[Οδυσσέας]
του ΄Αλφρεντ Λορντ Τέννυσον
Ανάξιο
είναι στην ήρεμη γωνιά μου,
σαν οκνός
βασιλιάς στ’ άγονα βράχια,
στο πλάι
γριάς συμβίας,
να
μοιράζω άνισους νόμους σε τραχιούς
ανθρώπους
που τρώνε, θησαυρίζουν
και
κοιμούνται και δε με νιώθουν.
Δεν μπορώ
να πάψω να ξεκινάω
για νέα
ταξίδια πάντα.
Θέλω να
πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Έχω χαρεί
πολύ, πολλά υποφέρει μονάχος μου
ή μ’
αυτούς που μ΄αγαπούσαν,
έξω σ’
ακρογιαλιές ή όταν μπουρίνια
ξεσπούσανε
κι οι Δωδωναίες οι Νύμφες
τη
σκοτεινή τη θάλασσα ταράζαν.
Στης
φήμης τα φτερά ζει τ’ όνομά μου,
κ’ η
αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα
διψάει, κι ας γνώρισα κι ας είδα
σ’ άλλες
χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνούνε.
Κ’ εγώ
μικρός δεν είμαι, αφού με αγάπη
με
τίμησαν παντού κι έχω γνωρίσει την ηδονή
της μάχης
πολεμώντας στης Τροίας
της
ανεμόδαρτης τους κάμπους τους βουερούς
μαζί με
τους συντρόφους. Απ’ όσα γνώρισα
είμ’ εγώ
ένα μέρος, μα ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω
λες και
μοιάζει με θόλο αψιδωτό που ανάμεσό του
φαντάζει
κόσμος άγνωστος και πάντα τα σύνορά του,
όσο
σιμώνω, σβήνουν. Δεν αξίζει κανείς
να
σταματάει, να μη λάμπει σε δράση
να
σκουριάζει, γιατί δε φτάνει μόνο ν’ ανασαίνεις.
Τα χρόνια
της ζωής μας είναι λίγα, και τώρα ζωή
λίγη μου
απομένει, μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ’ την
παντοτεινή σιωπή ν’ αδράξεις,
πολλά
πράματα νέα θα δεις, θα μάθεις.
Θα ‘μουν
δειλός αν ήθελα, για λίγο καιρό
ακόμα που
θα χαρώ τον ήλιο, στον κόσμο
εδώ να ζω
με φρονιμάδα, αφού κεντρίζει
την ψυχή
μου ο πόθος να κυνηγώ τη Γνώση
πέρα από
τα όρια της ανθρώπινης σκέψης,
σαν
αστέρι. Στο γιό μου τώρα τον αγαπημένο
Τηλέμαχο,
που ξέρει τη δουλειά του,
το νησί
και το σκήπτρο μου χαρίζω.
Έναν
τραχύ με φρόνηση θα πραϋνει λαό,
με γλυκό
τρόπο θα του δείχνει εκείνο που ωφελεί
και που
συμφέρει. Είναι άψογος, πιστός στο κοινό χρέος,
και στα
σπλάχνα θερμήν αγάπη κρύβει, λατρεύει
τους
θεούς μας τους εφέστιους. Εγώ σα φύγω μένει αυτός.
Κ’ οι δυο μας κάνουμε το έργο που ο καθείς μας θέλει.
Εκεί
είναι το λιμάνι. Το καράβι με πανιά σηκωμένα περιμένει,
το πέλαο
το πλατύ πέρα μαυρίζει. Ναύτες που αγωνιστήκατε
μαζί μου
μ’ αντρεία ψυχή στις έγνοιες και στο μόχτο,
που με
καρδιά καλή και αταραξία δεχτήκατε με χαμογέλο
πάντα το
λαμπερό ουρανό ή τους κεραυνούς του, είμαστε γέροι,
αλλά τα
συνοδεύουν πάντα τα γηρατειά η τιμή, το χρέος.
Όλα τα
σβήνει ο θάνατος. Μα τώρα, πριν έρθει, εμείς
να
κάνουμε μπορούμε έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
που ακόμα
και στους θεούς αντισταθήκαν. Στους βράχους έξω
ανάψανε
τα φώτα, τέλειωσε η μέρα, το φεγγάρι βγαίνει,
μυριόφωνο
ολοτρόγυρα μουγκρίζει το πέλαγος. Ελάτε, ναύτες,
τώρα, δεν
είναι αργά για όσους ζητούν καινούριους κόσμους.
Μπρος,
φίλοι, σπρώξτε το καράβι στ’ ανοιχτά και καθίστε
στην
αράδα, τη θάλασσα αυλακώνετε, χτυπάτε τα κουπιά
ρυθμικά
στο βουερό το κύμα´ τι τώρα θέλω πριν με πάρει ο χάρος,
μακριά
πολύ να πάω να πελαγίσω πέρα απ’ τη δύση που βυθίζουν
τ’ άστρα.
Κι αν τα ρέματα δε μας ξεστρατίσουν,
στα νησιά
των Μακάρων ίσως βρούμε τον λεοντόκαρδο
σύντροφο
Αχιλλέα. Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα πολλά
μένουν
ακόμα για να γίνουν.
Κι αν
δυνατοί δεν είμαστε όπως πρώτα στα παλιά χρόνια,
που
είχαμε στο χέρι γη κι ουρανό, είμαστε κατι ακόμα,
γιατί οι
καρδιές μας είναι εξίσου αντρείες.
Κι αν ο
καιρός κ’ η Μοίρα τις κουράσαν,
όμως τη
θέλησή τους δεν στομώνουν για αγώνες νέους,
για νέες
αναζητήσεις, και δύναμη καμιά δεν τις δαμάζει.
[Μετάφραση
: Δημητρίου Σταύρου]
Πηγή: BIBLIOTHEQUE, 22 /6/ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου