Κυριακή, Μαρτίου 12, 2023

Η νυχτερίδα πέταξε (διήγημα του Λάκη Παπαστάθη)

 

Η νυχτερίδα πέταξε (διήγημα του Λάκη Παπαστάθη)

Στις 8 Μαρτίου έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1943, αλλά μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου και το 1972 σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία «Γράμματα από την Αμερική», η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατά την περίοδο 1968-1971 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μια εμπειρία την οποία ο ίδιος αποκαλούσε από τα σημαντικότερα σχολεία της ζωής του. Από το 1975 ξεκινάει μια μακρά πορεία στην τηλεόραση, όπου ως σκηνοθέτης-παραγωγός, δημιουργεί με τον Τάκη Χατζόπουλο τις σειρές Παρασκήνιο και Ιστορικό Αρχείο. Σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010).

Έχει γράψει το χρονικό "Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία" και τις συλλογές διηγημάτων Η νυχτερίδα πέταξε, Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα, Η ήσυχη και άλλα διηγήματα.

Επίσης, ο Παπαστάθης ήταν μανιώδης συλλέκτης περιοδικών -είχε μια από τις μεγαλύτερες συλλογές στην Ελλάδα.

Για να τιμήσουμε τη μνήμη αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου, διάλεξα να παρουσιάσω ένα διήγημά του, που έδωσε και τον τίτλο σε ένα βιβλίο του. Στο τέλος του διηγήματος, βάζω και το λινκ προς μια εκπομπή αφιερωμένη σε αυτόν.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Μυτιλήνη, όπου μεγάλωσε ο Λάκης Παπαστάθης

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΠΕΤΑΞΕ

Τ΄ όνομά του ήταν Γιάννης, όλοι όμως τον φώναζαν Νυχτερίδα γιατί έβαζε το κεφάλι του μέσα στο σκοτεινό θάλαμο της σαραβαλιασμένης φωτογραφικής μηχανής του, που ήταν στημένη στο προαύλιο της Μητρόπολης. Ο ίδιος πίστευε πως έβλεπε καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους στα σκοτάδια, γιατί το μάτι του είχε ασκηθεί με τα φωτογραφικά χαρτιά και τις πλάκες στο κουβούκλιο της προπολεμικής μηχανής του.

Την υπεροχή του την επιβεβαίωνε ταχτικά κάνοντας νυχτερινό τεστ με τους γείτονες. «Μωρέλι μου, το βλέπεις εκείνο το μπαλκόνι εκεί δανά; Πόσες γλάστρες έχει κρεμασμένες στο κάγκελο;… τρεις και η μια έχει βασιλικό! Πάαινε κοντά να το δεις!» ή «τι λέει εκείνη η ταμπέλα, όχι τα μεγάλα γράμματα, τα μικρά! Στέργιος Σφετούδης… Τ΄ όνομα πατρός όμως; Σίγμα είναι ή νι; Σίγμα από το Σπυρίδων!»

Στα χρόνια της κατοχής, η Νυχτερίδα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Αχιλλέα Μυτιλήνης. Είχε το δικό του δυναμωτικό, ένα μπουκαλάκι λάδι στην κωλότσεπη του άσπρου σώβρακου. Όταν παραέτρεχε, στεκόταν, έπινε δυο γουλιές μυτιληνιό λαδάκι και συνέχιζε. Παρόλο που έπαιζε αριστερό εξτρέμ, σπάνια σκοράριζε, εκτός κι αν έπεφτε σκοτάδι. Τότε ο άτολμος ποδοσφαιριστής, που συνήθως περιοριζόταν να κάνει σέντρες για τους άλλους, μεταμορφωνότανε σε δυναμικό γκολτζή: η Νυχτερίδα στο στοιχείο της. Το σκοτάδι λες και τον ντοπάριζε.

Ζούσε με το γιο του και τη μάνα του, η οποία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στο νησί που τον φώναζε με τ’ όνομά του το πραγματικό, «Γιάννη… μην ξεχάσεις το ψωμί…», γιατί ο Γιάννης ξεχνούσε τις παραγγελίες της μάνας του εκτός από το λάδι που φρόντιζε να το φέρνει –τρεις γκαζοντενεκέδες κάθε χρόνο– από έναν παραγωγό στον κόλπο της Γέρας. «Άμα έχεις λαδέλι, τάχεις όλα», έλεγε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: