Κυριακή, Φεβρουαρίου 07, 2021

Στους κακούς καιρούς οι κίνδυνοι κοινωνικοποιούνται και τις ζημιές τις πληρώνει ο λαός. Στους καλούς καιρούς ιδιωτικοποιούνται και τα κέρδη τα παίρνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες

 


Η προδοσία του καπιταλισμού από τους καπιταλιστές

Γιάννης Ανδρικόπουλος

Η προδοσία του καπιταλισμού από τους καπιταλιστές

«Καταστρέψτε τον καπιταλισμό» είναι το μήνυμα του διάσημου καλλιτέχνη Μπάνκσι (Banksy) σε γκράφιτι του 2003


Η νέα γενιά ζητεί από τις ιδιωτικές εταιρείες να συμμορφωθούν όχι μόνο με τις κοινωνικές αλλά και με τις περιβαλλοντικές και δημόσιες υποχρεώσεις τους.

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αγόρασα μέσω της Amazon ένα βιβλίο με χρήση, βεβαίως, της πιστωτικής μου κάρτας. Το βιβλίο ήλθε μέσα σε δύο ημέρες. Λίγες ημέρες αργότερα, κοιτάζοντας τον τραπεζικό λογαριασμό μου, είδα ότι η πληρωμή έγινε σε λογαριασμό μιας κάποιας εταιρείας στο Λουξεμβούργο.

Η Amazon είναι αμερικανική εταιρεία με έδρα το Σιάτλ και η πληρωμή θα έπρεπε να έχει γίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες ή, διαφορετικά, στην Αγγλία στο υποκατάστημα της οποίας αγόρασα το βιβλίο.

Και όμως έγινε στο Λουξεμβούργο, την έδρα φοροδιαφυγής αυτής της κολοσσιαίας επιχείρησης που έκανε τον ιδιοκτήτη της, τον Τζεφ Μπέζος, τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο. Και αυτό με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης του Λουξεμβούργου, η οποία το 2003 και εν συνεχεία το 2011 παραχώρησε «γενναιόδωρα» στην Amazon το δικαίωμα της φοροδιαφυγής για όλες τις πωλήσεις της στην Ευρώπη. Τα τρία τέταρτα των εσόδων της Amazon έμειναν έτσι αφορολόγητα.

Το 2014 η Ευρωπαϊκή Ενωση βγήκε, πάντως, από τη νάρκη της και αμφισβήτησε τη νομική βάση των φορολογικών παραχωρήσεων στην Amazon. Και λίγα χρόνια αργότερα, το 2017, αποφάσισε ότι αυτές οι παραχωρήσεις ήταν παράνομες και κατά συνέπεια η Amazon έπρεπε να καταβάλει στο Λουξεμβούργο 250 εκατομμύρια ευρώ συν τον τόκο για τους απλήρωτους φόρους.

Το 2015 η Ευρωπαϊκή Ενωση χαρακτήρισε επίσης παράνομες παρόμοιες φορολογικές παραχωρήσεις που είχαν κάνει το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία στις Fiat και Starbucks, οι οποίες, αποφάσισε, πρέπει να πληρώσουν φόρο 33 εκατομμυρίων δολαρίων η κάθε μία, και το 2016 κατήγγειλε ως παράνομες παρόμοιες φορολογικές χάρες που είχε κάνει το Βέλγιο σε 35 πολυεθνικές εταιρείες. Για παρόμοιες φορολογικές «χάρες», η Ε.Ε. ζήτησε από την Apple να καταβάλει στην Ιρλανδία το ποσό των 14,3 εκατομμυρίων δολαρίων.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η E.E. διεύρυνε ακολούθως την εποπτεία των φορολογικών «διευκολύνσεων» με στόχο τη νόμιμη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας – Apple, Google, Facebook, Cisco, Microsoft και Netflix -, τα κέρδη των οποίων, μόνο στη Βρετανία, μεταξύ του 2012 και του 2017 ανήλθαν σε 30 δισεκατομμύρια λίρες. Αντίστοιχες απώλειες φόρων έχουν και οι φτωχές χώρες, περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι πολύ πάνω από τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια που τους προσφέρει η Δύση ως βοήθεια.

«Το άσεμνο σύστημα», όπως είπε ένας διακεκριμένος Ινδός οικονομολόγος, «αντανακλά τα εξευγενισμένα για τον 21ο αιώνα αποικιακά πρότυπα».

Παρ’ όλα αυτά, η Αmazon, η οποία τον περασμένο χρόνο άσκησε έφεση κατά της απόφασης της Ε.Ε., δεν έχει ακόμη καταβάλει ούτε μια δεκάρα για τους απλήρωτους φόρους.

Αλλά έστω κι έτσι, κάτι έχει αρχίσει όντως να αλλάζει στον ορίζοντα καθώς τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία, η Αυστρία, η Ισπανία και η Ιταλία αποφάσισαν επίσης, αν και μόνον «καταρχήν», να φορολογήσουν τις μεγάλες ψηφιακές εταιρείες. Αυτό παρά τις απειλές των ΗΠΑ να φορολογήσουν σε αντίποινα εισαγωγές από αυτές τις χώρες και παρά την αντίθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), ο οποίος αντέδρασε στα παραπάνω με οργή, περιφρόνηση και φόβο.

Η σημειούμενη αλλαγή δεν στρέφεται βεβαίως κατά του καπιταλισμού, αλλά κατά των γιγαντιαίων εταιρειών που χειραγωγούν το σύστημα προς όφελός τους. Στόχος επίσης είναι ο τερματισμός του οικονομικού και πολιτικού χάους στο οποίο οδήγησε την παγκόσμια οικονομία ο νεοφιλελευθερισμός εις βάρος, μεταξύ άλλων, και της δημοκρατίας.

Ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού

Η πολιτική των σημερινών γιγάντων της οικονομίας είναι αυτή που μας κληροδότησε η εποχή του 1970, τότε που η οικονομία κατέρρεε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μαζί της κατέρρευσε και η μεταπολεμική κεϊνσιανή ομοφωνία που επικράτησε μετά την καταστροφική κρίση του 1929, καθώς στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού είχαν ήδη εισαχθεί στην πολιτική του προέδρου Τζίμι Κάρτερ στις ΗΠΑ και του πρωθυπουργού Τζιμ Κάλαχαν στη Βρετανία.

Η καθοριστική στιγμή ήλθε όμως το 1979, τότε που οι ψηφοφόροι έφεραν στην εξουσία τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία και τo 1981 στις ΗΠΑ τον Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Αυτό που ακολούθησε την εκλογή τους ήταν οι μαζικές μειώσεις στη φορολογία των πλουσίων, η δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών και η απορύθμιση της οικονομίας, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, η μεταφορά δουλειάς του κράτους σε ιδιώτες, η συντριβή των συνδικάτων, ο ασύλληπτος πληθωρισμός και μια ανεργία που «αγκάλιαζε» το 12% των εργαζομένων. Ηταν η εποχή που δεν θα ξεχάσω ποτέ, μια εποχή που έψαχνα για δουλειά στην Αγγλία χωρίς κανένα αποτέλεσμα για πάνω από έναν χρόνο.

Ηταν επίσης η εποχή μιας ασύλληπτης διαφθοράς που εξέφραζε, για παράδειγμα, το βρετανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, το οποίο, χρηματοδοτούμενο μυστικά από το British American Tobacco, επιχειρηματολογούσε με σφοδρότητα κατά του ελέγχου της καπνοβιομηχανίας από το κράτος. Αυτό, όπως ελέχθη αργότερα, δεν ήταν καπιταλισμός. Ηταν, αντίθετα, η προδοσία του.

Εξ ου και πολλοί κάνουν τώρα μια διαφορετική διάκριση από αυτήν που έκανε ο διακεκριμένος Σερβο-αμερικανός οικονομολόγος Μπράνκο Μιλάνοβιτς. Ο Μιλάνοβιτς είδε δύο διακεκριμένα πολιτικά συστήματα: το φιλελεύθερο μοντέλο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και το κινεζικό πολιτικό μοντέλο. Πέραν αυτών υπάρχει όμως και ένα τρίτο καπιταλιστικό μοντέλο, αυτό, όπως έγραψε στους Financial Times ο Μάρτιν Γουλφ, του δημαγωγικού αυταρχικού καπιταλισμού που προσωποποιούν ο νεοφιλελευθερισμός και «η διεφθαρμένη γκανγκστερική πολιτική του».

Αλλά για τους νεοφιλελεύθερους τα παραπάνω δεν είχαν σημασία. Για αυτούς, η αγορά δεν χρειαζόταν κρατικούς ελέγχους και ρυθμίσεις, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία ήταν εξ ορισμού ανεπιθύμητες, οι εταιρείες είχαν ευθύνες, όχι έναντι της κοινωνίας, αλλά μόνον έναντι των ιδιοκτητών τους, τα συνδικάτα κατέστρεφαν την οικονομία και η ανισότητα ήταν δώρο του Θεού. Οι άνθρωποι δεν ήταν πια πολίτες αλλά καταναλωτές με τα δικαιώματα που δίνει μόνον η αγορά.

Εν τω μεταξύ, οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Η κοπριά του διαβόλου

«Ο καπιταλισμός σκοτώνει το μέλλον μας». Πανό Βερολινέζων σε διαδήλωση για το κλίμα (Fridays For Future) στην Πύλη του Βρανδεμβούργου

Τα μέτρα τους, προϊόν της ειδωλολατρίας του κέρδους που μετέτρεψε την αγορά, όπως είπε ο Πάπας Φραγκίσκος, σε κοπριά του διαβόλου, ανέτρεψαν ολοκληρωτικά την κοινωνική δημοκρατία που εξέφρασε το New Deal του Φράνκλιν Ρούζβελτ και το κράτος πρόνοιας που εισήχθη στη Βρετανία μετά τον πόλεμο.

Για τους νεοφιλελεύθερους τα συστήματα αυτά ήταν εκφράσεις κολεκτιβισμού της ίδιας κατηγορίας με τον ναζισμό και τον κομμουνισμό. Αυτό, όπως έκανε σαφές ο μείζων θεωρητικός εκπρόσωπός τους, ο Φρίντριχ Χάγεκ, στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη δικτατορική Χιλή του Πινοσέτ, δεν σημαίνει ότι οι νεοφιλελεύθεροι είναι δημοκράτες. Προσωπική μου προτίμηση, είπε ο Χάγεκ, είναι μια φιλελεύθερη δικτατορία αντί μιας δημοκρατίας χωρίς φιλελευθερισμό.

Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και οι Αμερικανοί Δημοκρατικοί δεν είχαν το ανάστημα για να αναμετρηθούν με τους νεοκαπιταλιστές και εν πολλοίς, όπως στην περίπτωση του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ και του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, συνέπλευσαν μαζί τους. Η αποτυχία του Κέντρου και της Αριστεράς να προσφέρουν ένα νέο οικονομικό πλαίσιο που θα ανταποκρίνεται στις κοινωνικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές ανάγκες του αιώνα μας ήταν όντως παταγώδης.

Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν καταστρέφει μόνον το βιοτικό επίπεδο και τις αξίες του λαού, όπως έκανε κυρίως στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που άρχισε το 2008 και δεν έχει ακόμη τερματιστεί. Καταστρέφει και τη δημοκρατία.

Αυτό διότι η κρίση καλλιέργησε μια αίσθηση προδοσίας του λαού από την ηγεσία του και απογοήτευσης για την αποτυχία των δημοκρατικών θεσμών να μπλοκάρουν την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα που πολλές φορές μεταμορφώθηκε σε μίσος εναντίον τους. Η αίσθηση αυτή τροφοδότησε τον ακροδεξιό λαϊκισμό, ο οποίος όμως στρέφεται, όχι κατά του καπιταλιστικού συστήματος αυτού καθ’ εαυτό, αλλά κατά του πολιτικού εποικοδομήματός του.

Και είναι αυτό που έσπρωξε τη Βρετανία στην αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, καλλιέργησε στις ΗΠΑ τον τραμπισμό, ο οποίος ανθεί παρά την εκλογική ήττα του Ντόναλντ Τραμπ, στηρίζει τις ημιδικτατορίες της Τουρκίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Βραζιλίας και πολλών άλλων χωρών και τροφοδοτεί τον ακροδεξιό εθνικισμό, για τον οποίο οι ακρότητες του νεοφιλελευθερισμού είναι πέραν των ενδιαφερόντων του.

Η υφήλιος έφτασε, έτσι, σε ένα σημείο που για πρώτη φορά στον αιώνα μας τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα είναι περισσότερα από τα δημοκρατικά. Χειρότερα ακόμη, τα καθεστώτα αυτά μπορεί να πληθύνουν ακόμη περισσότερο εάν, όπως είναι πιθανό, οι ακροδεξιοί πάρουν το πάνω χέρι και σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως το Μεξικό, η Αργεντινή, η Κολομβία, το Εκουαδόρ ή η Χιλή.

Η εξέγερση κατά του νεοκαπιταλισμού

Αλλά ταυτόχρονα, και πιο ειδικά μετά την εισβολή της πανδημίας στη ζωή μας, κάτι άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο. Τα δεινά που υφίστανται καθημερινά οι άνθρωποι και πιο πολύ οι φτωχοί της κάθε πόλης καθώς και η μεσαία τάξη των μικροεπιχειρηματιών ή οι ελεύθεροι επαγγελματίες με την έλευση της πανδημίας κατηύθυναν την προσοχή του κόσμου στις τρομερές αδικίες του συστήματος.

Η ηθική βάση του καπιταλισμού, που κατά τον θεωρητικό πατέρα του Ανταμ Σμιθ είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του συστήματος, έχει, όπως λένε τώρα σχεδόν όλοι, διαβρωθεί. Από τους ίδιους τους καπιταλιστές.

Το τρέχον συμπέρασμα είναι έτσι σχεδόν μοιραία ότι για την επιβίωση του καπιταλισμού απαιτείται κάτι περισσότερο από μεταρρυθμίσεις. Χρειάζονται συνεχής επόπτευσή του από τις δημοκρατικές αρχές και αποδοχή του συστήματος από την πλειονότητα του λαού ως ενός «δίκαιου» συστήματος. Χωρίς αυτά, το σύστημα θα καταρρεύσει, όχι από τις επιθέσεις της σοσιαλιστικής Αριστεράς, αλλά από τους ίδιους του καπιταλιστές.

Την αλλαγή της νοοτροπίας την είδαμε όταν ο ποδοσφαιριστής Μάρκους Ράσφορντ έκανε έκκληση στην κυβέρνηση της Βρετανίας να παράσχει φαγητό σε όλους τους μαθητές των σχολείων, πολλοί από τους οποίους πεινούν. Η κυβέρνηση αρχικά αρνήθηκε να ανταποκριθεί θετικά στην έκκληση του. Συνέπεια αυτού ήταν η άμεση κινητοποίηση εκατοντάδων μικρών επιχειρήσεων και χιλιάδων πολιτών που έσπευσαν να συμβάλουν οικονομικά υπέρ των μαθητών.

Το «αστείο» είναι ότι η Amazon στην ιστοσελίδα της επαίνεσε τον Ράσφορντ ως «εθνικό ήρωα» χωρίς, παρεμπιπτόντως, να πει εάν ανταποκρίθηκε στην έκκληση του για βοήθεια.

Στο ίδιο πνεύμα συμπόρευσης με τις απαιτήσεις της στιγμής, η αμερικανική Nike Inc προέβαλε στις διαφημίσεις των προϊόντων της τον ποδοσφαιριστή Κόλιν Κέπερνικ, ο οποίος, διαμαρτυρόμενος για τη φυλετική ανισότητα και την αστυνομική κτηνωδία κατά των εγχρώμων, γονάτισε όταν πριν από τον αγώνα παιζόταν ο αμερικανικός εθνικός ύμνος με συνέπεια να αποκλειστεί ουσιαστικά από το ποδόσφαιρο.

Η «έντιμη» Nike Inc, τα έσοδα της οποίας αυξήθηκαν κατά 6 δισ. δολάρια ύστερα από αυτή την αντιρατσιστική διαφήμιση, κατηγορήθηκε την ίδια στιγμή για τα κέρδη της από την καταναγκαστική εργασία προς όφελός της στην οποία έχουν υποχρεωθεί οι Ουιγούροι της Κίνας.

Και αυτές οι εταιρείες, μαζί με την Uber, τη Samsung και πολλές άλλες, δεν είναι οι μόνες γιγαντιαίες επιχειρήσεις που συμπεριφέρονται τώρα κατ' αυτόν τον «φιλολαϊκό» τρόπο. Oχι, βεβαίως, διότι πιστεύουν ότι υποχρεώνονται από κάποιους ηθικούς κανόνες. Υποχρεώνονται από τη στροφή της κοινής γνώμης στην οποία σπρώχνει η γενιά ηλικίας 18-34 ετών, η οποία ζητεί από τις πολυεθνικές εταιρείες να κινηθούν για την ανακούφιση των φτωχών, αυτών που έχουν δυσανάλογα πληγεί από την πανδημία.

Τέρμα στην καπιταλιστική φάρσα

Η νέα γενιά ζητεί όμως κάτι περισσότερο από την ανακούφιση των φτωχών. Ζητεί από τις ιδιωτικές εταιρείες να συμμορφωθούν όχι μόνο με τις κοινωνικές αλλά και με τις περιβαλλοντικές και δημόσιες υποχρεώσεις τους, πράγμα το οποίο πολλές ισχυρίζονται ότι το κάνουν. Κατά πόσο αυτό γίνεται συνειδητά και προς ίδιο όφελος ή για την αυτοδιαφήμισή τους είναι κάτι που μόνον ο χρόνος θα το δείξει.

Μια κλασική περίπτωση εδώ είναι η BP, η οποία ανακοίνωσε μια πολύ σημαντική αλλαγή στη στρατηγική της, μεταβαλλόμενη από μια παραδοσιακή εταιρεία πετρελαίου σε εταιρεία με στόχο τις μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα γύρω στο 2050. Οι μέτοχοί της θεωρούν ότι καθαρή ενέργεια, ενέργεια χωρίς τη χρήση ορυκτών καυσίμων, θα είναι μια επικερδής επιχείρηση, σε αντίθεση προς τη σημερινή κατάσταση που τους φέρνει μόνο ζημιές. Η ανακοίνωση ανέβασε αμέσως την αξία των μετοχών της κατά 6%.

Η ΒΡ δεν είναι η μόνη εταιρεία που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η Tesla, η αμερικανική εταιρεία που κατασκευάζει ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα - 499.550 τον περασμένο χρόνο. Και τον ίδιο χρόνο άλλες 200 εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων της Apple και της Microsoft, ανακοίνωσαν τον τερματισμό της παραδοσιακής προτίμησης των συμφερόντων των μετόχων τους. Οι ασαφείς υποσχέσεις τους δεν διευκρίνιζαν τι θα κάνουν εάν οι μέτοχοί τους εναντιωθούν στα σχέδιά τους.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και πολλές άλλες μεγάλες εταιρείες με συνολικά κεφάλαια ύψους 10,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων -Bank of America, BP, EY, Johnson & Johnson, Saleforce, Visa, Ford, Rockfeller Foundations και πολλές άλλες- όταν προσχώρησαν στο υπό την αιγίδα του Πάπα Φραγκίσκου Council for Inclusive Capitalism που δεσμεύθηκε να κάνει τον καπιταλισμό λιγότερο επιζήμιο κοινωνικά ναι περιβαλλοντικά. Οπως τόνισε ο Πάπας, ο κόσμος χρειάζεται ένα έντιμο και αξιόπιστο οικονομικό σύστημα που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες επείγουσες προκλήσεις.

Ταυτόχρονα όμως η παραβίαση των ηθικών κανόνων συνεχίζεται σε όλα τα επίπεδα, όπως, για παράδειγμα, στη διανομή των επιχορηγήσεων τις οποίες η αμερικανική κυβέρνηση διέθεσε για τη μέσω τραπεζών βοήθεια των μικρών επιχειρήσεων, που οι τράπεζες διένειμαν δίνοντας προτεραιότητα στους δικούς τους πελάτες. Ή την πρόσφατη δραστική μείωση των φόρων που πληρώνουν οι Αμερικανοί υπερπλούσιοι, και που, σύμφωνα με τους New York Times, έφτασε τα 174 δισ. δολάρια.

Στους κακούς καιρούς οι κίνδυνοι κοινωνικοποιούνται και τις ζημιές τις πληρώνει ο λαός. Στους καλούς καιρούς ιδιωτικοποιούνται και τα κέρδη τα παίρνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες.

Αλλά όλα αυτά δεν κρύβουν πάντως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας που συντελείται και που συνόψισε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν όταν τον περασμένο Ιούλιο ανακοίνωσε ότι στόχος του είναι o «τερματισμός» της «φάρσας» του μεριδιούχου καπιταλισμού.

Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσει να το κάνει, εάν, βεβαίως, δεν τον σταματήσει ο τραμπισμός.


Δεν υπάρχουν σχόλια: