Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2020


«Ο Παπαδιαμάντης πάλι» του Μ. Γ. Μερακλή

Μ. Γ. Μερακλής
diastixo.gr
«Ο Παπαδιαμάντης πάλι» του Μ. Γ. Μερακλή
Ο ποιητής και πεζογράφος Ηλίας Γκρής (είχα με πολλή χαρά παρουσιάσει τις, ήδη ώριμες, πρώτες ποιητικές του συλλογές στο Συμπόσιο της Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, με ψυχή, αλλά και με εμπνευστή του, τον Σωκράτη Σκαρτσή) έλαβε μιαν ωραία πρωτοβουλία. Συγκέντρωσε 52 ποιήματα και 35 πεζά από τη Γενιά των νεότερων λογοτεχνών για τον συγγραφέα της Φόνισσας. Και προτίμησε «να έχουν ως ελάχιστο χρονικό όριο την απόσταση μιας γενιάς από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη (1851) προκειμένου να ανθολογηθούν».
Είναι αδύνατο να αναφερθώ στο σύνολο των 87 λογοτεχνών που ανταποκρίθηκαν, μολονότι όλοι μίλησαν ειλικρινά και με σεβασμό για τον «υπέροχο αρχιεπίσκοπο της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (Αλέξης Σολωμός). Ο Γκρής αφιερώνει το βιβλίο του «Σε αυτούς που με σέβας θυμούνται τον Παπαδιαμάντη» και προτίμησε, όπως είπαμε, «να έχουν ως ελάχιστο χρονικό όριο την απόσταση μιας γενιάς από τη γέννησή του» (1951).
Νομίζω πως εύλογο είναι, η γυναικεία ευαισθησία να είναι πιο έκδηλη στην ποιητική δημιουργία: «…Ζεις πάντα ανεπιτήδευτος/ “υπό την βασιλικήν δρυν”/ μέσα στο μαργαρώδες φως/ το εφηβικό σου “Όνειρο στο κύμα”/ κι ακούς τις ψαλμωδίες τις μυστικές/ και τις καμπάνες του όρθρου/ που ο πελαγήσιος άνεμος σού φέρνει από τον Άθω» (Έφη Αιλιανού).
Με την απαράμιλλη πολεμική συχνά γλώσσα του ο Νίκος Καρούζος δοξάζει τον Παπαδιαμάντη: «…Μεγάλος άνθρωπος και ανέσπερος Έλληνας που κράτησε/ τον πόνο στο σωστό του ύψος/ αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες/ αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια/ την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων…, παρ’ όλα τα “εσώψυχα φορτώματά του”» (Γκρής).
Ο δοκιμασμένος στη φτώχεια, συνάδελφός του στις μεγάλες δοκιμασίες, Γιώργος Κοτζιούλας, με όλη την αλήθεια της αγάπης του και του θαυμασμού του, έγραφε: «…Σωμένος, άσαρκος (γιατί έτσι ο ουρανός/ θα τον ανέβαζε αλαφρότερο στα αιθέρια)/ με σταυρωμένα τα σεμνόπρεπα τα χέρια/ φάνηκε ο άγιος των φτωχών ο ταπεινός./…στα σκοτεινιασμένα/ τούτα μας χρόνια, θαυμαστέ, μονάχα εσένα/ ξανοίγουμε άστρο οδηγητήριο, μόνο εσέ!».
Ο Κ.Χ. Μύρης, ανασυνθέτοντας προσφυώς το επώνυμό του: Παπαδιά-Μάντις, μας πηγαίνει νοερά στην παπαδιά μητέρα του, που μαντεύει, με το μωρό της στη σαρμανίτσα, το μέλλον του. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος, μετά και το «σαραντισμό» του νηπίου, που κι αυτό κάτι σημαίνει, το μάντεμα αρχίζει να φωτίζεται: «το πώς νοστίμεψε τα χείλη/ με τι χαρά γευόταν σύγκορμος/ τον άρτο και τον οίνο/ όταν σαραντισμένο τον μετάλαβαν». Ο στίχος: «τον άρτο και τον οίνο» συμβολικά εδώ, τα λέει με τον τρόπο του όλα.
Έχω ήδη πει, ότι διακρίνεται μια απροθυμία να προβάλλεται, όσο και όπως πρέπει, η κοινωνική διάσταση του έργου του. Εδώ, με την παρουσία 87 προσώπων, παραδόξως πιο πολύ από τους ποιητές, η μνημόνευση και αυτής της πλευράς είναι πιο συχνή.
Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος, ποιητής αξιομνημόνευτος, που όμως έφυγε κυκλωμένος από μιαν άδικη σιωπή, συνέδεσε, μαζί με τις «μυστικές οράσεις» του Παπαδιαμάντη και την κοινωνική συνείδηση και ευαισθησία του: «…δυνήθης τη φριχτή μιζέρια/ της Σκιάθου ή της Αθήνας ν’ ανεβάσεις/ ντυμένη με παλιοκούρελα στ’ αστέρια/ κι αποξαρχής κατάφερες να πλάσεις/ σαν ένθεος μύστης το φτωχό νησί σου».
Έχω ήδη πει, ότι διακρίνεται μια απροθυμία να προβάλλεται, όσο και όπως πρέπει, η κοινωνική διάσταση του έργου του.
Ο αξιαγάπητος, τρυφερός Πορφύρας είχε περιλάβει στη συλλογή του Σκιές το έξοχο ποίημά του «Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη», που είχε την έγνοια του για τις νησιώτισσες, «που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες». Η Αγγελική Σιδηρά με θάρρος υπερασπίζεται τη Φραγκογιαννού για «το θεάρεστο έργο/ να γλιτώσει όλα εκείνα τ’ αθώα βρέφη». Μιλώ για θάρρος, γιατί η ζυγαριά σημαντικών διανοουμένων είναι ελλιποβαρής. Το θεολογικό βάρος γέρνει προς τη μεριά του εξοντωτικά εις βάρος του κοινωνικού. Ας μου επιτραπεί να πω, ότι στον Παπαδιαμάντη δεν θα άρεσε αυτό. Λάτρευε τον Χριστό του, που συγχωρούσε τις αμαρτωλές γυναίκες.
Οι πεζογράφοι ανταποκρίθηκαν διαφορετικά. Κάποιοι με αφορμή στοιχεία της παπαδιαμαντικής δημιουργίας, αλλά και του βίου του, έπλασαν δικά τους λογοτεχνικά κείμενα. Άλλοι έβαλαν μέσα στην αφήγησή τους και τον ίδιο ως κεντρικό ήρωα. Ή παριστάνεται και ο ίδιος ως αυτοβιογραφούμενος (Κώστας Ακρίβος). Ο Βάρναλης παριστάνει πώς πέρασε ο Παπαδιαμάντης μια χρονιά τα Χριστούγεννα. Άλλοι κάνουν χρήση και της δικής του γλώσσας, με πρόθεση ασφαλώς σοβαρή και όχι εν είδει παρωδίας. Απεναντίας, τα κείμενα αυτά είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα. Σ’ αυτή τη γλώσσα είναι και το κείμενο του Βάρναλη. Είναι ένα σεμνό εγχείρημα να δείξουν με κάθε σεβασμό και το γλωσσικό του σύμπαν. Είναι ένα προσκύνημα στο βωμό της γλώσσας του. Ο Κώστας Λογαράς λέει: «Όσοι προλάβαμε να εξοικειωθούμε με το γλωσσικό του σύμπαν ήμασταν τυχεροί». Όμορφα το λέει και η Δέσποινα Τομαζάνη: «Κείμενο νεοελληνικό με γλωσσικές αναφορές στην ομηρική και εκκλησιαστική ποίηση. Γλώσσα χρησιμοποιημένη σε όλο της το εύρος, χωρίς προκατάληψη, σαν κήπος αυτοφυής, όπου βλαστάνουν όλα τα άνθη […]. Και μου έρχεται στο νου ο φανατισμός που έθρεψε τους χρόνους εκείνους και μετά επί μακρόν το γλωσσικό ζήτημα, με τους αποκλεισμούς του και τους βαρβαρισμούς του». Έγραψα πρόσφατα, σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα στα χρόνια εκείνα, πως είταν αυτό μια κωμικοτραγική παραμόρφωση του υπαρκτού κοινωνικού ζητήματος, που το εκπροσωπούσαν δύο, ας μου επιτραπεί να πω, ανιστόρητες μορφές, ο υπέρμετρα δοξασμένος Ψυχάρης και ο καθηγητής Μιστριώτης, έτοιμος να κάνει… επανάσταση, γιατί θα παιζόταν στο Εθνικό Θέατρο αρχαίο δράμα σε μετάφραση στη σύγχρονη δημοτική ελληνική (ελληνικότατη) γλώσσα.
Στον πλούσιο τόμο του Γκρή υπάρχει και ο δοκιμιακός λόγος. Ζωντανές αναμνήσεις εξάλλου έχει και καταθέτει η Μαριάννα Κορομηλά από τον παππού της που της μιλούσε, όταν είταν ακόμα αυτός παιδί, αλλά τον είχε συναντήσει και γνωρίσει στην Εφημερίδα του Κορομηλά (είχε δουλέψει ως μεταφραστής).
Παραλείπω άλλες ενδιαφέρουσες αναφορές, γιατί θέλω να αναφέρω και κατά κάποιο τρόπο να μείνω κάπως στο παλτό του Παπαδιαμάντη. Είναι τόσες οι μνείες, ώστε έχει γίνει και ένα είδος συμβόλου. Φορεί ένα «πανωφόρι που του πέφτει μεγάλο» (Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης). Το μνημονεύει ήδη στον τίτλο τού υπαρξιακά τονισμένου ωραίου διηγήματος ο Καραγάτσης («Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι»)· και με αυτό κλείνει: «Κι εκεί που στεκόταν κι έπεσε στο ξανέμισμα του πλάνου ισκιερού κορμιού το βαρύ ρούχο που τον σκέπαζε: ένα κανελί πανωφόρι παλιό, ξεβαμμένο, τριμμένο, βρώμικο, λεκιασμένο κρασί, δυσώδες από αμαρτία και μυρωμένο από αγιοσύνη· που όρμησα, τ’ άρπαξα, το ’σφιξα στην αγκαλιά μου κλαίγοντας, και το πότισα δάκρυα απέραντης λατρείας»· «…εφορούσε από πάνω ένα μαύρο χοντρό παλτό, που είχε όλα τα χρώματα της ίριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα, ξέφτια στα μανίκια, τσέπες ξεχαρβαλωμένες σαν σακούλες. Μ’ αυτό έμενε ώρες εις το γραφείο του, με αυτό έγραφε, με αυτό έτρωγε, με αυτό περπατούσε στο δρόμο, χειμώνα-καλοκαίρι, ίσως και με αυτό κοιμόταν…» (Βασίλης Καραγιάννης). Και με αυτό σκεπάστηκε πεθαίνοντας. Ο τίτλος του κειμένου αυτού είταν: «Το “παλτό” του Νικολάι Αλεξάνδρου ΠΠΔ», καθώς ο συντάκτης του έκανε μια συσχέτιση με το διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ «Το παλτό» (που φορούσε ένας, ο δικός του ήρωας, πονεμένος άνθρωπος). Ασφαλώς, οι αναφορές στο παλτό του Παπαδιαμάντη είναι κι άλλες. Αλλά αρκούν όσες έδωσα.
Η ανθολογία εκδόθηκε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ.
ΥΓ. Είπα πιο πάνω, ότι το παλτό είναι κάτι σαν σύμβολο. Ίσως όμως αυτό που είπα είναι γλυκερό. Σε επιστολή του Παπαδιαμάντη προς την αδελφή του Χαρίκλεια έγραψε (το 1905, όταν είταν πλέον καθιερωμένος): «Από ντροπήν και αγωνία δεν σας έγραψα [απευθύνεται σε όλες τις αδελφές του]. Ο μεγάλος καϋμός είνε που δεν παίρνω λεπτά. 350 δραχ. 4½ μήνες. Ει δε μη, θα σας έστελνα να οικονομηθήτε» (ο αδελφός τους Γεώργιος είταν άρρωστος κι έμενε στη Σκιάθο με τις αδελφές). Τελειώνει η επιστολή έτσι: «Κουράγιο, έως να δώση ο Θεός να οικονομήσω λεπτά» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία, Σημειώσεις: Οκτάβιος Merlier, Εισαγωγή – Επιμέλεια: Εμμ. Ι. Μοσχονάς, σ.144). Τα πρώτα χρόνια είσαν χειρότερα. Σε επιστολή του στον πατέρα του, το 1878 (μήνα Μάρτιο), τον πληροφορούσε, ότι έστειλε επιστολή στον Γεώργιο, όπου του έλεγε: «να με συνδράμης μόνον δι’ εν παλτόν, όπερ χρειάζομαι διά τον χειμώνα». Δεν είχε τότε για τα καθημερινά έξοδά του παρά μόνο μια «παράδοσιν» (ιδιαίτερο μάθημα) (ό.π., σ.99). Μπορεί να είταν και το ίδιο.

Ο Μιχάλης Μερακλής είναι ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: