Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2023

«Οι Υπνοβάτες»: το αριστούργημα του Χέρμαν Μπροχ που άλλαξε την πορεία της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα


«Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ (κριτική) – Στα χνάρια ενός κόσμου που χάνεται

 bookpress.gr

baladeur

Για την τριλογία «Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ [Hermann Broch] (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Έρμα). Στην κεντρική εικόνα, ο συγγραφέας Χέρμαν Μπροχ.

------------------------------

Εάν δεχτούμε ότι είμαστε περιφερόμενες σκιές σ’ έναν κόσμο δίχως νόημα, όπως πολλοί διανοητές έχουν ήδη αποφανθεί, τότε ποιος άλλος εκτός της τέχνης μπορεί να αποδώσει τι συνεπάγεται αυτό για τον άνθρωπο; Η ιστορία θα ασχοληθεί με την πορεία, τη διάρκεια, θα εξετάσει το παρελθόν και το συλλογικό πεπρωμένο. Η φιλοσοφία θα θέσει ερωτήματα και ή επιστήμη θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις. Αλλά είναι η τέχνη που θα εισχωρήσει στα κενά του ατομικού χώρου, συνενώνοντας το όλον με το επιμέρους ή όπως υπέροχα το έθεσε η Κάρεν Μπλίξεν: «Όλες οι λύπες υποφέρονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία ή αν αφηγηθείς μια ιστορία γι’ αυτές». Αν λοιπόν στη θέση της «λύπης» βάλουμε το «ανθρώπινο πεπρωμένο», μια διαρκή πορεία θλίψης και απώλειας από την κούνια στον τάφο, τότε οφείλουμε στη συνέχεια να αναρωτηθούμε κατά πόσον εμείς -τα υποτιθέμενα έλλογα όντα- αφήνουμε το χνάρι μας στη γη εν πλήρη συνειδήσει ή αν τελικά κινούμαστε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σε μια ενδιάμεση ζώνη, ως υπνοβάτες.

Ο Αυστριακός συγγραφέας Χέρμαν Μπροχ διέπρεψε σε πολλούς τομείς. Μεταξύ άλλων υπήρξε φυσικός, μαθηματικός, φιλόσοφος, ιστορικός της τέχνης, επιχειρηματίας και λογοτέχνης και με περισσή ευκολία μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο. Η λογοτεχνία υπήρξε για τον Μπροχ ένα απαραίτητο στάδιο. Της δόθηκε ολοκληρωτικά και εκείνη του ανταπέδωσε με την αιωνιότητα. Οι Υπνοβάτες, ίσως το σημαντικότερο έργο του μαζί με το Βιργιλίου θάνατος, δεν είναι απλώς μία ακόμα μυθιστορηματική τριλογία για την κατάρρευση των αξιών της εποχής στην οποία αναφέρεται, τουτέστιν ένα έργο φυλακισμένο σε κεχριμπάρι που θαυμάζεται αποκλειστικά για τη μουσειακή του αξία. Η δημιουργική του πνοή διατρέχει τις εποχές, καθιστώντας το ζωντανό και κλασικό για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, αφού πρώτα τονίσω ότι η επανέκδοση της τριλογίας ευτύχησε στην υπέροχη μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού (στην οποία οφείλουμε και το εξαιρετικά κατατοπιστικό επίμετρο) από τις εκδόσεις Έρμα.

Τρία βιβλία, τρεις εποχές

Στο πρώτο βιβλίο «1888 – Πάσενοβ ή Ρομαντισμός» ο πρωταγωνιστής Γιόαχιμ φον Πάσενοβ ακροβατεί μεταξύ δύο κόσμων: του στρατού και ό,τι συνεπάγεται αυτός (τάξη, ασφάλεια, πίστη σε μια ανώτερη αρχή) στη γερμανική πρωτεύουσα, και από την άλλη της επαρχιακής ζωής και της διαχείρισης ως πολίτης της πατρικής κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο γυναικών: της «ηθοποιού» και ελευθέρων ηθών Ρουτσένα στην πόλη ή της κληρονόμου, άμωμης Ελίζαμπετ στην επαρχία. Ο Μπροχ χειρίζεται με ιδιαίτερο υφολογικά τρόπο το περιεχόμενο και τις διαπλεκόμενες πορείες που τον οδηγεί η πλοκή. Το βιβλίο είναι γραμμένο με το ρεαλιστικό στιλ που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα (κατά το ύφος, διακρίνουν οι αναλυτές, του Γερμανού συγγραφέα Theodor Fontane).

Ο Μπροχ καθοδηγεί με εντυπωσιακή μαεστρία τους χαρακτήρες του, οι οποίοι σκέφτονται, συνομιλούν και πράττουν κατά τα πρότυπα εκείνης της εποχής. Οι συναισθηματικές συγκρούσεις, οι κρίσεις και οι οπτικές, αλλά και η χρήση μακροσκελών παραγράφων, ο τρόπος που περιγράφεται ο έρωτας (Ρομαντισμός) με τρόπο ποιητικό αλλά και εμφανώς απηρχαιωμένο, καθότι απουσιάζει η σωματικότητα, είναι ξεκάθαρη ένδειξη. Όπως επίσης και το γεγονός ότι, όπως θα συνέβαινε την εποχή εκείνη, οι άνθρωποι απέφευγαν την αμεσότητα της έκφρασης, πιστοί στο τυπικό (και την τυπολατρία) με την οποία θα απευθύνονταν με απολύτως συγκεκριμένο τρόπο σε ανθρώπους της τάξης τους ή σε εκείνους της άλλης τάξης, ενώ έκρυβαν επιμελώς τα συναισθήματά τους ακόμα κι από τον εαυτό τους.

Αυτό το αμιγώς μοντερνιστικό συγγραφικό τέχνασμα διαρρηγνύει εκ νέου την μέχρι τούδε υφολογική ενότητα για να μας οδηγήσει πλησίστιους στο δεύτερο βιβλίο.

Μοναδική διαταραχή στο προσεκτικά υφασμένο πέπλο της κανονικότητας είναι η παρουσία του παράξενου και ακατανόητου φίλου του Γιόαχιμ, του Μπέρτραντ, ο οποίος ουσιαστικά διαταράσσει το καθορισμένο από την εποχή και τις αξιακές (θα συναντάμε συχνά αυτόν τον όρο-κλειδί στην τριλογία) του παραμέτρους, εισαγάγοντας τακτικά κενά δαιμόνια, κυρίως μέσω των θέσεών του που παρουσιάζονται διασπαστικές και ρηξικέλευθες σε σχέση με την άκρως δομημένη, σύμφωνα με τα πρότυπα της αναφερόμενης εποχής, σκέψη των υπολοίπων – δηλαδή του πατέρα που πασχίζει να αντέξει τον χαμό του παιδιού του ομνύοντας στο αίσθημα τιμής, του ίδιου του Γίοαχιμ που εμφορείται από την αίσθηση του καθήκοντος, αλλά και της Ελίζαμπετ που αποτελεί το τρόπαιο ως νύφη.

Υφολογικά, θεωρώ ότι ο Μπέρτραντ είναι η ύπουλη και άκρως στοχευμένη διείσδυση του Μοντερνισμού στον κυρίαρχο Ρομαντισμό του πρώτου βιβλίου, καθώς ο τρόπος ομιλίας του σε συνδυασμό με τις ιδέες του αποτελούν ξένο σώμα τρόπον τινά, διαταράσσοντας τις ισορροπίες και φέρνοντας τον αναγνώστη μια ελαφρά σύγχυση όσον αφορά τη χρονική στεγανότητα του έργου εν συνόλω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς το τέλος του βιβλίου, οπότε ο Γιόαχιμ έχει ως όφειλε παντρευτεί την Ελίζαμπετ (όχι από έρωτα προφανώς), οπότε ο συγγραφέας εισαγάγει ένα υποκεφάλαιο εντός της κανονικής ροής, εκείνο της επίσκεψής σε ένα κατάστημα με την επωνυμία «Το πανόραμα του Κάιζερ», στο οποίο βλέπουμε θραύσματα από τις εξωτικές περιπέτειες του Μπέρτραντ. Αυτό το αμιγώς μοντερνιστικό συγγραφικό τέχνασμα διαρρηγνύει εκ νέου την μέχρι τούδε υφολογική ενότητα για να μας οδηγήσει πλησίστιους στο δεύτερο βιβλίο.

Το δεύτερο βιβλίο «1903 – Ες ή η Αναρχία» ο πρωταγωνιστής Ες βρίσκεται εν κενώ όντας απολυμένος, οπότε εμπλέκεται σε αδιέξοδες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε προσωπικό επίπεδο θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον συνδικαλιστή φίλο του και ταυτόχρονα να κάνει σχέση με τη χήρα ιδιοκτήτρια του καπηλειού (την κυρία-Χέντγεν) που συχνάζει, με μακρινό όνειρο να καταφύγει κάποια στιγμή στην Αμερική. Ο Ες, όπως όλοι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, κινείται στη Ζώνη, καθώς συνεχώς η πραγματικότητα του διαφεύγει, ενώ το έδαφος κάτω από τα πόδια του λειτουργεί σαν κινούμενη άμμος. Η επαφή με τα άλλα πρόσωπα του προκαλεί άγχος, τον αποδυναμώνει και τον αποσταθεροποιεί, αφού η επικοινωνία είναι σαν βέλος που συνεχώς αστοχεί. Ο Μπροχ αλλάζει ύφος σε αυτό το βιβλίο μετακινούμενος από το αμιγώς ρεαλιστικό στο εξπρεσιονιστικό, υπό την έννοια ότι συστηματικά -ιδίως προς το τέλος- διαβρώνει και παραμορφώνει την πραγματικότητα, οπότε η αναπαράσταση της ζωής εσωτερικεύεται από τον πρωταγωνιστή και ο αναγνώστης την αναγιγνώσκει μέσα από την οπτική του. Ακόμα ένα στοιχείο του εξπρεσιονισμού, η αισθητή συναισθηματική αγωνία, είναι πανταχού παρούσα, όπως και η απειλή της ανθρωποκτονίας.

Αυτό που γίνεται σαφές στο τρίτο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να συνθέσει τα προηγούμενα, ακόμα κι όταν κάποιοι από τους ήρωές του συναντιόνται και συγκρούονται.

Το τρίτο βιβλίο «1918 – Χουγκενάου ή ο Ρεαλισμός» αποτελεί την κορύφωση της μυθιστορηματικής τέχνης του Μπροχ, συνδυάζοντας στοιχεία από τα προηγούμενα βιβλία, αλλά προσθέτοντας μοντερνιστικές τεχνικές. Ο πρωταγωνιστής Χουγκενάου είναι ένας τυχοδιώκτης λιποτάκτης του 1ου Π.Π., ο οποίος βρίσκει καταφύγιο σε μια μικρή πόλη, αποκτώντας από τον πρωταγωνιστή του προηγούμενου βιβλίου τον Ες την τοπική εφημερίδα. Διοικητής της πόλης είναι ο παλιός μας γνώριμος Φον Πάσενοβ, ενώ ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους τραυματισμένοι στρατιώτες, στρατιωτικοί γιατροί, μέλη του Στρατού της Σωτηρίας και άλλοι χαρακτήρες. Αυτό που γίνεται σαφές στο τρίτο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να συνθέσει τα προηγούμενα, ακόμα κι όταν κάποιοι από τους ήρωές του συναντιόνται και συγκρούονται. Ο χωροχρόνος διαστέλλεται συνεχώς, η παρτίδα εξελίσσεται κανονικά, αλλά τα πιόνια έχουν πάψει οριστικά να κινούνται στις καθορισμένες θέσεις τους, αφού η σκακιέρα έχει πάψει να είναι ασπρόμαυρη και έχει γίνει γκρίζα.

Οι ήρωες οδηγούνται σταδιακά σε κατάσταση ενδόρηξης, με τον περιβάλλοντα χώρο της πόλης να φλέγεται κυριολεκτικά (εξέγερση, πυρπόληση του Δημαρχείου) και τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν να επιβιώσουν ή να κατανοήσουν ματαίως τα αίτια της πτώσης – της δικής τους και των θεσμών που στηρίζουν. Χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο Διοικητής Πάσενοβ διασώζεται μεν, πλην όμως χάνει τα λογικά του, πλήρως αποπροσανατολισμένος, κυριολεκτικά ένας υπνοβάτης. Ο Χουγκενάου υλοποιεί το zeitgeist δολοφονώντας τον Ες, διαφεύγοντας στη συνέχεια για να συνεχίσει τη ζωή του στο Στρασβούργο, εκλογικεύοντας μόνιμα τις πράξεις και το παρελθόν του, αλλά παγιδευμένος και εκείνος εσαεί στο αξιακό του κενό, στην απόσταση που δημιουργεί ο φόνος, ο θάνατος και η θεμελιακή αδυναμία προσέγγισης του άλλου.

Ο αποπροσανατολισμός είναι πλήρης, και αυτό γίνεται εμφανές μέσω του αφηγηματικού ύφους: θραυσματική αφήγηση, εντυπωσιακές στιλιστικές εναλλαγές μεταξύ πρόζας και στίχων, αλλά και χρονικά άλματα. Εν συνεχεία, ο μέχρι τούδε απών συγγραφέας καθιστά έντονη την παρέμβασή του μέσω αμιγών φιλοσοφικών παρεκβάσεων, στις οποίες καταθέτει τον προβληματισμό και την κοσμοθεωρία του επάνω στο θέμα της αξιακής αποσύνθεσης της εποχής και των αιτίων της. Η αλληλοδιαδοχή φιλοσοφίας και αφηγηματικής πολυμορφίας στόχο της έχει την αναπαράσταση του πραγματικού μέσω των δύο κυρίαρχων στη σκέψη του Μπροχ τάσεων (Λόγος και Μύθος, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια), οι οποίες συνδυαστικά αποτυπώνουν την πολυπρισματική φύση της ζωής. Η σύνθετη φύση της ύπαρξης και ο κόσμος που την περιβάλλει απαιτούν τα κατάλληλα εργαλεία, τα οποία ο συγγραφέας χειρίζεται με μεγαλειώδη τρόπο, παραπλήσιο και συγκρινόμενο αποκλειστικά με εκείνον του Τζόυς στον «Οδυσσέα», ο οποίος πρώτος τοποθέτησε το στιγμιαίο στο μικροσκόπιο της Τέχνης. αλλά και του Μούζιλ, ο οποίος οδήγησε το φιλοσοφικό μυθιστόρημα στο απόγειό του.[.................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Hermann Broch – ΟΙ ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ - Εκδόσεις Έρμα «Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ (κριτική) – Στα χνάρια ενός κόσμου που χάνεται.

Hermann Broch - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ =>«Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ: Διαβλέποντας την άβυσσο του 20ού αιώνα... - LiFO


Ρομαντισμός: Μια παράσταση βασισμένη στους «Υπνοβάτες» του Hermann Broch



ΔΕΙΤΕ=>Θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Herman Broch "Οι Υπνοβάτες" στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση). Σκηνοθεσία Θ. Γλυνάτσης (2015)

Ήταν, λοιπόν, ο Αδόλφος Χίτλερ ένας ρομαντικός; Μήπως, δηλαδή, η ενδογενής και ίσως αναπόδραστη αιτία της ανόδου του ναζισμού ήταν η ηθική και πνευματική αποσταθεροποίηση του 19ου αιώνα; Τέτοια ερωτήματα θα εγείρει η σκηνική μεταφορά της εμβληματικής μυθιστορηματικής τριλογίας του Hermann Broch, «Οι υπνοβάτες» (1932), αυτού του συγκλονιστικού χρονικού που χαρτογραφεί την τριακονταετία (1888-1918) κατά την οποία η Ευρώπη οδηγήθηκε από την παρακμή του ρομαντισμού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον εναγκαλισμό του φασισμού.

Λάτρης ενός θεάτρου του πυρετώδους λόγου και του ακραίου στοχασμού, ο νέος και ραγδαία ανερχόμενος σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης, από τις πιο ξεχωριστές και ιδιαίτερες φωνές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, καταπιάνεται με τον πρώτο τόμο της τριλογίας του Μπροχ. Πρεσβευτής μιας ολότελα νέας σκηνοθετικής γλώσσας, μακριά από τους μιμητισμούς του μεταμοντέρνου και της βεβιασμένης αφαιρετικότητας, ο Γλυνάτσης μας υπόσχεται μια παράσταση ποιητικής ατμόσφαιρας και μυσταγωγίας που δονείται από τον υπόκωφο ρυθμό κατάρρευσης του κόσμου του 1888 – ενός ρυθμού κι ενός κόσμου που σήμερα φαντάζουν ενοχλητικά γνώριμοι.

Ένας θίασος άξιων ηθοποιών, νέων αλλά και βετεράνων, ζωντανεύει την ιστορία του νεαρού Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, ο οποίος εξωθείται από την οικογένειά του σε μια καριέρα αξιωματικού, ενστερνίζεται τα απολυταρχικά και εθνικιστικά ιδεώδη του πρωσικού μιλιταρισμού και ζει, θαρρείς υπνοβατώντας, σαν ένας αντιηρωικός Φάουστ, σε έναν κόσμο «που κυριαρχείται από ένα είδος συναισθηματικής αδράνειας»…

Ο Χέρμαν Μπροχ (Βιέννη 1886 – Νιού Χέηβεν, ΗΠΑ 1951) ήταν εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός συγγραφέας και στοχαστής. Εργάστηκε επί μια εικοσαετία στην κλωστοϋφαντουργία του πατέρα του. Το 1925, λίγο πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια, πούλησε την οικογενειακή επιχείρηση και στράφηκε στις πανεπιστημιακές σπουδές (μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης). «Οι υπνοβάτες» (1932), το πρώτο του μυθιστόρημα, έμελλε να αποτελέσει έργο-ορόσημο στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Με την προσάρτηση της Αυστρίας από τους Ναζί (1938), συνελήφθη από την Γκεστάπο και αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση των επιφανών φίλων του, και ιδίως του James Joyce. Αυτοεξορίστηκε, πρώτα στην Αγγλία και έπειτα στην Αμερική, όπου και πέθανε, σχεδόν ξεχασμένος, αφού ολοκλήρωσε το σημαντικότερο έργο του, «Βιργιλίου θάνατος» (1945). Αργότερα, αποθεώθηκε από τον Maurice Blanchot, τον George Steiner και τον Milan Kundera, ενώ σήμερα, σύμφωνα με τη λογοτεχνική κριτική, συγκαταλέγεται στο ίδιο πάνθεον με τους ομότεχνούς του Τζέημς Τζόυς, Marcel Proust, Thomas Mann, Elias Canetti και Robert Musil. Εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε επίσης ποιήματα, θεατρικά έργα, καθώς και κριτικά και φιλοσοφικά δοκίμια.

Η τριλογία του Χέρμαν Μπροχ, με το γενικό τίτλο «Οι υπνοβάτες», πρωτοδημοσιεύτηκε το 1932 και αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του 20ού αιώνα. Ο πρώτος τόμος τιτλοφορείται «Οι υπνοβάτες, 1888, Πάσενοβ ή Ο Ρομαντισμός», ο δεύτερος «Οι υπνοβάτες, 1903, Ες ή Η Αναρχία», και ο τρίτος «Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκεναου ή Ο Ρεαλισμός». Οι τρεις τόμοι κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μέδουσα, σε μετάφραση Κώστα Κουντούρη.

Σύμφωνα με τον Μίλαν Κούντερα, «Οι υπνοβάτες» συνιστούν «τον ακρογωνιαίο λίθο της παράδοσης του σύγχρονου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και οι τρεις εποχές της τριλογίας του τις τρεις ιστορικές δυνατότητες της ευρωπαϊκής ύπαρξης».

«Η Διήγηση της Υπηρέτριας Τσερλίνε», το πέμπτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα «Οι αθώοι» του Μπροχ, παρουσιάστηκε τη διετία 1991-92 στο Απλό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα, με πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παΐζη.


Hermann Broch, “Die Schlafwandler. Eine Romantrilogie“ © Suhrkamp Verlag, Frankfurt a. M. 1978

 

Συντελεστές

Σκηνοθεσία

Θέμελης Γλυνάτσης

Δραματουργία

Ελένη Τριανταφυλλοπούλου

Κοστούμια

Μαργαρίτα Δοσούλα

Παραγωγή

Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Ερμηνεύουν

Γιόαχιμ φον Πάσενοφ

Θανάσης Δόβρης

Έντουαρντ φον Μπέρτραντ

Νέστωρ Κοψιδάς

Ρούζενα Χρούσκα

Σοφιάννα Θεοφάνους

Ελίζαμπετ φον Μπάντενσεν

Αλεξάνδρα Ντεληθέου

Κύριος φον Πάσενοφ

Σωτήρης Τσακομίδης

Κυρία φον Πάσενοφ

Ασπασία Κράλλη

Χέλμουτ φον Πάσενοφ

Χρήστος Κεχρής

Μια φιγούρα

Ιερώνυμος Καλετσάνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα εθνικά μας χούγια

  ...