ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΛΕΥΣΗΣ
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Τα Νέα, 16-17/7/2011
Κατά καιρούς, όπως επιστρέφουμε στους αρχαίους, στους ευρωπαίους κλασικούς, καλό είναι να ξαναγυρίζουμε και στους πιο κοντινούς μας συγγραφείς, που εκτός των άλλων έχουν και την εμπειρία γεγονότων, καταστάσεων και ιδεολογικών συνδρόμων, σύμφυτων με τις δικές μας συχνά αιματηρές και οδυνηρές πληγές. Ετσι βρίσκω διδακτικό (με την έννοια που πήρε αυτός ο όρος στη θεατρική ιστορία του Μεσοπολέμου) να καταφύγω στα από σκηνής μαθήματα που μας έδωσε ο Μπρεχτ.
Στη «Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της» η κεντρική θέση που υπερασπίζεται σκηνικά είναι πως στις μεγάλες κρίσεις και όχι μόνο στους πολέμους οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το πρόβλημα της επιβίωσης για έναν φτωχό είναι να εκμεταλλευτεί, πέρα από τα όρια όποιας ηθικής, τις συνθήκες. Ετσι εξηγεί την αλλοτριωτική μηχανή που καθιστά συχνά τον άνθρωπο μέσα στην κρίση θηρίο ανελέητο, αναίσθητο και ηθικά κυνικό. Μια μάνα - ακραία εκδοχή - που ζει πουλώντας τα αναγκαία στον στρατό, όταν της φέρνουν νεκρό τον γιο της που έχει γίνει μισθοφόρος του εχθρού, αρνείται ότι τον γνωρίζει για να διασώσει την πραμάτεια της και το ψωμί των άλλων παιδιών της.
Στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» ο Μπρεχτ θέτει το άτεγκτο ερώτημα στο κοινό, όλων των εποχών: «Μπορεί μέσα σε μια κοινωνία διαφθοράς, διαπλοκής, ασυδοσίας, ανομίας, κλοπής, εγκληματικότητας, ένας άνθρωπος να είναι καλός, άμεμπτος, αγνός, αδωροδόκητος, έντιμος;». Πηγαίνοντας πιο πέρα από τον Ντοστογιέφσκι του «Ηλίθιου», ο Μπρεχτ θεωρεί πως ο υποτιθέμενος καλός άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των λύκων μετατρέπεται σε λεία, θύμα και άθυρμα. Για να στηριχθεί η μαρξιστική διατύπωση πως για να αλλάξει ο άνθρωπος πρέπει να αλλάξει η κοινωνία ολόκληρη. Στο έργο του Μπρεχτ «Ο άνδρας είναι άνδρας» ένας παρίας, ένας περιθωριακός, ένας άνεργος από αφέλεια ή από απόλυτη ανάγκη εντάσσεται σε μια δομή εξουσίας και από ρακένδυτος, αποσυνάγωγος, φορώντας στολή μεταστοιχειώνεται σε γρανάζι του εξουσιαστικού μηχανισμού για να καταστεί εντέλει τύραννος, αφοσιωμένος υπηρέτης του συστήματος. Γνωρίζουμε εξάλλου και στον τόπο μας πως οι βασανιστές Αστυνομίας και ΕΣΑ αλιεύονταν από λαϊκές τάξεις, αγράμματα και άνεργα παιδιά που ασκώντας εξουσία μεταποιούνταν σε τυφλά όργανα, φανατικά στελέχη της τυραννίας. Στον «Βίο του Γαλιλαίου» ο Μπρεχτ ασχολείται με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα των διανοούμενων, των επιστημόνων κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία εμπορευματική, κερδοσκοπική και τοκογλυφική ένας επιστήμονας ή ένας στοχαστής θα μείνει στο περιθώριο και πιθανόν θα πεθάνει από την πείνα, αν δεν αποφασίσει να γίνει χρήσιμος στο σύστημα προσφέροντας πρακτικές εφαρμογές που θα βελτιώνουν τις παραγωγικές μηχανές, την ασφάλεια και τη χρηστική διάρκεια των εργαλείων. Από την άλλη, αν ενταχθεί σε ιδεολογικές ομάδες, ακόμη και εχθρικές προς το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, οι ιδέες του και οι θεωρίες του οφείλουν να προσαρμόζονται στο πολιτικό, θρησκευτικό ή ηθικό δόγμα που διέπει την ομάδα ή τη φράξια. Αλλιώς, στην καλύτερη περίπτωση, απορρίπτεται ή εξορίζεται και, στη χειρότερη, ανεβαίνει στο ικρίωμα ή στην πυρά. Θυμηθείτε τον Σωκράτη, τον Τζορντάνο Μπρούνο, τον Ζαχάροφ.
Στην «Οπερα της δεκάρας» ο Μπρεχτ, πέρα από τη σκηνική απόδειξη του προσοσιαλιστικού στοχασμού «το τραπεζικό σύστημα είναι νόμιμη κλοπή», θεμελιώνει σκηνικά την άποψη πως «η κλοπή μιας τράπεζας είναι πταίσμα μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας».
Σε αυτή την ανελέητη σάτιρα του αστικού συστήματος ο Μπρεχτ διαπιστώνει πως το παράνομο εμπόριο, η πορνεία, η διακίνηση ναρκωτικών ευδοκιμούν χάρη στην υποστήριξη της αστυνομίας και πως η σύγκρουση συμφερόντων ωθεί ανθρώπινες ομάδες στην οργανωμένη επαιτεία, στην εκμετάλλευση της μικροαστικής υποκρισίας για φιλανθρωπία και το κουκούλωμα από την ανώτατη εξουσία του εγκλήματος αλλά και στον συμβιβασμό της Δικαιοσύνης με την παρανομία.
Στον «Κύκλο με την κιμωλία» θέτει το καίριο ερώτημα σε ποιον ανήκουν τα παραγωγικά εργαλεία ή η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πηγών. Και η απάντηση που δίνει είναι πως τα παραγωγικά εργαλεία, οι μηχανές, οι μέθοδοι, οι διαδικασίες ανήκουν σε αυτούς που τα εργάζονται και όχι σε αυτούς που τα άρπαξαν και πλουτίζουν με την υπεραξία του εργατικού μόχθου.
Αυτά. Και αν τα αξιολογήσει κανείς, ίσως φανούν χρήσιμα στους δύσκολους καιρούς που μας περιμένουν.
Στη «Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της» η κεντρική θέση που υπερασπίζεται σκηνικά είναι πως στις μεγάλες κρίσεις και όχι μόνο στους πολέμους οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Το πρόβλημα της επιβίωσης για έναν φτωχό είναι να εκμεταλλευτεί, πέρα από τα όρια όποιας ηθικής, τις συνθήκες. Ετσι εξηγεί την αλλοτριωτική μηχανή που καθιστά συχνά τον άνθρωπο μέσα στην κρίση θηρίο ανελέητο, αναίσθητο και ηθικά κυνικό. Μια μάνα - ακραία εκδοχή - που ζει πουλώντας τα αναγκαία στον στρατό, όταν της φέρνουν νεκρό τον γιο της που έχει γίνει μισθοφόρος του εχθρού, αρνείται ότι τον γνωρίζει για να διασώσει την πραμάτεια της και το ψωμί των άλλων παιδιών της.
Στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» ο Μπρεχτ θέτει το άτεγκτο ερώτημα στο κοινό, όλων των εποχών: «Μπορεί μέσα σε μια κοινωνία διαφθοράς, διαπλοκής, ασυδοσίας, ανομίας, κλοπής, εγκληματικότητας, ένας άνθρωπος να είναι καλός, άμεμπτος, αγνός, αδωροδόκητος, έντιμος;». Πηγαίνοντας πιο πέρα από τον Ντοστογιέφσκι του «Ηλίθιου», ο Μπρεχτ θεωρεί πως ο υποτιθέμενος καλός άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των λύκων μετατρέπεται σε λεία, θύμα και άθυρμα. Για να στηριχθεί η μαρξιστική διατύπωση πως για να αλλάξει ο άνθρωπος πρέπει να αλλάξει η κοινωνία ολόκληρη. Στο έργο του Μπρεχτ «Ο άνδρας είναι άνδρας» ένας παρίας, ένας περιθωριακός, ένας άνεργος από αφέλεια ή από απόλυτη ανάγκη εντάσσεται σε μια δομή εξουσίας και από ρακένδυτος, αποσυνάγωγος, φορώντας στολή μεταστοιχειώνεται σε γρανάζι του εξουσιαστικού μηχανισμού για να καταστεί εντέλει τύραννος, αφοσιωμένος υπηρέτης του συστήματος. Γνωρίζουμε εξάλλου και στον τόπο μας πως οι βασανιστές Αστυνομίας και ΕΣΑ αλιεύονταν από λαϊκές τάξεις, αγράμματα και άνεργα παιδιά που ασκώντας εξουσία μεταποιούνταν σε τυφλά όργανα, φανατικά στελέχη της τυραννίας. Στον «Βίο του Γαλιλαίου» ο Μπρεχτ ασχολείται με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα των διανοούμενων, των επιστημόνων κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία εμπορευματική, κερδοσκοπική και τοκογλυφική ένας επιστήμονας ή ένας στοχαστής θα μείνει στο περιθώριο και πιθανόν θα πεθάνει από την πείνα, αν δεν αποφασίσει να γίνει χρήσιμος στο σύστημα προσφέροντας πρακτικές εφαρμογές που θα βελτιώνουν τις παραγωγικές μηχανές, την ασφάλεια και τη χρηστική διάρκεια των εργαλείων. Από την άλλη, αν ενταχθεί σε ιδεολογικές ομάδες, ακόμη και εχθρικές προς το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, οι ιδέες του και οι θεωρίες του οφείλουν να προσαρμόζονται στο πολιτικό, θρησκευτικό ή ηθικό δόγμα που διέπει την ομάδα ή τη φράξια. Αλλιώς, στην καλύτερη περίπτωση, απορρίπτεται ή εξορίζεται και, στη χειρότερη, ανεβαίνει στο ικρίωμα ή στην πυρά. Θυμηθείτε τον Σωκράτη, τον Τζορντάνο Μπρούνο, τον Ζαχάροφ.
Στην «Οπερα της δεκάρας» ο Μπρεχτ, πέρα από τη σκηνική απόδειξη του προσοσιαλιστικού στοχασμού «το τραπεζικό σύστημα είναι νόμιμη κλοπή», θεμελιώνει σκηνικά την άποψη πως «η κλοπή μιας τράπεζας είναι πταίσμα μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας».
Σε αυτή την ανελέητη σάτιρα του αστικού συστήματος ο Μπρεχτ διαπιστώνει πως το παράνομο εμπόριο, η πορνεία, η διακίνηση ναρκωτικών ευδοκιμούν χάρη στην υποστήριξη της αστυνομίας και πως η σύγκρουση συμφερόντων ωθεί ανθρώπινες ομάδες στην οργανωμένη επαιτεία, στην εκμετάλλευση της μικροαστικής υποκρισίας για φιλανθρωπία και το κουκούλωμα από την ανώτατη εξουσία του εγκλήματος αλλά και στον συμβιβασμό της Δικαιοσύνης με την παρανομία.
Στον «Κύκλο με την κιμωλία» θέτει το καίριο ερώτημα σε ποιον ανήκουν τα παραγωγικά εργαλεία ή η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πηγών. Και η απάντηση που δίνει είναι πως τα παραγωγικά εργαλεία, οι μηχανές, οι μέθοδοι, οι διαδικασίες ανήκουν σε αυτούς που τα εργάζονται και όχι σε αυτούς που τα άρπαξαν και πλουτίζουν με την υπεραξία του εργατικού μόχθου.
Αυτά. Και αν τα αξιολογήσει κανείς, ίσως φανούν χρήσιμα στους δύσκολους καιρούς που μας περιμένουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου