«Τέσσερα χρόνια αφότου εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στη δημοκρατία και άφησε τον Λευκό Οίκο ντροπιασμένο, ο καταδικασμένος εγκληματίας και δύο φορές κατηγορούμενος πολιτικός θα επιστρέψει στην Ουάσιγκτον, D.C., ως ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών»(Vanity Fair, digital magazine)
Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2020
Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ
Η ΕΜΥ ΝΤΟΥΡΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ LOCK DOWN ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ
Με την ελπίδα
να έρθει σύντομα η στιγμή που θα απαλλαγούμε από την Covid-19 με τις
λιγότερες συνέπειες πρωτίστως στην υγεία επέλεξα για τη σημερινή μας
επικοινωνία αναγνώσματα που αφορούν τη ζωή στα καφενεία, στις ταβέρνες
και στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης άλλων –όχι απαραιτήτως πιο εύκολων–
εποχών.
Ένα από τα βιβλία στα οποία ανατρέχω πολύ συχνά όταν χρειάζομαι εικόνες της παλιάς Αθήνας είναι το «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» (Εκδόσεις Polaris) το οποίο περιλαμβάνει κείμενα του Μίλτου Λιδωρίκη
που γράφτηκαν από το 1870 έως το 1920. Ο θεατρικός συγγραφέας,
σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός καταγράφει την Αθήνα
της Μπελ Επόκ και δεν αφήνει τίποτε αναξιοποίητο, όπως συμβαίνει με
τους ανθρώπους που γνωρίζουν ότι η συνολική εικόνα μιας εποχής δεν
μπορεί να συσταθεί αν δεν υπάρξουν στοιχεία για όλες τις εκφάνσεις της
ζωής. Αναπτύσσει γνήσια περιέργεια για θέματα που αφορούν την
καθημερινότητα, την κοσμική ζωή και τους ανθρώπους της πόλης: τους
γαλατάδες, τις νοικοκυρές, τους τοκογλύφους, τις γυναίκες του ημικόσμου.
Για τα καφενεία των δύο σημαντικότερων πλατειών της πόλης γράφει:
«Στο Σύνταγμα, που είχε ακόμη και δευτερεύοντα καφενεία, “Της Ανατολής”
και τη “Συνάντηση” και λίγο παρακάτω το “Καφενείον των βουληφόρων”,
απέναντι από τη Βουλή μέσα σ’ ένα μικρό περιβολάκι, εμαζεύοντο, όπως
είπαμε, πολιτευόμενοι, δημοσιογράφοι, φιλόλογοι, καλλιτέχναι, άνθρωποι
της κοινωνικής κινήσεως. Στα καφενεία της Ομόνοιας η πελατεία απηρτίζετο
από δικαστικούς δασκάλους, καθηγητάς, εργολάβους μεγάλων επιχειρήσεων,
και κάπου κάπου και μερικούς δημοσιογράφους, προπάντων του επαρχιακού
Τύπου. Αρκετοί με την εθνικήν ενδυμασίαν, και πολλοί Κρήτες».
Σύμφωνα με τον Λιδωρίκη οι γειτονιές ήταν γεμάτες με απλά και
συμπαθητικά καφενεδάκια, τα οποία όμως δεν προσφέρονταν για ηρεμία και
χαλάρωση διότι «αι συζητήσεις πολλάκις ετελείωναν τη επεμβάσει του
ερυθροχίτωνος αστυνομικού κλητήρος, όπως ελέγοντο τότε οι αστυφύλακες,
οι διευθυνόμενοι από τους αφήσαντας εποχήν διευθυντάς της πολιτικής
Αστυνομίας Κοσονάκον, Μπαϊρακτάρην και Κατσανδρήν. Στα μεγάλα και μικρά
καφενεία, αγών για τις πρωινές και απογευματινές εφημερίδες. Πολλοί
έσπευδαν, προτού ο εφημεριδοπώλης μοιράσει τα φύλλα, να πιάσουν τη θέση
τους δηλώνοντας στο γκαρσόνι ποιαν εφημερίδα ήθελαν αυτοί πρώτοι να
διαβάσουν».
Στην Ομόνοια βρίσκονταν και τα μεγάλα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης,
όπως το Γκραν Κλουμπ που καταλάμβανε όλο τον όροφο της οικίας Κασιμάτη,
στη γωνία Αιόλου και Σταδίου, απέναντι από τον Λαμπρόπουλο. «Όλη η
πρόσοψις αποτελούσε τη μεγάλη σάλα του θεάματος και του χορού. Τα άλλα
δωμάτια, στο πλάι, χρησίμευαν για ιδιαίτερα καμπαρέ και για αίθουσα
παιγνιδιών και ρουλέτας, γιατί τότε επετρέπετο το παιχνίδι στα καμπαρέ
[…] Τις πρωινές ώρες συναντούσες στα ορθάνοικτα μαγαζιά νιάτα, ομορφιά,
πνεύμα, χρήμα. Τα πολυσύχναστα καφέ σαντάν της Ομονοίας, το “Μον
πλαιζίρ”, γωνία Ομονοίας και 3ης Σεπτεμβρίου, ο “Μέγας Αλέξανδρος” κάτω
από το ομώνυμον ξενοδοχείον, ο “Υπόγειος παράδεισος” στην Ομόνοια,
αργότερα το “Γκαίτε”, το “Ετουάλ”, με τις όμορφες αρτίστες, τις αληθινές
καλλιτέχνιδες του χορού, του τραγουδιού και της κονσομασιόν, ήσαν οι
προμηθευταί που ξαπέστελναν, τις πρώτες πρωινές ώρες και με το σκάσιμο
της αυγούλας, τον κόσμο που γέμιζε τα διανυκτερεύοντα».
Τότε ήταν και η εποχή που άκμασε η αθηναϊκή
ταβέρνα στης Πλάκας τις ανηφοριές που γέρνουν οι κληματαριές, όπως λέει
και το γνωστό άσμα. Ωστόσο, αρκετά χρόνια μετά και συγκεκριμένα τη
δεκαετία του 1930 η περιοχή άρχισε να αλλάζει ακολουθώντας τις νέες
μόδες. Καλύτερα όμως να τα διαβάσουμε όπως τα έγραψε ο Τάσος Αυλωνίτης
στην εφημερίδα «Ελληνική» τον Φεβρουάριο του 1934. «Πανζουρλισμός
σήμερα στην Πλάκα, όπου θα λάβη χώρα η αποθέωσι του κρασιού. Η
ρετσινούλα μας, το ρευστό αυτό κεχριμπάρι της Αττικής, θα ρεύση στους
δρόμους και στα υπόγεια, στα πατάρια… και στα “σεπαρέ”! Γιατί και η
Πλάκα με τ’ ανηφοράκια της, τις γαζίες της και τις κληματαριές της, η
Πλάκα με τα εκκλησάκια της και τα στενά σοκάκια της, η παληά μας Αθήνα
που την ύμνησαν και την υμνούν ακόμη οι ποιηταί, δεν ήταν δυνατόν ν’
αποτελέση εξαίρεση και να μη ζητήσει (ατυχώς) να μοντερνοποιηθή και
αυτή! Απέκτησε κι’ αυτή τα “σεπαρέ” της όπως θα δούμε πιο κάτω. […] Οι
ταβερνιάρηδες είνε από χθες στα μέσα και στα έξω! Και με το δίκηο τους!
Είνε οι μόνοι Αθηναίοι, οι οποίοι αγωνίζονται για να διαιωνίσουν την
αθηναϊκή ταβέρνα πούχει την ιστορία της, τους ήρωές της… και τα θύματά
της! Αλλά τι είνε η ταβέρνα; Ένα λαϊκό κρασοπουλειό, θ’ απαντήσουν
πολλοί! Σπολάτι! Η ταβέρνα, τόσον εδώ όσο και στην Ευρώπη, είνε το
καταφύγιο των ανθρώπων όλων των κοινωνικών κλάσεων, που ζητούν να βγουν
για λίγες ώρες από την προσποίηση και τον… πιθηκισμό. Είνε μια στέγη που
ξεκουράζει, που δεν κάνει διακρίσεις, που φέρνει τη λησμονιά και κάτω
από την οποία ο άνθρωπος αναπνέει ελεύθερα. Είνε η λέσχη μέσα στην οποία
ο διανοούμενος συζητεί με τον εργάτη κι ο βιοπαλαιστής κερνάει τον
πλουτοκράτη!».
Το άρθρο του Αυλωνίτη, όπως και άλλα που αφορούν τη διασκέδαση στην παλιά Αθήνα, περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται. 1834-1938»
(Εκδόσεις Ωκεανίδα) του αθηναιογράφου Θωμά Σιταρά ο οποίος εδώ όπως και
στα άλλα βιβλία του για την πόλη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά
αποθησαυρίζοντας χρονογραφήματα, σκίτσα και γελοιογραφίες από εφημερίδες
των τελών του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ού.
Από τις εκδόσεις Αρχείο κυκλοφορεί μια σειρά βιβλίων με χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη.
Ο τρίτος τόμος, τον οποίο επιμελήθηκε ο Νίκος Σαραντάκος, περιλαμβάνει
154 κείμενα τα οποία είναι γραμμένα από το 1939 έως το 1957 σε πέντε
αθηναϊκές εφημερίδες («Πρωία», «Ηνωμένος Τύπος», «Προοδευτικός
Φιλελεύθερος», «Η Αυγή», «Προοδευτική Αλλαγή») και είναι εμπνευσμένα από
τη διασκέδαση στην Αθήνα και την Αττική. Τα «Συμποσιακά» αποτελούν
σχόλια πάνω στο κρασί, το τσιγάρο, τον καφέ, το αλάτι (το «θείον
άλας»), το πιπέρι (που άλλοτε ήταν τόσο πολύτιμο όσο το χρυσάφι), το
γιαούρτι, το αυγό, τις συζητήσεις γύρω από το τραπέζι της ταβέρνας, τις
παρέες στο καφενείο που παίζουν χαρτιά και τάβλι («αντί να θεωρείται
πληγή αυτό το φοβερό κι εκνευριστικό παιχνίδι, διασκεδάζει και τους
παίκτες και τους θεατές»).
Γράφει ο Βάρναλης για τα καφενεία στην «Αυγή» (27 Ιουνίου 1942): «Λέγαμε
τόσα χρόνια πως ο Ρωμιός είναι καφενόβιος ή, επί το λαϊκότερον,
παλιοκαφενές. Αδικία και πλάνη μαζί, που μοναχοί μας τη δημιουργήσαμε
εις βάρος μας. Ο Σουρής, που έπαιρνε στ’ αστεία όλα τα ελαττώματα του
Ρωμιού και τα σατίριζε, ευτυχώς χωρίς κακία, ύμνησε και την
καφενοβιότητα του Ρωμιού ως το κυριότερο χαρακτηριστικό του. […] Όταν
πρωτοκλείσανε τα καφενεία για λίγες μέρες, όλοι “έρριξαν φωνήν
απελπισίας”. Τι θ’ απογίνουνε τα πουλάκια τώρα που χάλασε η φωλιά τους;
Οι περισσότεροι εξακολουθούσαν από συνήθεια να πηγαίνουν κάθε πρωί στο
καφενείο τους και να στέκουν απέξω όρθιοι ή να κόβουνε βόλτες με το
τσιγάρο στο στόμα ή με το κομπολόι στο χέρι, χωρίς να μιλάνε. Όταν όμως
ξανανοίξανε πάλι οι ναοί της τεμπελιάς, οι πιστοί μπήκανε από τη μια
πόρτα και βγήκαν από την άλλη. Ερημιά μέσα και σιγή νεκροταφείου. Τι
συνέβη; Απλούστατα απαγορευτήκανε τα “παιχνίδια”. Αποδείχτηκε λοιπόν ότι
ο Ρωμιός δεν πάει στο καφενείο να λιμνάσει: να ξαπλωθεί σε τέσσερις
καρέκλες και να βυθιστεί στα άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας. Δεν πάει ούτε
να συζητήσει ή να διαβάσει την εφημερίδα του· ούτε ακόμα, να πιει. Πάει
να παίξει. Να θέσει σε κίνηση τα νεύρα του, την εξυπνάδα του, το
φιλότιμό του. Δεν πάει να αναπαυθεί, πάει να δράσει. Δεν πάει να
κοιμηθεί, πάει να διασκεδάσει· όχι να χάσει τον χρόνο του, παρά να τον
κερδίσει: να βγάλει τα μικρά του έξοδα! Δεν είναι λοιπόν καφενόβιος,
είναι χαρτοταβλόβιος».
Ο Γιάννης Καιροφύλας αγαπάει βαθιά την Αθήνα. Είναι
σαφές μέσα από τα κείμενα που έχει γράψει για την πόλη εδώ και επτά
δεκαετίες μεταδίδοντας την αγάπη του αυτή σε ένα ευρύ κοινό που μετρά
αρκετές γενιές. Η έρευνα που έχει κάνει καλύπτει χρονικά την περίοδο του
Όθωνα έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, την εποχή δηλαδή που η
Αθήνα από πολίχνη μεταμορφώθηκε στη μεγαλούπολη που ξέρουμε σήμερα.
Στις «Αναμνήσεις ενός Αθηναίου» (Εκδόσεις Καστανιώτη) καταγράφει: «Στη
δεκαετία του ’50 έγιναν πολλές ανατροπές στο σκηνικό της Αθήνας.
Άλλαξαν πολλά πράγματα στον τρόπο ζωής. Έγιναν καινούργια στέκια, όπως
τα σουβλατζίδικα, που έκαναν την εμφάνισή τους την άνοιξη του 1958. το
φαγητό στον δρόμο άρχισε να γίνεται συνήθεια, γιατί είχαν αλλάξει και οι
συνθήκες δουλειάς, τα ωράρια εργασίας ήταν άλλα και θεωρήθηκε αναγκαίο
να αλλάξουν κάποια πράγματα. Από τότε τα σουβλατζίδικα εξελίχθηκαν κι
έγιναν αυτά που μέχρι σήμερα επιβιώνουν, είτε σε υπαίθριους χώρους με τη
μορφή “καντίνας” ή περιπτέρου είτε στεγασμένα σε πολυτελή μαγαζιά, και
μάλιστα σε περιοχές της Αθήνας και των προαστίων της, όπου πηγαίνει
ακόμα πολύς κόσμος».
Με την εσωτερική μετανάστευση και την άνθηση του κατασκευαστικού τομέα
αλλάζει η ζωή και μαζί και η νυχτερινή διασκέδαση. Τη δεκαετία του 1960
εμφανίζεται και ένα περίεργο φαινόμενο, αυτό του σπασίματος πιάτων.
Γράφει ο Καιροφύλας: «Στην αρχή το σπάσιμο των πάτων γινόταν με
προκλητικό τρόπο, ιδίως στα πολύ λαϊκά μπουζουξίδικα. Με το πέρασμα του
χρόνου άλλαξε όμως και ο τρόπος σπασίματος (αφού είχε γίνει και λόγος
αστυνομικής απαγόρευσης) και τα πιάτα που σπάζονταν ήταν πολλά κι όχι
ένα, αλλά δεν κατευθύνονταν προς καμία άλλη παρέα. […] Αυτή η συνήθεια
του σπασίματος των πιάτων, που ξεκίνησε από τα πιο λαϊκά μαγαζιά της
νύχτας, άρχισε να υιοθετείται κι απ’ τους θαμώνες των καλών,
αποκαλούμενων, νυχτερινών κέντρων, όπου διασκέδαζαν ακόμη και
εφοπλιστές, ανάμεσα στους οποίους ήταν τότε κι ο Ωνάσης, αλλά και
κάποιοι νεόπλουτοι που είχαν πάντα τα πορτοφόλια τους παραφουσκωμένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου