
Οι εισηγήσεις της Αλεξάνδρας Κορωναίου & του Γεράσιμου Κουζέλη για το βιβλίο του Εριμπόν
Σήμερα, φιλοξενούμε με μεγάλη χαρά στις Ιδέες δύο εκλεκτά κείμενα δύο
εκλεκτών πανεπιστημιακών, φίλων της Εποχής: της Αλεξάνδρας Κορωναίου,
ομότιμης καθηγήτριας κοινωνιολογίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο), και του
Γεράσιμου Κουζέλη, ομότιμου καθηγητή Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας
της Γνώσης (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Πρόκειται για τις εισηγήσεις τους στην παρουσίαση του βιβλίου του Ντιντιέ Εριμπόν «Η ζωή,τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» (εκδόσεις Νήσος), που πραγματοποιήθηκε στις 29 Απριλίου 2025, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στην οποία παρέστη και συμμετείχε στη συζήτηση και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Σας συνιστούμε θερμά να το κάνετε, όπως και να αγοράσετε το εξαιρετικό βιβλίο του Εριμπόν.
Χ.Γο.
1. Αλεξάνδρα Κορωναίου :Γηρατειά: ταξικές διακρίσεις, κοινωνικός αποκλεισμός και δικαιώματα
Διάβασα το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν Ζωή, γηρατειά, θάνατος μιας γυναίκας του λαού
δύο φορές. Την πρώτη σαν μια αυτοβιογραφική περιπέτεια δύο
πρωταγωνιστών, του συγγραφέα και μιας γυναίκας του λαού (της μητέρας
του). Τη δεύτερη φορά με την επιστημολογική επιταγή του Πιέρ Μπουρντιέ
για την «απόσταση» που επιβάλλεται να τηρεί ένας/μία κοινωνιολόγος από
τα κοινωνικά φαινόμενα, ώστε να επικεντρώνεται στις έννοιες κλειδιά που
«ξεκλειδώνουν» τις πόρτες της πραγματικής ζωής η οποία είναι πάντα είναι
πιο πλούσια από τις λέξεις που την περιγράφουν.
Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα. Όχι τόσο στον εντοπισμό των εννοιών που συγκροτούν την ιδιαίτερη κοινωνιολογική και φιλοσοφική προσέγγιση του συγγραφέα (γηρατειά, σώμα, εργατική τάξη, ανισότητες, ντροπή, αξιοπρέπεια, κ.λπ.), όσο στο να διατηρήσω τις αποστάσεις από τις δικές μου, αντίστοιχες με του συγγραφέα, κοινωνικές καταβολές και εμπειρίες που διαρκώς ξεπηδούσαν μπροστά μου σαν παράθυρα ανοιχτά σε μια εργατική γειτονιά του Πειραιά της δεκαετίας 50-60.
Το βιβλίο με στρίμωχνε διαρκώς στη γωνία, αφού σε κάθε αφηγηματική του πρόταση διαπίστωνα πως αυτά τα «παράθυρα» μένουν πάντα μισόκλειστα. Ίσως αυτή είναι η «μοίρα» των «διαφυγόντων» (transfuges) όλων των μορφών (τάξης, φύλου, φυλής, κ.λπ.) που μάλλον είναι αδύνατο να «δραπετεύσουν» από το ταξικό τους έθος.
Το απωθημένο
Σε αυτό το κείμενο ο συγγραφέας ξεκινά από την Φιμ, μια μικρή πόλη στη βορειοδυτική Γαλλία. Η Φιμ είναι ο τόπος του αμετάκλητου τέλους της ζωής της μητέρας του και, συγχρόνως, η αρχή για τον συγγραφέα-γιο μιας αναλυτικής διαδρομής στα στάδια της γήρανσης μιας γυναίκας της εργατικής τάξης. Η γυναίκα αυτή δεν είναι οποιαδήποτε γυναίκα, ένα άγνωστο υποκείμενο- αντικείμενο σαν αυτά που συναντάμε στις συνήθεις ποσοτικές και ποιοτικές κοινωνιολογικές έρευνες. Δεν είναι, επίσης, ένα δημόσιο πρόσωπο, μια ιστορική προσωπικότητα, μια επαναστάτρια, μια συγγραφέας ή μια ηθοποιός.
Είναι μια γριά γυναίκα της οποίας το όνομα δεν
αναφέρεται στην αφήγηση, όπως συνήθως συμβαίνει στη λογοτεχνία ή στο
σινεμά. Και συγχρόνως είναι το πιο αγαπημένο ή το πιο μισητό (ή και τα
δύο) πρόσωπο, ο/η σημαντικότερος/η άλλος/η της ζωής. Η μητέρα του
Εριμπόν είναι μια γυναίκα που από 14 ετών δουλεύει σκληρά (οικιακή
βοηθός, καθαρίστρια, εργάτρια), ζει 55 χρόνια δίπλα σε έναν άνδρα που
δεν αγαπά αλλά φοβάται, αποκτά 4 παιδιά, ερωτεύεται στα 80 της (τι
θράσος!) και γκρινιάζει διαρκώς στο γιο της πως την κακομεταχειρίζονται
σε μια Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων, που δεν είναι παρά ένας μεσαίας
κατηγορίας αξιοπρεπής οίκος ευγηρίας. Ένα γηροκομείο, δηλαδή, σαν αυτά
στα οποία αργά ή γρήγορα καταλήγουν οι περισσότεροι γέροντες, εκεί όπου
καταλήγουμε όλοι ή σχεδόν όλοι.
Μέσω μιας προσωπικής αφήγησης που συνεχώς διαπλέκεται με κοινωνικούς μηχανισμούς, σχέσεις εξουσίας και κοινωνικά διακυβεύματα, το βιβλίο μάς καλεί να συλλογιστούμε τα κοινωνικά πεπρωμένα και τη νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, τη συγκρότηση των ταυτοτήτων και τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ομάδες. Πρόκειται για μια πορεία με ή χωρίς αξιοπρέπεια στο θάνατο. Την αξιοπρέπεια, όσο είναι περισσότερο ή λιγότερο νέα, η μητέρα την διεκδικεί ή όχι με ποικίλους τρόπους. Από τη στιγμή, όμως, που βρίσκεται στην Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων, οι διεκδικήσεις ατονούν και όλα κυλούν πολύ γρήγορα. Σε χρόνο πραγματικό, το λεγόμενο «σύνδρομο διολίσθησης» (syndrome de glissement) σε έναν μάλλον συνειδητό θάνατο διαρκεί μόλις 7 εβδομάδες.
Ξεκινώντας από το τέλος, ο συγγραφέας συγκροτεί ή επανασυγκροτεί τα «γηρατειά» ως κοινωνιολογικό αντικείμενο γύρω από ορισμένα ουσιώδη ερωτήματα: Ποια θέση επιφυλάσσουν οι υπερμοντέρνες τεχνολογικές κοινωνίες μας στα γηραιά άτομα; Ποια θέση στο χώρο, στο δημόσιο χώρο; Ποια θέση στο χρόνο, στο συλλογικό χρόνο; Ποια θέση, τελικά, στο δημόσιο λόγο;
Τα γηρατειά είναι κάτι το αδιανόητο, το απωθημένο, γράφει ο συγγραφέας. Όσο δεν είμαστε ακόμα σε προχωρημένο στάδιο, αρνούμαστε να φανταστούμε τα ίδια τα σώματά μας ανήμπορα και εξαρτώμενα φυσικά και νοητικά. Άλλωστε, κανείς δεν μας βοηθά να το κάνουμε. Το αντίθετο. Οι εικόνες της μιντιακής βιομηχανίας είθισται να παρουσιάζουν τα γερασμένα άτομα γοητευτικά, επιβλητικά, χαρούμενα, γυμνασμένα. Τεράστιες βιομηχανίες ανθίζουν γύρω από την κατανάλωση του σώματος που οφείλει να παραμείνει ως το τέλος νεανικό και σφριγηλό. Αυτό επιβάλλει ο κατά τον Πιερ Μπουρντιέ, για πρώτη φορά στην ιστορία, νομίζω, τόσο σκληρός και αδυσώπητος, έως τελικής πτώσεως των σωμάτων, συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στη νεότητα και τα γηρατειά.
Το σώμα
Το σώμα, κεντρική έννοια στον Εριμπόν, αλλά και οδυνηρή πραγματικότητα όταν οι περιγραφές του αναδεικνύουν το σακατεμένο από τη σκληρή δουλειά σώμα της μητέρας του. Ένα σώμα που ο συγγραφέας δεν ωραιοποιεί. Αντιθέτως, θέτει σε πρώτο πλάνο τα αγκιστρωμένα σε ένα κρεβάτι ή μια πολυθρόνα γεροντικά σώματα, υποταγμένα και αναγκασμένα να αποδεχτούν αυτό που η κοινωνία ορίζει «για το καλό τους».
Πρόκειται για πλήθος «κανονικοποιήσεων» από ειδικούς και τεχνοκράτες που, σε τελική ανάλυση, συγκροτούν τα γηρατειά ως μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία. Μια κατηγορία που, ωστόσο, δεν έχει καμία κοινωνική θέση, γεγονός που τραγικά επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την πανδημία Covid-19. Μια κοινωνική κατηγορία χωρίς «κοινωνικό στάτους» σημαίνει, όμως, αυτό που υποστήριζε ο Μισέλ Φουκό: «Ο θάνατος εγγράφεται στους εκάστοτε κυριαρχικούς μηχανισμούς, στις απαιτήσεις της εξουσίας που διαχειρίζεται, όχι το θάνατο, αλλά τη ζωή μέσω μιας τεχνολογίας (βιοπολιτικής), μέσω ενός κοινωνικού πεδίου ελέγχου που ασκείται από τη Γνώση και την Εξουσία».
Όταν η μητέρα του Εριμπόν διαμαρτύρεται, διαμαρτύρεται προσωπικά στο γιο της. Δεν διαμαρτύρεται ούτε συλλογικά ούτε θεσμικά. Εκείνος μεταφέρει το ερώτημα στη διοίκηση: «Πώς είναι δυνατό να μη μπορεί η μητέρα μου να κάνει μπάνιο κάθε μέρα;».
Η απάντηση της διοίκησης είναι αποστομωτική, είναι η πεμπτουσία της πραγματικής θεσμοποιημένης διαχείρισης: «Λυπάμαι, αλλά δεν έχω προσωπικό».
Η γριά γυναίκα του λαού, το πρόσωπό της, το σώμα της, η επιθυμία της να κάνει μπάνιο δεν υπάρχουν. Ο ντετερμινισμός δεν είναι απλώς βιολογικός. Είναι βαθύτατα κοινωνικός και πολιτικός. Πολύ περισσότερο που η γριά γυναίκα του λαού είναι σε ένα μέτριο οίκο ευγηρίας και όχι σε κανένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων σαν αυτά που ξεφυτρώνουν στα βόρεια προάστια της Αθήνας και κοστίζουν 6.000 ευρώ το μήνα.
Ο συγγραφέας αποστασιοποιημένος από κάθε μυθοπλασία διερευνά την εξωτερική και εσωτερική πραγματικότητα, το ατομικό και το κοινωνικό συμπυκνώνοντας όλες τις σχέσεις εξουσίας, μόνιμες ή ρευστές, ανάμεσα σε νέους και γέρους, άνδρες και γυναίκες, «κανονικούς» και «διαφορετικούς» και, σε τελική ανάλυση, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.
Γιατί μπορεί να είσαι γέρος και άρρωστος κι αυτό είναι ένα βιολογικό δεδομένο. Το αν είσαι όμως πλούσιος/α ή φτωχός/ή γέρος/γριά δεν είναι καθόλου βιολογικό δεδομένο. Είναι κοινωνικό και πολιτικό.
Από αυτή τη σκοπιά, το βιβλίο του Εριμπόν είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό βιβλίο που θέτει αμείλικτα ερωτήματα: Γιατί το κοινωνικό σώμα ασκεί πάνω στους γέρους έναν τέτοιο κοινωνικό έλεγχο; Γιατί η πραγμοποίηση των γηρατειών γίνεται αποδεκτή; Γιατί οι γέροι δεν συγκροτούν μια κοινωνική ομάδα, επικίνδυνη ενδεχομένως για την άρχουσα τάξη;
Η ντροπή
Ο Εριμπόν υποστηρίζει πως οι γέροι, οι «παρίες» της Μποβουάρ1 ή οι «μοναχικοί ετοιμοθάνατοι» του Ελίας2 αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα «εμείς». Η μητέρα του συγγραφέα κάποτε έλεγε: «Εμείς οι κομμουνιστές, εμείς οι εργάτριες, εμείς οι γυναίκες…Αργότερα, περνώντας στην ακροδεξιά λέει «εμείς οι Γάλλοι». Περιττό να τονίσω πόσο αυτό το γεγονός προκαλεί οργή και συνάμα ντροπή στο γιο της.
Αυτό το «εμείς» υπήρχε όσο τα σώματα είχαν παρουσία στο δημόσιο χώρο και στο χρόνο. Στη δουλειά, στα συνδικάτα, σε συνελεύσεις και πορείες, φωνάζοντας συνθήματα, κρατώντας σύμβολα, διεκδικώντας το χρόνο της ζωής τους (π.χ. οι μαζικές διαδηλώσεις για το συνταξιοδοτικό στη Γαλλία). Στα βαθιά γεράματα αυτά τα σώματα δεν υπάρχουν πια, το «εμείς» πάγωσε στο χώρο και σε αλλοτινές χρονικότητες.
Το βιβλίο του Εριμπόν συνδυάζει την κοινωνιολογική ενδοσκόπηση με την κοινωνιολογική ματιά, το βλέμμα, προς τα έξω. Κι αυτό το βλέμμα είναι κοφτερό. Σαν την κατασταλτική, ορατή ή αόρατη, βία που συνοδεύει τα γηρατειά, που σημαδεύει με ιδιαίτερο τρόπο τα σώματα των φτωχών από τη γέννηση μέχρι το θάνατό τους.
Κι υπάρχει ακόμα η κοινωνική ντροπή που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Εριμπόν. Μια ντροπή που σε ακολουθεί παντού και πάντα όταν γεννιέσαι από έναν εργάτη και μια εργάτρια. Μια ντροπή που σε βασανίζει διπλά, επειδή, όπως γράφει η υπέροχη Ανί Ερνό «ντρέπεσαι που ντρέπεσαι για τους δικούς σου», αυτούς που εγκαταλείπεις για να περάσεις σε έναν άλλο διαφορετικό κόσμο. Η ντροπή του να λες ψέματα στη μητέρα σου ενθυμούμενος τους στίχους ενός τραγουδιού του Ζαν Φερά: «Θα είσαι καλά εδώ, μην ανησυχείς, θα σε φροντίσουν, θα δεις…». Λες ψέματα και το ξέρεις.
Το βιβλίο του Εριμπόν είναι αναμφίβολα υψηλού επιστημονικού ρίσκου. Δεν είναι εύκολο να συνδυάζεις την αυτοανάλυση, την αυτοβιογραφία, με την κοινωνική κριτική. Δεν είναι εύκολο να κάνεις αυτό που λέγεται «κοινωνιοβιογραφία».
Είναι, επίσης, ένα βιβλίο υψηλού πολιτικού ρίσκου που θέτει βασανιστικά ερωτήματα. Μέχρι ποιού σημείου η πολιτική και η ηθική θα αποσιωπούν την σκανδαλώδη κατάσταση ζωής και θανάτου των γηρατειών; Μέχρι ποιού σημείου θα συναινούμε στην αορατότητα και την πραγμοποίησή τους; Μπορούμε, άραγε, να γίνουμε «εμείς» η δική τους φωνή σε ένα παγκοσμιοποιημένο, νεοφιλελεύθερο, αγοραίο, πανίσχυρο και εξωφρενικά άδικο καπιταλιστικό σύστημα;
Μπορούμε, άραγε, να αποκαταστήσουμε με όποιο μέσο διαθέτουμε – εικόνα, γραφή, λόγο – τις πορείες ζωής των γηραιών ατόμων των λαϊκών τάξεων, αμφισβητώντας τη λήθη και δίνοντας φωνή, χωρίς λαϊκισμούς και εξιδανικεύσεις, σε εκείνους που συνήθως απουσιάζουν από τους επίσημους λόγους – κοινωνικούς, λογοτεχνικούς, επιστημονικούς;
Μπορεί αυτό να είναι ένα καθολικό πολιτικό σχέδιο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των περιθωριοποιημένων γηρατειών; Μπορούμε να το αναλάβουμε κοινωνικά, συναισθηματικά, θεσμικά, ηθικά, δηλώνοντας την ανυπακοή μας απέναντι σε όλες τις μορφές βίας που αιώνες τώρα ασκούν οι ισχυροί πάνω στους ανίσχυρους, στους πάσης φύσεως ανίσχυρους; Ο συγγραφέας το υποστηρίζει με το έργο του. Μέλλει να αποδειχτεί αν θα καταφέρουμε να το υποστηρίξουμε και όλοι εμείς.
Αλεξάνδρα Κορωναίου
1Simone de Beauvoir, La vieillesse, Gallimard, 1970.
2 Norbert Elias, La solitude des mourants (The loneliness of the dying, 1985, βιβλίο εξαντλημένο).
**************************************************
2. Γεράσιμος Κουζέλης: Γηρατειά: Μια απωθημένη κοινωνική συνθήκη;
Κυκλοφόρησε, σε εξαιρετική μάλιστα μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου, από τις εκδόσεις Νήσος, το έργο του Ντιντιέ Εριμπόν Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού.1 Ένα έργο αναπάντεχο, ριζοσπαστικό, νοητικά και συναισθηματικά απαιτητικό αλλά και αληθινά πολύτιμο: για τη ζωή μας, για την πολιτική, για εκείνες τις πλευρές των κοινωνικών σχέσεων για τις οποίες λίγα σκεφτόμαστε.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ακριβής και περιεκτικός. Μιλάει πράγματι για τα γηρατειά και τον θάνατο. Ανήκει στην περιορισμένη εκείνη βιβλιογραφία που σπάει το κατά τον Ελίας «απωθημένο»2 των αναπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών απέναντι στο θάνατο και ίσως ακόμα περισσότερο απέναντι στα γηρατειά. Λίγα έχουν γραφεί για μια πολυπληθή κοινωνική ομάδα στην οποία με βεβαιότητα θα ενταχθούμε για μια –έστω σύντομη– περίοδο της ζωής μας όλοι. Και μάλιστα πολύ λίγα ως θεωρητικές, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές μελέτες. Αλλά κι αυτά τα λίγα μικρή απήχηση είχαν. Ελάχιστοι πράγματι έχουν υπόψη τους έργα αυτής της θεματικής κι από διακεκριμένους ακόμα συγγραφείς, όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ ή ο Νόρμπερτ Ελίας. Κι ίσως, αν δεν ήταν το –10 χρόνια παλιότερο, εξαιρετικό– Αγάπη του Χάνεκε κανείς να μη μιλούσε στις μέρες μας για τα γηρατειά και τον θάνατο ως τραυματική και δύσκολα διαχειρίσιμη διαδικασία, παρά μόνο με αφορμή την παρέμβαση του Εριμπόν.
Σε σταδιακή παρακμή
Πρόκειται για μια κυριολεκτικά ριζοσπαστική παρέμβαση: αφενός κάνει ρητό και κεντρικό της αντικείμενο κάτι που συστηματικά απωθείται και αφετέρου αίρει μια προκατάληψη που καθιστά τα γηρατειά και την επέλευση του θανάτου ένα μη-θέμα: μη δημοσιοποιήσιμο, μη επιλύσιμο, κάτι για το οποίο δεν μιλάμε και πολύ, κάπως σαν να ντρεπόμαστε για αυτό – συλλογικά και ατομικά. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ο θάνατος δεν εκτίθεται, δεν θεματοποιείται. Είναι ιδιωτικός και δυνάμει αόρατος. Είναι άλλωστε πάντα ο θάνατος των άλλων.
Πόσο μάλλον τα γηρατειά: η σταδιακή εξασθένιση και απορρύθμιση των σωματικών λειτουργιών, ο νοητικός και συνάμα ψυχολογικός –σταδιακός ή και ραγδαίος– αποσυντονισμός, όλα όσα κάνουν αυτή τη συνθήκη μια πορεία καταδίκης για την οποία προτιμάμε να μη μιλάμε, να μην τη σκεφτόμαστε. Οι ζωντανοί της σύγχρονης εποχής, μας θυμίζει προκλητικά ο Ελίας, αντιπαθούμε τους ετοιμοθάνατους,3 πάντα, έστω και αποκρύπτοντάς το, αποστρέφουμε το βλέμμα. Ερχόμαστε αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με τη σκοτεινή και αποσιωπημένη πλευρά αυτής της συνθήκης κυρίως όταν σαν κόρες και γιοί –κι εδώ η πρόταξη του θηλυκού έχει σημασία, οι κόρες συνήθως και κυρίως–, όταν σαν κόρες και γιοί λοιπόν, έχουμε να διευθετήσουμε την τελική ευθεία της ζωής των γονιών μας, της μητέρας και του πατέρα μας. Εδώ έχει πάλι σημασία η πρόταξη του θηλυκού, καθώς οι άνδρες συχνά προλαβαίνουν να δεχτούν τη φροντίδα των συζύγων ή δεν προλαβαίνουν να υποστούν τον ταπεινωτικό εγκλεισμό σε ίδρυμα.[.........................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου