Δευτέρα, Ιουλίου 04, 2011

ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΕΛΕΓΕ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ;

ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ;

Περίοδος των Ολυμπιακών αγώνων.
Εποχή κρασιού και λουλουδιών,
εποχή  της αστακομακαρονάδας ,
του εθνικού παραληρήματος και
 των  ξεσαλωμάτων από μικροαστούς που 
το έπαιζαν μεγαλοαστοί με δανεικά.
Εποχή που οι πάντες σχεδόν παραμυθιάζονταν
πως ανάσταιναν τα περασμένα μεγαλεία
και έγραφαν καινούριες σελίδες θριάμβου,
όταν τα τίγκα στην ντρόγκα ελληνοποιημένα
μοσχάρια μας σήκωναν με δάκρυα στα μάτια
την ελληνική σημαία στο βάθρα του νικητή.
Ήταν η εποχή που ο Διονύσης Σαββόπουλος
προφήτευε εκστασιασμένος πως "θα ΄ρθουν
καλύτερες μέρες", επειδή είχαμε αρχίσει
να στρέφουμε τις πλάτες από την επάρατη  Δύση
και να αποβάλλουμε την αριστερή ιδεολογία  
και τη φραγκολεβαντίνικη νοοτροπία,
που (δήθεν) από την εποχή του ΄30 
μάς είχαν αλλοιώσει τον χαρακτήρα,
είχαν καταστρέψει το κοινοτικό πνεύμα
της Τουρκοκρατίας(!), δηλαδή την ανθρωπιά μας.
Την ίδια εποχή ο "γραφικός" Τζιμάκος,
ο αθυρόστομος "αναρχοαυτόνομος" τραγουδοποιός
μας,  ο "απαράδεκτος" εθνικός μας αντιρρησίας,
κυκλοφορούσε κι αυτός το τραγουδιστικό 
ψυχογράφημα του νεοέλληνα, που στο όνομα
του κέρδους και λειτουργώντας μόνο 
για την πάρτη του είχε 
καταστρέψει τα πάντα. Πιασμένος στη φάκα 
του καταναλωτισμού ,αποβλακωνότανε
με τα τηλεπαιχνίδια της τηλεόρασης, δούλευε 
σαν το αγρίμι μες σε κλουβιά-γραφεία , 
κατέστρεφε το  περιβάλλον χτίζοντας 
μεζονέτες , εκστασιαζόταν με δυτικότροπα 
τραγούδια  και έκανε  τα παιδιά του μαριονέτες.
Συγκρίνοντας τα  δύο τραγούδια με κριτήριο
τη δικαίωση του περιεχομένου τους σε βάθος
χρόνου, είναι προφανές  ότι ο Τζιμάκος 
κατήγαγε νίκην λαμπράν: αποδείχθηκε αληθινός
προφήτης του δράματος που σήμερα βιώνει
η Ελλάδα. Ο  διεστραμμένος   ιδεολογικά 
και ηθικά τρόπος ζωής του τον οδήγησε σε
πλήρες αδιέξοδο και στην αναπόφευκτη καταστροφή.
Ο ελληνάρας όμως Νιόνιος μας, ο πρώην Αριστερός
που ανένηψε και επέστρεψε στην κοιτίδα του
ελληνορθόδοξου κοινοτισμού, ο διανοούμενος
που ξέχασε το Βιετνάμ και το καμμένο από 
τους Αμερικανούς ρύζι του , για να δώσει
 ομηρικές μάχες με τους δυτικόφρονες 
εκσυγχρονιστές του Σημίτη, απέτυχε παταγωδώς
να δει το επερχόμενο μέλλον. . .
Εγκαταλείποντας εσπευσμένα το πρόσφατο 
τότε γραμμένο αλλά "παρακμιακό" 
αριστούργημά του "Κωλοέλληνες", επέλεξε 
την υιοθέτηση του  αστήρικτου ιδεολογήματος
της "αναβάπτισης" του νεοέλληνα στην 
κολυμπήθρα ενός ανύπαρκτου
χαμένου Παραδείσου. 

Ήταν όμως δυνατή η πραγμάτωση 
της  προσδοκίας για ένα καλύτερο  μέλλον
για την Ελλάδα,  που  κατοικούνταν
από τους σιχαμερούς "Κωλοέλληνες"
του τραγουδιού του; 
Γίνονται τέτοια θαύματα,Νιόνιο μου;
Όχι, βέβαια, Διονύσιε...
Τώρα πλέον  κι εσύ έχεις καταλάβει
ότι η καταραμένη Δύση δεν είναι τόσο κακή 
όσο την νομιζες, την λοιδορούσες,
την αποστρεφόσουν. 
Γι΄αυτό είδαμε να βάζεις φυσικότατα
την υπογραφή σου μαζί  με τους άλλους
"δυτικόφρονες" διανοούμενους που υπέγραψαν
υπέρ του Μνημονίου και κατήγγειλαν τον
τραμπουκίστικο πατριωτισμό των βαθιά 
νυχτωμένων Σπιθαίων και Αριστεροελληναράδων,
που θέλουν να αποκοπούμε από την Ευρώπη
και να αυτοκτονήσουμε ομαδικά.


ΜΕΡΕΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΘΑ ΄ΡΘΟΥΝ...

Μουσική/Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος


Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν, το λέει το ένστικτό μου
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου
Χαράζουμε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν


Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους


Γιατί είν’ η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ’ έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει την ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι


Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ’ το τριάντα
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη


Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν, το νιώθω στ’ αεράκι
εκείνο το καρύδι σπάει, άκου και τ’ αηδονάκι
το πάει το ντέρτι κι ο καημός, η λύπη του ταιριάζει
μα θέλει και το φάρμακο. Ποιος το 'χει; Το μοιράζει;


Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος
και βούλιαξε στον χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο
και ξάφνου βγήκε απ’ τα κλαδιά της Πίστης φωτισμένο


Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν, τίποτα πια δεν σβήνει
την δίψα την λαχτάρα μου, την ομορφιά μου εκείνη
που μου ‘γινε πατρίδα μου, πόλη μου και Θεός μου
ματιά που με κομμάτιασε να ξαναβρώ το φως μου


Κι αφού τελειώνει η βραδιά, αντί για καληνύχτα
μαζί ας ταξιδέψουμε στην φλογισμένη νύχτα
γελώντας και δακρύζοντας για κείνο τ’ ακρογιάλι
 να στρώσω να πλαγιάσουμε κεφάλι με κεφάλι


 ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΣ

Στίχοι-Μουσική: Τζίμης Πανούσης

Κάνω βουτιές σε βόθρο με εικόνες
φουσκώνω τα βυζιά μου με ορμόνες
θέλω να γίνω σαν αμερικάνος
μ' αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος


Έλληνας , νεοέλληνας


Μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά
ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά
στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά
δε πάει το παπάκι στη ποταμιά


Η Παπαλάμπραινα γυμνή χαϊδεύει δώρο συσκευή
σ' ένα τηλεπαιχνίδι πουλημένο
Πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο
μου τρώει τα σπλάχνα δε βγάζω άχνα


Καίω τα δέντρα χτίζω μεζονέτες
θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες
σ' ένα κλουβί-γραφείο σαν αγρίμι
παίζω ατέλειωτο ,βουβό ταξίμι


Έλληνας...


Φάκα Adidas μου 'πιασε τη φτέρνα
μπερδεύω το juke box με τη λατέρνα
πάνω απ’ του τάφου μου το κυπαρίσσι
μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει


Έλληνας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...