Νεωτερικοί ποιητές ανθολογημένοι από τον Αναγνωστάκη
του Παντελή Μπουκάλα
«Ενθύμιον Κέρου-Δήλου». Το Μουσείο Μπενάκη - Πινακοθήκη
Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα διοργανώνει την ατομική έκθεση του Αλέκου
Λεβίδη «Μυθ-ιστορικά», σε συνεργασία με το Ιδρυμα «Η άλλη Αρκαδία».
Διάρκεια έως τις 14 Μαρτίου. Κριεζώτου 3, Αθήνα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένο το αίσθημα της ποιητικής δικαιοσύνης. Το πιστοποιεί η πράξη του, λογοτεχνική και μη. Στα ποιήματά του δεν άμβλυνε την κριτική του, ακόμα κι αν ο στόχος του σαρκασμού του, ρητός ή λανθάνων, ήταν κάποιος από τους ποιητές που εκτιμούσε ιδιαίτερα, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, από τον οποίο δήλωνε γοητευμένος, ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Δηλωτικοί του αμερόληπτου και ακριβοδίκαιου μοραλισμού του είναι οι εξής στίχοι του καβαφικά τιτλοδοτημένου ποιήματός του «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.»:
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής / Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές // Η Ελλάς των Ελλήνων».
Ανάλογη στόχευση διακρίνεται στους ακόλουθους στίχους, από το ποίημα «Το καινούριο τραγούδι» (το τελευταίο της συλλογής «Εποχές», του 1945): «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας».
Καθαρή σκέψη και τίμια έκφραση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το πότε γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι, μελαγχολικοί στο βάθος τους παρά ειρωνικοί, σε ποιες κρίσιμες περιόδους της ιστορίας, στη διάρκεια των οποίων αναμένεται σαφέστερη ευαισθητοποίηση της καλλιτεχνικής συνείδησης των γραφιάδων.
Έξω από τους στίχους του, αλλά πάντοτε μέσα στην ποίηση και στις ηθικές επιταγές της, η αναζήτηση της Δικαιοσύνης ήταν διαρκής έγνοια του Αναγνωστάκη. Για παράδειγμα, αυτή ρύθμισε την κατάρτιση της «προσωπικής ανθολογίας» του, με ποιήματα «λυρικά μιας εποχής στους παλιούς ρυθμούς». Ποιήματα δηλαδή «ελασσόνων ποιητών» των προπολεμικών χρόνων, που διαβάστηκαν πρώτα στον ραδιοσταθμό του Ηρακλείου Κρήτης, το 1987, και τρία χρόνια αργότερα εκδόθηκαν από τη «Νεφέλη», με τον τίτλο «Η χαμηλή φωνή» και πρόλογο του Αλέξανδρου Αργυρίου: Οι κατεξοχήν αγαπημένοι του ποιητές –Αγρας, Φιλύρας, Γρυπάρης, Μελαχρινός– συντροφιά με τον Μαλακάση, τον Λαπαθιώτη, τον Μαβίλη, τον Σκαρίμπα, τον Καββαδία, και αρκετούς άλλους.
Ουσιαστικά, ο Αναγνωστάκης καταθέτει, διά του ραδιοφώνου και διά του συναρτημένου βιβλίου, ένα αίτημα εκ νέου γνωριμίας με ποιητές που η φωνή τους υποχώρησε μπροστά στον ισχυρό τόνο των σπουδαίων μεγεθών, μια πρόταση να αναγνωστεί και πάλι το έργο τους, προσεκτικότερα, μην πάει αδιάβαστο, κατά το κοινώς λεγόμενο. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίτημα αναψηλάφησης, μονίμως απαραίτητο στον χώρο της λογοτεχνίας και οπωσδήποτε ωφέλιμο, και για τις νεότερες γενιές και για τους παλαιότερους που δεν έτυχε να συμπεριλάβουν στον αναγνωστικό τους κανόνα κρίσιμες φωνές. Με την ίδια προσδοκία, άλλωστε, ο Αναγνωστάκης είχε επιχειρήσει νωρίτερα το διάβημα της «Πεζογραφικής μας παράδοσης», επιμελούμενος τη χρηστική έκδοση, επίσης στη «Νεφέλη», πενήντα ελληνικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα.
Το σεφερικό «κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη» μεταφερμένο στα λογοτεχνικά πράγματα και πραγματωμένο.
Το φρέσκο μεταθανάτιο δώρο του Αναγνωστάκη είναι και πάλι μια ανθολογία, που έλαβε τυπωμένη μορφή 31 χρόνια μετά τη ραδιοφωνική πρώτη εμφάνισή της. Τίτλος: «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί». Υπότιτλος: «Ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης και ένα ηχητικό ντοκουμέντο». Το καλοκαίρι του 1988 ο Αναγνωστάκης ηχογράφησε μέσα σε μια μέρα είκοσι δεκαπεντάλεπτες εκπομπές, και πάλι για τον ραδιοσταθμό του Ηρακλείου. Εταίρος του σ’ αυτό το εγχείρημα ο Γιώργος Ζεβελάκης, ο οποίος, ως επιμελητής του τωρινού βιβλίου, παραθέτει την εισαγωγική συνέντευξη του ποιητή. Εκεί ο Αναγνωστάκης προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης: Πρώτον, ο ελεύθερος στίχος, ο οποίος πάντως «από μόνος του δεν αποτελεί διαπιστευτήριο. Αλλά είναι μια προϋπόθεση απελευθέρωσης» (αυτό μάλλον δεν το παίρνουν σοβαρά υπόψη τους όσοι ελευθεροστιχίτες αποφασίζουν ότι εν ονόματι της νεωτερικότητας οφείλουν να αδιαφορούν παγερά για οποιαδήποτε εκδοχή ρυθμού). Δεύτερον, «κατάργηση των προλήψεων για τη λεγόμενη ποιητική και αντιποιητική γλώσσα». Τρίτον, «τα όρια ανάμεσα στον στίχο και στο αυτόχρημα πεζό λόγο τείνουν να εκμηδενιστούν».
Στη ίδια συνέντευξη ο Αναγνωστάκης αποσαφηνίζει τα κριτήριά του: «Στη “Χαμηλή φωνή” υπήρξα άκρως υποκειμενικός. Διάλεξα τα ποιήματα που με συγκίνησαν και με συγκινούν. Είχαμε μιλήσει για μια πιο προσωπική ανθολογία. Εδώ ακολουθώ, λίγο ώς πολύ, μια πεπατημένη, δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη, εν πάση περιπτώσει, δεν θέλησα ν’ αφήσω απέξω κανέναν ποιητή που έχει πια καταξιωθεί στη συνείδηση της κριτικής, αλλά που εμένα δεν με συγκινεί ιδιαιτέρως. Θέλησα να δώσω ένα πανόραμα της νεοτερικής μας ποίησης της πρώτης γενιάς. Ίσως άλλος δεν θα αφιέρωνε δύο εκπομπές στον Εγγονόπουλο. Εγώ δεν μπορώ να περιοριστώ σε μία. Βλέπετε, πάντα κάποιο στοιχείο υποκειμενικό δεν μπορεί να αποφευχθεί».
Ηθελημένα, λοιπόν, ο Αναγνωστάκης αμβλύνει την αυστηρότητά του, αποσκοπώντας στην αντιπροσωπευτικότητα. Ξέρουμε, άλλωστε, πόσο αυστηρός μπορούσε να γίνει, ακόμα και ως κριτής του δικού του έργου: Το 1987, οπότε, «ως ειδική προσφορά στους αναγνώστες του “Παρατηρητή”», του περιοδικού της Θεσσαλονίκης, τυπώθηκε το βιβλιαράκι «Μανόλης Αναγνωστάκης αυτοανθολογούμενος» (με ένα σημείωμα του Ξ.Α. Κοκόλη), ο ποιητής επέλεξε τρία ποιήματα από τις «Εποχές 2», ένα από τις «Εποχές 3», τέσσερα από τη «Συνέχεια», ένα από τη «Συνέχεια 2», τρία από τη «Συνέχεια 3», έξι «αφορισμούς» από το «Περιθώριο» και πέντε από το «ΥΓ». Αυτά όλα κι όλα.
Τα 197 ποιήματα των 22 ανθολογούμενων ποιητών συγκροτούν μια πολύ καλή εικόνα της νεωτερικής μας ποίησης, ικανή (αυτός είναι άλλωστε ο στόχος) να ωθήσει στην αναζήτηση και στην ανάγνωση του συνολικού έργου όχι μόνο των μειζόνων που ανθολογούνται αλλά και, κυρίως, των «ελασσόνων». Τα εισαγωγικά στους ελάσσονες αρκεί να τα δικαιολογήσει η εν τω μεταξύ αναβάθμιση της ποιητικής αξίας του Εγγονόπουλου στην κλίμακα των κριτικών, των γραμματολόγων και των αναγνωστών. Πριν από τριάντα χρόνια ο Αναγνωστάκης ένιωσε την ανάγκη να επικαλεστεί την «υποκειμενικότητά» του για να αιτιολογήσει τις δύο εκπομπές που αφιέρωσε προδρομικά στον ποιητή του «Μπολιβάρ», αντί της «αναμενόμενης» μιας. Συγκρίνοντας την ανθολογία του Αναγνωστάκη με τον τόμο «Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου» που επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Αργυρίου στη σειρά «Η ελληνική ποίηση» των Εκδόσεων Σοκόλη» (1979), βλέπουμε πως οι κατάλογοι των ανθολογούμενων δεν συμπίπτουν πλήρως. Εν αντιθέσει με τον Αργυρίου, ο Αναγνωστάκης δεν ανθολογεί τους ποιητές Θεοδόση Πιερίδη, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Μανώλη Αλεξίου, Γιώργο Στογιαννίδη, Μέλπω Αξιώτη, Μελισσάνθη, Νίκο Παππά, Ρίτα Μπούμη-Παππά, Κώστα Μόντη και Ζήσιμο Λορεντζάτο. Στον Αργυρίου δεν συναντούμε τους ποιητές Αλέξανδρο Μπάρα, Μηνά Δημάκη, Τάκη Βαρβιτσιώτη και Αρη Δικταίο που ανθολογεί ο Αναγνωστάκης. Εύλογη η μη ταύτιση κριτηρίων και επιλογών. Αντικειμενική υποκειμενικότητα δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου