριαρχεί η κυβιστική αποσύνθεση των μορφών και η διαδρομή από την αφαίρεση στο λευκό τελάρο. Στη μουσική, όπου ακόμη και τα τελευταία ίχνη της μελωδίας αντικαθίσταται από τον θόρυβο και τη σιωπή. Στην αρχιτεκτονική, όπου η επικράτηση του κτηρίου ως στήλης και της μινιμαλιστικής τέχνης είναι απόλυτη. Και βέβαια στη λογοτεχνία, όπου η καταστροφή της αφηγηματικής ροής και των αφηγηματικών χρόνων οδηγεί βαθμιαία στα κολάζ και στη λευκή σελίδα.
Αλλά και μέσα από τη σκόνη αυτών των ανελέητων συγκρούσεων ανάμεσα στους νέους και τους παλαιούς γίγαντες, τονίζει ο Έκο, αναδύεται ο σεβασμός του νάνου. Και αυτό το βλέπουμε τόσο στον Πικάσο, ο οποίος στην προσπάθειά του να παραμορφώσει με την τέχνη του το ανθρώπινο πρόσωπο, εκκινεί τη μελέτη του από τα κλασικά και τα αναγεννησιακά πρότυπα, ανασύροντας τελικά στο προσκήνιο τους αρχαίους μινώταυρους, όσο και στον Ντισάν που προσθέτει ένα μουστάκι στην Τζοκόντα ή στον Μαγκρίτ ο οποίος προκειμένου να αρνηθεί ότι αυτό που απεικονίζεται στον πίνακά του είναι μια πίπα, ζωγραφίζει μια πίπα με τον πλέον ρεαλιστικό, σχολαστικό τρόπο. Τέλος, η μεγάλη επαναστατική καινοτομία του Τζόις στο μυθιστόρημα, πραγματοποιεί τη ρήξη με το παρελθόν, βασιζόμενη στο Ομηρικό πρότυπο.
Και ερχόμαστε τώρα στο μεταμοντέρνο. Σύμφωνα με τον Έκο, το μεταμοντέρνο γεννιέται ως αντίδραση απέναντι στον δεύτερο παράκαιρο στοχασμό του Νίτσε Ωφέλεια και μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή ,στον οποίο ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος καταγγέλλει τις βλαβερές συνέπειες που έχει στη ζωή των ανθρώπων η υπερβολική ιστορική συνειδητοποίηση. Και αφού αυτή η υπερβολική ιστορική συνειδητοποίηση δεν μπορεί να παραμεριστεί (ή τουλάχιστον δεν μπορεί να παραμεριστεί εντελώς), οι επαναστατικές πρωτοπορίες κάνουν έναν ελιγμό στρατηγικής φύσεως: αποδέχονται το άγχος της επίδρασης και αποφασίζουν να επισκέπτονται σε τακτά χρονικά διαστήματα το παρελθόν, δήθεν για να αποτίσουν ένα φόρο τιμής σε αυτό, στην πραγματικότητα όμως για να το επανεξετάσουν μέσα από την απόσταση και την ασφάλεια που δημιουργεί η ειρωνεία.
Όμως στη μεταμοντέρνα εποχή μας, λέει ο Έκο, οι αλλαγές που συντελούνται είναι πολύ μεγάλες, απρόβλεπτες και ως ένα μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες. Η απίσχνανση (ίσως και η εξάλειψη) των ιδεολογιών, η δυσκολία να διαχωρίσει κανείς με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο τη Δεξιά από την Αριστερά, τους συντηρητικούς από τους προοδευτικούς, έχουν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση κάθε σύγκρουσης μεταξύ των γενεών. Με άλλα λόγια: σήμερα οι νέοι δεν επιθυμούν την πατροκτονία, ούτε οι πατέρες διακατέχονται από το σύνδρομο του Κρόνου.
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί (προσωρινά;)μιαν αμηχανία, ένα κενό. Και παρ'όλο που (όπως υποστηρίζει ο Έκο ),είναι εξαιρετικά δύσκολο να προφητεύει κανείς το μέλλον στους καιρούς μας, αφού δεν μπορεί να γνωρίζει επαρκώς ή να κατανοεί τις πονηριές της Λογικής και τις αδιόρατες συνομωσίες του Zeitzgeist, καταλήγει σε ένα υποθετικό συμπέρασμα: «Ίσως», λέει «μες στη σκιά να τριγυρνούν ακόμη γίγαντες, έτοιμοι να καθίσουν στις δικές μας πλάτες, τις πλάτες των νάνων».
Νομίζω ότι ένας από αυτούς τους γίγαντες είναι και ο πληθωρικός Πιεμοντέζος Ουμπέρτο Έκο. Και αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα όλοι εμείς οι σύγχρονοι νάνοι μετά τον θάνατό του, είναι, αφού πρώτα αφομοιώσουμε το δίδαγμά του, να προσπαθήσουμε στη συνέχεια να ξεφύγουμε από τη σκιά αυτού του πνευματικού γίγαντα (φυσικά και των άλλων γιγάντων) και να καθίσουμε στις πλάτες τους. Μόνον έτσι, θα μπορέσουμε να δούμε πιο καθαρά και να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο που μας περιβάλλει!