Απάντηση του Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Νταβίντ Μαρία Σασόλι, σε επιστολή-καταγγελία του Κώστα Βαξεβάνη: "Ανησυχούμε για όσα γίνονται εναντίoν σας και παρακολουθούμε"
Απάντηση στην επιστολή-καταγγελία του Κώστα Βαξεβάνη απέστειλε ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Μαρία Σασόλι σχετικά με την κατάσταση του Τύπου στην Ελλάδα και τις διώξεις κατά του Documento.
Στην επιστολή του διαβεβαιώνει ότι ανησυχεί για όσα γίνονται και στην Ελλάδα σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου και υπόσχεται συνεχή παρακολούθηση του θέματος με στόχο τη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης και γνώμης των πολιτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην επιστολή του ο Κώστας Βαξεβάνης είχε αναφερθεί εκτενώς στην κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του Τύπου στην Ελλάδα από την ώρα που ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, στην μονοπωλιακή κατάσταση στη διανομή του έντυπου Τύπου καθώς και στην επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού που δέχονται το documentonews.gr και η εφημερίδα DOCUMENTO.
Συγκεκριμένα αφού αναφέρθηκε στις αποκαλύψεις της εφημερίδας και της ιστοσελίδας για την πληθώρα δραστηριοτήτων της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, οι πρωταγωνιστές των οποίων προτιμούσαν να είχαν μείνει στο σκοτάδι, για τις αδιαφανείς επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες του σημερινού Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του στενού του περιβάλλοντος, η οποίες γεννούν σειρά ερωτημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τα οποία ωστόσο έχουν παραμείνει αναπάντητα, κατήγγειλε τις πιέσεις και τις απειλές που έχουν δεχτεί επιχειρηματίες από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και από το στενό του περιβάλλον, προκειμένου να αποσύρουν τις διαφημιστικές καταχωρήσεις τους για τις στραγγαλίσουν οικονομικά.
Επίσης ο Κώστας Βαξεβάνης στην ίδια επιστολή ζητάει από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και να προασπίσει την δυνατότητα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, ελέγχοντας και ασκώντας κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Η επιστολή - απάντηση του Νταβίντ Μαρία Σασόλι
«Αγαπητέ κύριε Βαξεβάνη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας στην οποία εκφράζετε τις ανησυχίες σας σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Το δικαίωμα να ενημερώνει κανείς και να ενημερώνεται αποτελεί μια από τις βασικές δημοκρατικές αξίες στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως το μοναδικό απευθείας εκλεγμένο πολιτικό όργανο εντός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι σε θέση να αναγνωρίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν έναν ουσιώδη ρόλο στη δημοκρατική κοινωνία, βοηθώντας τους πολίτες να ενημερωθούν, ενδυναμώνοντάς τους, και ενθαρρύνοντας τη συνειδητή συμμετοχή τους στη δημοκρατική ζωή.
Πράγματι, πιέσεις και απειλές κατά δημοσιογράφων παρατηρούνται σε όλη την ΕΕ και το Κοινοβούλιο έχει ήδη επανειλημμένως αναφέρει σε αρκετά ψηφίσματά του ότι κάθε είδους κατάχρηση και επίθεση που πραγματοποιείται εξαιτίας της έρευνας που διεξάγουν οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης πρέπει να καταδικάζεται . Επιμένει, επίσης, και ζητά την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων για τη βελτίωση της ασφάλειας των δημοσιογράφων ιδιαίτερα μετά τις δολοφονίες ερευνητών δημοσιογράφων, τις οποίες αναφέρετε και εσείς στην επιστολή σας.
Όπως γνωρίζετε, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά στα σχετικά ψηφίσματα τη «σύσταση ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου ρυθμιστικού οργάνου, το οποίο σε συνεργασία με δημοσιογραφικές οργανώσεις, θα επιβλέπει, καταγράφει και αναφέρει τα περιστατικά βίας και τις απειλές κατά δημοσιογράφων, θα καταπιάνεται με την προστασία και την ασφάλεια των δημοσιογράφων σε εθνικό επίπεδο», και θα «εφαρμόζει πλήρως τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec(2016)4 για την προστασία της δημοσιογραφίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων των μέσων ενημέρωσης».
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ζητήσει από την Επιτροπή σε διαφορετικά ψηφίσματά του να «αντιμετωπίζει τις προσπάθειες των κυβερνήσεων των κρατών μελών να υπονομεύσουν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τον πλουραλισμό ως σοβαρή και συστημική κατάχρηση εξουσίας και ως κίνηση κατά των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)», καθώς και «να παρουσιάσουν συγκεκριμένη πρόταση για να εμποδίσουν τις στρατηγικές μεθοδευμένων αγωγών, τις λεγόμενες SLAPPs (Strategic Lawsuits Against Public Participation ) .
Σε απάντηση ορισμένων ανησυχιών που εκφράζετε στην επιστολή σας, θα ήθελα να αναφέρω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επίσης καταδικάσει την τάση ορισμένων κρατών μελών να συγκεντρώνουν τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια φιλικών προς την κυβέρνηση επιχειρηματιών .
Ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης δεν μπορεί πράγματι να διαχωριστεί από την ελευθερία, τη δημοκρατία και το σεβασμό στο κράτος δικαίου. Όπως αναφέρει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ενισχύοντας το κράτος δικαίου εντός της Ένωσης. Ένα σχέδιο δράσης», η οποία δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουλίου 2019, ο συνεχής σεβασμός στο κράτος δικαίου είναι προαπαιτούμενο για να απολαμβάνουν οι πολίτες τα δικαίωματά τους σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ και για να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών. Για το λόγο αυτό, αναμένουμε την ετήσια έκθεση ελέγχου του κράτους δικαίου την οποία η Επιτροπή ετοιμάζει και η οποία θα περιλαμβάνει ένα ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στον έλεγχο της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτή η έκθεση ανταποκρίνεται στο μακροχρόνιο αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίο να υπάρξει ένας μηχανισμός της ΕΕ για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα .
Λαμβάνω υπόψη τις ανησυχίες που εκφράζετε στην επιστολή σας και μπορείτε να είστε σίγουρος ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεσμεύεται πλήρως να συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, με στόχο τη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης και γνώμης των πολιτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με εκτίμηση,
{υπογραφή}
Νταβίντ Μαρία ΣΑΣΟΛΙ»
Η επιστολή καταγγελία Βαξεβάνη
«Αθήνα 3 Φεβρουαρίου 2020
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε Sassoli,
Ονομάζομαι Κώστας Βαξεβάνης. Δημοσιογραφώ επί 30 χρόνια, με τα 20 τουλάχιστον από αυτά ως πολεμικός ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια για μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια της Ελλάδας. Απευθύνομαι σε εσάς, προκειμένου να σας ενημερώσω για την επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού που δέχονται το documentonews.gr η εφημερίδα DOCUMENTO, εκδότης της οποίας είμαι, και για να σας εκθέσω τις πτυχές και μεθόδους περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, στη χώρα μου.
Επιλέγω να θέσω τα εν λόγω ζητήματα στην αντίληψή σας, καθώς έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι όσα αντιμετωπίζουμε στην εφημερίδα Documento δεν είναι ούτε τυχαίο γεγονός ούτε μεμονωμένη περίπτωση. Αντιθέτως, τείνουν - ερήμην ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλέγματος για την προστασία του θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης – να εξελιχθούν σε πάγια τακτική αυταρχικών κυβερνήσεων και ισχυρών οικονομικών κύκλων, για την φίμωση των επικριτών τους στο χώρο της ενημέρωσης.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στις ημέρες μας, ο περιορισμός της ελευθερίας του τύπου δεν πραγματοποιείται δια της προ δημοσίευσης λογοκρισίας. Σήμερα, κυβερνήσεις και ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, συχνά από κοινού, ακολουθούν άλλες μεθόδους, για να αποφύγουν δυσάρεστες για εκείνους αναφορές στα μέσα ενημέρωσης. Στο έδαφος ποικιλότροπων οικονομικών εξαρτήσεων, και υπό την ακόμα (έστω και σιωπηλή) απειλή της τιμωριτικής διάθεσης των ισχυρών, όλο και πιο συχνά, δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης προσαρμόζουν το έργο τους, στις ανάγκες όσων καθήκον τους είναι, να ελέγχουν και να επερωτούν. Οι δολοφονίες των συναδέλφων δημοσιογράφων Daphne Caruana Galizia και Ján Kuciak δείχνουν, μέχρι ποιο σημείο ορισμένοι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί στην Ευρώπη, είναι διατεθειμένοι να φτάσουν, όταν η μέθοδος της βελούδινης (αυτο)λογοκρισία δεν επιφέρει τα επιθυμητά σε αυτούς αποτελέσματα.
Η περίπτωση της εφημερίδας Documento
Εκδίδω την κυριακάτικη εφημερίδα Documento από το 2016. Τα έσοδά της προέρχονται κατά τα 2/3 από διαφημιστικές καταχωρίσεις και κατά 1/3 από τις πωλήσεις. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου, η εφημερίδα Documento βρέθηκε αντιμέτωπη με την ραγδαία μείωση διαφημίσεων. Αθετώντας τον συμφωνημένο σχεδιασμό καταχωρήσεων, η πλειοψηφία των διαφημιζόμενων στα φύλλα της εφημερίδας μας εταιριών, απέσυρε τη διαφήμιση από τα φύλλα μας, διατηρώντας ωστόσο την παρουσία τους στο σύνολο του ανταγωνιστικού τύπου (συνημμένο 1). Τα αντικειμενικά μεγέθη της επιχείρησής μας, όπως η κυκλοφορία, ο δανεισμός, ο αριθμός εργαζομένων και οι οφειλές προς τρίτους, δεν παρουσιάζουν μεταβολές, οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απότομη πτώση διαφημιστών εσόδων. Η επιχείρησή μας και το ενημερωτικό αγαθό που παράγουν οι εργαζόμενοι σε αυτή, δεν έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικοί, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη κυκλοφορίας της εφημερίδας. Κατά συνέπεια, η απότομη μείωση διαφημιστικών καταχωρήσεων, το οικονομικό κόστος της οποίας τους τελευταίους τέσσερις μήνες ανέρχεται σε μισό εκατομμύριο ευρώ, δεν εξηγείται με όρους καθαρού ανταγωνισμού.
Κατά την προσπάθεια διερεύνησης του φαινομένου, στραφήκαμε στις ηγεσίες των επιχειρηματικών ομίλων και αναζητήσαμε τους λόγους, για τους οποίους επέλεξαν να διακόψουν την συνεργασία τους με την εφημερίδα μας. Η απάντηση που λάβαμε, στο πλαίσιο των δια ζώσης επικοινωνιών που είχαμε με τους ενδιαφερόμενους ήταν, ότι έχουν δεχτεί πιέσεις και απειλές από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και από το στενό του περιβάλλον, προκειμένου να αποσύρουν τις διαφημιστικές καταχωρήσεις από το έντυπό μας. Παρότι ενημερώσαμε το αναγνωστικό κοινό μας για την συγκεκριμένη πληροφορία και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το βήμα της Βουλής ζήτησε από την Κυβέρνηση να δοθούν απαντήσεις, μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κανενός είδους εξήγηση. Σε επικοινωνία δημοσιογράφου της δημόσιας ραδιοφωνίας της Γερμανίας με τον επικεφαλής του γραφείου τύπου του Έλληνα Πρωθυπουργού, ερωτώμενος ο εκπρόσωπος του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις υφιστάμενες καταγγελίες, αρνήθηκε να απαντήσει.
Στα τρία χρόνια ύπαρξης της εφημερίδας μας, οι δημοσιογράφοι της έχουν αποκαλύψει πληθώρα δραστηριοτήτων της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, οι πρωταγωνιστές των οποίων προτιμούσαν να είχαν μείνει στο σκοτάδι. Πρόκειται μεταξύ άλλων, για τις αδιαφανείς επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες του σημερινού Πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκου Μητσοτάκη και του στενού του περιβάλλοντος, η οποίες γεννούν σειρά ερωτημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τα οποία ωστόσο έχουν παραμείνει αναπάντητα.
Συγκεκριμένα, η εφημερίδα μας αποκάλυψε ότι η σύζυγος του σημερινού πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι κάτοχος offshore εταιρείας με ανύπαρκτη δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνεται στα Paradise Papers και βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες τις εταιρίες, τις οποίες η διεθνής ομάδα ερευνητών δημοσιογράφων αποκαλεί ύποπτη. Επιπλέον, η κυρία Μητσοτάκη επικαλούμενη ότι ζει σε διάσταση με τον σύζυγό της, το 2006 σταμάτησε να υποβάλλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης και το αμέσως επόμενο διάστημα απέκτησε μεγάλα περιουσιακά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και το σπίτι του Βολταίρου στο Παρίσι. Το Documento έθεσε ερωτήματα ως προς την διαφάνεια και την ανάγκη δημοσιοποίησης της διαδικασίας χρηματοδότης. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντί να απαντήσει επί της ουσία μας απέδωσε ότι χτυπάμε τη σύζυγό του άνανδρα, με εντολή της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπλέον, η εφημερίδα μας ανέδειξε ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Κήρυκας Χανίων», είχε πάρει μεγάλα δάνεια από τις τράπεζες αφενός χωρίς πραγματικές εγγυήσεις, αφετέρου χωρίς να δώσει ούτε ένα ευρώ για την αποπληρωμή τους επί δέκα χρόνια. Την ίδια εποχή οι τράπεζες προχωρούσαν σε καταγγελίες δανείων πολιτών που έχαναν τα σπίτια τους ενώ από τον κύριο Μητσοτάκη δεν εισέπρατταν ούτε ευρώ. Ουδέποτε το πρωθυπουργικό ζεύγος έδωσε πραγματικές απαντήσεις για όλα αυτά. Αντιθέτως προχώρησε σε αγωγές.
Το Documento έχει στηλιτεύσει τον Αντιπρόεδρο της ΝΔ και νυν Υπουργό Ανάπτυξης για ακροδεξιά, ρατσιστική και αντισημιτική ρητορική του, προχωρώντας σε εκτεταμένα αφιερώματα για τη δράση του ως τηλεπωλητή σε εκπομπές παρακμιακών καναλιών, στις οποίες ο Γεωργιάδης διαφήμιζε το βιβλίο του αρνητή του Ολοκαυτώματος Κ. Πλεύρη. Ακόμα, η εφημερίδα μας έχει αναδείξει το ρόλο του κυρίου Γεωργιάδη στην υπόθεση παράνομων προσλήψεων στο ΚΕΕΛΠΝΟ κατά τη θητεία του ως Υπουργού Υγείας - έχουν ήδη ασκηθεί διώξεις εναντίον συνεργατών του - αλλά και για το μεγάλο σκάνδαλο της Novartis. Ο Γεωργιάδης είναι από τα πρόσωπα, που κατονομάζονται στα έγγραφα του FBI για το σκάνδαλο στην Ελλάδα και φαίνεται να υλοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που εμφανίζονται στα εσωτερικά έγγραφα της φαρμακοβιομηχανίας περί εισαγωγής νέων φαρμάκων. Ο κύριος Γεωργιάδης, ο οποίος για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Novartis ερευνάται από την εισαγγελία διαφθοράς, και συνηθίζει να αναφέρεται απαξιωτικά στο πρόσωπό μου και στην εφημερίδα Documento, έχει αναγγείλει δημόσια ότι θα μπω φυλακή. Τον τελευταίο χρόνο δέχομαι απειλές και συστηματικό διαδικτυακό bullying. Μέσω λογαριασμών στα social media έχω ενημερωθεί πως «ήρθε η ώρα να πληρώσω για όλα τώρα που άλλαξε η κυβέρνηση», πως «θα μπω φυλακή» και πως κυρίως «θα κλείσουν την εφημερίδα».
Ο εκφοβισμός και οι απειλές που δέχομαι λόγω της ερευνητικής δημοσιογραφίας που υπηρετώ, δεν συνιστούν νέο φαινόμενο. Το 2010, αποχώρησα από την τηλεόραση, αφού η εκπομπή μου «Pandora’s Box», ερευνητική εκπομπή που κυριαρχούσε επί 15 χρόνια στην Ελλάδα, δεν μπορούσε πια να επιτελέσει το έργο της: Οι αποκαλύψεις για τη λειτουργία της διεφθαρμένης ελίτ στην Ελλάδα και τον ρόλο που έπαιξαν Έλληνες τραπεζίτες στη δημιουργία των ελλειμμάτων και της κρίσης, δεν ήταν ανεκτά από τους ιδιοκτήτες των καναλιών που ήταν διασυνδεδεμένοι με όλα αυτά τα σκάνδαλα.
Έτσι το 2012, με μια ομάδα ανεξάρτητων δημοσιογράφων δημιούργησα το HOT DOC, το περιοδικό που αποκάλυψε τη “Λίστα Λαγκάρντ” με τους Έλληνες καταθέτες της HSBC. Αμέσως μετά την δημοσιοποίησή της, Εισαγγελία και Αστυνομία κινήθηκαν εναντίον μου, με συνέλαβαν και με οδήγησαν βίαια σε δίκη. Με την συμπαράσταση δημοσιογράφων, οργανώσεων και ενώσεων απ όλο τον κόσμο αθωώθηκα πανηγυρικά. Ωστόσο, παρά την αθώωση, η Εισαγγελία άσκησε έφεση και οδηγήθηκα ξανά σε δίκη όπου πάλι αθωώθηκα μετά από πολυετή ταλαιπωρία. Το 2013, μου απονεμήθηκαν δύο διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία για τη μάχη μου ενάντια στη διαφθορά, το βραβείο INDEX με την αιγίδα του Guardian και το βραβείο Julio Anguita Parrado.
Από το 2012, έχει ξεκινήσει εναντίον μου μια πρωτοφανής προσπάθεια ηθικής και βιολογικής εξόντωσης. Τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και πολλοί ισχυροί επιχειρηματίες, ακολουθώντας την στρατηγική μηνύσεων κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP, Strategic Lawsuit Against Public Participation), συντονισμένα καταφεύγουν με δεκάδες μηνύσεις και αγωγές εναντίον μου, επιχειρώντας να με εξοντώσουν οικονομικά, αφού για να παρασταθώ έστω νομικά σε κάθε μία από τις 80 μηνύσεις που έχουν γίνει εναντίον μου, απαιτούνται τουλάχιστον 3.000 ευρώ ανά περίπτωση, δηλαδή 240.000 ευρώ μόνο για να υπερασπιστώ τη δουλειά και τον εαυτό μου.
Ακολουθώντας την οδό των μηνύσεων, τα δημόσια πρόσωπα αποφεύγουν να απαντήσουν ως οφείλουν και να τοποθετηθούν επί της ουσίας σχετικά με τα στοιχεία που αναδεικνύονται μέσα από τις δημοσιογραφικές μας έρευνες. Ενώ ταυτόχρονα δολοφονούν τον χαρακτήρα μου, αποσκοπώντας στην σπίλωση της επαγγελματικής μου υπόληψης. Ενδεικτική για την επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση είναι και η δικαστική μου διαμάχη με τον Αντώνη Σαμαρά. Ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος προ πενταετίας δήλωννε πως είμαστε όλοι Charlie Hebdo, με αφορμή την αναπαραγωγή εκ μέρους μου ενός σατιρικού meme στο twitter, κατέθεσε μήνυση εναντίον μου, ζητώντας και πετυχαίνοντας την σύλληψή μου. Απαλλάσσοντας με από την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, το δικαστήριο προ ολίγων ημερών με καταδίκασε πρωτόδικα για το αδίκημα της εξύβρισης του τέως αρχηγού της κυβέρνησης της Ελλάδος. Έχω ασκήσει έφεση και είναι προφανές ότι θα αθωωθώ
Διαπλοκή και εργαλειακή χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα
Μαζί με Μάλτα, Βουλγαρία και Ουγγαρία, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθερίας του τύπου που εκδίδουν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα. Δυστυχώς, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, δεν γεννούν ελπίδες για την βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης στο προσεχές μέλλον.
Οι εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 στην Ελλάδα, ανέδειξαν την Νέα Δημοκρατία ως πρώτο κόμμα. Από τις πρώτες πράξεις της νέας αυτοδύναμης συντηρητικής κυβέρνησης ήταν η υπαγωγή της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, στις αρμοδιότητες της οποίας εντάσσονται τόσο η Εθνική Ραδιοτηλεόραση όσο και το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ΑΠΕ, απευθείας στον Πρωθυπουργό. Έκτοτε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, γόνου πολιτικής δυναστείας, τα μέλη της οποίας καταλαμβάνουν σημαντικά πολιτικά αξιώματα στην Ελλάδα ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα, έχει προχωρήσει σε σειρά νομοθετικών μέτρων, τα οποία επαναφέρουν το καθεστώς οικονομικής αδιαφάνειας στον χώρο των ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ευνοώντας σημαντικά φιλικά προσκείμενους στον ίδιο και στο κόμμα του επιχειρηματίες του χώρου των μίντια.
Η πρακτική της εργαλειακής χρήσης των μέσων ενημέρωσης και του νόμου, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, δεν συνιστά νέο φαινόμενο, αλλά αποτελεί διαχρονική δυσλειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, οι οποία έχει αναλυθεί σε πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων από τη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα. Σε άρθρο του με τίτλο “Toward a taxonomy of media capture” (προς μια ταξινόμηση του καθεστώτος αιχμαλωσίας των ΜΜΕ), που δημοσιεύθηκε το 2017 ο βραβευμένος με Νόμπελ αμερικανός Οικονομολόγος Joseph Stiglitz γράφει:
"Προκύπτει μια ιδιαιτέρως ύπουλη κατάσταση (η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα παράδειγμα), όπου υπάρχει ένας αήθης δεσμός μεταξύ ολιγαρχών, τραπεζών, ΜΜΕ και πολιτικής εξουσίας: Οι ολιγάρχες χρησιμοποιούν την οικονομική και πολιτική επιρροή τους για να παίρνουν δάνεια με τα οποία αγοράζουν τα ΜΜΕ - δάνεια τα οποία διαφορετικά δεν θα πέρναγαν τον έλεγχο. Έπειτα χρησιμοποιούν τον έλεγχό τους επί των ΜΜΕ για να ασκούν επιρροή στην πολιτική διαδικασία [...] Τα ΜΜΕ δεν πρέπει απλώς να ελέγχουν τις καταχρήσεις από πλευράς επιχειρήσεων, αλλά και από πλευράς κυβέρνησης. Η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα του πώς αυτό μπορεί να αποτύχει [σ.σ. παταγωδώς] - και είναι πολύ πιθανό να αποτύχει όταν υπάρχειδεσμός μεταξύ πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας [...]»
Οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις οποίες καταργήθηκαν τα όποια μέτρα ενίσχυσης της διαφάνειας στον χώρο της ενημέρωσης είχαν θεσμοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια, σηματοδοτούν την επιστροφή στην ανίερη σχέση που περιγράφεται από τον Stiglitz. Περιλαμβάνουν την κατάργηση υποχρέωσης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για μετόχους σε τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης ή συνδρομητικών υπηρεσιών, ραδιοφώνων, ιστοσελίδων ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων, ιδιοκτητών διανομείς τύπου και εκτυπωτικής δραστηριότητας. Πρόσφατα, η κυβέρνηση κατήργησε την υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών στον χώρο των μέσων ενημέρωσης.
Σήμερα, η ήδη ολιγοπωλιακή κατάσταση στο χώρο των ελληνικών ΜΜΕ τείνει πλέον προς την εγκαθίδρυση μονοπωλιακού καθεστώτος, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο εφοπλιστής Ευάγγελος Μαρινάκης, ο οποίος εμπλέκεται σε υπόθεση εισαγωγής δύο τόνων ηρωίνης μέσω του πλοίου NOOR 1 αλλά και σε υπόθεση στημένων αγώνων,και η εταιρεία του ALTEREGO.
Μέσω της συγκεκριμένης εταιρίας, ο κύριος Μαρινάκης είναι ιδιοκτήτης των εφημερίδων Βήμα και Νέα, των ιστοσελίδων vima.gr, nea.gr, in.gr, του τηλεοπτικού καναλιού ONE, καθώς και του ΑΡΓΟΣ, μοναδικού πλέον πρακτορείου διανομής τύπου στη χώρα. Κατά συνέπεια, η εταιρία, στην οποία ανήκουν οι εφημερίδες Βήμα και Νέα την ίδια στιγμή διαθέτει και τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο της διανομής του ανταγωνιστικού προς αυτή τύπου, γεγονός που έχει καταγγελθεί μεταξύ άλλων από την Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και έχει απασχολήσει και την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σε γνωμοδότησή της με ημερομηνία 14 Ιανουαρίου διαπιστώνει ότι η αγορά διανομής έντυπου τύπου έχει χαρακτηριστικά φυσικού μονοπωλίου επισημαίνοντας ότι
«[Η] συμμετοχή ορισμένων μόνο εκδοτικών επιχειρήσεων στο μετοχικό κεφάλαιο και συνεπώς στη διακυβέρνηση του μοναδικού πρακτορείου διανομής Τύπου, εξ ορισμού αποδυναμώνει την ανταγωνιστική ουδετερότητα μεταξύ των εκδοτικών εταιριών. Ειδικότερα, η άμεση ή έμμεση δραστηριοποίηση εταιριών σε περισσότερα από ένα στάδια της κάθετης αλυσίδας (εν προκειμένω εκδοτικών εταιριών στο στάδιο της έκδοσης προϊόντων Τύπου και πρακτόρευσης της διανομής αυτών) ενέχει τον κίνδυνο υιοθέτησης από μέρους των τελευταίων εταιριών πρακτικών αποκλεισμού των ανταγωνιστών τους, η οποία μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στους πολίτες, οι οποίοι εν προκειμένω είναι και οι τελικοί καταναλωτές στην αλυσίδα παραγωγής και διανομής προϊόντων ενημέρωσης.»
Αναφερόμενη στους κινδύνους που εγγυμονεί η υφιστάμενη κατάσταση στην αγορά της διανομής του έντυπου τύπου, η επιτροπή ανταγωνισμού επισημάνει το απορρέον κοινωνικό κόστος και προκρίνει την λήψη μέτρων της Πολιτείας, προς επίλυση του ζητήματος που άπτεται της συνταγματικής επιταγής του σεβασμού της ελευθερίας της άποψης και της έκφρασης.
Για τους λόγους που σας ανέπτυξα προηγουμένως, έχω πολλούς λόγους να είμαι απαισιόδοξος για τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της προστασίας και προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος της πληροφόρησης.
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ συνάδελφε, η ελευθερία του λόγου δεν είναι μόνο θεμελιακή προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά αναντικατάστατο συστατικό λειτουργίας και εμβάθυνσης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ζούμε σε μια εποχή, όπου η ελευθερία του λόγου συρρικνονεται και η άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος απειλείται, όχι μονάχα από δικτάτορες και αυταρχικά καθεστώτα, αλλά, όλο και πιο συχνά, από τους δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Είμαι βέβαιος ότι είστε πολέμιος αυτής της πρακτικής υπονόμευσης της δημοκρατίας και ως πρόεδρος του μόνου εκλεγμένου απευθείας από τους Ευρωπαίους πολίτες θεσμικού οργάνου της ΕΕ, θα λάβετε όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, προκειμένου να εξασφαλίσετε την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και να προασπίσετε την δυνατότητα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, ελέγχοντας και ασκώντας κριτική στην εκάστοτε εξουσία. Στον αγώνα αυτό και σε όλες τις προσπάθειας για την δεσμευτική και αποτελεσματική εφαρμογή του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2018 σχετικά με την πολυφωνία και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σας διαβεβαιώνω ότι οι ομάδα του Documento και εγώ θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις».
«Σε απάντηση ορισμένων ανησυχιών που εκφράζετε στην επιστολή σας, θα ήθελα να αναφέρω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επίσης καταδικάσει την τάση ορισμένων κρατών μελών να συγκεντρώνουν τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια φιλικών προς την κυβέρνηση επιχειρηματιών»
Απάντηση στην επιστολή-καταγγελία του Κώστα Βαξεβάνη απέστειλε ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Μαρία Σασόλι σχετικά με την κατάσταση του Τύπου στην Ελλάδα και τις διώξεις κατά του Documento.
Στην επιστολή του διαβεβαιώνει ότι ανησυχεί για όσα γίνονται και στην Ελλάδα σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου και υπόσχεται συνεχή παρακολούθηση του θέματος με στόχο τη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης και γνώμης των πολιτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην επιστολή του ο Κώστας Βαξεβάνης είχε αναφερθεί εκτενώς στην κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του Τύπου στην Ελλάδα από την ώρα που ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, στην μονοπωλιακή κατάσταση στη διανομή του έντυπου Τύπου καθώς και στην επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού που δέχονται το documentonews.gr και η εφημερίδα DOCUMENTO.
Συγκεκριμένα αφού αναφέρθηκε στις αποκαλύψεις της εφημερίδας και της ιστοσελίδας για την πληθώρα δραστηριοτήτων της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, οι πρωταγωνιστές των οποίων προτιμούσαν να είχαν μείνει στο σκοτάδι, για τις αδιαφανείς επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες του σημερινού Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του στενού του περιβάλλοντος, η οποίες γεννούν σειρά ερωτημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τα οποία ωστόσο έχουν παραμείνει αναπάντητα, κατήγγειλε τις πιέσεις και τις απειλές που έχουν δεχτεί επιχειρηματίες από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και από το στενό του περιβάλλον, προκειμένου να αποσύρουν τις διαφημιστικές καταχωρήσεις τους για τις στραγγαλίσουν οικονομικά.
Επίσης ο Κώστας Βαξεβάνης στην ίδια επιστολή ζητάει από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και να προασπίσει την δυνατότητα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, ελέγχοντας και ασκώντας κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Η επιστολή - απάντηση του Νταβίντ Μαρία Σασόλι
«Αγαπητέ κύριε Βαξεβάνη,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας στην οποία εκφράζετε τις ανησυχίες σας σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Το δικαίωμα να ενημερώνει κανείς και να ενημερώνεται αποτελεί μια από τις βασικές δημοκρατικές αξίες στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως το μοναδικό απευθείας εκλεγμένο πολιτικό όργανο εντός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι σε θέση να αναγνωρίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν έναν ουσιώδη ρόλο στη δημοκρατική κοινωνία, βοηθώντας τους πολίτες να ενημερωθούν, ενδυναμώνοντάς τους, και ενθαρρύνοντας τη συνειδητή συμμετοχή τους στη δημοκρατική ζωή.
Πράγματι, πιέσεις και απειλές κατά δημοσιογράφων παρατηρούνται σε όλη την ΕΕ και το Κοινοβούλιο έχει ήδη επανειλημμένως αναφέρει σε αρκετά ψηφίσματά του ότι κάθε είδους κατάχρηση και επίθεση που πραγματοποιείται εξαιτίας της έρευνας που διεξάγουν οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης πρέπει να καταδικάζεται . Επιμένει, επίσης, και ζητά την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων για τη βελτίωση της ασφάλειας των δημοσιογράφων ιδιαίτερα μετά τις δολοφονίες ερευνητών δημοσιογράφων, τις οποίες αναφέρετε και εσείς στην επιστολή σας.
Όπως γνωρίζετε, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά στα σχετικά ψηφίσματα τη «σύσταση ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου ρυθμιστικού οργάνου, το οποίο σε συνεργασία με δημοσιογραφικές οργανώσεις, θα επιβλέπει, καταγράφει και αναφέρει τα περιστατικά βίας και τις απειλές κατά δημοσιογράφων, θα καταπιάνεται με την προστασία και την ασφάλεια των δημοσιογράφων σε εθνικό επίπεδο», και θα «εφαρμόζει πλήρως τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec(2016)4 για την προστασία της δημοσιογραφίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων των μέσων ενημέρωσης».
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ζητήσει από την Επιτροπή σε διαφορετικά ψηφίσματά του να «αντιμετωπίζει τις προσπάθειες των κυβερνήσεων των κρατών μελών να υπονομεύσουν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τον πλουραλισμό ως σοβαρή και συστημική κατάχρηση εξουσίας και ως κίνηση κατά των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)», καθώς και «να παρουσιάσουν συγκεκριμένη πρόταση για να εμποδίσουν τις στρατηγικές μεθοδευμένων αγωγών, τις λεγόμενες SLAPPs (Strategic Lawsuits Against Public Participation ) .
Σε απάντηση ορισμένων ανησυχιών που εκφράζετε στην επιστολή σας, θα ήθελα να αναφέρω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επίσης καταδικάσει την τάση ορισμένων κρατών μελών να συγκεντρώνουν τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια φιλικών προς την κυβέρνηση επιχειρηματιών .
Ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης δεν μπορεί πράγματι να διαχωριστεί από την ελευθερία, τη δημοκρατία και το σεβασμό στο κράτος δικαίου. Όπως αναφέρει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ενισχύοντας το κράτος δικαίου εντός της Ένωσης. Ένα σχέδιο δράσης», η οποία δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουλίου 2019, ο συνεχής σεβασμός στο κράτος δικαίου είναι προαπαιτούμενο για να απολαμβάνουν οι πολίτες τα δικαίωματά τους σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ και για να υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών. Για το λόγο αυτό, αναμένουμε την ετήσια έκθεση ελέγχου του κράτους δικαίου την οποία η Επιτροπή ετοιμάζει και η οποία θα περιλαμβάνει ένα ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στον έλεγχο της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτή η έκθεση ανταποκρίνεται στο μακροχρόνιο αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίο να υπάρξει ένας μηχανισμός της ΕΕ για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα .
Λαμβάνω υπόψη τις ανησυχίες που εκφράζετε στην επιστολή σας και μπορείτε να είστε σίγουρος ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεσμεύεται πλήρως να συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, με στόχο τη διασφάλιση της ελευθερίας έκφρασης και γνώμης των πολιτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με εκτίμηση,
{υπογραφή}
Νταβίντ Μαρία ΣΑΣΟΛΙ»
Η επιστολή καταγγελία Βαξεβάνη
«Αθήνα 3 Φεβρουαρίου 2020
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε Sassoli,
Ονομάζομαι Κώστας Βαξεβάνης. Δημοσιογραφώ επί 30 χρόνια, με τα 20 τουλάχιστον από αυτά ως πολεμικός ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια για μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια της Ελλάδας. Απευθύνομαι σε εσάς, προκειμένου να σας ενημερώσω για την επιχείρηση οικονομικού στραγγαλισμού που δέχονται το documentonews.gr η εφημερίδα DOCUMENTO, εκδότης της οποίας είμαι, και για να σας εκθέσω τις πτυχές και μεθόδους περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, στη χώρα μου.
Επιλέγω να θέσω τα εν λόγω ζητήματα στην αντίληψή σας, καθώς έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι όσα αντιμετωπίζουμε στην εφημερίδα Documento δεν είναι ούτε τυχαίο γεγονός ούτε μεμονωμένη περίπτωση. Αντιθέτως, τείνουν - ερήμην ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλέγματος για την προστασία του θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης – να εξελιχθούν σε πάγια τακτική αυταρχικών κυβερνήσεων και ισχυρών οικονομικών κύκλων, για την φίμωση των επικριτών τους στο χώρο της ενημέρωσης.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στις ημέρες μας, ο περιορισμός της ελευθερίας του τύπου δεν πραγματοποιείται δια της προ δημοσίευσης λογοκρισίας. Σήμερα, κυβερνήσεις και ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, συχνά από κοινού, ακολουθούν άλλες μεθόδους, για να αποφύγουν δυσάρεστες για εκείνους αναφορές στα μέσα ενημέρωσης. Στο έδαφος ποικιλότροπων οικονομικών εξαρτήσεων, και υπό την ακόμα (έστω και σιωπηλή) απειλή της τιμωριτικής διάθεσης των ισχυρών, όλο και πιο συχνά, δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης προσαρμόζουν το έργο τους, στις ανάγκες όσων καθήκον τους είναι, να ελέγχουν και να επερωτούν. Οι δολοφονίες των συναδέλφων δημοσιογράφων Daphne Caruana Galizia και Ján Kuciak δείχνουν, μέχρι ποιο σημείο ορισμένοι πολιτικά και οικονομικά ισχυροί στην Ευρώπη, είναι διατεθειμένοι να φτάσουν, όταν η μέθοδος της βελούδινης (αυτο)λογοκρισία δεν επιφέρει τα επιθυμητά σε αυτούς αποτελέσματα.
Η περίπτωση της εφημερίδας Documento
Εκδίδω την κυριακάτικη εφημερίδα Documento από το 2016. Τα έσοδά της προέρχονται κατά τα 2/3 από διαφημιστικές καταχωρίσεις και κατά 1/3 από τις πωλήσεις. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου, η εφημερίδα Documento βρέθηκε αντιμέτωπη με την ραγδαία μείωση διαφημίσεων. Αθετώντας τον συμφωνημένο σχεδιασμό καταχωρήσεων, η πλειοψηφία των διαφημιζόμενων στα φύλλα της εφημερίδας μας εταιριών, απέσυρε τη διαφήμιση από τα φύλλα μας, διατηρώντας ωστόσο την παρουσία τους στο σύνολο του ανταγωνιστικού τύπου (συνημμένο 1). Τα αντικειμενικά μεγέθη της επιχείρησής μας, όπως η κυκλοφορία, ο δανεισμός, ο αριθμός εργαζομένων και οι οφειλές προς τρίτους, δεν παρουσιάζουν μεταβολές, οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απότομη πτώση διαφημιστών εσόδων. Η επιχείρησή μας και το ενημερωτικό αγαθό που παράγουν οι εργαζόμενοι σε αυτή, δεν έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικοί, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη κυκλοφορίας της εφημερίδας. Κατά συνέπεια, η απότομη μείωση διαφημιστικών καταχωρήσεων, το οικονομικό κόστος της οποίας τους τελευταίους τέσσερις μήνες ανέρχεται σε μισό εκατομμύριο ευρώ, δεν εξηγείται με όρους καθαρού ανταγωνισμού.
Κατά την προσπάθεια διερεύνησης του φαινομένου, στραφήκαμε στις ηγεσίες των επιχειρηματικών ομίλων και αναζητήσαμε τους λόγους, για τους οποίους επέλεξαν να διακόψουν την συνεργασία τους με την εφημερίδα μας. Η απάντηση που λάβαμε, στο πλαίσιο των δια ζώσης επικοινωνιών που είχαμε με τους ενδιαφερόμενους ήταν, ότι έχουν δεχτεί πιέσεις και απειλές από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και από το στενό του περιβάλλον, προκειμένου να αποσύρουν τις διαφημιστικές καταχωρήσεις από το έντυπό μας. Παρότι ενημερώσαμε το αναγνωστικό κοινό μας για την συγκεκριμένη πληροφορία και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το βήμα της Βουλής ζήτησε από την Κυβέρνηση να δοθούν απαντήσεις, μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κανενός είδους εξήγηση. Σε επικοινωνία δημοσιογράφου της δημόσιας ραδιοφωνίας της Γερμανίας με τον επικεφαλής του γραφείου τύπου του Έλληνα Πρωθυπουργού, ερωτώμενος ο εκπρόσωπος του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις υφιστάμενες καταγγελίες, αρνήθηκε να απαντήσει.
Στα τρία χρόνια ύπαρξης της εφημερίδας μας, οι δημοσιογράφοι της έχουν αποκαλύψει πληθώρα δραστηριοτήτων της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, οι πρωταγωνιστές των οποίων προτιμούσαν να είχαν μείνει στο σκοτάδι. Πρόκειται μεταξύ άλλων, για τις αδιαφανείς επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες του σημερινού Πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκου Μητσοτάκη και του στενού του περιβάλλοντος, η οποίες γεννούν σειρά ερωτημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, τα οποία ωστόσο έχουν παραμείνει αναπάντητα.
Συγκεκριμένα, η εφημερίδα μας αποκάλυψε ότι η σύζυγος του σημερινού πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι κάτοχος offshore εταιρείας με ανύπαρκτη δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνεται στα Paradise Papers και βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες τις εταιρίες, τις οποίες η διεθνής ομάδα ερευνητών δημοσιογράφων αποκαλεί ύποπτη. Επιπλέον, η κυρία Μητσοτάκη επικαλούμενη ότι ζει σε διάσταση με τον σύζυγό της, το 2006 σταμάτησε να υποβάλλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης και το αμέσως επόμενο διάστημα απέκτησε μεγάλα περιουσιακά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και το σπίτι του Βολταίρου στο Παρίσι. Το Documento έθεσε ερωτήματα ως προς την διαφάνεια και την ανάγκη δημοσιοποίησης της διαδικασίας χρηματοδότης. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντί να απαντήσει επί της ουσία μας απέδωσε ότι χτυπάμε τη σύζυγό του άνανδρα, με εντολή της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπλέον, η εφημερίδα μας ανέδειξε ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Κήρυκας Χανίων», είχε πάρει μεγάλα δάνεια από τις τράπεζες αφενός χωρίς πραγματικές εγγυήσεις, αφετέρου χωρίς να δώσει ούτε ένα ευρώ για την αποπληρωμή τους επί δέκα χρόνια. Την ίδια εποχή οι τράπεζες προχωρούσαν σε καταγγελίες δανείων πολιτών που έχαναν τα σπίτια τους ενώ από τον κύριο Μητσοτάκη δεν εισέπρατταν ούτε ευρώ. Ουδέποτε το πρωθυπουργικό ζεύγος έδωσε πραγματικές απαντήσεις για όλα αυτά. Αντιθέτως προχώρησε σε αγωγές.
Το Documento έχει στηλιτεύσει τον Αντιπρόεδρο της ΝΔ και νυν Υπουργό Ανάπτυξης για ακροδεξιά, ρατσιστική και αντισημιτική ρητορική του, προχωρώντας σε εκτεταμένα αφιερώματα για τη δράση του ως τηλεπωλητή σε εκπομπές παρακμιακών καναλιών, στις οποίες ο Γεωργιάδης διαφήμιζε το βιβλίο του αρνητή του Ολοκαυτώματος Κ. Πλεύρη. Ακόμα, η εφημερίδα μας έχει αναδείξει το ρόλο του κυρίου Γεωργιάδη στην υπόθεση παράνομων προσλήψεων στο ΚΕΕΛΠΝΟ κατά τη θητεία του ως Υπουργού Υγείας - έχουν ήδη ασκηθεί διώξεις εναντίον συνεργατών του - αλλά και για το μεγάλο σκάνδαλο της Novartis. Ο Γεωργιάδης είναι από τα πρόσωπα, που κατονομάζονται στα έγγραφα του FBI για το σκάνδαλο στην Ελλάδα και φαίνεται να υλοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που εμφανίζονται στα εσωτερικά έγγραφα της φαρμακοβιομηχανίας περί εισαγωγής νέων φαρμάκων. Ο κύριος Γεωργιάδης, ο οποίος για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Novartis ερευνάται από την εισαγγελία διαφθοράς, και συνηθίζει να αναφέρεται απαξιωτικά στο πρόσωπό μου και στην εφημερίδα Documento, έχει αναγγείλει δημόσια ότι θα μπω φυλακή. Τον τελευταίο χρόνο δέχομαι απειλές και συστηματικό διαδικτυακό bullying. Μέσω λογαριασμών στα social media έχω ενημερωθεί πως «ήρθε η ώρα να πληρώσω για όλα τώρα που άλλαξε η κυβέρνηση», πως «θα μπω φυλακή» και πως κυρίως «θα κλείσουν την εφημερίδα».
Ο εκφοβισμός και οι απειλές που δέχομαι λόγω της ερευνητικής δημοσιογραφίας που υπηρετώ, δεν συνιστούν νέο φαινόμενο. Το 2010, αποχώρησα από την τηλεόραση, αφού η εκπομπή μου «Pandora’s Box», ερευνητική εκπομπή που κυριαρχούσε επί 15 χρόνια στην Ελλάδα, δεν μπορούσε πια να επιτελέσει το έργο της: Οι αποκαλύψεις για τη λειτουργία της διεφθαρμένης ελίτ στην Ελλάδα και τον ρόλο που έπαιξαν Έλληνες τραπεζίτες στη δημιουργία των ελλειμμάτων και της κρίσης, δεν ήταν ανεκτά από τους ιδιοκτήτες των καναλιών που ήταν διασυνδεδεμένοι με όλα αυτά τα σκάνδαλα.
Έτσι το 2012, με μια ομάδα ανεξάρτητων δημοσιογράφων δημιούργησα το HOT DOC, το περιοδικό που αποκάλυψε τη “Λίστα Λαγκάρντ” με τους Έλληνες καταθέτες της HSBC. Αμέσως μετά την δημοσιοποίησή της, Εισαγγελία και Αστυνομία κινήθηκαν εναντίον μου, με συνέλαβαν και με οδήγησαν βίαια σε δίκη. Με την συμπαράσταση δημοσιογράφων, οργανώσεων και ενώσεων απ όλο τον κόσμο αθωώθηκα πανηγυρικά. Ωστόσο, παρά την αθώωση, η Εισαγγελία άσκησε έφεση και οδηγήθηκα ξανά σε δίκη όπου πάλι αθωώθηκα μετά από πολυετή ταλαιπωρία. Το 2013, μου απονεμήθηκαν δύο διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία για τη μάχη μου ενάντια στη διαφθορά, το βραβείο INDEX με την αιγίδα του Guardian και το βραβείο Julio Anguita Parrado.
Από το 2012, έχει ξεκινήσει εναντίον μου μια πρωτοφανής προσπάθεια ηθικής και βιολογικής εξόντωσης. Τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και πολλοί ισχυροί επιχειρηματίες, ακολουθώντας την στρατηγική μηνύσεων κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP, Strategic Lawsuit Against Public Participation), συντονισμένα καταφεύγουν με δεκάδες μηνύσεις και αγωγές εναντίον μου, επιχειρώντας να με εξοντώσουν οικονομικά, αφού για να παρασταθώ έστω νομικά σε κάθε μία από τις 80 μηνύσεις που έχουν γίνει εναντίον μου, απαιτούνται τουλάχιστον 3.000 ευρώ ανά περίπτωση, δηλαδή 240.000 ευρώ μόνο για να υπερασπιστώ τη δουλειά και τον εαυτό μου.
Ακολουθώντας την οδό των μηνύσεων, τα δημόσια πρόσωπα αποφεύγουν να απαντήσουν ως οφείλουν και να τοποθετηθούν επί της ουσίας σχετικά με τα στοιχεία που αναδεικνύονται μέσα από τις δημοσιογραφικές μας έρευνες. Ενώ ταυτόχρονα δολοφονούν τον χαρακτήρα μου, αποσκοπώντας στην σπίλωση της επαγγελματικής μου υπόληψης. Ενδεικτική για την επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση είναι και η δικαστική μου διαμάχη με τον Αντώνη Σαμαρά. Ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος προ πενταετίας δήλωννε πως είμαστε όλοι Charlie Hebdo, με αφορμή την αναπαραγωγή εκ μέρους μου ενός σατιρικού meme στο twitter, κατέθεσε μήνυση εναντίον μου, ζητώντας και πετυχαίνοντας την σύλληψή μου. Απαλλάσσοντας με από την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, το δικαστήριο προ ολίγων ημερών με καταδίκασε πρωτόδικα για το αδίκημα της εξύβρισης του τέως αρχηγού της κυβέρνησης της Ελλάδος. Έχω ασκήσει έφεση και είναι προφανές ότι θα αθωωθώ
Διαπλοκή και εργαλειακή χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα
Μαζί με Μάλτα, Βουλγαρία και Ουγγαρία, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθερίας του τύπου που εκδίδουν οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα. Δυστυχώς, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, δεν γεννούν ελπίδες για την βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης στο προσεχές μέλλον.
Οι εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 στην Ελλάδα, ανέδειξαν την Νέα Δημοκρατία ως πρώτο κόμμα. Από τις πρώτες πράξεις της νέας αυτοδύναμης συντηρητικής κυβέρνησης ήταν η υπαγωγή της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, στις αρμοδιότητες της οποίας εντάσσονται τόσο η Εθνική Ραδιοτηλεόραση όσο και το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ΑΠΕ, απευθείας στον Πρωθυπουργό. Έκτοτε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, γόνου πολιτικής δυναστείας, τα μέλη της οποίας καταλαμβάνουν σημαντικά πολιτικά αξιώματα στην Ελλάδα ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα, έχει προχωρήσει σε σειρά νομοθετικών μέτρων, τα οποία επαναφέρουν το καθεστώς οικονομικής αδιαφάνειας στον χώρο των ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ευνοώντας σημαντικά φιλικά προσκείμενους στον ίδιο και στο κόμμα του επιχειρηματίες του χώρου των μίντια.
Η πρακτική της εργαλειακής χρήσης των μέσων ενημέρωσης και του νόμου, για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, δεν συνιστά νέο φαινόμενο, αλλά αποτελεί διαχρονική δυσλειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, οι οποία έχει αναλυθεί σε πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων από τη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα. Σε άρθρο του με τίτλο “Toward a taxonomy of media capture” (προς μια ταξινόμηση του καθεστώτος αιχμαλωσίας των ΜΜΕ), που δημοσιεύθηκε το 2017 ο βραβευμένος με Νόμπελ αμερικανός Οικονομολόγος Joseph Stiglitz γράφει:
"Προκύπτει μια ιδιαιτέρως ύπουλη κατάσταση (η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα παράδειγμα), όπου υπάρχει ένας αήθης δεσμός μεταξύ ολιγαρχών, τραπεζών, ΜΜΕ και πολιτικής εξουσίας: Οι ολιγάρχες χρησιμοποιούν την οικονομική και πολιτική επιρροή τους για να παίρνουν δάνεια με τα οποία αγοράζουν τα ΜΜΕ - δάνεια τα οποία διαφορετικά δεν θα πέρναγαν τον έλεγχο. Έπειτα χρησιμοποιούν τον έλεγχό τους επί των ΜΜΕ για να ασκούν επιρροή στην πολιτική διαδικασία [...] Τα ΜΜΕ δεν πρέπει απλώς να ελέγχουν τις καταχρήσεις από πλευράς επιχειρήσεων, αλλά και από πλευράς κυβέρνησης. Η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα του πώς αυτό μπορεί να αποτύχει [σ.σ. παταγωδώς] - και είναι πολύ πιθανό να αποτύχει όταν υπάρχειδεσμός μεταξύ πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας [...]»
Οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις οποίες καταργήθηκαν τα όποια μέτρα ενίσχυσης της διαφάνειας στον χώρο της ενημέρωσης είχαν θεσμοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια, σηματοδοτούν την επιστροφή στην ανίερη σχέση που περιγράφεται από τον Stiglitz. Περιλαμβάνουν την κατάργηση υποχρέωσης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για μετόχους σε τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης ή συνδρομητικών υπηρεσιών, ραδιοφώνων, ιστοσελίδων ημερήσιων ή περιοδικών εντύπων, ιδιοκτητών διανομείς τύπου και εκτυπωτικής δραστηριότητας. Πρόσφατα, η κυβέρνηση κατήργησε την υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών στον χώρο των μέσων ενημέρωσης.
Σήμερα, η ήδη ολιγοπωλιακή κατάσταση στο χώρο των ελληνικών ΜΜΕ τείνει πλέον προς την εγκαθίδρυση μονοπωλιακού καθεστώτος, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο εφοπλιστής Ευάγγελος Μαρινάκης, ο οποίος εμπλέκεται σε υπόθεση εισαγωγής δύο τόνων ηρωίνης μέσω του πλοίου NOOR 1 αλλά και σε υπόθεση στημένων αγώνων,και η εταιρεία του ALTEREGO.
Μέσω της συγκεκριμένης εταιρίας, ο κύριος Μαρινάκης είναι ιδιοκτήτης των εφημερίδων Βήμα και Νέα, των ιστοσελίδων vima.gr, nea.gr, in.gr, του τηλεοπτικού καναλιού ONE, καθώς και του ΑΡΓΟΣ, μοναδικού πλέον πρακτορείου διανομής τύπου στη χώρα. Κατά συνέπεια, η εταιρία, στην οποία ανήκουν οι εφημερίδες Βήμα και Νέα την ίδια στιγμή διαθέτει και τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο της διανομής του ανταγωνιστικού προς αυτή τύπου, γεγονός που έχει καταγγελθεί μεταξύ άλλων από την Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και έχει απασχολήσει και την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σε γνωμοδότησή της με ημερομηνία 14 Ιανουαρίου διαπιστώνει ότι η αγορά διανομής έντυπου τύπου έχει χαρακτηριστικά φυσικού μονοπωλίου επισημαίνοντας ότι
«[Η] συμμετοχή ορισμένων μόνο εκδοτικών επιχειρήσεων στο μετοχικό κεφάλαιο και συνεπώς στη διακυβέρνηση του μοναδικού πρακτορείου διανομής Τύπου, εξ ορισμού αποδυναμώνει την ανταγωνιστική ουδετερότητα μεταξύ των εκδοτικών εταιριών. Ειδικότερα, η άμεση ή έμμεση δραστηριοποίηση εταιριών σε περισσότερα από ένα στάδια της κάθετης αλυσίδας (εν προκειμένω εκδοτικών εταιριών στο στάδιο της έκδοσης προϊόντων Τύπου και πρακτόρευσης της διανομής αυτών) ενέχει τον κίνδυνο υιοθέτησης από μέρους των τελευταίων εταιριών πρακτικών αποκλεισμού των ανταγωνιστών τους, η οποία μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο και στους πολίτες, οι οποίοι εν προκειμένω είναι και οι τελικοί καταναλωτές στην αλυσίδα παραγωγής και διανομής προϊόντων ενημέρωσης.»
Αναφερόμενη στους κινδύνους που εγγυμονεί η υφιστάμενη κατάσταση στην αγορά της διανομής του έντυπου τύπου, η επιτροπή ανταγωνισμού επισημάνει το απορρέον κοινωνικό κόστος και προκρίνει την λήψη μέτρων της Πολιτείας, προς επίλυση του ζητήματος που άπτεται της συνταγματικής επιταγής του σεβασμού της ελευθερίας της άποψης και της έκφρασης.
Για τους λόγους που σας ανέπτυξα προηγουμένως, έχω πολλούς λόγους να είμαι απαισιόδοξος για τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της προστασίας και προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος της πληροφόρησης.
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ συνάδελφε, η ελευθερία του λόγου δεν είναι μόνο θεμελιακή προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά αναντικατάστατο συστατικό λειτουργίας και εμβάθυνσης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ζούμε σε μια εποχή, όπου η ελευθερία του λόγου συρρικνονεται και η άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος απειλείται, όχι μονάχα από δικτάτορες και αυταρχικά καθεστώτα, αλλά, όλο και πιο συχνά, από τους δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Είμαι βέβαιος ότι είστε πολέμιος αυτής της πρακτικής υπονόμευσης της δημοκρατίας και ως πρόεδρος του μόνου εκλεγμένου απευθείας από τους Ευρωπαίους πολίτες θεσμικού οργάνου της ΕΕ, θα λάβετε όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, προκειμένου να εξασφαλίσετε την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και να προασπίσετε την δυνατότητα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, ελέγχοντας και ασκώντας κριτική στην εκάστοτε εξουσία. Στον αγώνα αυτό και σε όλες τις προσπάθειας για την δεσμευτική και αποτελεσματική εφαρμογή του Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2018 σχετικά με την πολυφωνία και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σας διαβεβαιώνω ότι οι ομάδα του Documento και εγώ θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου