Φαντάσματα και μνήμες της γερμανικής λογοτεχνίας: Πέτερ Φλαμ, Ούγκο φον Χόφμανσταλ, Τόμας Μαν, Άρθουρ Σνίτσλερ
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης επιστρέφει με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για το μυθιστόρημα του Πέτερ Φλαμ (Peter Flamm) «Εγώ;» (μτφρ. Μαρία Μαντή, εκδ. Μεταίχμιο), καθώς και για τη συλλογή διηγημάτων των Ούγκο φον Χόφμανσταλ (Hugo von Hofmannsthal), Τόμας Μαν (Thomas Mann) και Άρθουρ Σνίτσλερ (Arthur Schnitzler) «Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα» (μτφρ. Αλέξανδρος Σινιόσογλου, Γιάννης Κοιλής, εκδ. Κίχλη).
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Η γερμανική και γερμανόφωνη λογοτεχνία ξέρει να δελεάζει τους απαιτητικούς αναγνώστες καθώς άλλοτε στο βάθος και άλλοτε απροκάλυπτα σχετίζεται με φιλοσοφικές αναζητήσεις, μάλιστα ακόμα και η γλώσσα της γίνεται φιλοσοφική, εντόνως σε ορισμένες περιπτώσεις. Πολλές φορές, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος με έργα του Πέτερ Χάντκε και του Φρίντριχ Ντύρενματ, του Τόμας Μπέρνχαρντ και του Τόμας Μαν, του Πάουλ Τσέλαν και του Γκίντερ Γκρας. Αυτό τον καιρό, συστηματικά και μεθοδικά, φιλοξενεί βιβλία γραμμένα στα γερμανικά, λογοτεχνήματα και μελέτες που θίγουν κρίσιμα ζητήματα τα οποία έχουν από καιρό τεθεί αλλά που (όχι και τόσο παραδόξως) δεν παύουν να μας αφορούν.
Έναν αιώνα παρά ένα έτος πριν, κυκλοφόρησε το πρισματικό μυθιστόρημα Εγώ; του Πέτερ Φλαμ (Peter Flamm, Βερολίνο 1891 - Νέα Υόρκη, 1963) που θα έλεγα ότι προλογίζει πολλά αφηγήματα, ακόμα και σημερινά μας, τα οποία διέπει η υπαρξιακή και ψυχολογική σχάση που ωθεί σε μιαν απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος και σημασιών.
Ο κατακερματισμένος κόσμος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο παράγει κατακερματισμένες προσωπικότητες, καθώς και μια τέχνη που ποντάρει περισσότερο στο θραύσμα, στις ασυνέχειες και στην αμφισβήτηση των ορίων της γλώσσας – μην ξεχνάμε ότι το Νταντά ήταν μια τέτοια τέχνη και ότι πολλοί σημαντικότατοι δημιουργοί κινήθηκαν στις ατραπούς που άνοιξαν τολμητίες όπως ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Φρανσίς Πικαμπιά, ο Κουρτ Σβίτερς, και ο Τριστάν Τζαρά.
Ο ήρωας του Εγώ; -θερμά συγχαρητήρια στην μεταφράστρια Μαρία Μαντή και στον οίκο Μεταίχμιο για την επιλογή και τη φροντισμένη έκδοση- βγαίνει κατακερματισμένος, διχασμένος, τεμαχισμένος ψυχικά και πνευματικά από το Μεγάλο Μακελειό. Δεν ξέρει ποιος είναι, κυριολεκτικά. Όπως στο «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ιδιοποιείται την ταυτότητα ενός νεκρού, από Χανς γἰνεται Βίλχελμ, από προλετάριος γίνεται ιατρός, από ανυπόληπτος γίνεται ευυπόληπτος, εντάσσεται σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, αποκτάει οικογένεια, κι ωστόσο παραμένει μετέωρος, διαλυμένος, μόνος, με μια ψυχή «στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία» (Διονύσης Σαββόπουλος).
Και το ξέρει, το ομολογεί, το αφηγείται:
«Είμαι στάχτη στον άνεμο, είμαι φυγάς από τον ίδιο μου τον εαυτό με άγνωστο προορισμό, έχω χάσει την ισορροπία μου […] Πού, πού είναι τα χέρια που επιτέλους θα με κρατήσουν, πού είναι το έδαφος στο οποίο θα στηρίξω τη ζωή μου, κολυμπώ στη θάλασσα, κολυμπώ στο κύμα, αλλά το αγκυροβὀλι μου είναι στον βυθό, στο μπλε σκοτάδι του βρίσκω σταθερότητα, ενώ επάνω, επάνω χορεύω στο φως» (σ. 124).
Το Εγώ; συζητήθηκε πολύ όταν κυκλοφόρησε το 1926, ο συγγραφέας του ήταν ιατρός, όπως ο Βίλχελμ του μυθιστορήματος, αναγκάστηκε λόγω της ναζιστικής λαίλαπας να καταφύγει στο Παρίσι αρχικά και κατόπιν στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως ψυχίατρος και σχετίστηκε με εξέχουσες προσωπικότητας (Ουίλιαμ Φόκνερ, Τσάρλι Τσάπλιν, Αλβέρτος Άινσταϊν). Η φιλοσοφική διάσταση του μυθιστορήματος είναι εμφανέστατη, όπως και η αιχμηρή κοινωνική κριτική του που γίνεται πολιτική.
Η αιμορραγία του νοήματος
Ο Φλαμ καυτηριάζει την αιμορραγία του νοήματος με κάθε ευκαιρία, και είναι εφιαλτικά ισχυρές οι παράγραφοι στις οποίες καταγίνεται με την άσκηση της ιατρικής, αποτελώντας μια συνεκδοχή του μεταπολεμικού ερέβους:
«Είμαι δίπλα σου, δεν είμαι ζωντανός κι όμως νομίζω ότι είμαι ζωντανός, στέκομαι με την ιατρική ρόμπα μου, μέσα μου και γύρω μου κυλάει αίμαι, πιτσιλάει πάνω σε λευκά σεντόνια και γάζες, είναι αίμα ανθρώπων, είναι ένα μέρος της ζωής τους αυτό στη γάζα, έχω ασημένια εργαλεία και με αυτά κόβω τη ζωή, στον κάδο υπάρχουν τμήματα οστών και κομμάτια από στομάχι και έντερα και μέλη», διαβάζουμε στη σελίδα 71.
Παραμορφωτικό κάτοπτρο, αντιπολεμικό μανιφέστο, και εμβριθέστατο ψυχογράφημα για το ψυχορράγημα ενός πολιτισμού, το Εγώ; υπερβαίνει τα όρια ενός αφηγήματος της εποχής του και εισδύει δυναμικά στα όσα απασχολούν και τη σημερινή εποχή.
Τρία συγγενικά διηγήματα
Λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ενώ έχουν αρχίσει ήδη να εμφανίζονται τα προμηνύματα των πρωτοποριών που επέλασαν μετά το Μακελειό, δημοσιεύονται τρία συγγενικά διηγήματα, τα οποία, όπως και στην περίπτωση του Εγώ; θίγουν το ζήτημα της ψυχοπνευματικής σχάσης. Πρόκειται για την «Πολεμική ιστορία» του Ούγκο φον Χόφμανσταλ (Hugo von Hofmannsthal, 1874-1929)· το «Ερμάριο» του Τόμας Μαν (Thomas Mann,1875-1955)· και το «Ημερολόγιο της Ρεδεγόνδας» του Άρτουρ Σνίτσλερ (Arthur Schnitzler, 1862 – 1931).
Τα δύο πρώτα εμφανίστηκαν το 1899 και το τρίο δέκα έτη μετά, το 1909. Και στα τρία, εισβάλλει το ανοίκειο, το αλλόκοσμο, το αλλόκοτα μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα. Τρεις φασματικές παρουσίες: ένας έφιππος στρατιώτης, μια γυμνή κοπέλα, μια άπιστη σύζυγος. Παρουσίες μετέωρες, αναπάντεχες, μυστηριώδεις που αλλάζουν δραματικά και άρδην τον βίο των ανθρώπων στους οποίους εμφανίστηκαν απρόσκλητες — και οι τρεις οδηγούνται στο θάνατο.
Σε αντίθεση με το Εγώ; τα τρία διηγήματα που συστεγάζονται στον κομψό τόμο Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα (μτφρ. Αλέξανδρος Σινιόσογλου, Γιάννης Κοιλής, εκδ. Κίχλη) είναι γραμμένα με στρωτό τρόπο, με ρεαλιστικό λιτό ύφος, κι έτσι επιτελείται η εξοικείωση με το ανοίκειο: ο αναγνώστης παρασύρεται στο να θεωρήσει ότι τωόντι συνέβησαν τα όσα ο συγγραφέας καμώνεται δεξιοτεχνικά ότι διαδραματίστηκαν.
Κοινό γνώρισμα είναι η χρήση της τεχνικής του μοντάζ, μια καταλυτική για τη λογοτεχνία επίδραση από την τότε πολύ νέα ακόμη τέχνη του κινηματογράφου. Ο Γιάννης Κοιλής, επιμελητής της έκδοσης (και μεταφραστής των διηγημάτων του Σνίτσλερ και του Μαν· τη μετάφραση του Χόφμανσταλ υπογράφει ο Αλέξανδρος Σινιόσογλου), σημειώνει στο έξοχο και λίαν κατατοπιστικό Επίμετρο:
«Η διαπλοκή πραγματικού και επινοημένου, όπως τη βλέπει κανείς στην κινηματογραφική συγχρονία, ωθεί τους λογοτέχνες στη σύνθεση ιστοριών όπου η συνάντηση αυτή απεικονίζει τη νέα μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας. Και στα τρία διηγήματα […] ανιχνεύονται στοιχεία της κινηματογραφικής εμπειρίας παρόμοια με την περιφερόμενη ματιά της κινηματογραφικής μηχανής που καταγράφει τυχαία περιστατικά, την πυρετώδη συναρμογή σκηνών σύμφωνα με την τεχνική του μοντάζ, τη φανταστική εμφάνιση και εξαφάνιση προσώπων, και την απρόσμενη αλλαγή τοποθεσίας» (σ. 111).
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Lipstick Traces (Revisited)» (εκδ. Κάπα).
Απόσπασμα, 1
Δεν έχω αφαλό, δεν έχω μητέρα, δεν έχω παιδί, δεν είμαι κρίκος της αλυσίδας που διαπερνά όλα τα σώματα, από τον πρώτο ως τον τελευταίο άνθρωπο. Δεν γεννήθηκα από καμιά κοιλιά, έχω σώμα αλλά και όχι, είμαι εγώ αλλά και κάποιος άλλος, είμαι ένα όνομα, ένα πεπρωμένο, αλλά όχι άνθρωπος. Πού αρχίζω και πού τελειώνω; Έχω επίγνωση του εαυτού μου όμως και δεν θα αφήσω κανένανν να μου την πάρει (Πέτερ Φλαμ, Εγώ;, σ. 66).
Απόσπασμα, 2
Εκείνη κούρνιασε μες στο ερμάριο αγκαλιάζοντας με τα τρυφερά χέρια της το ένα της γόνατο, σηκωμένο ψηλά, ενώ το άλλο της πόδι κρεμόταν έξω. Τα μικρά στήθη της πιέζονταν από τους πήχεις και η τεντωμένη επιδερμίδα του γονάτου της γυάλιζε. Έλεγε ιστορίες… Τις έλεγε χαμηλόφωνα, ενώ η φλόγα του κεριού εκτελούσε άηχους χορούς… (Τόμας Μαν, στο Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα, σ. 64).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου