Πλησιάζει το τέλος του Ερντογάν - Η διαδρομή από τον Κεμάλ μέχρι τον «Σουλτάνο»
Σπυρίδων Σφέτας
Γράφει και αναλύει αποκλειστικά για το ethnos.gr ο Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας του ΑΠΘ Σπυρίδων Σφέτας.
Το ethnos.gr παρουσιάζει το ιστορικό υπόβαθρο της Τουρκίας από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι την άνοδο του Ερντογάν. Μέσα από επτά ενότητες γίνεται εκτενής αναφορά μεταξύ άλλων στην κληρονομιά του Κεμαλισμού (1923-1928), την δοκιμασία του και το χάσμα Κεμαλισμού-Ισλαμισμού, τις περιόδους των Ισμέτ Ινονού και Μεντερές, την άνοδο του Ντεμιρέλ, το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, την εποχή Οζάλ ( 1980- 1983) αλλά και την άνοδο των Ισλαμιστών, την αντίδραση του στρατού και την κατάρρευση του παλιού κατεστημένου ( 1993- 2002).
Α. Η ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ
1. Η κληρονομιά του Κεμαλισμού (1923-1938)
α) Εσωτερική πολιτική
Με τη συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη
άρχισε και η δυναμική μετάβαση από τον Οθωμανισμό στην τουρκικό
εθνικισμό με την ταύτιση του κάθε Μουσουλμάνου με τον Τούρκο, όρος που
ήταν υβριστικός στο Οθωμανικό Κράτος.Η πλειοψηφία των Οθωμανών στο
Οθωμανικό Κράτος ήταν Τουρκογενείς, αλλά δεν υπήρχε η αίσθηση
της Τουρκικότητας.Είμαι Οθωμανός σήμαινε είμαι
αφοσιωμένος στην οθωμανική δυναστεία, ασπάζομαι το υψηλό σουνιτικό
Ισλάμ, έχω την υψηλή αραβική και περσική κουλτούρα, είμαι Τούρκος
σήμαινε είμαι άξεστος χωρικός από την Ανατολία. Βέβαια είχαν προηγηθεί ψήγματα τουρκικού εθνικισμού με την ανάδυση της ομάδας των Νεοθωμανών κατά την περίοδο του Τανζινάτ (Ναμίκ Κεμάλ, Λιουφτή Πασά) που είχαν τονίσει την έννοια της πατρίδας (Vatan) και ως συνέχεια μπορεί να θεωρηθεί η πολιτική των Νεοτούρκων, μετά τη επανάσταση του 1908, που εξάλειψε κάθε ελπίδα εξέλιξης του οθωμανικού κράτους σε ένα κοσμοπολίτικο κράτος. Αλλά μετά το σοκ των Βαλκανικών Πολέμων είχαν απολεσθεί οι ευρωπαϊκές κτήσεις της Αυτοκρατορίας (πλην της Ανατολικής Θράκης),ενώ με την ανάδυση αραβικού εθνικισμού και με τις αποικιοκρατικές βλέψεις των Δυτικών θα χάνονταν και οι αραβικές κτήσεις. Θα απόμεινε η Μικρά Ασία που θα ήταν το μελλοντικό κράτος. Η εξόντωση, εκδίωξη ή εξισλαμισμός των Χριστιανών (Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων) ήταν πρόγραμμα εθνικής πολιτικής της σκληρής ομάδας των Νεοτούρκων το 1913/14 (Εμβέρ, Ταλαάτ,Τζεμάλ) , κάτι που συνέχισε και ο Κεμάλ Ατατούρκ μετά το 1919 στον λεγόμενο πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο αγώνας του Ατατούρκ διεξήχθη κατά των δυνάμεων της Αντάντ, στην ουσία κατά των Ελλήνων, στο όνομα της υπεράσπισης του Ισλάμ και του Χαλιφάτου από τους απίστους της Δύσης, μόνο έτσι μπορούσαν να κινητοποιηθούν οι σκληροτράχηλοι χωρικοί της Ανατολίας και να υπάρξει κατανόηση του εθνικού κινήματος του Ατατούρκ από τους απανταχού Μουσουλμάνους. Δεν είχε δημοσιοποιήσει ο Ατατούρκ στη διάρκεια του αγώνα το κοσμικό-μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του. “Ανήκουμε στο τουρκικό έθνος, στη μουσουλμανική θρησκεία και στον δυτικό πολιτισμό», ήταν μια ρήση του Ζιγιά Γκεκάλπ, του πατέρα του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού. Υπό τον όρο δυτικός πολιτισμός εννοούσε όμως μόνο τον υλικοτεχνικό πολιτισμό της Δύσης (civilization), όχι την κουλτούρα (culture) που έπρεπε να μείνει ισλαμική, ανατολίτικη.
Αλλά ο Κεμαλισμός, όπως άρχισε να αποκαλύπτεται μετά το 1923, ήταν μια ‘’επανάσταση εκ των άνω’’, είχε αποδοχή μόνο στα δυτικά παράλια, και δεν επηρέασε τον απλό συντηρητικό Μουσουλμάνο στην Ανατολία που συνέχισε να ζει με τον παραδοσιακό οθωμανικό τρόπο. Η κοσμική κεμαλική Τουρκία , στην οποία ο εκσυγχρονισμός ταυτίστηκε με τον εκδυτισμό, ΄’ ήταν μια επιφανειακά ‘’εκδυτικισμένη’’ χώρα με ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό στη οικονομία.
Ο Ατατούρκ ήρε τη διάκριση του Γκεκάκλπ μεταξύ civilization και culture, ισχυριζόμενος ότι δεν αρκεί να μιμείσαι εξωτερικά του Ευρωπαίους, αλλά πρέπει και να γνωρίζεις τον τρόπο που σκέφτονται. Το κοσμικό κράτος εκφραζόταν τυπικά με την κατάργηση του Χαλιφάτου (1924), τον διαχωρισμό κοσμικών και θρησκευτικών υποθέσεων, την απαγόρευση της προσευχής της Παρασκευής, την εξάλειψη του μαθήματος των θρησκευτικών από τα σχολεία, τη μετάφραση του Κορανίου στα τουρκικά, την κωδικοποίηση μιας τουρκικής γλώσσας με το λατινικό αλφάβητο και τον εξοβελισμό αραβικών και περσικών λέξεων, την υιοθέτηση της αργίας της Κυριακής, της ευρωπαϊκής ενδυμασίας (για παράδειγμα, καπέλο αντί φέσι) και νομοθεσίας, του Γρηγοριανού ημερολογίου, κ.λ.π. Σημειολογικά, ο μουεζίνης δεν καλούσε τους πιστούς από τους μιναρέδες. Η θρησκεία, δηλαδή, θεωρήθηκε ως προσωπική υπόθεση.
Το τουρκικό έθνος (είμαι υπερήφανος που είμαι Τούρκος, έλεγε συχνά ο Ατατούρκ) και η τουρκική γλώσσα (με τη εφεύρεση της γνωστής ’θεωρίας του ήλιου’’) προσέλαβαν μυθικές διαστάσεις. Δεν έγινε αγροτική μεταρρύθμιση για να ανακούφιση των χωρικών, δεν λειτούργησαν πολιτικά κόμματα (ο λαός μας είναι στη συντριπτική πλειοψηφία αναλφάβητος, δεν έχει πολιτική κουλτούρα ακόμα, έλεγε συχνά ο Ατατούρκ). Το χάσμα πλουσίων και φτωχών, η έλλειψη μιας χειραφετημένης από το κράτος αστικής τάξης και ενός αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος χαρακτήριζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία του Ατατούρκ ήταν δικτατορία χωρίς δικτάτορα, με καταλυτικό το ρόλο του στρατού ως θεματοφύλακα του κοσμικού κράτους, και με τη μονοκρατορία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος. Το σώμα των αξιωματικών στελεχώνονταν κυρίως από Αλεβίτες. Ο τελευταίος Σεϊχουλισλάμης, Μουσταφά Σαμπρί, κατέφυγε στη Δυτική Θράκη που έγινε προπύργιο αντικεμαλισμού, αλλά χάριν της διατήρησης της ελληνοτουρκικής φιλίας οι Παλαιομουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν στο Μεσοπόλεμο από τις ελληνικές κυβερνήσεις .
Ο Ατατούρκ καταδίωξε τα σιϊτικά μουσουλμανικά τάγματα των Μπεκτασήδων ως αιρετικά, διατηρήθηκαν όμως στη βάση μυστικά δερβισικά τάγματα και μουσουλμανικές αδελφότητες που εξωτερικά δήλωνα νομιμοφροσύνη στο επίσημο σουνιτικό Ισλάμ. Σημαντική ήταν η δερβίσικη αδελφότητα των Naqshbadi που έδινε την εντύπωση ότι είχε δεσμούς με το σιϊιτικό Ισλάμ λόγω εσωτερίκευσης και μυστικισμού, αλλά οι δερβίσηδες του τάγματος αυτού επιδίδονταν σε σιωπηλές τελετουργίες (η αρχή της μοναξιάς στο πλήθος) και διακήρυτταν πίστη στο Ορθόδοξο σουνιτικό Ισλάμ.
Με την κατάλυση του Χαλιφάτου χάθηκε ο θρησκευτικός σύνδεσμος μεταξύ Κούρδων και Τούρκων. Η κουρδική εξέγερση του 1925, με επικεφαλής τον Σεΐχη Said της αδελφότητας Ναqshbadi της περιοχής Palu,ήταν μια αντίδραση Ισλάμ είχαν πολεμήσει τους Χριστιανούς μαζί με τους Τούρκους και τώρα ζητούσαν αυτονομία. Κουρδικό ζήτημα υπάρχει από την ίδρυση τουρκικού κράτους.Παρόμοια εξέγερση των Κούρδων έγινε το 1930. Ισχυρή ήταν η αντίσταση/εξέγερση των Αλεβιτών Κούρδων του απομονωμένου θύλακος Dersim το 1937/ 38 στον συγκεντρωτισμό του Ατατούρκ. Η αντίδραση προς το κεμαλικό καθεστώς εκφραζόταν αρχικά με υπόγεια ισλαμικά ρεύματα.
Ως αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ μπορεί να θεωρηθεί το 1928 η ίδρυση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο από τον Hasan al Bana, για να μην εισαχθούν και στην Αίγυπτο αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις μετά την τυπική ανεξαρτησία από τους Άγγλους το 1922. Οι βασικές αρχές του Αδελφών Μουσουλμάνων ήταν οι εξής: 1)Το Ισλάμ ως ολοκληρωτική, οικουμενική κοσμοθεωρία καθορίζει την προσωπική ζωή του καθενός ατομικά , της κοινότητας και τη συλλογική πολιτική ζωή, 2)Το κοράνι, η αποκάλυψη του Θεού, ο Προφήτης και η πρώιμες μουσουλμανικές κοινότητες είναι η βάση και το πρότυπο της ζωής του Μουσουλμάνου, 3)ο ιερός νόμος (Σαρία) είναι το πρότυπο των σύγχρονων μουσουλμανικών κοινωνιών, 4) η απομάκρυνση από το Ισλάμ και η στήριξη των δυτικών προτύπων είναι τα αίτια της παρακμής του Ισλάμ από κάθε άποψη, 5) επιστήμη και τεχνολογία να αξιοποιούνται, αλλά σε ισλαμικά πλαίσια, όχι σε εξάρτηση από δυτικά πρότυπα, να αποφεύγεται ο εκδυτικισμός και η εκκοσμίσκευση της κοινωνίας , 6)Το τζιχάντ, ο ιερός πόλεμος είτε ως πάλη κατά του εαυτού για την ηθική τελείωση είτε ως αμυντικός πόλεμος κατά τη διάδοση του Ισλάμ, είναι το μέσο για την επιτυχή ισλαμοποίηση της κοινωνίας και του κόσμου.
Από την Αίγυπτο η ιδεολογία των Αδελφών Μουσουλμάνων διαχύθηκε και σε άλλες χώρες, αρχικά στην Παλαιστίνη, που τελούσε τότε υπό αγγλική εντολή. Οι συγκρούσεις Παλαιστινίων και Εβραίων εποίκων ευνοούσαν τη διάδοση τέτοιων απόψεων, ο μουφτής των Ιεροσολύμων, al Husseini, ανήκε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, εξορίστηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στο Βερολίνο. Την ριζοσπαστικοποίηση των Αδελφών Μουσουλμάνων προώθησε στη δεκαετία το 1950 ο Sayyid Qutb ο οποίος, με βάση την εμπειρία του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μίλησε για την ηθική παρακμή της Δύσης , καταδίκασε την δήθεν προσωπική ελευθερία στον δυτικό καπιταλισμό των μονοπωλίων, την υλιστική δυτική αντίληψη της ευδαιμονίας, προπαγάνδισε την ανάγκη αναγέννησης του Ισλάμ, που επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη, και δικαιολόγησε τη χρήση βίας κατά των απίστων αποικιοκρατών. Είναι προφανές πως με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους τέθηκαν οι βάσεις ενός ισλαμικού φασισμού. Το Κοράνι, που απηχεί τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του 7ου αιώνα, ερμηνευόταν στενά ως η τελευταία αποκάλυψη της αλήθειας του Θεού και προσεγγίζονταν ζητήματα του 20ού αιώνα, στο πνεύμα μιας Θεοκρατίας, άσχετα από τη δικαιολογημένη κριτική της αποικιοκρατίας. Μέχρι πρόσφατα οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν ήταν κόμμα, αλλά φιλανθρωπική πολιτική οργάνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου