ΚΛΑΣΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ-ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Rebecca. DAPHNE DU MAURIER.
Η κλασική γοητεία της Ρεβέκκας
Δάφνη ντι Μωριέ
Ρεβέκκα(1938)
Ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, η Ρεβέκκα της Αγγλίδας συγγραφέως Δάφνης ντι Μωριέ (1907-1989) άφησε εποχή όταν κυκλοφόρησε το 1938, μολονότι οι κριτικοί δεν το αγάπησαν, και η εφημερίδα Times το κατέτασσε στην κατηγορία των ρομάντζων. Το μυθιστόρημα αυτό, όμως, ενέπνευσε το 1940 τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος με πρωταγωνιστές τον Λόρενς Ολιβιέ και την Τζόαν Φοντέιν, σκηνοθέτησε την ομότιτλη ταινία που συνέβαλε ακόμα πιο πολύ στη διάδοση του βιβλίου.
Η Ρεβέκκα, μαζί με το Όσα παίρνει ο άνεμος, την Τζέιν Εϊρ και τα Ανεμοδαρμένα ύψη συγκροτούν την πιο δημοφιλή ομάδα έργων που παρήχθησαν από τη γυναικεία πένα. Μάλιστα, η επίδραση του βιβλίου αυτού φτάνει μέχρι την εποχή μας, καθώς μερικοί χαρακτήρες του έχουν κοινά στοιχεία με ήρωες σύγχρονων συγγραφέων, όπως η κ. Ντάμβερς, η οποία θαρρείς και βρίσκεται παντού στο μυθιστόρημα του Στέφεν Κινγκ, Bag of Bones, 1998 (Σάκος με κόκαλα).
Μια ανώνυμη ηρωίδα, αργότερα γίνεται η κ. Ντε Γουίντερ, θυμάται τη γνωριμία της μ' έναν γοητευτικό Αγγλο στο Μόντε Κάρλο, τον Μάξιμ ντε Γουίντερ, τον γάμο τους και τις περιπέτειές τους στον πύργο του, στο Μαντερλέι. Η αφήγηση ξεκινά με τη φράση: «Χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ξαναγύρισα στο Μαντερλέι...», μια φράση που επανέρχεται συχνά. Το Μαντερλέι είναι ο τόπος όπου η ηρωίδα μεταβαίνει από την κοριτσίστικη περίοδο της αθωότητας και της αφέλειας στην ωριμότητα της γυναίκας. Από απλή συνοδός μιας κοσμικής Αμερικανίδας μεταβάλλεται σε οικοδέσποινα του Μαντερλέι, αυτού του παραδείσου που κρύβει παγίδες, μυστικά, τα οποία, όταν αποκαλυφθούν, θα ολοκληρωθεί η μεταμόρφωσή της.
Το μυθιστόρημα, που συχνά φέρνει στο νου το έργο της Σαρλότ Μπροντέ Τζέιν Εϊρ, είναι γοητευτικό γιατί μέσω της αυθόρμητης και αβίαστης αφήγησης αναδύονται αντιθέσεις των χαρακτήρων, οι συγκρούσεις, τα πάθη που οδηγούν στην καταστροφή. Εδώ οι εναλλαγές καλού-κακού, υγιούς και νοσηρού δραματοποιούνται και μέσω των μεταβολών, της εξέλιξης της ιστορίας, το ενδιαφέρον του αναγνώστη κορυφώνεται. Η ανεπιτήδευτη γραφή, η αγωνία, το απρόοπτο, το μυστηριώδες, η αποτύπωση των ολοκληρωμένων χαρακτήρων, ακόμα και των πιο ακραίων, συνθέτουν έναν κόσμο οικείο και παράδοξο μαζί, σκοτεινό και φωτεινό ταυτοχρόνως. Η δαιμονική μορφή της κ. Ντάμβερς, της γυναίκας που έμενε πιστή στη μνήμη της αμφιλεγόμενης Ρεβέκκας, είναι η ενσάρκωση του νοσηρού. Εκείνη που επιμένει να ελέγχει τις καταστάσεις, αλλά στο τέλος άθελά της οδηγεί την αφηγήτρια - αντίπαλό της στην αυτογνωσία. Ύστερα από περιπέτειες, οι σκιές θα υποχωρήσουν και η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, αποκαθίσταται.
Οι ανατροπές μέχρι την τελευταία στιγμή είναι καταιγιστικές και ενδυναμώνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου που από την πρώτη στιγμή υπαινικτικά κυριαρχούσε στις περιγραφές. Ακόμα και οι δευτερεύοντες ή σκιώδεις χαρακτήρες αποδίδονται έντονα, ενώ ο καθένας παίζει τον δικό του ρόλο στα γεγονότα του Μαντερλέι.
Τρυφερή και συνάμα αποκαλυπτική είναι η παρατήρηση της αφηγήτριας: «Γιατί τα σκυλιά να σε κάνουν να θέλεις να κλάψεις; Η συμπόνια τους έχει κάτι το τόσο σιωπηλό και το τόσο απελπισμένο. Ήξερε ο Τζάσπερ ότι έτρεχε κάτι κακό, όπως όλα τα σκυλιά...»
********************
Ρεβέκκα(1938)
Ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, η Ρεβέκκα της Αγγλίδας συγγραφέως Δάφνης ντι Μωριέ (1907-1989) άφησε εποχή όταν κυκλοφόρησε το 1938, μολονότι οι κριτικοί δεν το αγάπησαν, και η εφημερίδα Times το κατέτασσε στην κατηγορία των ρομάντζων. Το μυθιστόρημα αυτό, όμως, ενέπνευσε το 1940 τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος με πρωταγωνιστές τον Λόρενς Ολιβιέ και την Τζόαν Φοντέιν, σκηνοθέτησε την ομότιτλη ταινία που συνέβαλε ακόμα πιο πολύ στη διάδοση του βιβλίου.
Η Ρεβέκκα, μαζί με το Όσα παίρνει ο άνεμος, την Τζέιν Εϊρ και τα Ανεμοδαρμένα ύψη συγκροτούν την πιο δημοφιλή ομάδα έργων που παρήχθησαν από τη γυναικεία πένα. Μάλιστα, η επίδραση του βιβλίου αυτού φτάνει μέχρι την εποχή μας, καθώς μερικοί χαρακτήρες του έχουν κοινά στοιχεία με ήρωες σύγχρονων συγγραφέων, όπως η κ. Ντάμβερς, η οποία θαρρείς και βρίσκεται παντού στο μυθιστόρημα του Στέφεν Κινγκ, Bag of Bones, 1998 (Σάκος με κόκαλα).
Μια ανώνυμη ηρωίδα, αργότερα γίνεται η κ. Ντε Γουίντερ, θυμάται τη γνωριμία της μ' έναν γοητευτικό Αγγλο στο Μόντε Κάρλο, τον Μάξιμ ντε Γουίντερ, τον γάμο τους και τις περιπέτειές τους στον πύργο του, στο Μαντερλέι. Η αφήγηση ξεκινά με τη φράση: «Χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ξαναγύρισα στο Μαντερλέι...», μια φράση που επανέρχεται συχνά. Το Μαντερλέι είναι ο τόπος όπου η ηρωίδα μεταβαίνει από την κοριτσίστικη περίοδο της αθωότητας και της αφέλειας στην ωριμότητα της γυναίκας. Από απλή συνοδός μιας κοσμικής Αμερικανίδας μεταβάλλεται σε οικοδέσποινα του Μαντερλέι, αυτού του παραδείσου που κρύβει παγίδες, μυστικά, τα οποία, όταν αποκαλυφθούν, θα ολοκληρωθεί η μεταμόρφωσή της.
Το μυθιστόρημα, που συχνά φέρνει στο νου το έργο της Σαρλότ Μπροντέ Τζέιν Εϊρ, είναι γοητευτικό γιατί μέσω της αυθόρμητης και αβίαστης αφήγησης αναδύονται αντιθέσεις των χαρακτήρων, οι συγκρούσεις, τα πάθη που οδηγούν στην καταστροφή. Εδώ οι εναλλαγές καλού-κακού, υγιούς και νοσηρού δραματοποιούνται και μέσω των μεταβολών, της εξέλιξης της ιστορίας, το ενδιαφέρον του αναγνώστη κορυφώνεται. Η ανεπιτήδευτη γραφή, η αγωνία, το απρόοπτο, το μυστηριώδες, η αποτύπωση των ολοκληρωμένων χαρακτήρων, ακόμα και των πιο ακραίων, συνθέτουν έναν κόσμο οικείο και παράδοξο μαζί, σκοτεινό και φωτεινό ταυτοχρόνως. Η δαιμονική μορφή της κ. Ντάμβερς, της γυναίκας που έμενε πιστή στη μνήμη της αμφιλεγόμενης Ρεβέκκας, είναι η ενσάρκωση του νοσηρού. Εκείνη που επιμένει να ελέγχει τις καταστάσεις, αλλά στο τέλος άθελά της οδηγεί την αφηγήτρια - αντίπαλό της στην αυτογνωσία. Ύστερα από περιπέτειες, οι σκιές θα υποχωρήσουν και η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, αποκαθίσταται.
Οι ανατροπές μέχρι την τελευταία στιγμή είναι καταιγιστικές και ενδυναμώνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου που από την πρώτη στιγμή υπαινικτικά κυριαρχούσε στις περιγραφές. Ακόμα και οι δευτερεύοντες ή σκιώδεις χαρακτήρες αποδίδονται έντονα, ενώ ο καθένας παίζει τον δικό του ρόλο στα γεγονότα του Μαντερλέι.
Τρυφερή και συνάμα αποκαλυπτική είναι η παρατήρηση της αφηγήτριας: «Γιατί τα σκυλιά να σε κάνουν να θέλεις να κλάψεις; Η συμπόνια τους έχει κάτι το τόσο σιωπηλό και το τόσο απελπισμένο. Ήξερε ο Τζάσπερ ότι έτρεχε κάτι κακό, όπως όλα τα σκυλιά...»
Η "ΡΕΒΕΚΚΑ" ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
(1940)
*Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock*
Μια νεαρή συνοδός ηλικιωμένων κυριών (Joan Fontaine) κάνει διακοπές συνοδεύοντας την εργοδότριά της στο Μόντε Κάρλο, όταν γνωρίζει τον πλούσιο χήρο Maxim de Winter (Laurence Olivier), του οποίου η σύζυγος Rebecca έχει πεθάνει σε ατύχημα. Οι δυο τους ερωτεύονται, ο Μαξίμ της ζητά κάπως βεβιασμένα να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Η ευτυχία τους όμως είναι εφήμερη καθώς, όταν κι οι δυο τους επιστρέφουν στο Manderley, την έπαυλη του Μαξίμ, η νεαρή γυναίκα διαπιστώνει ότι η πρώτη γυναίκα του συζύγου της εξακολουθεί να 'χει μια περίεργη επιρροή, ακόμα και μετά το θάνατό της.
Η δεύτερη κυρία de Winter, όντας νέα κι άπειρη και μη γνωρίζοντας πώς να συμπεριφερθεί για να φανεί αντάξια σύζυγος για τον Maxim, για τον οποίο νομίζει ότι είναι ακόμη ερωτευμένος με τη Rebecca, γίνεται ευάλωτη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βρεθεί έρμαιο εκμετάλλευσης στα χέρια της παράξενης και ψυχρής οικονόμου της έπαυλης η οποία έχει ψύχωση με τη Rebecca.
Κάποια στιγμή η θάλασσα ξεβράζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου