Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2013

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

GUSTAVE FLAUBERT
ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ
 (Madame Bovary)
Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ 
 Μετάφραση : Μπάμπης Λυκούδης
[Απόσπασμα]
[.....]Ο Σαρλ ζούσε, λοιπόν, ευτυχισμένα και χωρίς να νοιάζεται για τίποτε στον κόσμο. Ένα δείπνο τετ-α-τετ, ένας βραδινός περίπατος στο μεγάλο δρόμο, μια κίνηση της Έμμα με το χέρι στο φακιόλι της, η θέα του ψάθινου καπέλου της κρεμασμένου στο μάνταλο του παραθυριού και πλήθος άλλα πράγματα που ποτέ δεν είχε υποψιαστεί ο Σαρλ ότι μπορεί να δίνουν ευχαρίστηση, συγκροτούσαν τώρα τη συνέχεια της ευτυχίας του.
Στο κρεβάτι, το πρωί, πλάι-πλάι στο μαξιλάρι, κοίταζε το φως του ήλιου να περνά πάνω στο ξανθό χνούδι των μάγουλων της, που τα μισοσκέπαζαν τα κρόσσια του σκούφου της.
Τα μάτια της του φαίνονταν, από τόσο κοντά, σα μεγαλωμένα, προπάντων όταν άνοιγε πολλές φορές τα βλέφαρα ξυπνώντας μαύρα στη σκιά και βαθυγάλανα στο φως της μέρας, είχαν κάτι σαν εναλλασσόμενα στρώματα χρωμάτων που, όντας βαθύτερα στο φόντο του ματιού, γίνονταν απαλότερα στην επιφάνεια.
Το δικό του μάτι χανόταν σ’ αυτούς τους βυθούς κι έβλεπε μικρυμένο τον εαυτό του ως τους ώμους, με το φουλάρι του στο κεφάλι και μισάνοιχτο το πάνω μέρος του πουκάμισου. Σηκωνόταν.
Εκείνη έβγαινε στο παράθυρο για να τον δει που θα έφευγε κι έμενε ακουμπισμένη στο περβάζι, ανάμεσα σε δυο γλάστρες με γεράνια, φορώντας μόνο το πενιουάρ της, που έπεφτε ανάρια γύρω στο κορμί της.
Ο Σαρλ, στο δρόμο, περνούσε τα σπιρούνια του ακουμπώντας πάνω στο οδόσημο κι εκείνη εξακολουθούσε να του μιλά από ψηλά, τραβώντας με το στόμα της κάποιο ανθάκι ή χορταράκι που το φυσούσε πάνω του, κι αυτό πετούσε στον αέρα, ζυγιαζόταν κι έκανε ημικύκλια σαν πουλί μέχρις ότου ερχόταν να καρφωθεί πάνω στο κακο6ουρτσισμένο τρίχωμα της γέρικης άσπρης φοράδας που στεκόταν ακίνητη στην πόρτα. Ο Σαρλ, καβάλα στο άλογο, της έστελνε φιλάκι κι εκείνη απαντούσε μ’ ένα γνέψιμο, έκλεινε το παράθυρο, και ο Σαρλ έφευγε.
Kαι τότε, πάνω στο μεγάλο δρόμο που άπλωνε ατελείωτη τη μακριά κορδέλα του από σκόνη, στα μονοπάτια που τα ίσκιωναν οι γερμένες σκιές των δέντρων, στα στρατόνια που τα στάχυα του έφταναν ως τα γόνατα, με τον ήλιο να του χτυπά τους ώμους και το πρωινό αεράκι να του γεμίζει τα ρουθούνια, με την καρδιά του γεμάτη απ’ τις γλυκιες ώρες της νύχτας, με το μυαλό του ήρεμο και τη σάρκα ικανοποιημένη, όδευε μηρυκάζοντας την ευτυχία του όπως αυτοί που αναμασούν ακόμη, μετά το γεύμα, τη γεύση απ’ τις χωνεμένες λιχουδιές.
Μέχρι τώρα, τι καλό είχε δει στη ζωή του; Μήπως τον καιρό του κολεγίου, που έμενε θεόκλειστος ανάμεσα σ’ εκείνα τα θεόρατα ντουβάρια, μονάχος μέσα στους συμμαθητές του, πλουσιότερους και πιο γερούς απ’ αυτόν στα μαθήματα, που γελούσαν με την προφορά του, που τον περιγελούσαν για τα ρούχα του, που οι μητέρες τους έρχονταν στο εντευκτήριο κουβαλώντας τους γλυκίσματα;
Μήπως αργότερα, τον καιρό που σπούδαζε την ιατρική και δεν είχε ποτέ στο κεμέρι του όσα χρειάζονταν για να πληρώσει τα έξοδα της μικρής εργατριούλας που θα δεχόταν να γίνει μετρέσα του; Έζησε κατόπιν δεκατέσσερις μήνες με τη χήρα που τα πόδια της στο κρεβάτι ήσαν κρύα σαν παγάκια.
Τώρα όμως κατείχε για όλη τη ζωή τούτη την όμορφη γυναίκα που λάτρευε. Ολόκληρο το σύμπαν, γι’ αυτόν, δεν ξεπερνούσε το χνουδάτο γύρο του φουστανιού της και κατηγορούσε τον εαυτό του ότι δεν την αγαπούσε, γύριζε πίσω γρήγορα, ανέβαινε τη σκάλα με χτυποκάρδι. Η Έμμα, στην κάμαρα της, έκανε την τουαλέτα της, ερχόταν κοντά της πατώντας στις μύτες, τη φιλούσε στην πλάτη κι εκείνη έμπηγε ένα ξεφωνητό.
Δε μπορούσε να κρατηθεί και να μην αγγίζει συνεχώς τη χτένα της, τα δαχτυλίδια της, την εσάρπα της. Συχνά της έδινε στα μάγουλα σκαστά, βαρβάτα φιλιά με όλο του το στόμα, κι άλλοτε μικρά φιλάκια στη σειρά, σ’ όλο το μήκος του γυμνού της μπράτσου, απ’ τα ακροδάχτυλα μέχρι τον ώμο κι εκείνη τον έσπρωχνε, μισογελαστή και μισοενοχλημένη, όπως κάνουν σ’ ένα παιδί που γίνεται συνέχεια φόρτωμα.
Πριν παντρευτεί, είχε πιστέψει ότι ένιωθε έρωτα καθώς όμως η ευτυχία που θα ‘πρεπε να απορρεύσει από τον έρωτα αυτόν δεν είχε έρθει, φαίνεται πως θα απατήθηκε, σκεφτόταν. Και η Έμμα προσπαθούσε να μάθει τι ακριβώς εννοούσαν στη ζωή με τις λέξεις ευδαιμονία, πάθος και μέθη, που της είχαν φανεί τόσο ωραίες στα βιβλία.[....]

1_1decorline2.jpg

*******************************


"Ή Μ α ν τ ά μ  Μ π ο β α ρ ύ , τό μυθιστόρημα του Φλωμπέρ, διακρί-
νεται άπ' τις άλλες θλιμμένες ερωτικές ιστορίες της σύγχρονης λογοτεχνίας, 

κατά τό δτι τό λεξιλόγιο πού οί γυναίκες της έποχής της Μαντάμ
Μποβαρύ χρησιμοποιούσαν στήν καθημερινή τους ζωή κ ρ α τ ο ύ σε 

ά κ ό μ η  σ ύ μ β ο λ α ή ρ ω ί δ α ς , κατά τό οτι διάβαζαν ιστορίες πού
είχαν άκόμη εικόνες ήρωίδων. Ή άγωνία της Μαντάμ Μποβαρύ είναι θα-
νάσιμη γιατί δέν ύπήρχε ψυχαναλυτής νά τή θεραπεύσει, και δέν υπήρχε
ψυχαναλυτής γιατί στόν κόσμο της θά ήταν άνίκανος νά τή θεραπεύσει.
Θά τόν εδιωχνε γιατί θά τόν θεωρούσε κι αυτόν σάν ενα τμήμα του περι-
βάλλοντος τής Γιονβίλ πού τήν κατέστρεψε. Ή ιστορία της είναι «τρα-
γική» γιατί εχει σάν πλαίσιο μιά καθυστερημένη κοινωνία, μέ μιά ανελεύ-
θερη σεξουαλική ήθική καί μιά μή θεσμοποιημένη ψυχολογία. Ή κατο-
πινή κοινωνία «ελυσε» τό πρόβλημα καταργώντας το. Δέν θά είχε φυσικά
κανένα νόημα τό νά ποΰμε δτι ή τραγωδία της ή αύτή του Ρωμαίου καί τής
Ίουλιέτας λύθηκαν στή σύγχρονη δημοκρατία. 'Αλλά δεν θά είχε ταυτό-
χρονα και κανένα νόημα ν' αρνηθούμε τήν ιστορική ύφή της τραγωδίας.Ή
τεχνολογική πραγματικότητα καταστρέφει τις παραδοσιακές μορφές, κα-
ταστρέφει τήν ϊδια τή δυνατότητα καλλιτεχνικής αποδέσμευσης απ' τό
κατεστημένο —δηλαδή τείνει οχι μόνο νά έξαφανίσει μερικά «στύλ», αλλά
και τήν ϊδια τήν ουσία της τέχνης."


Χέρμπερτ Μαρκούζε , "Ο μονοδιάστατος άνθρωπος", Μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης. Εκδόσεις Παπαζήση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...