ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΥΜΠΕΡΗ
  • H Aυγή, 04.07.2015
ΑΝΤΙ-ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, Αντικαραγκιόζης ο Μέγας, επανέκδοση, εισαγωγή Συμεών Σταμπουλού, Εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 96

Το 1977 -όψιμα θα έλεγε κανείς, εν σχέσει προς το υπόλοιπο έργο του, αν και το θέμα τον είχε απασχολήσει και σε προηγούμενα διηγήματά του- ο Σκαρίμπας εκδίδει τον "Αντικαραγκιόζη το Μέγα", όπου και πάλι, όπως μας έχει συνηθίσει, δεν θα κάνει τίποτα κλασσικό, αλλά θα συνεχίσει τις ανατροπές και τις αποδομήσεις που προτιμούσε, από πεποίθηση συγγραφική και από ιδιοσυγκρασία.
Και τι πιο συμβατό ήρωα θα μπορούσε να βρει για τη γραφή του τώρα, παρά τον κατ' εξοχήν αποδομητή των πάντων, περιγελαστή και διακωμωδητή της καθεστηκυίας τάξης Καραγκιόζη και μάλιστα όταν αντιπροσωπεύεται από τον μισητό κατακτητή Πασά, στον οποίο όμως οφείλεται η εξ ανάγκης υπακοή; Φαινομενικώς βέβαια, διότι με τις ενέργειές και τα λόγια του, ο ταλαίπωρος, κατά τα άλλα, εκπρόσωπος των ανδρεικέλων -και άρα των δούλων συμπατριωτών του- γελοιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις , φέρνει τα πάνω-κάτω, τιμωρός-τιμωρούμενος και πρωταγωνιστής αθωότητας. Αθώος διότι ταυτοχρόνως γνωρίζει να σαρκάζει πρώτα τον εαυτό του.
Ο Σκαρίμπας λοιπόν παίρνει το κατ' εξοχήν αυτό αποδομητικό θέμα και του προσθέτει και άλλον νεωτερισμό. Αφηγηματικά μέρη ανάμεσα στους διαλόγους και μάλιστα με το γνωστό ιδίωμα της σκαριμπικής γραφής, την ανατρεπτική γλώσσα με τις συντακτικές και άλλες εκτροπές από τον κανόνα, τις δάνειες λέξεις από άλλες γλώσσες με ταυτόχρονη ελληνοποίηση, την ευρηματική δική του γλωσσοπλασία, τους ασυνήθιστους ρηματικούς χρόνους κλπ. Τα αφηγηματικά αυτά μέρη είναι βέβαια βοηθητικά των επεισοδίων που ακολουθούν, αλλά νομίζω και ένας χώρος ξετυλίγματος του συγγραφικού του ταλέντου, το οποίο με τα διαλογικά μέρη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί όσο έπρεπε και ο Σκαρίμπας είναι τεχνίτης του λόγου, που δεν ησυχάζει, εάν δεν τον θέσει υπό έλεγχο (είναι γνωστές άλλωστε και οι πολλαπλές διορθώσεις του, σε έργα που επανεκδόθηκαν). Ο χώρος στα αφηγηματικά αυτά μέρη -εκτός από πραγματικός, της πτωχείας και της ανάγκης, αλλά και των ποικίλλων περιπετειών- γίνεται ταυτοχρόνως και ένας χώρος ονείρου, όπως και σε άλλα του βιβλία μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας: "Και μόνο της Φατμέ Χανούμ θα σύριζαν, σαν νέας Ίσιδας, οι πέπλοι... θά 'μοιαζε με κάνα σπάνιο πουλί των Οθωμανικών Παραδείσων...", ρηματικοί χρόνοι -πιστεύω- που τοποθετεί για να δηλώσει ότι τα περιγραφόμενα συμβαίνουν και όχι (και πάντως ναι στο σαράι της φαντασίας του).
Ο παράδοξος ήρωας λοιπόν του θεάτρου σκιών, ο Καραγκιόζης, "κάτι μεταξύ σκύλαρου ή γάιδαρου στα πισινά ορθωμένου, ένας να πούμε ονοκέφαλος των παραδοξολογιών των Αιγυπτίων" (όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όταν επιχειρείται η περιγραφή του). Αλλά τι διαφορετικό θα περιμέναμε από τον Σκαρίμπα; Δεν είναι όλα τα έργα του υπερπλήρη από παράδοξους ήρωες; Παράδοξους ήρωες, αντιήρωες, θα λέγαμε, διότι τίποτα το ηρωικό δεν έχει ο καρπαζοεισπράκτορας και αιωνίως πειναλέος Καραγκιόζης. Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς υπαρξιακά ηρωική τη διαρκή του ελπίδα, τον αγώνα για ζωή, μαζί με τις γκάφες του και τα παθήματα και τότε ο γελοίος αυτός, με όλα τα ελαττώματά του, να θεωρηθεί ταυτολογία του ανθρώπου, παλαιστής και κονταρομάχος της προγεγραμμένης μοίρας του. Και οι λέξεις του τίτλου -με σαφείς αναφορές στα προηγηθέντα έργα "Αντικαραγκιόζης" του Σπύρου Κοκκίνη (που εστιάζεται στις αρνητικές κριτικές κάποιας εποχής για το θέατρο σκιών στην Ελλάδα) και "Καραγκιόζης ο Μέγας" του Φώτου Πολίτη- ίσως -στη σύνθεσή τους- σημαίνουν τον αντιήρωα των περιπετειών του βίου στην υπαρξιακή μεγαλοσύνη του.
Πάντως, πιο προφανώς, δείχνουν τον αντιπρόσωπο του καταπιεζόμενου Έλληνα, που με τη μαεστρία, την εφευρετικότητα, την αισιοδοξία και τη δίψα του για ζωή, υπερβαίνει τη μοίρα του σ' ένα εχθρικό περιβάλλον και προωθεί, όπως μπορεί, τη συνέχεια του γένους. Ωστόσο, μήπως και άλλα σημεία της υπόθεσης του έργου θα ενίσχυαν τις προηγούμενες σκέψεις μας περί υπαρξιακής σημειολογίας αλά Σκαρίμπα; Ας δούμε πχ το σημείο: "Και φεύγοντας, άλλο δεν σκέφτονταν, παρά την πρωινή του ανυπαρξία: όταν σε πλάκα (καρτόνι) έμνεσκε χωρίς ονοματεπώνυμο και πρόσωπο, χωρίς αγαπητιλίκια και συγχύσεις... ήρθε η ζωή και του διατάραξε την πεπρωμένη του γαλήνη... του στέρησαν αυτουνού τη χαρτονένια του ευτυχία" διαβάζουμε όταν περιγράφεται η κατασκευή του Καραγκιόζη από χαρτόνι. Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ ποιητικές αναλογίες με το στίχο από το ποίημα "Προμηθέας Λυόμενος" του Κώστα Στεργιόπουλου: "κι αφού το όλο σκηνικό είναι από χαρτόνι...", καθώς και των "Ανδρεικέλων" του Καρυωτάκη που είναι "από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό ". Μα και του ίδιου του Σκαρίμπα ένας στίχος, όπου οι ήρωες "κρεμασμένοι ...σ' ένα σπάγκο...ριχτοί...να λικνίζονται", δεν αποτελεί μια ταυτολογία του χάιντεγκεριανού "είναι ριγμένου στον κόσμο"; Ναι, με λίγο σπιρτάδα παραπάνω, θα έλεγα, στη διεκδίκηση του καθημερινού ψωμιού. Το λαθρεμπόριο επίσης που είναι η υπόθεση του πρώτου έργου (ο Καραγκιόζης λαθρέμπορας, κωμωδία σε δυο πράξεις), είναι λαθρεμπόριο ρολογιών "σαν τρωκτικά που μόνο μάσαγαν τα πάντα μες στην πόλη". Το ρολόι -ο μετρητής του χρόνου- είναι ένα μοτίβο του Σκαρίμπα που το συναντάμε και αλλού, π.χ. στο "Σόλο του Φίγκαρο" διαβάζουμε: "Έκλαιγε σφίγγοντας ένα ξυπνητήρι στο χέρι του (κουλό= με χωρίς δείχτες στην πλάκα).Έκλαιγε... το χορό των βαλβίδων, την εξαφάνιση του χρόνου μες στα πράγματα, το ακατανόητο της ύλης ... Τι γίνηκε η απόσταση , ω φίλε;".
Χρόνος, χώρος, ύλη, είναι πραγματικότητα "πραγματική" λοιπόν, ή αυτή που κάθε φορά εμείς πλάθουμε με τη σκέψη και τα όνειρά μας; Μάλλον το δεύτερο φαίνεται να ενστερνίζεται με τα έργα του ο Σκαρίμπας και με όλες τις περίεργες περσόνες και γεγονότα που κατασκευάζει. Αλλά ταυτοχρόνως κινούνται οι ήρωές του και στον χώρο του χειροπιαστού. Στον (αντι)Καραγκιόζη, όπως και νωρίτερα στην αριστοφανική κωμωδία, ή στη σημερινή επιθεώρηση, δίνεται ευκαιρία να θιγούν θέματα επικαιρότητας των καιρών (του) και κακώς κείμενα, όπως "εκεί τους ψύλλους δεν τους διώχνουνε παρά τους βόσκουνε στα γρασίδια...Κι όταν ψηλώσουν μέχρι το ένα και ενενήντα πέντε ανάστημα, γίνονται καθηγητές Πανεπιστημίου", ή "Τώρα θα εγγραφούμε και στο ΙΚΑ, θα μπει οχτάωρο (για το καθισιό)", ή "ο ευαγγελικός κύριος Ζωδιάτης θα μου αναγνώσει από το Ευαγγέλιο", ή "δώσ' του φασιανούς απ' τους Νιάρχους "κ.λπ. Ή επίσης υποδόρια διοχετεύονται πεποιθήσεις, πχ στο δεύτερο (από τα δυο συνολικά) έργο του βιβλίου, στον "Καραγκιόζη Γαβγαγόπουλο" -κωμωδία μονόπραχτη, όπως χαρακτηρίζεται- αυτός που παριστάνει το σκύλο του Αγά πρέπει να προσέχει, γιατί κινδυνεύει να τον ξεκάνουν οι δικοί του.
Ένας Καραγκιόζης λοιπόν επιδειξίας της γραφής μάλλον, όχι τόσο για τον μπερντέ. Καραγκιόζης για ενήλικες. Διότι "πώς λέγεται ένα φαΐ που αρχίζει από φρίκη;" Μάλλον δεν θα ήταν η κλασική γλώσσα που θα περίμενε κανείς, σε μια παράσταση για παιδιά -όπως εξελίχθηκε τελικά το θέατρο σκιών- όπου εξ ίσου θυμόσοφα πράγματα μπορεί να λέγονται, αλλά με πιο απλά λόγια. Να μην υποστηρίξω λοιπόν, ότι ο Σκαρίμπας και πάλι μας εξαπολύει την πρωτοτυπία του, προσδίδοντας μια μορφή λογοτεχνική, σε ένα είδος που είχε ήδη αρχίσει να ξεχνιέται σαν ζωντανό δρώμενο σε γειτονιές και αυλές, υποσκελισμένο από άλλες μορφές θεαμάτων; Και όπως στην εισαγωγή του βιβλίου ο Συμεών Σταμπουλού -μαζί με άλλα ενδιαφέροντα- επισημαίνει, ο ίδιος ο Σκαρίμπας δημοσίευσε σε έντυπα κατά καιρούς σχετικά με την παραμελημένη υπόθεση του Καραγκιόζη. Αλλά και έργω ασχολήθηκε με παραστάσεις στο πανί για τα παιδιά της γειτονιάς, με αυτοσχέδιες μάλιστα φιγούρες που παρουσιάζονται και στο βιβλίο. Είναι προφανές, ότι ήθελε ο συγγραφέας και εδώ να υπογραμμίσει τη σημασία της διατήρησης του Καραγκιόζη και του λαϊκού θεάτρου σκιών -ως ιστορικοκοινωνικού δείκτη- στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου και με καινούρια κειμενικά μάτια εκθέτοντας το θέμα του, προσπάθησε να ανοίξει και τα δικά μας. Η -μετά από δεκαετίες- επανέκδοση λοιπόν αυτή, θα παραμείνει ιστορικοφιλολογική, ή μήπως αποτελέσει αφορμή για μια νέα συζήτηση περί της σκοπιμότητας του είδους αυτού του θεάτρου στις σημερινές συνθήκες;

Κυριακή Αν. Λυμπέρη είναι ποιήτρια