Παρενόχληση στο Δρόμο (Catcalling):
Μια αθέατη βλάβη και η ποινική ή
μη αντιμετώπισή της
Στις 3 Αυγούστου του 2018 η
Γαλλία ψήφισε νόμο κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στο
δρόμο (φαινόμενο γνωστό ως «catcalling») με προβλεπόμενη ποινή προστίμου
από 90 μέχρι 750 ευρώ[1]. Ο νόμος αυτός έχει ήδη τύχει εφαρμογής[2] και ήδη περισσότερα από 700 τέτοια πρόστιμα έχουν επιβληθεί στη Γαλλία στον ένα χρόνο εφαρμογής του νόμου[3].
Παράλληλα, και άλλα κράτη, πέραν της Γαλλίας, έχουν προχωρήσει σταδιακά
στη νομική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου π.χ. το Βέλγιο[4] ήδη από το 2014, η Πορτογαλία,[5] η Αργεντινή,[6] η Νέα Ζηλανδία[7] και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ έχουν θεσπίσει νόμους για το catcalling[8]. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, και ενώ οι μαρτυρίες των γυναικών στους οικείους διαδικτυακούς τόπους[9]
για την επίδραση που έχει πάνω τους η εν λόγω δημόσια παρενόχληση
ολοένα και πληθαίνουν, η συζήτηση στρέφεται στο Δίκαιο και στο κατά πόσο
μπορεί ή πρέπει να ασχοληθεί με αυτή την πρακτική που μόλις τα
τελευταία χρόνια άρχισε να συζητείται αλλά φαίνεται να αποτελεί
αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας κάθε γυναίκας. Ο στόχος της
παρούσας παρουσίασης είναι τριπλός: α) Να αποσαφηνίσει τα εννοιολογικά
γνωρίσματα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο (street sexual
harassment), β) να ταξινομήσει τα ποικίλα επιχειρήματα που έχει κατά
καιρούς υποστηρίξει η φεμινιστική νομική θεωρία που τάσσεται υπέρ της
ποινικοποίησης του catcalling και γ) να εξετάσει το κατά πόσον το
συγκεκριμένο φαινόμενο μπορεί να ενταχθεί σε υπάρχουσες νομικές έννοιες
ή, αντιθέτως, αν χρειάζεται και η Ελλάδα να προχωρήσει σε μία αυτοτελή
ποινική διάταξη αντίστοιχη με εκείνη της Γαλλίας.
Ι. Το φαινόμενο
Η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο περιλαμβάνει ένα σύνολο συμπεριφορών λεκτικών ή μη, από σχόλια και σφυρίγματα μέχρι χειρονομίες και επίμονη παρακολούθηση των γυναικών που αγνοούν τις ως άνω συμπεριφορές. Παρόλα αυτά, όμως, υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που εννοιοδοτούν το φαινόμενο που εξετάζουμε[10]: 1) Αποδέκτες της συμπεριφοράς αυτής είναι συνήθως[11] γυναίκες, 2) οι δράστες είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία, άνδρες, 3) οι άνδρες δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων τις γυναίκες στις οποίες απευθύνονται, 4) η διάδραση μεταξύ τους γίνεται «πρόσωπο με πρόσωπο» και 5) γίνεται πάντα σε δημόσιο χώρο π.χ. σε δρόμους, πάρκα, μέσα μαζικής μεταφοράς κλπ.
Το πιο σημαντικό, ίσως, χαρακτηριστικό της παρενόχλησης στο δρόμο είναι το πόσο οικεία φαντάζει αυτή η συμπεριφορά για κάθε γυναίκα. Η μεγαλύτερη διαπολιτισμική έρευνα επί του θέματος μέχρι στιγμής έχει διεξαχθεί το 2014-2015 από το Πανεπιστήμιο Cornell στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη διαδικτυακή πλατφόρμα καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο «Hollaback» σε ένα δείγμα 16.600 ατόμων από τις Η.Π.Α. και από 42 άλλες πόλεις ανά τον κόσμο[12]. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν αυτό που εν πολλοίς ήδη γνωρίζαμε από τις κοινωνικές μας παραστάσεις: κατά μέσο όρο περισσότερο από το 81,5% των γυναικών στην Ευρώπη παραδέχτηκε πως έχει υποστεί κάποιου είδους παρενόχληση στο δρόμο τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους και, μάλιστα, πριν την ηλικία των 17.
Πράγματι, σπάνια ένα τόσο διάχυτο κοινωνικό φαινόμενο συνοδεύεται από τόση λίγη ορατότητα και ανύπαρκτη συζήτηση γύρω από τα αίτια και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Η φεμινιστική νομική θεωρία δεν εκπλήσσεται, όμως, από αυτή την αποσιώπηση. Είναι λογικό, αναφέρει, για ένα κοινωνικό φαινόμενο καταγραφές του οποίου συναντώνται ως παράπονα σε επιστολές σε γυναικεία περιοδικά ήδη από το 1898[13] να έχει εισέλθει στο δημόσιο διάλογο μόλις την τελευταία δεκαετία, όταν η βλάβη που προκαλεί δεν γίνεται αισθητή από όλους παρά μόνο από περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αποκλεισμένες από την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων[14]. Γι αυτό, λοιπόν, είναι κρίσιμο οι αποδέκτες της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο να αρχίσουν να μιλάνε, να ονοματίζουν τη συμπεριφορά που τους ενοχλεί και την ακριβή επίδραση πάνω τους, ώστε να δώσουν γλωσσική και, ενδεχομένως, και νομική υπόσταση σε μια διάχυτη και ταυτόχρονα αόρατη πρακτική.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι γυναίκες-αποδέκτες του catcalling ξεκίνησαν να μοιράζονται τις εμπειρίες τους στο διαδίκτυο. Την τελευταία δεκαετία, διάφορες ακτιβιστικές οργανώσεις δημιούργησαν διαδικτυακά forum καταγραφής περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο, τα οποία επέτρεψαν σε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ανά τον κόσμο να δώσουν τη δική τους αφήγηση για το πόσο σημαντικό ή ασήμαντο είναι τελικά για τις ίδιες το catcalling ενάντια στην κυρίαρχη αφήγηση της αποσιώπησης, χλευασμού και υποτίμησης του.[15] Ακόμη και το τελικό έναυσμα για την ποινικοποίηση του catcalling στη Γαλλία δόθηκε από τη μαρτυρία μιας γυναίκας στο Facebook και την ακόλουθη δημοσιοποίηση ενός βίντεο που είχε καταγράψει κάμερα κλειστού κυκλώματος στις 24.07.2018 σε υπαίθριο χώρο. Στο βίντεο αυτό φαίνεται πως ένας άντρας πλησίασε την 22χρονη κοπέλα «κάνοντας ήχους, διατυπώνοντας προσβλητικά σχόλια, σφυρίζοντας ή μιλώντας άσεμνα, με ταπεινωτικό και προσβλητικό τρόπο», η κοπέλα αντί να τον αγνοήσει του είπε να σταματήσει και εκείνος την ακολούθησε και, εν τέλει, την χτύπησε στο πρόσωπο στη μέση του δρόμου παρουσία δεκάδων αυτόπτων μαρτύρων.[16]
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί πως τα δύο βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο, δηλαδή, ο έμφυλος χαρακτήρας της (στρέφεται στη συντριπτική πλειονότητα κατά των γυναικών) και ο δημόσιος χώρος στον οποίο τελείται («στο δρόμο») βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση αλληλεξάρτησης. Οι γυναίκες αποτελούν τα κατεξοχήν θύματα του catcalling επειδή το catcalling συμβαίνει δημόσια. Ειδικότερα, το catcalling αποτελεί ένα πρωτοφανές «σπάσιμο» της συνθήκης της «δημόσιας αδιαφορίας» («civil inattendance») που επικρατεί στους δημόσιους χώρους, όπως αυτή έχει αναλυθεί στην κοινωνιολογία ήδη από τη δεκαετία του 1960.[17]
Δημόσια αδιαφορία είναι, πολύ απλά, η άρρητη συμφωνία των μελών μιας κοινωνίας να αφήνουν ο ένας τον άλλον ήσυχο στο δημόσιο χώρο –να μην κοιτάζουν επίμονα, να μη χαιρετάνε (αν δεν βλέπουν κάποιο γνωστό), να μη σχολιάζουν. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι λεγόμενες «ανοιχτές κατηγορίες»[18] (open persons), κατηγορίες, δηλαδή, για τις οποίες θεωρείται φυσικό να τις σχολιάσει κάποιος άγνωστος στο δρόμο, όπως όταν ένας περαστικός συνοδεύει ένα παιδί, ένα ζώο συντροφιάς, είναι ντυμένος με αποκριάτικο κοστούμι κλπ. Για τους άνδρες-δράστες της παρενόχλησης στο δρόμο, λοιπόν, οι γυναίκες φαίνεται πως ανήκουν ακριβώς σε αυτή την «ανοικτή κατηγορία» και, επομένως, δικαιούνται να σχολιάσουν το σώμα τους ή το τι φοράνε και να θεωρήσουν, μάλιστα, φυσικό ότι δεν θα τους ανταπαντήσουν, όπως, άλλωστε, και ένα παιδί ή ένα κατοικίδιο δεν θα ανταπαντήσει στα σχόλια των περαστικών[19]. H συζήτηση για το πώς και το γιατί οι γυναίκες κατέληξαν να θεωρούνται «ανοιχτές κατηγορίες» όσον αφορά στην παρουσία τους στο δημόσιο χώρο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά εκφεύγει του σκοπού της συγκεκριμένης ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας η εμπειρική παρατήρηση ότι το φύλο έχει σχέση με τη δημόσια παρενόχληση για την οποία μιλάμε αρκεί προκειμένου να συλλάβουμε πληρέστερα το εννοιολογικό βάθος του catcalling.
ΙΙ. Νομικά σημαντικές βλάβες που προκαλεί
Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη φεμινιστική νομική θεωρία είναι ότι ο νόμος διαχρονικά αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του τη γυναικεία βλάβη. Από την πορνογραφία και την πορνεία[20] μέχρι το βιασμό εντός γάμου και την ανακατασκευή της έννοιας της συγκατάθεσης[21], πολλές παραδοσιακά κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές έχουν διεκδικήσει την προσοχή του νομοθέτη χάρη στη φεμινιστική νομική θεωρία (feminist jurisprudence), η οποία δεν παύει να επισημαίνει την ανάγκη να δοθεί σχήμα και ορατότητα μέσω του Δικαίου στην εν πολλοίς αθέατη βλάβη της «γυναικείας εμπειρίας». Εν συνεχεία, θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε αν το catcalling αποτελεί άλλη μία περίπτωση αθέατης βλάβης στα μάτια του νόμου ή αν, αντιθέτως, οι επιπτώσεις του δεν ξεπερνούν το όριο μιας κοινωνικά ανεκτής συμπεριφοράς. Για το σκοπό αυτό, θα ομαδοποιήσουμε τα ποικίλα επιχειρήματα που βρίσκονται διάσπαρτα στη φεμινιστική νομική θεωρία επί του θέματος σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) Επιχειρήματα που στηρίζονται στο φόβο κλιμάκωσης της ανδρικής σεξουαλικής βίας που γεννά η σεξουαλική παρενόχληση στο δρόμο, β) Επιχειρήματα που εστιάζουν στην παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας των γυναικών στο δημόσιο χώρο και στον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων τους και γ) Επιχειρήματα που θέτουν ως κέντρο βάρους την αντικειμενοποίηση των γυναικών μέσω του catcalling και τη συνακόλουθη υποτίμησή τους.
(α) Ο φόβος κλιμάκωσης της σεξουαλικής βίας
Η παρενόχληση στο δρόμο, όπως την περιγράψαμε, φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως δεν συνιστά αφ’ εαυτής μια νομικά σημαντική συμπεριφορά, μια συμπεριφορά, δηλαδή, που μπορεί να εναρμονιστεί με τις κλασικές αρχές οριοθέτησης του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, ήτοι την αρχή της βλάβης (harm principle) και την αρχή της προσβλητικής ενόχλησης (offence principle).[22] Η αρχική αυτή εντύπωση, όμως, αποδυναμώνεται, κατά τη φεμινιστική νομική θεωρία, για όποιον επιχειρήσει να εξετάσει το φαινόμενο που περιγράφουμε όχι σε ένα ιδεολογικό κενό (π.χ. ο Α κάνει κάποια σχόλια για την περαστική Β, τα οποία ενδέχεται να είναι απλώς κολακευτικά, σε δημόσιο, μάλιστα, χώρο στον οποίο η Β κανέναν κίνδυνο δεν διατρέχει και, σε τελική ανάλυση, κανείς δεν την εμποδίζει να προσπεράσει και να φύγει) αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων. Τότε, μόνο, γίνεται εμφανές ότι η γυναίκα δεν προσπερνάει τα σχόλια και τις χειρονομίες που ακούει στο δρόμο επειδή αδιαφορεί, αλλά, στην πραγματικότητα, «μαζεύεται» και απομακρύνεται επειδή φοβάται.
Πώς εξηγείται αυτός ο φόβος κατά τη φεμινιστική νομική θεωρία; Καταρχάς, το catcalling λειτουργεί ως «πρόδρομος» για διάφορες νομικά σημαντικές βλάβες, όπως είναι κατεξοχήν το έγκλημα του βιασμού (ΠΚ 336). Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα καταγραφής του εγκλήματος του βιασμού και, γενικά, των σεξουαλικών επιθέσεων[23] με δυσκολία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ο φόβος των γυναικών για ότι ο περαστικός που τις προσεγγίζει μπορεί να είναι εν δυνάμει βιαστής, είναι μη ρεαλιστικός.[24] Πρόκειται για έναν φόβο διαρκώς παρόντα στη γυναικεία συνείδηση, ο οποίος, μάλιστα, εντείνεται στα μεγάλα, πολυπολιτισμικά αστικά κέντρα όπου τα περιστατικά του catcalling είναι πολύ πιο συχνά και προέρχονται, κυρίως, από άνδρες κοινωνικά περιθωριοποιημένους, ανήκοντες σε οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις ή μετανάστες[25]. Το catcalling, επομένως, ίσως δεν είναι πράγματι ικανό να προκαλέσει φόβο σε όποιον δεν θεωρεί πως με βάση τα στατιστικά δεδομένα, τις μαρτυρίες και τις προσωπικές του εμπειρίες μπορεί να αποτελέσει θύμα σεξουαλικής επίθεσης αλλά, για τις περισσότερες γυναίκες, αποτελεί το πρώτο στάδιο ενός «συνεχούς σεξουαλικής βίας» (continuum of sexual violence[26]) το τελευταίο στάδιο του οποίου δεν είναι καθόλου απίθανο να αποτελεί ο βιασμός.
Υποστηρίζεται, μάλιστα, πως το catcalling αποτελεί όχι μόνο ένα πρώτο στάδιο κλιμάκωσης της σεξουαλικής βίας, αλλά λειτουργεί και ως ένα «τεστ βιασμού» (rape - testing), καθώς τα σεξουαλικά, χυδαία και ωμά σχόλια στο δρόμο είναι μία συνήθης τακτική για να διαπιστώσει ο μελλοντικός βιαστής ποιο είναι το πιο «εύκολο» θύμα, ποια γυναίκα, δηλαδή, θα αντιδράσει παθητικά ή θα κάνει τα περισσότερα για να προστατέψει τον ιδιωτικό της χώρο.[27][.........................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου