Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2011

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Δύο ποιήματα που γράφτηκαν
πριν από 80 χρόνια, αλλά έχουν
στις δύσκολες μέρες που περνάμε 
ιδιαίτερη σημασία, αφού 
μέσα από αυτά ξεπηδούν ολοζώντανοι
οι δύο όψεις του "ταπεινού"ανθρώπου
της εποχής μας. Από τη μια μεριά έχουμε
τον άνθρωπο που πέρασε τη ζωή του
βαδίζοντας πάντοτε με το σταυρό στο χέρι
και από την άλλη τον αδίστακτο εκείνο τύπο,
το υποκριτικό λαμόγιο που έκανε το παν 
για να είναι κοντά στους ισχυρούς
και να απολαμβάνει  όλα τα τα αγαθά
που το σύστημα επιδαψίλευε στους πιστούς 
υπηρέτες του. Από κάτι τέτοιους έπεσε 
το καράβι της Ελλάδας στην ξέρα.
Τώρα , πρωτοστατούν στις πλατείες 
και διαμαρτύρονται για το κακό 
που μας βρήκε. Ρίχνουν , οι θρασύτατοι,  το ανάθεμα 
στους πολιτικούς που επί χρόνια έγλειφαν...

 1
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ


Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω τη προσευχή μου:
'Αλλη ψυχή δεν έβλαψα στο κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Τη πίκρα μου τη βάσταξα, μου δίνεις και τη ξένη.

Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δε τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Ειν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στη πόρτα μ' άλλος δε χτυπά κανείς, απ' τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Ειν' ήσυχα τα έργα που 'χω πράξει.
'Ακουσα τη γλυκειά βροχή, τη δύση 'χω κοιτάξει,
έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι,
ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδι.

Τώρα δεν έχω τίποτε να διώξω ή να κρατήσω.
Δε περιμένω ανταμοιβή, πολλή 'ναι τέτοια ελπίδα!
Ευδόκησε ν' αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω.
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), "Τα Θεία Δώρα", 1931



2
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
[Παρωδία του ποιήματος του Ζ. Παπαντωνίου, ενός 
αξιόλογου εργάτη  του πνεύματος.
Δηλητηριώδεις και εν πολλοίς άδικοι υπαινιγμοί 
του αμείλικτου κατά των αστών διανοουμένων 
κομουνιστή Κώστα  Βάρναλη
για τις θέσεις και τα αξιώματα που έτυχε 
ο "βενιζελικός"  Ζ.Π.  από το επίσημο Κράτος.
Θυμίζουμε ότι , μεταξύ άλλων, ο Ζ.Π. υπήρξε
και ακαδημαϊκός.]

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.

Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει

Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα
κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.

Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!
Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.

Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».


Καρχαρίας Παφαταούλας ( Κώστας Βάρναλης, 1883-1974), Περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, 1931.

Δεν υπάρχουν σχόλια: