«Ευθανασία»; Λόγω ελλείψεως ΜΕΘ; Κύριε Μητσοτάκη, Κύριε Τσιόδρα;
Ου μετανοείν αλλά προνοείν χρη
τον άνδρα τον σοφόν.
(Επίμαρχος)
Στη συνέντευξη του Πρωθυπουργού και του καθηγητή κ. Σωτήρη Τσιόδρα,
(5 Νοεμβρίου 2020), ετέθη εμμέσως, (δεν την κατονόμασαν), πλην σαφώς, και από τους δύο, το θέμα της ευθανασίας.
Σωτήρης Τσιόδρας (αυτολεξεί):
«Κάθε χρόνο στη γρίπη και την εποχική γρίπη αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα με τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στη χώρα μας και φυσικά και στην καθημερινή ιατρική πρακτική και ότι ο γιατρός σε συνεννόηση με το οικογενειακό περιβάλλον, σε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι υπερήλικας, έχει πολλαπλά προβλήματα υγείας, ένα άνθρωπο ο οποίος θα ταλαιπωρηθεί ενδεχομένως και θα παραταθεί η διαδικασία του θανάτου παρά η ίδια η ζωή γίνεται η επιλογή αυτή στην κλινική πράξη, στις κλινικές, στα νοσοκομεία. Και θα πω και κάτι ακόμα περισσότερο είχαμε μελετήσει πριν χρόνια με μια ομάδα επιδημιολόγων στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας αυτό το φαινόμενο ακριβώς για τη γρίπη και πραγματικά διαπιστώναμε κάθε χρόνο, γιατί δεν έφθαναν οι μονάδες εντατικής θεραπείας στην κορύφωση του κύματος της γρίπης για όλους τους ασθενείς να νοσηλευθούν, και φυσικά οι γιατροί σε συνεννόηση με τους ασθενείς έκαναν και επιλογή των ανθρώπων οι οποίοι διασωληνώνονταν και προχωρούσαν σ’ αυτήν τη διαδικασία, η οποία καμιά φορά ήταν και παρατεταμένη διαδικασία θανάτου, να το τονίσω, και όχι παράταση της ζωής, ποιοτικής ζωής, έκαναν χρήση αυτής της επιλογής.» (Η υπογράμμιση με έντονους χαρακτήρες, δική μου)
Κυριάκος Μητσοτάκης, (αυτολεξεί):
«Θέλω να επαναλάβω και να τονίσω αυτό το οποίο είπε ο κύριος καθηγητής. Όποιος έχει περάσει από αυτή τη διαδικασία, επιτρέψτε μου να έχω προσωπική εμπειρία, ξέρει ότι μερικές φορές οι ίδιες οι οικογένειες επιλέγουν συνειδητά σε συνεννόηση με τους γιατρούς να μη διασωληνώσουν αγαπημένους τους για τους οποίους η διασωλήνωση θα ήταν απλά μια επώδυνη παράταση ενός νομοτελειακά προδιαγεγραμμένου τέλους.» (Η υπογράμμιση δική μου)
Υποθέτω, ότι ο κ. Τσιόδρας, αναφέρει τα παραπάνω, «πριν χρόνια», για να τονίσει το πρόβλημα ανεπάρκειας ΜΕΘ και σήμερα, και να αναφερθεί, υποθέτω, στο μεγαλύτερο πρόβλημα, την έλλειψη ιατρονοσηλευτικού προσωπικού στα Νοσοκομεία, κατά την τρέχουσα πανδημία.
Και αναρωτιέμαι, ανευλαβώς, τι μέτρα έλαβαν, εν συνεχεία αυτής της πληροφόρησης, πριν χρόνια, μέχρι σήμερα, οι κυβερνήσεις και Υπουργοί υγείας, πρώην και νυν, για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος;
«…έκαναν και επιλογή των ανθρώπων οι οποίοι διασωληνώνονταν και προχωρούσαν σ’ αυτήν τη διαδικασία, η οποία καμιά φορά ήταν και παρατεταμένη διαδικασία θανάτου, να το τονίσω, και όχι παράταση της ζωής, ποιοτικής ζωής, έκαναν χρήση αυτής της επιλογής»;;
Εδώ τίθεται εμμέσως πλην σαφώς το θέμα της ευθανασίας.
ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
Ο όρος ευθανασία, με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς, σημαίνει την ανώδυνη επίσπευση του θανάτου, ατόμου πάσχοντος από ανίατη επώδυνη ασθένεια.
Η λέξη «ευθανασία», για τον κάθε άνθρωπο που την ακούει, είναι φορτισμένη συναισθηματικά με τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου.
Θα πρέπει να γίνει σαφές από την αρχή, ότι ο ορισμός της ευθανασίας, και οι συνώνυμοι που αναφέρονται στον πίνακα, ουσιαστικά αποτελούν ευφημισμό, εφ’ όσον εκ του αποτελέσματος, πρόκειται για εσκεμμένη επιλογή θανατώσεως, για ανθρωπιστικού λόγους.
Ο ξενικός όρος mercy kιling (χαριστική θανάτωση) αποδίδει κυριολεκτικά το αποτέλεσμα και την πρόθεση της λεγόμενης ευθανασίας.
Το αποτέλεσμα και η πράξη είναι θανάτωση (killing), με αγαθή πρόθεση, την λύτρωση του αρρώστου από τον πόνο και τον φόβο, για ανθρωπιστικούς λόγους (mercy).
Από καθαρά λογική έποψη. και καθόλου θρησκευτική ή θεολογική, η «ευθανασία», όπως προσλαμβάνεται, ως έννοια και ως πρακτική, τόσο από το κοινό, όσο και από τους γιατρούς, σημαίνει, και είναι θανάτωση, εκτελούμενη από τον κλινικό γιατρό.
Θανάτωση, διότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, (παθητικά, ενεργώς ή ως υποβοηθούμενη αυτοκτονία), ο τερματισμός της ζωής προκαλείται, είναι αποτέλεσμα ενέργειας ή μη ενέργειας (παθητική λεγόμενη «ευθανασία») του κλινικού γιατρού.
Η σύγχυση που επικρατεί πρέπει να διαλυθεί. Οι όροι να γίνουν σαφείς και οι θέσεις υπεύθυνες, με την ανάλογη ανάληψη της ευθύνης της διατύπωσής των.
Ο θάνατος, μόνον ως φυσική, αναπόδραστη απόληξη της ζωής, από οποιαδήποτε φυσική αιτία, — και η νόσος έχει φυσική αιτία, («ἀλλὰ φύσιν μὲν ἔχει καὶ αὕτη καὶ πρόφασιν»1 γράφει ο Ιπποκράτης) —,
μπορεί να είναι δεκτός, αλλά, πάντοτε, όχι αποδεκτός.
Οτιδήποτε άλλο μέσο συνιστά αφαίρεση ζωής ανεξαρτήτως των προθέσεων.
.
Ο σκοπός της ευθανασίας, όπως αυτή γίνεται αποδεκτή σήμερα, είναι αγαθός. Με επιχείρημα την αυτονομία και την ατομική ελευθερία του πάσχοντος, οι υποστηρικτές της ζητούν την νομιμοποίησή της.
Υποστηρίζεται ότι ο θνήσκων άνθρωπος, υποφέρει πλέον, παρά ζει, και όποιος, «λογικά» και «εν ψυχρώ», αποφασίζει, ότι τέτοια ζωή δεν την θέλει, αλλά προτιμά τον θάνατο, θα πρέπει να υποβοηθείται να διέλθει την Αχερουσία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οδυνηρής και αποδεδειγμένα ανίατης πάθησης, υποστηρίζεται, ότι η ζωή παύει να αποτελεί αγαθό και καθίσταται αβάσταχτο ψυχικό και σωματικό μαρτύριο, οπότε η ευθανασία είναι λύτρωση και πράξη ανθρωπιστική.
Πέντε τουλάχιστον, κλινικές καταστάσεις θέτουν το ζήτημα της καλουμένης «ευθανασίας»
Ο Θάνατος, υπεραπλουστευτικά, οριζόμενος ως απουσία ζωής, είναι γεγονός ότι μόνον αρνητικά μπορεί να ορισθεί 2,3.
Τι είναι θάνατος, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί από τον ζώντα άνθρωπο, ως βιωματική εμπειρία, ούτε βέβαια από τον τεθνεώτα.
Στην έννοια του θανάτου αναδύεται με καθαρότητα η μοναδικότητα του ανθρώπου, όχι με την αφηρημένη της έννοια, αλλά με την έννοια της μοναδικής και ανεπανάληπτης σωματο-ψυχο-νοητικής οντότητας-προσωπικότητας του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου με το συγκεκριμένο παρελθόν παρόν και μέλλον του.
Ο Ιβάν Ίλιτς έβλεπε πως πεθαίνει […] μα όχι μόνο δε μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα αυτή, μα δεν την καταλάβαινε , δε μπορούσε να την καταλάβει.
Το παράδειγμα του συλλογισμού που είχε μάθει στη λογική του Κιζεβέτερ: «Ο Κάιους είναι ένας άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι θνητοί. Άρα ο Κάιους είναι θνητός του φαινόταν σε όλη του ζωή σωστό μόνο για τον Κάιους και καθόλου για τον εαυτό του.
Ο Κάιους ήταν ένας άνθρωπος, γενικά ένας άνθρωπος, και αυτό ήταν πέρα για πέρα σωστό. Μα ο Ιβάν Ίλιτς δεν ήταν καθόλου ο Κάιους, ούτε ένας άνθρωπος γενικά. Ήταν πάντα του σε όλη του τη ζωή μια ύπαρξη ξεχωριστή […]. Ήταν ο Βάνια με τη μαμά,, με το μπαμπά, με τα παιχνίδια […} με την Κάτιενκα […] με όλες τις χαρές, τις λύπες, τους ενθουσιασμούς [… Είχε τάχα […] Είχε ερωτευτεί σαν αυτόν; […]
Πραγματικά ο Κάιους είναι θνητός και σωστό είναι να πεθάνει. Μα με μένα το Βάνια τον Ιβάν Ίλιτς , με όλα μου τα αισθήματα τις ιδέες […] είναι αδύνατο να είμαι υποχρεωμένος να πεθάνω. […]
Και ξαφνικά αυτός φάνηκε πίσω από το παραβάν. Πρόσωπο με πρόσωπο μ αυτόν . μόνο να τον κοιτάζει και να παγώνει. 4
Αυτό, το μοναδικό πρόσωπο, αφορά ο θάνατος του, τον οποίον βέβαια δεν μπορεί να βιώσει, παρά μόνον να τον σκεφθεί και να τον φοβάται.
Και αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφανίζεται με την ευθανασία σε οποιαδήποτε μορφή της.
Η διάγνωση του «κλινικού θανάτου», ταυτιζόμενη με το μη αντιστρεπτό κώμα, στο οποίο διατηρούνται μόνον οι φυτικές λειτουργίες του οργανισμού, αλλά απουσιάζει αποδεδειγμένα και μονίμως, οποιαδήποτε εγκεφαλική δραστηριότητα, επιτρέπει σήμερα την αφαίρεση οργάνων για μεταμόσχευση.
Πράγμα που υποδηλώνει ότι η οντότητα που εκφράζεται ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.
Εν τούτοις, είναι φανερό ότι άλλα όργανα του νεκρού εξακολουθούν να «ζουν», επιτρέποντα την μεταμόσχευσή τους.
Είναι λογικό ή ανθρώπινο, να αρνείται η πολιτεία και ο γιατρός, στον θνήσκοντα άνθρωπο, το αίτημά του για υποβοήθηση του θανάτου του, όταν ο πόνος και η απελπισία τον έχουν οδηγήσει στην διατύπωση αυτού του αιτήματος;
Η γνώμη που διατυπώνω, ως άνθρωπος, πολίτης και ως γιατρός, με 40 χρόνια υπηρεσία σε ελληνικά και ξένα νοσοκομεία (Αγγλία. ΗΠΑ), έχοντας συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας στο ΕΣΥ (1985-210, οπότε και αφυπηρέτησα), είναι η εξής:
Ενώ ο ορισμός του «κλινικού θανάτου» είναι αντικειμενικά σαφής, και επιστημονικά αποδεκτός, η έννοια του θανάτου, στην περίπτωση της ευθανασίας, δεν η τελική κατάληξη κάθε ζώντος, αλλά μέσον, ριζικό, αλλά και ακυρωτικό της ζωής, για την ανακούφιση από τον αβάσταχτο πόνο και την έσχατη αίσθηση απελπισίας και εγκατάλειψης που συνοδεύει το θνήσκοντα, αλλά, ακόμη, εν ζωή άνθρωπο.
Εδώ αναδύεται η αντίφαση της ευθανασίας, ως εξ ορισμού «καλός θάνατος». Δεν πρόκειται για «καλό θάνατο», αλλά για θανάτωση του θνήσκοντος ανθρώπου, στην συγκεκριμένη στιγμή που επιλέγεται, για ανθρωπιστικούς λόγους..
Καλός θα ήταν ο θάνατος ο αναπόφευκτος, επερχόμενος, όποτε η φύση επιλέξει, ο χωρίς πόνους, με την αποδοχή του άφευκτου τέλους, με την ηρεμία της παρηγοριάς που δίνουν οι συγγενείς και ο γιατρός, με την απελευθέρωση από τον φόβο της οδύνης του θανάτου. Αυτό θα ήταν ευθανασία.
«Ο θάνατός σου, λέω, θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα, ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θάρθει για να σε σβήσει.
θάνατος δε τοι εξ αλος αυτω αβληχρός μαλα τοιος ελευσετε , ος και σε πέφνη»5.
Έτσι προμαντεύει το θάνατο του Οδυσσέα στην Νέκυιά του ο Όμηρος.
Η έκπτωση του ζωντανού σώματος σε νεκρό πτώμα, παρ’ όλο που δεν είναι στιγμιαία κατάσταση, αποτελεί οριακό και αμετάτρεπτο γεγονός.
Όσο πρόκειται για σώμα, έστω κι αν πάσχει, δεν μπορούμε να μιλάμε για θάνατο. Και όταν αντικρύζουμε το νεκρό πτώμα, πώς, ζώντες όντες, να αισθανθούμε τον θάνατο;
«τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ᾽ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν.
Όσο ζούμε αυτός (ο θάνατος) δεν υπάρχει και όταν έλθει αυτός δεν υπάρχουμε εμείς. Επίκουρος «Επιστολή προς Μενοικέα.»
Το χτύπημα της ανίατης αρρώστειας, με ότι αυτή συνεπάγεται, είναι εντελώς διαφορετικό από το χτύπημα του θανάτου, που οριστικά αναιρεί την αρρώστια και τα συνακόλουθά της, αλλά οριστικά αναιρεί και την ζωή. Η πορεία του ζώντος προς τον θάνατο δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό που να προσεγγίζει την φρίκη του οριστικού θανάτου.
Δεν πρόκειται εδώ για οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση, καταθλιπτική αντίδραση, απελπισία ή αγανάκτηση που μπορεί να αισθανθεί κάποιος βιώνοντας τον θάνατο (πάντοτε) ενός άλλου.
Η μόνη δυνατότητα να συναντηθεί κάνεις με τον θάνατο είναι να τον σκεφθεί (όχι, να τον βιώσει, πράγμα αδύνατον), ως αποκλειστικά δικό του θάνατο.
Και ενώ μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για τον ερχομό του θανάτου, πάντοτε είναι αβέβαιος για τον χρόνο επέλευσής του.
Αυτή η αβεβαιότητα είναι, που κάνει τη ζωή, —ως κίνηση προς τον αμετακίνητο πάντοτε ίδιο θάνατο, — «και με τα χίλια βάσανα, πάλι γλυκιά να είναι»
Ο μόνος αθάνατος είναι ο θάνατος. Ούτε γερνά με τον χρόνο, ούτε πεθαίνει.
Σε αυτήν την αναγκαστική και αναπόδραστη πορεία προς το τέλος , ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται μόνον από την αναγκαιότητα του τέλους, τον άφευκτο θάνατο, αλλά και από την απέραντη ελευθερία του, ως πρόσωπο μοναδικό.
Βλέποντας τον εαυτό του, ο χτυπημένος από την ανίατη αρρώστια άνθρωπος, να σπαράσσεται, όχι μόνον από τον πόνο, αλλά και από τον αφανισμό της ελευθερίας του, απελπίζεται. Και είναι αυτή η απελπισία, η απώλεια και της έσχατης ελπίδας, που τον κάνει ν’ αναζητά τον λυτρωτικό θάνατο 6.
Είναι τότε που ο καταδικασμένος και σπαραγμένος από την αρρώστια, το μοναδικό πρόσωπο-άνθρωπος, ζητά την λύτρωση του θανάτου. Και εδώ προκύπτει το δίλημμα της ευθανασίας.
Πάντοτε μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο, τον φόβο και την αγωνία του πάσχοντος . Όχι τον άνθρωπο
Όλοι μας ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε ως όντα που διαθέτουν λογικό. Αλλά το συνειδητοποιούμε, μόνον όταν βλέπουμε έναν άλλον να πεθαίνει. Ίσως μόνον ο γιατρός μπορεί να αισθανθεί την σκιά του θανάτου συμμεριζόμενος την αγωνία του θνήσκοντος, μπροστά στα μάτια του, συνανθρώπου του.
Συναισθανόμενος, λοιπόν αυτό και γνωρίζοντας, ότι είναι ο πόνος, η αγωνία και το «υποφέρειν», τα οποία ο θνήσκων άρρωστος κυριολεκτικά και αντικειμενικά φοβάται και υφίσταται, θα πρέπει ο γιατρός να προσπαθεί, (και πάντοτε μπορεί), να ανακουφίσει τον πόνο, να ανακουφίσει τον φόβο και την απελπισία της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, με όλα τα μέσα, εκτός από το να προκαλέσει θάνατο.
90-99%, των αρρώστων, με ασθένειες τελικού σταδίου, μπορούν να ανακουφισθούν από τον πόνο με διάφορους τρόπους.
Με φάρμακα (αντλία συνεχούς χορήγησης αναλγησίας, διαδερμικά χορηγούμενα αναλγητικά),
νευροχειρουργικές τεχνικές (εμφύτευση αντλίας στον νωτιαίο μυελό, διατομή νωτιοθαλαμικού δεματίου) 7,8,9,10,11,
και με μεθόδους ψυχολογικής υποστήριξης. 12,13
Μπορούμε, σήμερα, να επιτύχουμε ευθανασία (καλό θάνατο), χωρίς να θανατώσουμε τον άρρωστο. 14
Αντί να προσπαθούμε να νομιμοποιήσουμε την θανάτωση αυτών που υποφέρουν από τον πόνο μιας μη αντιστρεπτής και μη θεραπεύσιμης αρρώστιας, ας αφιερώσουμε τις προσπάθειές μας στην αντιμετώπιση του πόνου και του φόβου, πράγμα εφικτό και αποτελεσματικό σήμερα.15,16
Συζητείστε τις φοβίες του αρρώστου και τον θάνατο (όταν υπάρχει το πρόσφορο έδαφος)
Ο γιατρός μπορεί να συζητήσει τον θάνατο με τους αρρώστους, παρά τις σημαντικές δυσκολίες που παρουσιάζει αυτό το εγχείρημα. Ο γιατρός, θα πρέπει να συζητά γι’ αυτό, χωρίς να επιβάλλει τις απόψεις τους και τις αντιλήψεις του στους άλλους, αναφορικά με ένα τόσο προσωπικό θέμα.
Είναι αναγκαίο, να σεβόμαστε την προσωπική θέση των αρρώστων, και να τους αφήνουμε «να πεθαίνουν τον δικό τους θάνατό» — στο μέτρο που μπορούν να το κάνουν— κατά τον ίδιο τρόπο που ζουν «την δική τους ζωή».
Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάθε άρρωστος ότι πεθαίνει.
Ούτε και είναι αποδοτική τακτική, η συστηματική παραπλάνηση του αρρώστου.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι η φροντίδα και η αγάπη (όχι ως ρηχή και επίπλαστη συναισθηματικότητα), αλλά ως ενθάρρυνση και υπόσχεση, πραγματοποιούμενη, ότι ο πόνος και η αγωνία θα ανακουφισθούν.
Για ορισμένους αρρώστους, η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απλώς άσκοπη σκληρότητα, ενώ για άλλους, η απόκρυψη της αλήθειας μπορεί να αποβεί καταστροφική, παρεμποδίζοντας την περαιτέρω επικοινωνία με τον άρρωστο και τον χειρισμό του.
Εν τέλει, όλοι οι θνήσκοντες άρρωστοι συνειδητοποιούν (ασχέτως εάν το εκφράζουν ή όχι) τι συμβαίνει, ακόμη και όταν οι γιατροί, επιδέξια τους κρύβουν την αλήθεια.
[…]Μια μέρα που σηκώθηκε από την πάπια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει το παντελόνι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα και κοίταζε με φρίκη τα γυμνά αδύνατα μεριά του με τα στραγγισμένα μουσκούλια τους. Μπήκε στο δωμάτιο ο Γεράσιμος (ο υπηρέτης)
«Γεράσιμε» είπε… «σε παρακαλώ βοήθησέ με θα σου είναι δυσάρεστο αυτό, νομίζω. Να με συγχωρείς δε μπορώ».
« Σας παρακαλώ κύριε . Γιατί να μην κουραστώ. Άρρωστος άνθρωπος είσαστε.»
Το μεγαλύτερο μαρτύριο για τον Ιβάν ήταν το ψέμα που το παραδεχόντουσαν όλοι, ότι δηλαδή είναι μόνο άρρωστος και όχι του πεθαμού. […] Όλοι γύρω του είχαν κατεβάσει το τρομερό φαινόμενο του θανάτου στο επίπεδο μιας τυχαίας ενόχλησης ή ακόμη και απρέπειας (σα να είχαν να κάνουν με κάποιον που μπαίνοντας σε ένα σαλόνι μυρίζει άσχημα).[…]
Μόνο Γεράσιμος δεν έλεγε ψέματα . καταλάβαινε τι συμβαίνει και δεν το εύρισκε αναγκαίο να το κρύβει και συμπονούσε απλοϊκά τον κύριο του που έσβηνε μέρα με τη μέρα.
« Όλοι μας μια μέρα θα πεθάνουμε, έτσι;» (Λέοντος Τολστόι «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς»)
Κανείς, και προφανώς ο γιατρός, δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώσει την ελπίδα, έστω την ελπίδα του να μην υποφέρω.
«… και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοις υπό το νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική»
Και ενώ όλα τα παραπάνω βασίζονται στην αντιμετώπιση του αρρώστου ως θνήσκοντος ανθρώπου, παράλληλα η τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα μιας μάταιης και παράτασης της επιβίωσης, ή καλύτερα παράστασης της χωρίς επιστροφή πορείας προς τον θάνατο.[..........................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου