Καβάφης και Ιουλιανός (I)
Μ. Γ. Μερακλής
Ο Κωνσταντίνος (η Εκκλησία τον είπε Μέγα) είταν θείος του, όπως και του εξαδέλφου του Κωνστάντιου, που απέβλεπε στη διαδοχή του. Και το επέτυχε.
Ο Ιουλιανός «σε όλη του τη ζωή μισούσε τη μνήμη του θείου του, για τον οποίο πίστευε ότι είταν υποκριτής, και φοβόταν τον εξάδελφό του, για τον οποίο ήξερε ότι είναι δολοφόνος» (όπως γράφει ο Άγγλος ιστορικός Jonh Holland-Smith, Ο θάνατος του Αρχαίου κόσμου, μετάφραση Κώστας Δεσποινιάδης – Ειρήνη Μητούση).
Βρέφος έχασε τη μητέρα του, μετέπειτα έχασε και τον πατέρα του, δολοφονημένον σε μια επανάσταση που προκάλεσε ο Κωνστάντιος, πρωτοστάτης στην προσπάθεια κατάληψης του θρόνου. Παιδί μεγάλωσε στη Νικομήδεια με τη φροντίδα του επισκόπου Νικομηδείας, μετά του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Βαφτίστηκε χριστιανός, χειροτονήθηκε και «αναγνώστης» (κατώτερος ιερέας ή και κοσμικός που διάβαζε χωρία από την Αγία Γραφή). Μετά μια σύντομη διαμονή στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στη Νικομήδεια, υπό το κράτος εύλογου φόβου του για τις προθέσεις του Κωνστάντιου. Ο Κωνστάντιος θα σκοτώσει και τον αδελφό του Ιουλιανού Γάλλο.
Ωστόσο, δίνεται στον Ιουλιανό η ελευθερία να επισκέπτεται τις πόλεις της Ανατολής της Αυτοκρατορίας. Εκεί γνωρίζει και την ειδωλολατρία («παγανισμό»). Επισκέπτεται και την Αθήνα, όπου συναντά και σπουδαίους άνδρες των χρόνων εκείνων, όπως τον «εθνικό», μη χριστιανό, Λιβάνιο, με τον οποίο συνδέθηκε και με μεγάλη φιλία, και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, που εξελίχθηκε σε άσπονδο αντίπαλό του.
Ο Κωνστάντιος τον έστειλε διοικητή του στρατού στη Γαλατία, όπου πολεμά τους Φράγκους και άλλα γερμανικά φύλα. Πάντα καχύποπτος εκείνος, ανακαλεί μέρος του στρατού του. Οι φίλοι του αντιδρούν, ο στρατός τον ανακήρυξε Αύγουστο, τίτλο που δεν δέχθηκε ο Κωνστάντιος και στράφηκε εναντίον του. Αλλά τον πρόλαβε ο θάνατός του.
Ο Καβάφης δεν έπαψε να αγαπάει τον αρχαίον ελληνικό κόσμο. Βέβαια, με διαφέρουσα από τον Ιουλιανό αντίληψη περί ηθικής, σχετικά με τον κόσμο εκείνο.Ο Ιουλιανός –ο ανεκδιήγητος Κωνστάντιος τον είχε διορίσει διάδοχό του– πήγε στην Κωνσταντινούπολη, άλλαξε πολλά στο παλάτι και στο κράτος, καταδίκασε τους φονιάδες του πατέρα του και παρουσιάζεται πλέον ως ο υποστηρικτής του «Ελληνισμού», των αρχαίων Ελλήνων. Θαυμάζει τους αρχαίους συγγραφείς, «ιεροφάντες» του είναι ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων, ο Ιάμβλιχος (σημίτης στην καταγωγή, στον τρίτο αιώνα σπούδασε στη Ρώμη, όταν ο Πορφύριος, βιογράφος του Πλωτίνου, συνέγραψε το κατεστραμμένο ογκώδες έργο του Κατά των Χριστιανών).
Εκστράτευσε εναντίον των Περσών, επέστρεψε νικητής, αλλά η ζωή του είταν πεπρωμένο να τελειώσει απροσδόκητα με το χτύπημα ενός ακοντίου, που η Ιστορία δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει αν είταν από χέρι Πέρση ή χριστιανού· «…όλοι, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ιουλιανού, συνειδητοποίησαν ότι δεν θα επιζούσε. Πέρασε το απόγευμα και το βράδυ μιλώντας με τους φιλοσόφους του, τον Μάξιμο και τον Πρίσκο, ξεψύχησε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, χωρίς να ονομάσει διάδοχο (…). Ο Λιβάνιος πίστεψε ότι η “εκδικητική Ερινύα” είταν κάποιος χριστιανός» (Holland-Smith).
«Το μεγαλείο και η τραγωδία της ζωής» του Ιουλιανού (ό.π.) ενέπνευσαν και τη λογοτεχνία, όπως δηλώνεται και στο λήμμα το σχετικό μ’ αυτόν του μεγάλου ελληνικού Λεξικού Λαρούς. Αναφέρονται ο Ίψεν, ο Ραγκαβής, ο Καζαντζάκης. Ο Ιουλιανός του Καβάφη δεν αναφέρεται. Και θα έλεγα ότι είναι αυτό κατανοητό, γιατί τα σχετικά καβαφικά ποιήματα δεν έχουν προσελκύσει έως τώρα (αν δεν κάνω λάθος) ιδιαίτερη προσοχή. Κάποιους λόγους, με τους οποίους είναι ίσως δυνατόν να γίνουν και αυτά αξιοπρόσεκτα, προτείνω στην πρότασή μου αυτή.
Δεν μπορεί να είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι έγραψε και έκρινε άξια να τα συμπεριλάβει στα 153, όλα κι όλα, ποιήματά του και τα έξι που αναφέρονται στον Ιουλιανό, ενώ ο Γ. Π. Σαββίδης βρήκε και δημοσίευσε ένα ακόμα στα «Ανέκδοτα»: «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις».
Εκτός από αυτόν τον ασυνήθιστα μεγάλον αριθμό ποιημάτων για το ίδιο πρόσωπο, δεν είναι επίσης χωρίς σημασία, ότι τον Καβάφη απασχόλησε ο Ιουλιανός νωρίς. Το 1896.
Και ίσως είναι σκόπιμο ν’ αρχίσω την παρουσίαση των ποιημάτων αυτών από το πρώτο, του 19ου αιώνα. Νομίζω μάλιστα ότι υπάρχει σ’ αυτό κάτι σαν προϊδεασμός ενός διλήμματος (αν δεν είναι και αυτό σκόπιμο), όσον αφορά τη θέση του Ιουλιανού στην Ιστορία ή, καλύτερα, τη θέση στην ίδια την καρδιά και την ψυχή του Καβάφη. Είναι τη χρονιά εκείνη 33 ετών, μπορεί να κρίνει την Ιστορία στο σύνολό της και ιδιαίτερα τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν κατά κάποιον τρόπο σ’ αυτή.
Βρέθηκε, λέει στο ποίημα ο ίδιος, ως αφηγητής, «στης γης τα φοβερά τα βάθη, συντροφευμένος μ’ Έλληνας αθέους»*. Και ξαφνικά είδε «να βγαίνουν άυλαις μορφαίς εμπρός του» ολόφωτες. Για μια στιγμή φοβήθηκε και μ’ ένα «ένστικτον των ευσεβών του χρόνων» έκανε το σταυρόν. Αμέσως αυτές εξαφανίστηκαν. Και οι «Έλληνες άθεοι», οι φίλοι του, «εκρυφοκυττάχθηκαν». Ο νέος όμως φοβάται, γιατί πιστεύει πως οι δαίμονες χάθηκαν, που τον είδαν να κάνει «το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο». Οι «Έλληνες» (οι ειδωλολάτρες) τον «εκάγχασαν μεγάλα» λέγοντάς του πως είναι ντροπή του να λέει τέτοια λόγια σ’ αυτούς «τους σοφιστάς και φιλοσόφους». Και αν θέλει να λέει τέτοια, ας πάει στον Νικομηδείας (επίσκοπο) και στους παπάδες να τα λέει. «Έτσι τον είπανε κι’ από τον φόβο/ τον ιερόν και τον ευλογημένον/ συνήλθεν ο ανόητος, κ’ επείσθη/ με των Ελλήνων τ’ άθεα λόγια».
Υπάρχουν πάντως στο ποίημα και κάποιοι στίχοι, που ο Καβάφης ποτέ δεν έπαψε να τους ενστερνίζεται, άσχετα αν οι κατήγοροι του «νέου» χρησιμοποιούν το νόημά τους υπέρ των δικών τους ειδωλολατρικών θέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση είναι η φυγή, η εξαφάνιση των «Μορφών»: «της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου/ οι μεγαλείτεροι σοφοί φανήκαν./ Κι’ αν φύγανε να μη νομίζῃς διόλου/ που φοβήθηκαν μια χειρονομία./ Μονάχα σαν σε είδανε να κάνῃς το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα/ συχάθηκεν η ευγενής των φύσις/ και φύγανε και σε περιφρονήσαν». Χειρονομία είταν ο σταυρός, που έκανε ο νέος (ο Ιουλιανός).
Ο Καβάφης δεν έπαψε να αγαπάει τον αρχαίον ελληνικό κόσμο. Βέβαια, με διαφέρουσα από τον Ιουλιανό αντίληψη περί ηθικής, σχετικά με τον κόσμο εκείνο. Ο Ιουλιανός ήθελε να τον αναπλάσει και με βάση κάποιες σοβαρές αρχές του, ο άλλος απολάμβανε την «ευήδονον» απόλαυση του ωραίου εφηβικού σώματος, όπως το ανακάλυπτε στα χρόνια του και το ανεγνώριζε στην αρχαιότητα, ίσως μάλιστα στους ελληνιστικούς-ρωμαϊκούς αιώνες, χρωματισμένους και με κάποια περισσότερο ή λιγότερο έκδηλη παρακμή.
Υπάρχει ένα ποίημά του, το έξοχο «Ιωνικόν», που όμως είναι και μια μαρτυρία του τρόπου της αγάπης του: «Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,/ γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,/ διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί./ Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,/ σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη./ Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωΐ αυγουστιάτικο/ την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ’ την ζωήν των/ και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,/ αόριστη, με διάβα γρήγορο,/ επάνω από τους λόφους σου περνά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου