Δευτέρα, Μαρτίου 22, 2010

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
(Μεταξύ 1867 & 1870- 22 Μαρτίου 1934)


Ο Θεόφιλος ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος.
Ένας τρελός στα μάτια του κόσμου,
που τον άκουε να λέει παράδοξα πράγματαγια
τις ζωγραφικές του, ή τον έβλεπε να ροβολά
τους δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος
μαζί μ’ ένα κοπάδι χαμίνια
που είχε ντύσει «Μακεδόνους».


Τον περιγελούσαν, του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία, μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για την δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δεν μας μοιάζουν. Όμως, ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του. Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα. Θέλω να πω: ένα γεγονός που δε διδάσκει λαογραφικά, όπως θα είχαμε την τάση να φανταστούμε, κοιτάζοντας τις φουστανέλες, τις βλάχες ή τις μορφές του λαϊκού εικονοστασιού, που αναπαρασταίνει, ή ακόμη παρατηρώντας τις επιφανειακές τεχνικές αδυναμίες του, την έλλειψη «σχολής» ή τον «πριμιτιβισμό» του, όπως θα έλεγαν. Αλλά είναι ένα γεγονός που διδάσκει ζωγραφικά, που βοηθεί και φωτίζει όποιον έχει μιαν επαρκή οπτική συνείδηση, έστω κι αν βγαίνει από τα πιο φημισμένα εργαστήρια της Ευρώπης. Ύστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο, αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών.


Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι, έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου, κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς. Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης, μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια πράγματα να είναι μεγάλη. Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ’ αυτόν για το ελληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της, αυτό τον ποιητικό ρυθμό -πώς να τον πω αλλιώς- που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά, αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς, αυτά τα πράγματα που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ, αυτή τη χάρη μάς έδωσε ο Θεόφιλος. […]

Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τόμος πρώτος, σελ. 458



Ήταν ένας ζωγράφος άστεγος, περιπλανώμενος
και παραμυθάς, τραυλός και αριστερόχειρας.
Είχε φερσίματα παράξενα. Ταξίδεψε από τη μια ακτή
του Αιγαίου στην άλλη, ντυμένος με φουστανέλα,
εκεί που όλοι φοράγανε νησιώτικη βράκα.
Είχε μανία με ήρωες και πολεμιστές, ζωγράφιζε
σε μαγαζιά που πουλούσαν τρόφιμα
για να ζήσει, κι έδινε παραστάσεις στο δρόμο
ντυμένος Μεγαλέξανδρος, έπαιζε ακορντεόν
και τραγουδούσε αυτοσχέδια ηρωικά τραγούδια.

Ήταν πράγματι έτσι ο Θεόφιλος;
Ποτέ δεν θα μάθουμε αν υπέφερε από την επιλογή του
να ζήσει μ' αυτόν τον τρόπο ή αν ήταν ευτυχής,
έτσι όπως είχε καταφέρει να μπαινοβγαίνει
από τον φανταστικό στον πραγματικό κόσμο.
αλλάζοντας με άνεση ρόλους με όλους
τούς παλικαράδες κι εραστές της Ιστορίας
και της Μυθολογίας.

O Θεόφιλος, που αποκαλούνταν και "τσολιά" ,
γεννήθηκε γύρω στο 1867 (;) στη Βαρειά,
3,5 χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη,
όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Σε εφηβική ηλικία πήγε στη Σμύρνη,
όπου έζησε ζωγραφίζοντας και κάνοντας
διάφορες χειρωνακτικές δουλειές.

Πολέμησε ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Από τη Σμύρνη πήγε στο Βόλο, όπου περιπλανήθηκε
για περίπου 20 χρόνια ντυμένος τσολιάς η Μεγαλέξανδρος.

Το 1925 επιστρέφει στη Λέσβο, όπου το 1930
τον εντοπίζει ο Ελευθεριάδης, που του παραγγέλνει
να ζωγραφίζει τα θέματά του πάνω σε ύφασμα.

Ο Θεόφιλος του παρέδωσε 125 έργα, από τα οποία
τα 37 εκτίθενται στο Μουσείο Teriade
και 86 στο μουσείο Θεόφιλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: