Υπάρχουν ζητήματα που άπτονται της λειτουργίας της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, τα οποία υπόκεινται σε θεωρητική ανάλυση και συζήτηση, λόγω της φύσης τους, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις του κράτους με τον πολίτη, η λειτουργία των θεσμών, η έκταση και ο τρόπος εφαρμογής των νόμων κ.ο.κ. Υπάρχουν όμως και διαμορφωμένες αντιλήψεις που ζυμώνονται ιστορικά στο συλλογικό ασυνείδητο, οι οποίες στη συνείδηση του μέσου -καλών προθέσεων- πολίτη είναι αυτονόητες. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία κακώς κατά τη γνώμη μου λέγονται δικαιώματα, διότι από τη στιγμή που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαιικής κρίσης, αφού είναι αναπαλλοτρίωτα αγαθά, οπότε ούτε χρειάζονται ερμηνεία, ούτε η άσκησή τους έχει προσωποπαγή βάση, ούτε διαπλάθονται, δεν έχουν να κάνουν με το δίκαιο αλλά με την ίδια την υπόσταση του ανθρωπίνου όντος. Πολύ δε περισσότερο δεν έχουν να κάνουν με θρησκευτικές αντιλήψεις περί δικαίου ή με οικονομοκεντρικές θεωρίες περί δημοσίου ή εθνικού συμφέροντος (δες μνημόνια) που καταλύουν όχι μόνο ολόκληρο το δεύτερο μέρος του Συντάγματος αλλά και το οικοδόμημα της θεωρίας ότι το κράτος είναι ο εγγυητής της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Θα ονόμαζα, λοιπόν, τα ανθρώπινα δικαιώματα ως «ανθρώπινες αναπαλλοτρίωτες αξίες». Το δε κράτος δεν θα έπρεπε να θεωρείται εγγυητής αλλά ο υπηρέτης αυτών των αξιών.
Εκτός όμως από τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτονόητη είναι και η νοητική λειτουργία, η οποία τα διαμόρφωσε ήδη από τις πρώτες συμβιωτικές κοινωνίες και ακούει στο όνομα «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Ατυχώς για τη δημοκρατία, τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται η νόθα θετικιστική αντίληψη της υπεροχής της νομοκρατίας σε βάρος του κοινού περί δικαίου αισθήματος, το οποίο ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αφορίσει. «Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους» (από ομιλία της στις 24/7/2022).
Μια περίπτωση σύγκρουσης της νομοκρατίας με το κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι και το έγκλημα των Τεμπών. Η αρνητική κριτική στις εκκλήσεις των συγγενών των θυμάτων για διερεύνηση σε βάθος και απόδοση ευθυνών στους άμεσους, έμμεσους και ηθικούς αυτουργούς, που ασκείται μέσω μιας διαρκούς, μονότονης, ύποπτης και χυδαίας πολλές φορές επίκλησης από τα στόματα δικαστικών και πολιτικών προσώπων περί εμπιστοσύνης στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη και μόνο σε αυτήν, καταλήγει σε μία εξοικείωση της κοινής γνώμης με ενδεχόμενη νομιμοποίηση της αδικίας, εφόσον καταλήξει εκεί η δικαστική κρίση, με σκοπό τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης αποκλειστικά με βάση αυτό το κριτήριο. Ομως, όταν η κοινή γνώμη, την οποία διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τα εξαρτημένα ΜΜΕ, λέει στον θύτη και στο θύμα «βρείτε τα μεταξύ σας», γιατί αυτό είναι προς το συμφέρον όλων∙ όταν δικαστές, εισαγγελείς ακόμα και πρόεδροι Δημοκρατίας λένε στον θύτη και στο θύμα «έχετε εμπιστοσύνη μόνο στην ελληνική δικαιοσύνη, στο πλαίσιο μιας αμφιβόλου ήθους νομοκρατίας και μιας προσπάθειας υποβάθμισης του κοινού περί δικαίου αισθήματος», τότε μιλάμε για μια μορφή, παράλληλα με τη δικαστική και κοινωνικής οιονεί αρνησιδικίας/κακοδικίας. Και μην ξεχνάμε ότι η αρνησιδικία σε αυτή τη μορφή είναι μία εσκεμμένη παράλειψη, χρήσιμη στο αστικό κράτος, ώστε να δικαιολογεί την αδικία που αυτό παράγει και συντηρεί, οπότε τα αποτελέσματά της αθωώνουν de facto τον θύτη σε κοινωνικό επίπεδο και αφετέρου ένα διλημματικό τέχνασμα που επιδιώκει τη σιωπηρή συναίνεση των λαϊκών μαζών στην επιδιωκόμενη ομογενοποίηση της κοινής γνώμης με τα κριτήρια που συνθέτουν την έννοια του κοινού περί δικαίου αισθήματος, ώστε η απαλλαγή του θύτη να γίνει και de jure.
Εχει σημασία, όμως, να αναφερθούμε και στην περίπτωση όπου η νομοκρατία συγκρούεται όχι μόνο με το περί δικαίου αίσθημα αλλά και με μία από τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας, που είναι ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Και αυτή η περίπτωση δεν είναι άλλη από το έγκλημα των υποκλοπών και παρακολουθήσεων. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία μορφή αντίθεσης της εκτελεστικής εξουσίας μόνο με το αυτονόητο αλλά με το πολίτευμα το ίδιο, δηλαδή την κοινοβουλευτική δημοκρατία, άρα πρόκειται περί «εγκλήματος καθοσιώσεως». Η απαλλαγή των εμφανών και αφανών δραστών με κριτήρια ελαφράς παραβατικότητας (πλημμεληματικού χαρακτήρα) και όχι με κριτήρια βαρύτατης παραβίασης του Συντάγματος από υπόχρεα για τη διαφύλαξη των διατάξεών του πρόσωπα, δείχνει την εξάρτηση της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση, καθώς και από άλλους κρατικούς φορείς∙ για παράδειγμα την ΕΥΠ, της οποίας ο διοικητής, ενώ έχει ομολογήσει ότι παρακολουθούσε Ελληνα δημοσιογράφο, όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά για να εξυπηρετήσει ξένες μυστικές υπηρεσίες, η ομολογία του αυτή ουδόλως ελήφθη υπόψη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η οποία τον απάλλαξε από κάθε ευθύνη και μαζί με αυτόν και τους προϊσταμένους του στο πρωθυπουργικό γραφείο. Παράλληλα, όμως, με αυτούς που δήλωσαν θιγμένοι από την παραβίαση του απορρήτου της προσωπικής τους ζωής, πράττοντας το αυτονόητο, υπήρξαν και αυτοί που σιώπησαν ή είπαν ότι τους είναι αδιάφορο, αφού δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Γι’ αυτούς ισχύει αυτό που είχε πει ο Edward Snowden: «Υποστηρίζοντας ότι δεν σε αφορά το απόρρητο της ιδιωτικής σου ζωής επειδή δεν έχεις τίποτα να κρύψεις, δεν διαφέρει σε τίποτα από το να λες ότι δεν σε αφορά η ελευθερία της έκφρασης επειδή δεν έχεις τίποτα να πεις».
Αφησα για το τέλος μια τρίτη περίπτωση, όπου η συγκάλυψη είτε η προσπάθεια συγκάλυψης εγκλημάτων, όπως είναι οι δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, συνδυάζεται με τις συνεπακόλουθες διώξεις αυτών που τα αποκάλυψαν ή προσπάθησαν να τα ερευνήσουν∙ αναφέρομαι στην περίπτωση Novartis. Κατά της εισαγγελέως που είχε αναλάβει την υπόθεση ασκήθηκαν διώξεις για ένα κακούργημα και πέντε πλημμελήματα, κατά δε των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και παρά τον χαρακτηρισμό τους ως «προστατευομένων» από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και την ενωσιακή νομοθεσία που απαγορεύει τα αντίποινα, έγινε με εισαγγελική πρωτοβουλία άρση της ανωνυμίας τους, ώστε να δοθούν βορά στις εκδικητικές ορέξεις των πολιτικών προσώπων που θεώρησαν ότι θίγονται από τις καταθέσεις τους. Ακόμα μια συμπεριφορά που το κοινό περί δικαίου αίσθημα διασύρθηκε από αυτούς που θα έπρεπε να το έχουν ως βάση της νομικής τους σκέψης. Και σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ισχύει μια ρήση και πάλι του Edward Snowden: «Οταν ένα έγκλημα δεν καταλογίζεται σε βάρος αυτού που το διαπράττει αλλά αυτού που το αποκαλύπτει, τότε μας κυβερνούν εγκληματίες».
*Δικηγόρος, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου