The Black Obelisk (German: Der schwarze Obelisk) is a novel written in 1956 by the German author Erich Maria Remarque. This novel paints a portrait of Germany in the early 1920s, a period marked by hyperinflation and rising nationalism.
Ludwig, the protagonist, is in his mid twenties; just like most of his friends, he is a World War I veteran. Although aspiring to be a poet, he works for a friend, Georg, managing the office of a small tombstone company. He tries to earn some extra money as a private tutor to a son of a bookstore owner, and by playing the organ at the chapel of a local insane asylum.
Thanks to this diversity of activities, Ludwig interacts with a wide cross-section of the German population of his town and the surrounding villages and we are allowed to witness those interactions. We see, for example, businessmen – some trying to stick to the old principles and going bankrupt, others speculating on stocks, exploiting the system and becoming rich in morally ambiguous ways. We see war veterans – some highly critical of the old ways that led them to a failed war, others longing for the old days of military discipline and turning into inflexible nationalists hailing the virtues of their rising leader, Adolf Hitler.
A lot of events are connected to women. Two of them leave Ludwig, just because he cannot float in the contemporary world of greed and money. He chose to stay "clean", maybe not by himself, but he cannot be anything other than true to his ideals and now he has to live with that choice. A third woman, probably the most important to him, is Genevieve Terhoven, whom he meets at the insane asylum. She is there for being schizophrenic and considers herself to be "Isabelle" most of the time. Ludwig gets more and more attached to her, feeling a "pure" love for her because she sees the world so differently.
The line "The death of one man is a tragedy, the death of millions is a statistic" (Aber das ist wohl so, weil ein einzelner immer der Tod ist — und zwei Millionen immer nur eine Statistik.) is often not credited to the book but attributed to Soviet leader Joseph Stalin.
Ludwig, the protagonist, is in his mid twenties; just like most of his friends, he is a World War I veteran. Although aspiring to be a poet, he works for a friend, Georg, managing the office of a small tombstone company. He tries to earn some extra money as a private tutor to a son of a bookstore owner, and by playing the organ at the chapel of a local insane asylum.
Thanks to this diversity of activities, Ludwig interacts with a wide cross-section of the German population of his town and the surrounding villages and we are allowed to witness those interactions. We see, for example, businessmen – some trying to stick to the old principles and going bankrupt, others speculating on stocks, exploiting the system and becoming rich in morally ambiguous ways. We see war veterans – some highly critical of the old ways that led them to a failed war, others longing for the old days of military discipline and turning into inflexible nationalists hailing the virtues of their rising leader, Adolf Hitler.
A lot of events are connected to women. Two of them leave Ludwig, just because he cannot float in the contemporary world of greed and money. He chose to stay "clean", maybe not by himself, but he cannot be anything other than true to his ideals and now he has to live with that choice. A third woman, probably the most important to him, is Genevieve Terhoven, whom he meets at the insane asylum. She is there for being schizophrenic and considers herself to be "Isabelle" most of the time. Ludwig gets more and more attached to her, feeling a "pure" love for her because she sees the world so differently.
The line "The death of one man is a tragedy, the death of millions is a statistic" (Aber das ist wohl so, weil ein einzelner immer der Tod ist — und zwei Millionen immer nur eine Statistik.) is often not credited to the book but attributed to Soviet leader Joseph Stalin.
In popular culture
The 1998 Emir Kusturica movie Black Cat, White Cat contains a scene where a lady nicknamed Black Obelisk pulls a nail from a wooden beam using her behind — a direct reference to the Remarque novel where a certain Frau Beckmann is said to pull off the same feat.*The Black Obelisk - Wikipedia.org
Από τον έναν πόλεμο στον άλλο…
Κώστας Αθανασίου
epohi.gr
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ο μαύρος οβελίσκος»
(μτφ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Κέδρος, 2019)
«Η απώλεια ενός ανθρώπου λέγεται θάνατος, ενώ τα δύο εκατομμύρια είναι απλώς ένα στατιστικό δείγμα»: αυτή τη χαρακτηριστική φράση (που σχολιάζει κυνικά τις εκατόμβες των πολέμων και κατά καιρούς έχει αποδοθεί μεταξύ άλλων και στον Στάλιν, αν και ίσως δεν «ανήκει» σε κανέναν από τους δύο αλλά σε προγενέστερο συγγραφέα) λέει ο πρωταγωνιστής του Μαύρου οβελίσκου, του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, του Γερμανού συγγραφέα που βεβαίως είναι γνωστός κυρίως για το μείζον αντιπολεμικό έργο του Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο, που εκδόθηκε το 1929.
Ο Μαύρος οβελίσκος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956, σε μια εποχή κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ρεμάρκ ζούσε πια μακριά από τη Γερμανία, απ’ όπου είχε φύγει όταν ο Γκέμπελς τον κατάγγειλε ως «αντιπατριώτη» και οι ναζί έκαιγαν τα βιβλία του – από το 1938, μάλιστα, του είχε αφαιρεθεί και η γερμανική ιθαγένεια. Η αδελφή του, που έμεινε στη ναζιστική Γερμανία, καταδικάστηκε για «υπονόμευση του ηθικού» του γερμανικού στρατού και αποκεφαλίστηκε το 1943.
Η πλοκή του Μαύρου οβελίσκου μάς μεταφέρει στα μέσα της δεκαετίας του 1920, τον Απρίλιο του 1923 συγκεκριμένα, σε μια Γερμανία που την σαρώνει ο πληθωρισμός, η φτώχια, η ανεργία, η απογοήτευση, σε μια εποχή όμως που ταυτόχρονα κάποιοι συνέχιζαν να τρέφουν τη μάταιη ελπίδα πως «ένας παγκόσμιος πόλεμος φτάνει και περισσεύει για να βάλει μυαλό μια γενιά». Ο κόσμος ανάβει τσιγάρα με δεκάμαρκα, τα χαρτονομίσματα μετριώνται σε κιλά, η αξία του μάρκου πέφτει κάθε ώρα που περνάει και «το δολάριο έχει σκαρφαλώσει σχεδόν στο ένα τρισεκατομμύριο μάρκα», «η χώρα έχει πτωχεύσει», οι αυτοκτονίες είναι καθημερινό φαινόμενο, ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται κατά χιλιάδες, και, βεβαίως, απ’ όλη αυτή την κατάσταση «κερδισμένοι βγαίνουν οι μαυραγορίτες, οι σπεκουλαδόροι, οι ξένοι επενδυτές […] και, ασφαλώς, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι βιομήχανοι και οι χρηματιστές». Μια χώρα σε διάλυση, όπου έχουν αρχίσει ήδη να φυτρώνουν οι σπόροι του ναζισμού – σε μερικούς μήνες θα γίνει το «πραξικόπημα της μπιραρίας», που θα στείλει τον Χίτλερ για λίγο στη φυλακή, όπου θα αρχίσει να γράφει το Ο αγών μου.
Διαλυμένη χώρα και ανάδυση του ναζισμού
Ο Λούντβιχ, πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα, alter ego του Ρεμάρκ με πολλά κοινά βιογραφικά στοιχεία και αφηγητής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, είναι υπάλληλος σε οίκο ταφικών μνημείων («για να παρηγορηθεί το ανθρώπινο πένθος, χρειάζεται μνήματα από μάρματο ή ψαμμίτη. Αν μάλιστα οι τύψεις είναι πολλές ή η κληρονομιά μεγάλη, περιουσίες ολόκληρες ξοδεύονται για ένα πανάκριβο μνημείο από μαύρο σουηδικό γρανίτη»). Πολεμιστής και τραυματίας στον προηγούμενο πόλεμο («χρειάστηκε να περιμένω σχεδόν άλλες τρεις εβδομάδες, για να με βρει μια σφαίρα στο γόνατο»), επίδοξος ποιητής τώρα, συμπληρώνει το εισόδημά του παίζοντας εκκλησιαστικό όργανο στο παρεκκλήσι του ψυχιατρείου.
Καθώς κινείται σε διάφορους χώρους, ο Λούντβιχ έρχεται σε επαφή με ανθρώπους κάθε είδους κι έτσι, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, αρχίζει να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά ένα πανόραμα χαρακτήρων, να σκιαγραφείται ένα μεγάλο φάσμα ιδεών και απόψεων, κυρίως όμως να αποτυπώνεται το κλίμα και η ψυχολογία που επικρατούσαν στη Γερμανία εκείνη την εποχή. Ο Ρεμάρκ ξέρει να το κάνει πολύ καλά αυτό, καθώς και άλλα βιβλία του έχουν αποδώσει πειστικά το κλίμα που υπήρχε εκείνη τη δύσκολη εποχή. Όπως, άλλωστε, διαβάζουμε και στο επίμετρο του βιβλίου, ο Ρεμάρκ προσπάθησε «να φέρει στο φως τις ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού στους μικροαστικούς και αστικούς κύκλους» της πατρίδας του.
Άνθρωποι που μοιάζουν να ξεχνούν την πρόσφατη φρίκη και να ετοιμάζονται για την επόμενη σφαγή («αν και το 1918 όλοι οι στρατιώτες μισούσαν τον πόλεμο […] όταν επέστρεψαν στην καθημερινότητα ο πόλεμος άρχισε σιγά σιγά να μοιάζει απόμακρος, μια εικόνα εξιδανικευμένη, η απελπισία ξεχάστηκε»), όσοι «το 1918 εμπνέονταν από τις ιδέες του πασιφισμού σήμερα είναι φανατικοί εθνικόφρονες», καθώς κάποιοι καλλιεργούν «επιτήδεια τον σπόρο της εθνικής περηφάνιας και του ρεβανσισμού». Όσοι προσπαθούν να αρθρώσουν μια άλλη φωνή, δέχονται επιθέσεις, φραστικές, αν είναι τυχεροί, ή και σωματικές («στην πολυαγαπημένη μας πατρίδα είναι εύκολο να σου κολλήσουν τη ρετσινιά του προδότη», λέει σε κάποιο σημείο – λόγια που μοιάζουν να διασχίζουν τον χρόνο και τον χώρο και να φτάνουν ολοζώντανα στο σήμερα…).
Το κλίμα που κυριαρχεί έχει βία («η πολιτική δολοφονία θεωρείται πράξη τιμής όταν διαπράττεται από δεξιούς, και όλοι σπεύδουν να επικαλεστούν χίλια μύρια ελαφρυντικά»), τυφλό εθνικισμό («στο άκουσμα του εθνικού ύμνου πρέπει να στεκόμαστε όλοι προσοχή, πόσο μάλλον όταν στον ίδιο ύμνο χρωστάμε δύο εκατομμύρια νεκρούς και έναν χαμένο πόλεμο»), θυμό για το παρελθόν και την ήττα («να είμαστε υπηρέτες και σκλάβοι; Να σκύβουμε δουλικά το κεφάλι στην απάνθρωπη συνθήκη των Βερσαλλιών;»), χωρίς βέβαια να λείπουν κι εκείνοι που πασχίζουν να αντισταθούν στην επερχόμενη καταιγίδα, όπως κι αυτοί που προσπαθούν να ζήσουν αναζητώντας στιγμές και ρωγμές χαράς μέσα στη μαυρίλα που βλέπουν ολόγυρά τους.
Από την εθνικοφροσύνη στον πόλεμο
Το έργο του Ρεμάρκ μετατρέπεται σε μια διαρκή αντιπολεμική κραυγή και σε μια καταγγελία για την ολέθρια παγίδα του εθνικισμού, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει δύσκολα ερωτήματα για θέματα ταμπού, όπως η πατρίδα και ο πατριωτισμός, τι ακριβώς, δηλαδή, σημαίνει η υπεράσπισή της πατρίδας («ανακαλύψαμε ότι δεν υπερασπιζόμασταν παρά μόνο το κομμάτι της πατρίδας που, αν ήταν στο χέρι μας, θα το αφήναμε μετά χαράς να πάει στον διάολο – μεταξύ άλλων και τον γουρουνοκέφαλο εθνικιστή εκεί πέρα»), αλλά και για τις ευθύνες των κυβερνήσεων στην καλλιέργεια του εθνικισμού και τις καταστροφικές επιπτώσεις του («σήμερα έχουμε πέντε εκατομμύρια ανέργους, πληθωρισμό και μια ήττα στην καμπούρα μας, επειδή είχαμε προηγουμένως να μας κυβερνούν οι λατρευτοί σας εθνικόφρονες! Επειδή η ίδια κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο, τυφλωμένη από τη μεγαλομανία της!»).
Η θρησκεία και η Εκκλησία δεν ξεφεύγουν από τα «ασεβή» βέλη του συγγραφέα – ο καθολικός και ο προτεστάντης ιερέας ξεχνούν τις διαφορές τους την «κρίσιμη» στιγμή: «οι αντίπαλοι ιερείς ένωσαν τις φωνές τους για να ασκήσουν βέτο στη συμμετοχή του ραβίνου». Άλλωστε… «μην υποτιμάτε τη σοφία της Εκκλησίας! Είναι η μοναδική δικτατορία που κρατιέται στην εξουσία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, χωρίς ποτέ κανένας να καταφέρει να την ανατρέψει».
Και βεβαίως, καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αρχίζει να κλονίζεται, τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν στη χώρα: «σκεφτόμουν να παραγγείλω μια στολή των Ταγμάτων Εφόδου. Μόλις κυκλοφόρησαν στο Μόναχο».
Η χαμένη νιότη
«Η ποίηση με τραβούσε μακριά από τη φρίκη που αντικρίζαμε» στα χαρακώματα, λέει κάποια στιγμή ο Λούντβιχ. Το μυθιστόρημα έχει ως υπότιτλο τη φράση «Χρονικό μιας αργοπορημένης νιότης», παραπέμποντας με τον πιο σαφή τρόπο στη χαμένη νιότη «του κεντρικού ήρωα και συγχρόνως τη νιότη του ίδιου του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, οι οποίοι στερήθηκαν τα νιάτα τους εξαιτίας της φρικτής εμπειρίας του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου», όπως διαβάζουμε στο επίμετρο.
Και βέβαια, ο Λούντβιχ (ο Ρεμάρκ) δεν θέλει να κρύψει την πίκρα του (και τον σαρκασμό του) για τη μεταπολεμική κατάσταση στη Γερμανία όπου γυρίζοντας δεν θα βρει «παρά μόνο σωρούς από ερείπια»: άλλος «ύμνησε τον ναζισμό με φλογερούς στίχους, με συνέπεια να έχει κάτι λίγους μπελάδες μετά το 1945» ώστε μετά τον πόλεμο να «ζει με όλες τις ανέσεις, όπως άλλωστε και αναρίθμητα άλλα πρώην μέλη του κόμματος», ενώ κάποιος άλλος, μετά από «εφτά χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης» «παλεύει ακόμα για μια μικρή σύνταξη, όπως και αναρίθμητα άλλα θύματα του καθεστώτος»…
(μτφ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Κέδρος, 2019)
«Η απώλεια ενός ανθρώπου λέγεται θάνατος, ενώ τα δύο εκατομμύρια είναι απλώς ένα στατιστικό δείγμα»: αυτή τη χαρακτηριστική φράση (που σχολιάζει κυνικά τις εκατόμβες των πολέμων και κατά καιρούς έχει αποδοθεί μεταξύ άλλων και στον Στάλιν, αν και ίσως δεν «ανήκει» σε κανέναν από τους δύο αλλά σε προγενέστερο συγγραφέα) λέει ο πρωταγωνιστής του Μαύρου οβελίσκου, του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, του Γερμανού συγγραφέα που βεβαίως είναι γνωστός κυρίως για το μείζον αντιπολεμικό έργο του Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο, που εκδόθηκε το 1929.
Ο Μαύρος οβελίσκος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956, σε μια εποχή κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ρεμάρκ ζούσε πια μακριά από τη Γερμανία, απ’ όπου είχε φύγει όταν ο Γκέμπελς τον κατάγγειλε ως «αντιπατριώτη» και οι ναζί έκαιγαν τα βιβλία του – από το 1938, μάλιστα, του είχε αφαιρεθεί και η γερμανική ιθαγένεια. Η αδελφή του, που έμεινε στη ναζιστική Γερμανία, καταδικάστηκε για «υπονόμευση του ηθικού» του γερμανικού στρατού και αποκεφαλίστηκε το 1943.
Η πλοκή του Μαύρου οβελίσκου μάς μεταφέρει στα μέσα της δεκαετίας του 1920, τον Απρίλιο του 1923 συγκεκριμένα, σε μια Γερμανία που την σαρώνει ο πληθωρισμός, η φτώχια, η ανεργία, η απογοήτευση, σε μια εποχή όμως που ταυτόχρονα κάποιοι συνέχιζαν να τρέφουν τη μάταιη ελπίδα πως «ένας παγκόσμιος πόλεμος φτάνει και περισσεύει για να βάλει μυαλό μια γενιά». Ο κόσμος ανάβει τσιγάρα με δεκάμαρκα, τα χαρτονομίσματα μετριώνται σε κιλά, η αξία του μάρκου πέφτει κάθε ώρα που περνάει και «το δολάριο έχει σκαρφαλώσει σχεδόν στο ένα τρισεκατομμύριο μάρκα», «η χώρα έχει πτωχεύσει», οι αυτοκτονίες είναι καθημερινό φαινόμενο, ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται κατά χιλιάδες, και, βεβαίως, απ’ όλη αυτή την κατάσταση «κερδισμένοι βγαίνουν οι μαυραγορίτες, οι σπεκουλαδόροι, οι ξένοι επενδυτές […] και, ασφαλώς, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι βιομήχανοι και οι χρηματιστές». Μια χώρα σε διάλυση, όπου έχουν αρχίσει ήδη να φυτρώνουν οι σπόροι του ναζισμού – σε μερικούς μήνες θα γίνει το «πραξικόπημα της μπιραρίας», που θα στείλει τον Χίτλερ για λίγο στη φυλακή, όπου θα αρχίσει να γράφει το Ο αγών μου.
Διαλυμένη χώρα και ανάδυση του ναζισμού
Ο Λούντβιχ, πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα, alter ego του Ρεμάρκ με πολλά κοινά βιογραφικά στοιχεία και αφηγητής της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, είναι υπάλληλος σε οίκο ταφικών μνημείων («για να παρηγορηθεί το ανθρώπινο πένθος, χρειάζεται μνήματα από μάρματο ή ψαμμίτη. Αν μάλιστα οι τύψεις είναι πολλές ή η κληρονομιά μεγάλη, περιουσίες ολόκληρες ξοδεύονται για ένα πανάκριβο μνημείο από μαύρο σουηδικό γρανίτη»). Πολεμιστής και τραυματίας στον προηγούμενο πόλεμο («χρειάστηκε να περιμένω σχεδόν άλλες τρεις εβδομάδες, για να με βρει μια σφαίρα στο γόνατο»), επίδοξος ποιητής τώρα, συμπληρώνει το εισόδημά του παίζοντας εκκλησιαστικό όργανο στο παρεκκλήσι του ψυχιατρείου.
Καθώς κινείται σε διάφορους χώρους, ο Λούντβιχ έρχεται σε επαφή με ανθρώπους κάθε είδους κι έτσι, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, αρχίζει να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά ένα πανόραμα χαρακτήρων, να σκιαγραφείται ένα μεγάλο φάσμα ιδεών και απόψεων, κυρίως όμως να αποτυπώνεται το κλίμα και η ψυχολογία που επικρατούσαν στη Γερμανία εκείνη την εποχή. Ο Ρεμάρκ ξέρει να το κάνει πολύ καλά αυτό, καθώς και άλλα βιβλία του έχουν αποδώσει πειστικά το κλίμα που υπήρχε εκείνη τη δύσκολη εποχή. Όπως, άλλωστε, διαβάζουμε και στο επίμετρο του βιβλίου, ο Ρεμάρκ προσπάθησε «να φέρει στο φως τις ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού στους μικροαστικούς και αστικούς κύκλους» της πατρίδας του.
Άνθρωποι που μοιάζουν να ξεχνούν την πρόσφατη φρίκη και να ετοιμάζονται για την επόμενη σφαγή («αν και το 1918 όλοι οι στρατιώτες μισούσαν τον πόλεμο […] όταν επέστρεψαν στην καθημερινότητα ο πόλεμος άρχισε σιγά σιγά να μοιάζει απόμακρος, μια εικόνα εξιδανικευμένη, η απελπισία ξεχάστηκε»), όσοι «το 1918 εμπνέονταν από τις ιδέες του πασιφισμού σήμερα είναι φανατικοί εθνικόφρονες», καθώς κάποιοι καλλιεργούν «επιτήδεια τον σπόρο της εθνικής περηφάνιας και του ρεβανσισμού». Όσοι προσπαθούν να αρθρώσουν μια άλλη φωνή, δέχονται επιθέσεις, φραστικές, αν είναι τυχεροί, ή και σωματικές («στην πολυαγαπημένη μας πατρίδα είναι εύκολο να σου κολλήσουν τη ρετσινιά του προδότη», λέει σε κάποιο σημείο – λόγια που μοιάζουν να διασχίζουν τον χρόνο και τον χώρο και να φτάνουν ολοζώντανα στο σήμερα…).
Το κλίμα που κυριαρχεί έχει βία («η πολιτική δολοφονία θεωρείται πράξη τιμής όταν διαπράττεται από δεξιούς, και όλοι σπεύδουν να επικαλεστούν χίλια μύρια ελαφρυντικά»), τυφλό εθνικισμό («στο άκουσμα του εθνικού ύμνου πρέπει να στεκόμαστε όλοι προσοχή, πόσο μάλλον όταν στον ίδιο ύμνο χρωστάμε δύο εκατομμύρια νεκρούς και έναν χαμένο πόλεμο»), θυμό για το παρελθόν και την ήττα («να είμαστε υπηρέτες και σκλάβοι; Να σκύβουμε δουλικά το κεφάλι στην απάνθρωπη συνθήκη των Βερσαλλιών;»), χωρίς βέβαια να λείπουν κι εκείνοι που πασχίζουν να αντισταθούν στην επερχόμενη καταιγίδα, όπως κι αυτοί που προσπαθούν να ζήσουν αναζητώντας στιγμές και ρωγμές χαράς μέσα στη μαυρίλα που βλέπουν ολόγυρά τους.
Από την εθνικοφροσύνη στον πόλεμο
Το έργο του Ρεμάρκ μετατρέπεται σε μια διαρκή αντιπολεμική κραυγή και σε μια καταγγελία για την ολέθρια παγίδα του εθνικισμού, καθώς ο συγγραφέας δεν διστάζει να θέσει δύσκολα ερωτήματα για θέματα ταμπού, όπως η πατρίδα και ο πατριωτισμός, τι ακριβώς, δηλαδή, σημαίνει η υπεράσπισή της πατρίδας («ανακαλύψαμε ότι δεν υπερασπιζόμασταν παρά μόνο το κομμάτι της πατρίδας που, αν ήταν στο χέρι μας, θα το αφήναμε μετά χαράς να πάει στον διάολο – μεταξύ άλλων και τον γουρουνοκέφαλο εθνικιστή εκεί πέρα»), αλλά και για τις ευθύνες των κυβερνήσεων στην καλλιέργεια του εθνικισμού και τις καταστροφικές επιπτώσεις του («σήμερα έχουμε πέντε εκατομμύρια ανέργους, πληθωρισμό και μια ήττα στην καμπούρα μας, επειδή είχαμε προηγουμένως να μας κυβερνούν οι λατρευτοί σας εθνικόφρονες! Επειδή η ίδια κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πόλεμο, τυφλωμένη από τη μεγαλομανία της!»).
Η θρησκεία και η Εκκλησία δεν ξεφεύγουν από τα «ασεβή» βέλη του συγγραφέα – ο καθολικός και ο προτεστάντης ιερέας ξεχνούν τις διαφορές τους την «κρίσιμη» στιγμή: «οι αντίπαλοι ιερείς ένωσαν τις φωνές τους για να ασκήσουν βέτο στη συμμετοχή του ραβίνου». Άλλωστε… «μην υποτιμάτε τη σοφία της Εκκλησίας! Είναι η μοναδική δικτατορία που κρατιέται στην εξουσία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, χωρίς ποτέ κανένας να καταφέρει να την ανατρέψει».
Και βεβαίως, καθώς η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αρχίζει να κλονίζεται, τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν στη χώρα: «σκεφτόμουν να παραγγείλω μια στολή των Ταγμάτων Εφόδου. Μόλις κυκλοφόρησαν στο Μόναχο».
Η χαμένη νιότη
«Η ποίηση με τραβούσε μακριά από τη φρίκη που αντικρίζαμε» στα χαρακώματα, λέει κάποια στιγμή ο Λούντβιχ. Το μυθιστόρημα έχει ως υπότιτλο τη φράση «Χρονικό μιας αργοπορημένης νιότης», παραπέμποντας με τον πιο σαφή τρόπο στη χαμένη νιότη «του κεντρικού ήρωα και συγχρόνως τη νιότη του ίδιου του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, οι οποίοι στερήθηκαν τα νιάτα τους εξαιτίας της φρικτής εμπειρίας του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου», όπως διαβάζουμε στο επίμετρο.
Και βέβαια, ο Λούντβιχ (ο Ρεμάρκ) δεν θέλει να κρύψει την πίκρα του (και τον σαρκασμό του) για τη μεταπολεμική κατάσταση στη Γερμανία όπου γυρίζοντας δεν θα βρει «παρά μόνο σωρούς από ερείπια»: άλλος «ύμνησε τον ναζισμό με φλογερούς στίχους, με συνέπεια να έχει κάτι λίγους μπελάδες μετά το 1945» ώστε μετά τον πόλεμο να «ζει με όλες τις ανέσεις, όπως άλλωστε και αναρίθμητα άλλα πρώην μέλη του κόμματος», ενώ κάποιος άλλος, μετά από «εφτά χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης» «παλεύει ακόμα για μια μικρή σύνταξη, όπως και αναρίθμητα άλλα θύματα του καθεστώτος»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου