O MIΣΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
Στην υπηρεσία έχει τη φήμη κλειστού ατόμου.
Είναι ικανός υπάλληλος , πράγμα αναμφισβήτητο,
αλλά η κοινωνικότητά του εξαντλείται στην αυστηρή
τήρηση των κανόνων που υπαγορεύει η επαγγελματική ρουτίνα.
Καμία εξωτερίκευση των προσωπικών του αισθημάτων,
καμία πληροφορία για την ιδιωτική του ζωή και
τα χόμπι του, αλλά και κανένα ενδιαφέρον για τα προσωπικά προβλήματα των άλλων. Άψογος στα καθήκοντά του, ξένος προς όλους στα ψυχοσυναισθηματικά.
Το πρόσωπό του μια αέναη μάσκα υπηρεσιακή , που κόβει
τη διάθεση του άλλου για πλησίασμα και στενότερη επαφή.
Στα παρτάκια που κάνουμε παραμονές των μεγάλων εορτών
δε συμμετέχει, ενώ δε γίνεται λόγος για συναντήσεις έξω από
τη δουλειά. Ούτε ονομαστικές γιορτές ούτε καφενείο, όπου οι άντρες παίζουμε καμία μπιρίμπα, ούτε κοντινές εξορμήσεις σε κάποιο παραθαλάσσιο κέντρο για κανένα ουζάκι.
Είναι σαν να μην υπάρχει, λες και είναι ένα ον χωρίς κοινωνική υπόσταση.
Δίκαια , νομίζω, του έχουν κολλήσει το παρατσούκλι "μισάνθρωπος".
Τις προάλλες , έσπασε ο διάολος το πόδι του και τον πέτυχα στο Σκλαβενίτη . Περιφερόταν στον κεντρικό διάδρομο , σπρώχνοντας ένα πελώριο καρότσι, στον πάτο του οποίου αναπαύονταν ελάχιστα πράγματα .
Μόλις όμως με είδε , οποία έκπληξις, αντί να κάνει στροφή για να με αποφύγει, ήρθε καταπάνω μου με πρόσωπο που λαμποκοπούσε από ευχαρίστηση και μου ’πιασε κουβέντα σαν να ήταν ένας άλλος άνθρωπος από το "μισάνθρωπο" του γραφείου μας.
Έμοιαζε με θαύμα: αυτός που στη δουλειά μετά βίας του αποσπούσαμε ένα λόγο παραπάνω έξω από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα,ο τυπικός, ο απρόσιτος, ο παγωμένος, να συνομιλεί μες στην τρελή χαρά μαζί μου, να με ρωτάει πώς ήταν η υγεία μου , τι έκανε η γυναίκα μου και πώς πήγαιναν οι σπουδές των παιδιών μου!
«Να σε κεράσω ένα καφέ!», πρότεινε σε μια στιγμή και
η θέρμη της φωνής του είχε κάτι από από το σπαραγμό του ικέτη, που μ’ έκανε να δεχτώ χωρίς δισταγμό!
« Δώσε μου λίγα λεπτά για να πάρω τον υγράλατο μπακαλιάρο που μου παρήγγειλε η γυναίκα μου, ενόψει της 25ης Μαρτίου …», έβγαλα γελώντας το χαρτί με τα ψώνια από την τσέπη μου.
Συναντηθήκαμε ύστερα από ένα τέταρτο στο εστιατόριο του πολυκαταστήματος και δώσαμε την παραγγελιά μας στον μπαρίστα. Εγώ το βυζαντινό βαρύ γλυκό μου και ο αυτός ένα διπλό εσπρέσο.
«Πώς έτσι, χαρούμενος, κύριε Γεωργόπουλε;», είπα σε μια στιγμή ρουφώντας το μαυροζούμι μου. « Σας έπεσε το λαχείο;»
«Ποιο λαχείο, αγαπητέ μου; Πού τέτοιο θαύμα , να γλίτωνα από την αγκούσα της καθημερινής δουλειάς!»
«Τότε κάτι εξαιρετικό πρέπει να σας συμβαίνει, για να έχετε τέτοια κέφια…»
Με κοίταξε με μάτι που έπαιζε ανάμεσα στην ενοχή και την ιλαρότητα.
«Συνάδελφε , συγγνώμη για τον ενικό που χρησιμοποιώ, αλλά κάθε φορά που πηγαίνω σε σουπερμάρκετ γίνομαι άλλος άνθρωπος!»
Μετά βίας συγκράτησα ένα χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου.
«Σας αρέσει να ψωνίζετε;»
«Καθόλου! Η φιλοσοφία μου είναι διαμετρικά αντίθετη με το πνεύμα του καταναλωτισμού των ημερών μας. Δε βλέπετε, εξάλλου, το καρότσι μου;»
«Μα τότε, ποιος ο λόγος αυτής της συνήθειας;»
«Επειδή συναντώ αγνώστους ανθρώπους!»
Έμεινα ενεός.
«Και χρειάζεται να πηγαίνετε στα σουπερμάρκετ , για να συναντάτε αγνώστους ανθρώπους; Χάθηκαν τα άλλα μέρη;»
«Αγαπητέ μου, όπως θα γνωρίζετε ίσως, εγώ είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος. Εσείς γυρίζετε στο σπίτι σας και σας περιμένουν οι δικοί σας άνθρωποι, η γυναίκα και τα παιδιά σας. Εγώ όταν γυρίζω στο σπίτι , αντικρίζω τους τέσσερις τοίχους μου. Πληρώνω το λάθος να πάρω τοις μετρητοίς το απόφθεγμα του πατέρα μου…»
«Ποιο απόφθεγμα;»
«Πυρ, γυνή και θάλασσα!»
«Α!...»
«Μάλιστα, κύριε! Πυρ, γυνή και θάλασσα! Τα τρία κακά που με καταδίωκαν σ’ όλη τη ζωή μου. Φοβόμουν τη φωτιά όπως το διάολο, δεν έμαθα κολύμπι, γιατί ποτέ δεν μπήκα σε θαλασσινό νερό, και απέφυγα οιανδήποτε δέσμευση σε όλες τις ερωτοδουλειές που είχα με το πάλαι ποτέ ασθενές φύλο. Έτσι κατέληξα μαγκούφης και έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο.»
«Δεν είναι τόσο τραγικός ο εργένικος βίος», αντέτεινα, «Δεν ξέρετε πόσοι παντρεμένοι θα ζήλευαν την ανεξαρτησία σας…»
«Κουραφέξαλα! Ας μείνουν μερικούς μήνες σε ένα σιωπηλό σπίτι και τότε ας έρθουν να μου μιλήσουν για τα αγαθά της. Δεν ξέρεις , φίλε μου, πόσο σε ζηλεύω, που σε λίγο θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα βρεθείς ανάμεσα στους άνθρωπους σου…»
«Καλά , δεν έχετε φίλους, δεν έχετε γνωστούς και συγγενείς, για να μοιράζετε τον ελεύθερο χρόνο σας ;»
«Πώς δεν έχω! Τους αποφεύγω όμως , γιατί όλοι τους είναι παντρεμένοι. Όλο για τα οικογενειακά τους μιλάνε κι εμένα αυτό μου τη σπάει. Τι να πω εγώ; Για τις σφαλιάρες που τρώω κάθε βράδυ από τη μοναξιά; Γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω καθημερινά για ψώνια σε κάποιο σούπερ μάρκετ, κατά προτίμηση στο Σκλαβενίτη.Για μένα οι άγνωστοι άνθρωποι είναι η δική μου οικογένεια. Αισθάνομαι άνετα ανάμεσά τους»
«Γιατί όμως ειδικά στο Σκλαβενίτη και όχι σε κάποιο άλλο; Ένα σωρό πολυκαταστήματα υπάρχουν στην πόλη…»
«Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Πρώτ΄απ΄όλα, διαθέτει βιβλιοπωλείο κι εγώ λατρεύω το διάβασμα , δεύτερο λόγος είναι το εστιατόριο-μπαρ όπου καθόμαστε και ο τρίτος διαθέτει ταμείο για λίγα τεμάχια. Πηγαίνω λοιπόν στα σταντ με τα βιβλία και κάθε φορά επιλέγω ένα βιβλίο από τα μπεστ σέλερ του μήνα ή του έτους, το οποίο ξεφυλλίζω διαβάζοντας εκτενή αποσπάσματα ενόσω πίνω τον καφέ μου ή τρώω τα γεμιστά μου. Τέλος , σηκώνομαι, βάζω το βιβλίο στη θέση του, ψωνίζω τα ελάχιστα πράγματα που χρειάζομαι και πηγαίνω στο ταμείο για τα λίγα τεμάχια.
Είναι ικανός υπάλληλος , πράγμα αναμφισβήτητο,
αλλά η κοινωνικότητά του εξαντλείται στην αυστηρή
τήρηση των κανόνων που υπαγορεύει η επαγγελματική ρουτίνα.
Καμία εξωτερίκευση των προσωπικών του αισθημάτων,
καμία πληροφορία για την ιδιωτική του ζωή και
τα χόμπι του, αλλά και κανένα ενδιαφέρον για τα προσωπικά προβλήματα των άλλων. Άψογος στα καθήκοντά του, ξένος προς όλους στα ψυχοσυναισθηματικά.
Το πρόσωπό του μια αέναη μάσκα υπηρεσιακή , που κόβει
τη διάθεση του άλλου για πλησίασμα και στενότερη επαφή.
Στα παρτάκια που κάνουμε παραμονές των μεγάλων εορτών
δε συμμετέχει, ενώ δε γίνεται λόγος για συναντήσεις έξω από
τη δουλειά. Ούτε ονομαστικές γιορτές ούτε καφενείο, όπου οι άντρες παίζουμε καμία μπιρίμπα, ούτε κοντινές εξορμήσεις σε κάποιο παραθαλάσσιο κέντρο για κανένα ουζάκι.
Είναι σαν να μην υπάρχει, λες και είναι ένα ον χωρίς κοινωνική υπόσταση.
Δίκαια , νομίζω, του έχουν κολλήσει το παρατσούκλι "μισάνθρωπος".
Τις προάλλες , έσπασε ο διάολος το πόδι του και τον πέτυχα στο Σκλαβενίτη . Περιφερόταν στον κεντρικό διάδρομο , σπρώχνοντας ένα πελώριο καρότσι, στον πάτο του οποίου αναπαύονταν ελάχιστα πράγματα .
Μόλις όμως με είδε , οποία έκπληξις, αντί να κάνει στροφή για να με αποφύγει, ήρθε καταπάνω μου με πρόσωπο που λαμποκοπούσε από ευχαρίστηση και μου ’πιασε κουβέντα σαν να ήταν ένας άλλος άνθρωπος από το "μισάνθρωπο" του γραφείου μας.
Έμοιαζε με θαύμα: αυτός που στη δουλειά μετά βίας του αποσπούσαμε ένα λόγο παραπάνω έξω από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα,ο τυπικός, ο απρόσιτος, ο παγωμένος, να συνομιλεί μες στην τρελή χαρά μαζί μου, να με ρωτάει πώς ήταν η υγεία μου , τι έκανε η γυναίκα μου και πώς πήγαιναν οι σπουδές των παιδιών μου!
«Να σε κεράσω ένα καφέ!», πρότεινε σε μια στιγμή και
η θέρμη της φωνής του είχε κάτι από από το σπαραγμό του ικέτη, που μ’ έκανε να δεχτώ χωρίς δισταγμό!
« Δώσε μου λίγα λεπτά για να πάρω τον υγράλατο μπακαλιάρο που μου παρήγγειλε η γυναίκα μου, ενόψει της 25ης Μαρτίου …», έβγαλα γελώντας το χαρτί με τα ψώνια από την τσέπη μου.
Συναντηθήκαμε ύστερα από ένα τέταρτο στο εστιατόριο του πολυκαταστήματος και δώσαμε την παραγγελιά μας στον μπαρίστα. Εγώ το βυζαντινό βαρύ γλυκό μου και ο αυτός ένα διπλό εσπρέσο.
«Πώς έτσι, χαρούμενος, κύριε Γεωργόπουλε;», είπα σε μια στιγμή ρουφώντας το μαυροζούμι μου. « Σας έπεσε το λαχείο;»
«Ποιο λαχείο, αγαπητέ μου; Πού τέτοιο θαύμα , να γλίτωνα από την αγκούσα της καθημερινής δουλειάς!»
«Τότε κάτι εξαιρετικό πρέπει να σας συμβαίνει, για να έχετε τέτοια κέφια…»
Με κοίταξε με μάτι που έπαιζε ανάμεσα στην ενοχή και την ιλαρότητα.
«Συνάδελφε , συγγνώμη για τον ενικό που χρησιμοποιώ, αλλά κάθε φορά που πηγαίνω σε σουπερμάρκετ γίνομαι άλλος άνθρωπος!»
Μετά βίας συγκράτησα ένα χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου.
«Σας αρέσει να ψωνίζετε;»
«Καθόλου! Η φιλοσοφία μου είναι διαμετρικά αντίθετη με το πνεύμα του καταναλωτισμού των ημερών μας. Δε βλέπετε, εξάλλου, το καρότσι μου;»
«Μα τότε, ποιος ο λόγος αυτής της συνήθειας;»
«Επειδή συναντώ αγνώστους ανθρώπους!»
Έμεινα ενεός.
«Και χρειάζεται να πηγαίνετε στα σουπερμάρκετ , για να συναντάτε αγνώστους ανθρώπους; Χάθηκαν τα άλλα μέρη;»
«Αγαπητέ μου, όπως θα γνωρίζετε ίσως, εγώ είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος. Εσείς γυρίζετε στο σπίτι σας και σας περιμένουν οι δικοί σας άνθρωποι, η γυναίκα και τα παιδιά σας. Εγώ όταν γυρίζω στο σπίτι , αντικρίζω τους τέσσερις τοίχους μου. Πληρώνω το λάθος να πάρω τοις μετρητοίς το απόφθεγμα του πατέρα μου…»
«Ποιο απόφθεγμα;»
«Πυρ, γυνή και θάλασσα!»
«Α!...»
«Μάλιστα, κύριε! Πυρ, γυνή και θάλασσα! Τα τρία κακά που με καταδίωκαν σ’ όλη τη ζωή μου. Φοβόμουν τη φωτιά όπως το διάολο, δεν έμαθα κολύμπι, γιατί ποτέ δεν μπήκα σε θαλασσινό νερό, και απέφυγα οιανδήποτε δέσμευση σε όλες τις ερωτοδουλειές που είχα με το πάλαι ποτέ ασθενές φύλο. Έτσι κατέληξα μαγκούφης και έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο.»
«Δεν είναι τόσο τραγικός ο εργένικος βίος», αντέτεινα, «Δεν ξέρετε πόσοι παντρεμένοι θα ζήλευαν την ανεξαρτησία σας…»
«Κουραφέξαλα! Ας μείνουν μερικούς μήνες σε ένα σιωπηλό σπίτι και τότε ας έρθουν να μου μιλήσουν για τα αγαθά της. Δεν ξέρεις , φίλε μου, πόσο σε ζηλεύω, που σε λίγο θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα βρεθείς ανάμεσα στους άνθρωπους σου…»
«Καλά , δεν έχετε φίλους, δεν έχετε γνωστούς και συγγενείς, για να μοιράζετε τον ελεύθερο χρόνο σας ;»
«Πώς δεν έχω! Τους αποφεύγω όμως , γιατί όλοι τους είναι παντρεμένοι. Όλο για τα οικογενειακά τους μιλάνε κι εμένα αυτό μου τη σπάει. Τι να πω εγώ; Για τις σφαλιάρες που τρώω κάθε βράδυ από τη μοναξιά; Γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω καθημερινά για ψώνια σε κάποιο σούπερ μάρκετ, κατά προτίμηση στο Σκλαβενίτη.Για μένα οι άγνωστοι άνθρωποι είναι η δική μου οικογένεια. Αισθάνομαι άνετα ανάμεσά τους»
«Γιατί όμως ειδικά στο Σκλαβενίτη και όχι σε κάποιο άλλο; Ένα σωρό πολυκαταστήματα υπάρχουν στην πόλη…»
«Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Πρώτ΄απ΄όλα, διαθέτει βιβλιοπωλείο κι εγώ λατρεύω το διάβασμα , δεύτερο λόγος είναι το εστιατόριο-μπαρ όπου καθόμαστε και ο τρίτος διαθέτει ταμείο για λίγα τεμάχια. Πηγαίνω λοιπόν στα σταντ με τα βιβλία και κάθε φορά επιλέγω ένα βιβλίο από τα μπεστ σέλερ του μήνα ή του έτους, το οποίο ξεφυλλίζω διαβάζοντας εκτενή αποσπάσματα ενόσω πίνω τον καφέ μου ή τρώω τα γεμιστά μου. Τέλος , σηκώνομαι, βάζω το βιβλίο στη θέση του, ψωνίζω τα ελάχιστα πράγματα που χρειάζομαι και πηγαίνω στο ταμείο για τα λίγα τεμάχια.
«Για οικονομία χρόνου, φαντάζομαι.»
« Όχι , αλλά για να αποφύγω την κατάθλιψη που μου προκαλεί το θέαμα των γεμάτων καροτσιών. Αυτό σημαίνει οικογένεια! Κι
όσο πιο ξέχειλο είναι ένα καρότσι , τόσο πιο μεγάλη είναι η οικογένεια.
Ενώ ένας ερημίτης, ένας μαγκούφης σαν και μένα, τι ανάγκες μπορεί να έχει;Τέλος πάντων , έκαστος εφ' ω ετάχθη!...»
Μια υποψία μελαγχολίας τρεμόπαιζε στο βλέμμα του και από τακτ δεν έκανα κανένα σχόλιο.
Άπλωσε ξαφνικά το χέρι του και με άδραξε από το μπράτσο . «Συνάδελφε, επίτρεψέ μου να σου κάνω το τραπέζι...», είπε με μια απροσδόκητη θέρμη στη φωνή του.
«Θα με τιμούσε ιδιαίτερα, αν πεις το "ναι"».
Άπλωσε ξαφνικά το χέρι του και με άδραξε από το μπράτσο . «Συνάδελφε, επίτρεψέ μου να σου κάνω το τραπέζι...», είπε με μια απροσδόκητη θέρμη στη φωνή του.
«Θα με τιμούσε ιδιαίτερα, αν πεις το "ναι"».
Gerontakos, 3/1/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου