Ένας στρατός, το χάραμα, περνούσε'
κανείς δεν ξέρει κατά πού κινούσε'
η μέρα , μόλις πρόβαλε, δειλά:
περήφανο το βήμα, φως το μάτι,
τραγούδια στην ψυχή, χαρά γιομάτοι,
- και τ΄ασημένια μέτωπα ψηλά;
Κανείς δεν ξέρει κατά πού κινούσε΄
περήφανα κι αγέρωχα περνούσε,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά!
Κι όπως το φως ανάδινε από πέρα,
θαρρείς, τα πεπρωμένα του, στη μέρα,
φαινόσανε κι εκείνα καθαρά...
Περνούσε και τραβούσε μες στα πλήθη
και μιαν ευχή δονούσε όλα τα στήθη,
πάντα να ζει και πάντα να νικά!
Μονάχα εμείς στεκόμαστε θλιμμένοι
-εμείς, εμείς, της ζωής οι νικημένοι,
με τα βασιλεμένα ιδανικά...
Κι εμείς, ένα πρωί, είχαμε κινήσει,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά,
κι όλοι γεροί κι αγέρωχοι σαν Κροίσοι,
-μα τα μεσάνυχτα είχαμε γυρίσει,
με καταματωμένα τα φτερά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου