Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010

ΟΤΑΝ Η ΑΤΥΧΙΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ


Arshile Gorky
ΟΤΑΝ Η ΑΤΥΧΙΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ

Ο Αρσίλ Γκόρκι γεννήθηκε στις όχθες της λίμνης Βαν , στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το πραγματικό του όνομα ήταν Vosdanik Manouog Adoyan . Ήταν δύο χρονών όταν ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία για να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Γλίτωσε από τη γενοκτονία των Αρμενίων του 1915, καταφεύγοντας με τη μητέρα και την αδελφή του στο Ερεβάν της Ρωσικής Αρμενίας .
Ο θάνατος της μητέρας του από πείνα ,στον αδυσώπητο για εκατομμύρια ανθρώπους χειμώνα του 1918-1919, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην νεανική ψυχή του.
Το 1920 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου άρχισε να διάγει μια μποέμικη καλλιτεχνική ζωή, ζωγραφίζοντας πίνακες με εμφανή τα ίχνη του ιμπρεσιονισμού αλλά και τη διαρκή ερωτοτροπία του με τα κινήματα του κυβισμού , του σουρεαλισμού και του αφηρημένου ιμπρεσιονισμού.
Η αναγνώρισή του στο χώρο των εικαστικών τεχνών άρχισε να χτυπά την πόρτα του από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30. Το 1944 γνωρίζεται στη Νέα Υόρκη με τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος γοητεύεται από το έργο του και το προωθεί με σειρά άρθρων του.
Το 1947 προσβάλλεται από καρκίνο του παχέος εντέρου και υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση με ιδιαίτερα τραυματικές συνέπειες.
Την εγχείριση ακολουθεί μια σειρά από προσωπικές «καταστροφές»: ένα μεγάλο μέρος του έργου του χάνεται από πυρκαγιά στο ατελιέ του, ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα τού σπάει τον αυχένα και παραλύει το χέρι με το οποίο ζωγράφιζε , ενώ η σύζυγός του τον εγκαταλείπει παίρνοντας και τα παιδιά μαζί της.

Ανήμπορος να σηκώσει το ψυχολογικό φορτίο τόσων δραματικών μεταπτώσεων, ο Αρσίλ Γκόρκι έθεσε τέρμα στη ζωή του με απαγχονισμό, στις 21 Ιουλίου του 1948. Ήταν μόλις 44 ετών.
Η ατυχία του Γκόρκι συνεχίστηκε και μετά θάνατον: το 1962, σε ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, εκτός από 95 ανθρώπινες ζωές , χάθηκαν και 15 πίνακές του!

******************

[....] Σε μερικές κομβικής σημασίας σκηνές της κινηματογραφικής ταινίας «Αραράτ», του Καναδοαρμένιου Ατόμ Εγκογιάν, βλέπουμε τον Γκόρκι να προσπαθεί να ολοκληρώσει αυτόν ακριβώς τον πίνακα, που έμελλε να γίνει το πιο εμβληματικό του έργο.
Στο φιλμ παρακολουθούμε κάθε τόσο τον καλλιτέχνη να παλεύει με τις μνήμες που τον στοιχειώνουν, να παίρνει ανάσες δοκιμάζοντας έναν παραδοσιακό αρμένικο χορό μπροστά στο ημιτελές έργο και στη συνέχεια, σε μια στιγμή απελπισίας αλλά και λύτρωσης, να παρεμβαίνει με μια σχεδόν καταστροφική μανία πάνω στον εν εξελίξει πίνακα - για να τον ολοκληρώσει έτσι.

Το «μοντέλο»

Τι ακριβώς απεικονίζει όμως το συγκεκριμένο έργο; Μία γυναίκα καθιστή και στο πλάι της ένα νεαρό αγόρι. Το αγόρι είναι ο ίδιος ο Γκόρκι και η γυναίκα είναι η μητέρα του. Το μοντέλο του καλλιτέχνη για τον πίνακα ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του μικρού Γκόρκι με τη μητέρα του, τραβηγμένη στην αρμενική πόλη Βαν το 1912. Η φωτογραφία τραβήχτηκε για ένα συγκεκριμένο σκοπό: η μητέρα του Γκόρκι ήθελε να την στείλει στον άνδρα της και πατέρα του παιδιού, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Τρία χρόνια μετά τη λήψη αυτής της φωτογραφίας, οι Νεότουρκοι έβαλαν σε εφαρμογή ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα εξόντωσης των αρμενικών πληθυσμών που ζούσαν στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπολογίζεται ότι ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι εξοντώθηκαν και ειδικά ο γενέθλιος τόπος του Γκόρκι, η πόλη Βαν, έπαιξε τον δικό της ρόλο στο δράμα αυτό, καθώς πέρα από τις διώξεις, ικανός αριθμός Αρμενίων κατέφυγε στα βουνά σε ένα απελπισμένο αντάρτικο. Υποτίθεται ότι και ο νεαρός Γκόρκι πήρε μέρος σε αυτές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, μαζεύοντας σφαίρες και όπλα από τους σκοτωμένους Τούρκους στρατιώτες (σημειωτέον, πουθενά στην Tate Modern, ούτε στον κατάλογο της έκθεσης, δεν αναφέρεται ο όρος «γενοκτονία» παρά μόνον «διώξεις και εκτοπίσεις»).

Είναι δύσκολο να πει κανείς με σαφήνεια ποιος ήταν ο ρόλος του μικρού Γκόρκι σε εκείνα τα γεγονότα, το βέβαιο όμως είναι ότι επέζησε της γενοκτονίας, όπως και η μικρή του αδελφή - όχι όμως και η μητέρα τους, η οποία πέθανε το 1918 από ασιτία. Τα δύο παιδιά κατέφυγαν στην Αμερική (με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πειραιά και την Πάτρα, μεταξύ των άλλων) όπου ενώθηκαν ξανά με τον πατέρα τους. Ο Γκόρκι είχε ξεχάσει εντελώς την ύπαρξη εκείνης της φωτογραφίας, ψάχνοντας όμως μια μέρα τυχαία τα συρτάρια του πατέρα του, έπεσε πάνω της. Το γεγονός ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει τη φαντασία του και να ξύσει ταυτόχρονα τις πληγές της μνήμης. Η μοναδική αυτή φωτογραφία αποτέλεσε την αυστηρά προσωπική του γέφυρα με τη μητρική αγκαλιά και τη μητέρα πατρίδα - και οι δύο οριστικά χαμένες. Η παρέμβαση του καλλιτέχνη στον πίνακα που τον παίδευε σχεδόν μια εικοσαετία, σύμφωνα με την ταινία «Αραράτ» (και μελετητές-βιογράφους του Γκόρκι), ήταν να πάρει μπογιά με τα χέρια του και να σβήσει τα χέρια της μάνας. Στην ταινία, βλέπουμε τα χέρια του γιου-δημιουργού να «χαϊδεύουν» τα χέρια της μάνας-έργου, μετατρέποντάς τα σε μια λευκή μουντζούρα. Κίνηση που ενδεχομένως να συμβολίζει τη βάναυση διακοπή μιας κοινής ζωής.[.....]

Απόσπασμα από το εξαιρετικό κείμενο του Ηλία Μαγκλίνη
στην Καθημερινή (28/3/2010)
| "Ο καλλιτέχνης και η μητέρα του» με τα σβησμένα χέρια"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αμάν βρε Γεροντάκο, μας μαύρισε την ψυχή μ΄αυτόν τον γκαντέμη ζωγράφο.
Είναι να μην αυτοκτονείς μετά από τόσα "τυχερά" στη ζωή σου;
Πάντως αυτοι οι πίνακες με τη μάνα του καταπληκτικοί.
Καλό Πάσχα
Κώστας Παρ.....άδης