Κυριακή, Μαΐου 19, 2024

Μιχαήλ Μητσάκης: «ο αλκοολικός της περιγραφής»(Μιχάλης Περάνθης)

 


Μητσάκης, Μιχαήλ | Εκδόσεις ΠατάκηΜιχαήλ Μητσάκης: «Αθηναϊκαί σελίδες»

Τάσος Μιχαηλίδης*

Μιχαήλ Μητσάκης: «Αθηναϊκαί σελίδες»


Ο Μιχαήλ Μητσάκης αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή στα ελληνικά γράμματα, ο οποίος διαμορφώνεται αισθητικά σε μια γόνιμη πολιτιστικά περίοδο, όπου η αθηναϊκή κοινωνία πάσχιζε να αποκτήσει λογοτεχνική ταυτότητα στα τέλη του 19ου αιώνα. Για τον Μ. Περάνθη (1956: 50) συνιστά τη «μεγάλη, και τη χαμένη δύναμη της λογοτεχνίας μας», καθώς με τη σπάνια καλλιέπεια, την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του αποτύπωσε εξαιρετικά όψεις της τότε νεοελληνικής κοινωνίας (Τσακνιάς, 2023: 10).

Ο πρόωρα χαμένος Μητσάκης γεννήθηκε στα Μέγαρα το 1863 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο το 1916. Εγκαταλείποντας τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία γράφοντας στην εφημερίδα Ασμοδαίος, ενώ σταδιακά συνεργάστηκε με τα πιο σημαντικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του, βλ. Μη χάνεσαι, Ραμπαγάς, Ακρόπολις, Εστία κ.ά. (Τσακνιάς, 2023: 9). Τόσο η δημοσιογραφική όσο και η λογοτεχνική του γραφή φανερώνει τη γλωσσική του παιδεία, την πλατιά ενημέρωσή του για τις πνευματικές κινήσεις της Δύσης και την καυστική του προσέγγιση στη νεοελληνική κοινωνική και πολιτιστική ζωή (Θρύλος, 1962: 151).

Αν και ο Μητσάκης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του, ο Δημήτρης Π. Ταγκόπουλος ανέλαβε την περισυλλογή του διάσπαρτου υλικού των έργων του, την επιμέλεια και έκδοσή του. Όπως φαίνεται και στην έκδοση του Πατάκη Αθηναϊκαί σελίδες & τα διηγήματα «Αυτόχειρ», «Το φίλημα» (2023), η γραφή του επιτυγχάνει έναν ιδιότυπο συγκερασμό του ρεαλισμού και της λυρικής διάθεσης, του διηγήματος και του περιγραφικού αφηγήματος (ή και του χρονογραφήματος), όπως και της καθαρεύουσας και της δημοτικής, με την αξιοποίηση γεωγραφικών και κοινωνικών ιδιωμάτων (βλ. γλώσσα περιθωρίου). Το ύφος του είναι νευρώδες, με περίτεχνες φράσεις, οι οποίες όμως παράγουν έναν δικό τους ρυθμό.

Ακόμα και ο σύγχρονος αναγνώστης εκπλήσσεται από τη ζωντάνια και τον δυναμισμό που χαρακτηρίζει τη γραφή του Μητσάκη, καθώς οι όποιες εκζητήσεις της γλωσσικής έκφρασης μοιάζουν να είναι οργανικά δεμένες με το κάθε φορά θέμα του. Η καυστικότητα της κριτικής ματιάς των περιπλανώμενων αφηγητών του, οι οποίοι προσφέρουν διασκεδαστικά όσο και ανησυχαστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα της Αθήνα του 19ου αιώνα, ισορροπεί με τη διάχυτη πικρία που διαποτίζει τις μοναχικές περιδιαβάσεις τους στην πολύβουη πόλη.

Καταγράφει ό,τι κρίνει ότι είναι αναγκαίο να λειτουργήσει αισθητικά και ηθικά ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Έτσι, οι λεπτομερείς αποδόσεις των αστικών τοπίων της Αθήνας (βλ. «Θέρος», «Ζωγραφιά νυκτερινή», «Η κυρα-Κώσταινα») και της Πάτρας (βλ. «Αυτόχειρ») ενεργοποιούν το σύνολο των αισθήσεων του παρατηρητή και εν τέλει του αναγνώστη. Οι αφηγήσεις του αποτυπώνουν φωτογραφικά τη ζωή και τη δράση των ανθρώπων, χωρίς να λείπουν οι αναφορές στις γεύσεις και τις διατροφικές συνήθειές τους, όπως και στις μυρωδιές των αστικών αυλών, της πραμάτειας των καταστημάτων και της φύσης που πλαισιώνει την πόλη. Οι φωτογραφικές περιγραφές, για παράδειγμα, της ενδυμασίας, της συμπεριφοράς και της γλωσσικής εκφοράς κάθε κοινωνικής τάξης στο «Θέρος», όπως μας συστήνονται μέσα από το φίλτρο της αφηγηματικής φωνής, συνιστούν κάτι περισσότερο από μια απόπειρα κοινωνικής ανατομίας στα πρότυπα της μπαλζακικής ή ζολαδικής γραφής. Παράγουν μια σπαρταριστή σύλληψη ενός σύνθετου ψηφιδωτού που αποκτά δική του ζωή και υπόσταση στα μάτια του μοναχικού αφηγητή. Καταγράφει ό,τι κρίνει ότι είναι αναγκαίο να λειτουργήσει αισθητικά και ηθικά ως παράδειγμα προς αποφυγή. Καυτηριάζει την ξενομανία και την ημιμάθεια της εποχής του, ενώ θησαυρίζει ό,τι για εκείνον αποτελεί έκφραση της αυθεντικής φυσιογνωμίας του ελληνικού λαού και ζωντανό στοιχείο της εγχώριας παράδοσης.

Την ίδια στιγμή, η αντιληπτική ικανότητα του Μητσάκη να συλλαμβάνει με διεισδυτικό βλέμμα τη νεοελληνική κοινωνία της περιόδου δεν περιορίζεται μόνο στην απεικόνιση της αστικής ζωής και των ποικίλων διαβαθμίσεων της κοινωνικής εμπειρίας σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, οικονομικών δυνατοτήτων και πολιτισμικών παραστάσεων. Οι αφηγητές του αποδίδουν με ξεχωριστή ευαισθησία τα χρώματα της φύσης και του μεσογειακού ουρανού, όπως στο «Ζωγραφιά νυκτερινή» και στον «Αυτόχειρα», προβάλλοντας την αλληλεπίδραση φύσης-κοινωνίας κατά τρόπο: α. που αποδίδει νατουραλιστικά τη φύση ως απρόσωπη δύναμη, η οποία αδιαφορεί στην αιώνια αταραξία της για τα πάθη της ανθρώπινης ζωής: «Μήπως ήθελε να ενοχληθή η άπειρος αυτή θάλασσα, η οποία, κουρασμένη από τον αέναον αγώνα της […] προς καταβρόχθισιν των πλοίων» («Αυτόχειρ», σ. 85) και β. δημιουργεί σημεία φυγής για το βλέμμα του παρατηρητή, επιτρέποντας τον λυρικό ρεμβασμό και την αποφόρτιση από την ψυχική ένταση που δημιουργούν στον εκάστοτε περιπλανώμενο τα ανθρώπινα πλήθη: «…ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως ομοιόμορφος και απαραμίλλως αναλλοίωτος…» (ό.π., σ. 108).

Η διερευνητική ματιά των αφηγητών, στραμμένη σαν φωτογραφικός φακός στις καταστάσεις και τα πρόσωπα της πόλης, φαίνεται να αποτελεί απόπειρα υπέρβασης μιας επώδυνης εσωστρέφειας. Το διαρκώς διψασμένο βλέμμα τους για αναζήτηση σκοπού και νοήματος, καθώς περιπλανιούνται μέσα στον χώρο –πάντα οικείοι όσο και ανοίκειοι στα πλήθη που τους πλαισιώνουν–, μοιάζει να έχει αναλγητική δράση για τους ίδιους. Το εκάστοτε υποκείμενο που παρατηρεί, βυθίζεται στο σώμα της αστικής ζωής, κινούμενο άοκνα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, έντιμους και άτιμους, θύτες και θύματα της πόλης. Η κριτική ματιά των ευαίσθητων εστιαστών του Μητσάκη λειτουργεί ταυτόχρονα ως πάλη για κοινωνική ένταξη και, από την άλλη, ως εναργής έκφραση μιας επιμένουσας εσωτερικής δυσπιστίας απέναντι στα κίνητρα και τις αξίες, οι οποίες συγκροτούν τις έννοιες «ατομικότητα» και «συλλογικότητα» τη συγκεκριμένη περίοδο.

Η δημιουργία της κοινωνιογραφίας του κυμαίνεται από έναν ιδιότυπο ρεαλισμό με λυρική διάθεση, τον οποίο συναντάμε στη «Ζωγραφιά νυκτερινή» και «Το φίλημα», έως την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού στιγμιότυπου της καθημερινής ζωής στα όρια της γελοιογραφίας, όπως αυτή που διαβάζουμε στην «Κυρα-Κώσταινα». Στο συγκεκριμένο αφήγημα, η καυστική περιγραφή της κοινωνικής αναλγησίας και της διαφθοράς των ηθών της αθηναϊκής κοινωνίας αποτυπώνεται έκδηλα στη φυσιογνωμία, την προσωπικότητα και τη στάση της πρωταγωνίστριας. Η κωμική της εικόνα ενσαρκώνει με την υπερβολή της σάτιρας όλα τα χαρακτηριστικά της κουτοπόνηρης σκέψης και δράσης της, η οποία προκαλεί την απέχθεια του αφηγητή, ενώ μέσα από την περίπτωσή της ο συγγραφέας επιχειρεί να προβληματίσει τον αναγνώστη σχετικά με τη διεκδίκηση κοινωνικών αλλαγών.

Η πόλη δονείται ολόκληρη στο έργο του Μητσάκη, καθώς δεν λειτουργεί ως το φόντο μιας ιστορίας, αλλά το κέντρο της αφήγησης.

Στον Μητσάκη οι διαπληκτισμοί των μικροεπιχειρηματιών, οι θορυβώδεις καβγάδες των περιθωριακών, το καθημερινό κουβεντολόι στα σοκάκια και τα καφενεία, οι χαιρέκακοι ψίθυροι των γειτόνων απέναντι σε όποιον/-α έχει μπει στο στόχαστρο της κριτικής τους, το μουρμουρητό των περαστικών που σιγοτραγουδάνε στίχους της εποχής συναρθρώνουν το πολυφωνικό βουητό της πόλης, το οποίο έλκει όσο και απωθεί τους περιπλανώμενους αφηγητές του. Η οχλαγωγία των δρόμων δεν είναι παράγωγο μόνο των ανθρώπινων φωνών, αλλά και του ποδοβολητού των αλόγων, του γδούπου από το μαστίγιο των αμαξάδων, του γέλιου των θαμώνων στα καταστήματα και της φασαρίας από τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Η πόλη δονείται ολόκληρη στο έργο του Μητσάκη, καθώς δεν λειτουργεί ως το φόντο μιας ιστορίας, αλλά το κέντρο της αφήγησης.

Ωστόσο, αν κάποιος/-α αναρωτιέται κατά πόσο ο Μητσάκης μπορεί να συνομιλήσει με το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό, αρκεί να διαβάσει τον «Αυτόχειρα». Ο περιπλανώμενος αφηγητής εδώ έχει το ονοματεπώνυμο του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στην πόλη της Πάτρας μαθαίνει ότι ένας άγνωστος, που παραμένει ανώνυμος σε όλη τη διάρκεια του αφηγήματος, αυτοκτονεί σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής. Το κείμενο, γραμμένο λίγο πριν από την εκδήλωση της ψυχικής του ασθένειας, επικεντρώνεται στην περιπλάνηση του αφηγητή στην πόλη, ο οποίος δείχνει συγκλονισμένος από το γεγονός της αναίτιας απώλειας ενός ανθρώπου σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Το γεγονός αυτό μοιάζει να πυροδοτεί βαθύτερους φόβους της αφηγηματικής φωνής, καθώς αναλογίζεται το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης και της αδιαφορίας της μάζας για τα μοναχικά υποκείμενα.

Η προβολή του εαυτού του στον νεκρό επενδύει τη διαδικασία της παρατήρησης με μια πρωτόγνωρα έκδηλη ψυχική ένταση, στα όρια της τραγικότητας. Τα επαναλαμβανόμενα άστοχα ερωτήματα σχετικά με την άγνοια ή την απάθεια των περαστικών για τον εκλιπόντα ξένο ταλανίζουν τον περιπλανώμενο εστιαστή και εμπλουτίζουν τον πολυφωνικό τρόπο γραφής του Μητσάκη με μια πολύπτυχη σημασιολογική φόρτιση των ζητημάτων της αποξένωσης και της μοναξιάς. Κατά συνέπεια, τα ερωτήματα που θέτει νοερά ο αφηγητής στον «Αυτόχειρα» δεν αποτελούν μόνο μια έκφραση της ταλανισμένης σκέψης του συγγραφέα, αλλά πρωτίστως έναν επίκαιρο προβληματισμό –ίσως περισσότερο από ποτέ– για τις σχέσεις των ανθρώπων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μιχαήλ Μητσάκης (1956). Το έργον του, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Μ. Περάνθη, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
[2] Μιχαήλ Μητσάκης, Αθηναϊκαί σελίδες & τα διηγήματα «Αυτόχειρ», «Το φίλημα», εισαγωγικό σημείωμα Σπ. Τσακνιάς, Αθήνα: Πατάκης, 2023.
[3] Άλκης Θρύλος (1962). Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας και μερικές άλλες μορφές. Αθήνα: Δίφρος.

Αθηναϊκαί σελίδες
& τα διηγήματα «Αυτόχειρ», «Το φίλημα»
Μιχαήλ Μητσάκης
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 128
ISBN: 978-960-16-3175-2
Τιμή: 7,00€
001 patakis eshop

Ο Τάσος Μιχαηλίδης είναι δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, διδάσκων ΠΑΔΑ.

************************

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Βικιπαίδεια:Μιχαήλ Μητσάκης

2. Ο νατουραλισμός που γίνεται αισθητισμός

3. Διαβάστε κείμενα του  Μιχαήλ Μητσάκη από τον ιστότοπο της Βικιθήκης

Άρθρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: