Μια χαρακτηριστική φωτογραφία από τα φοιτητικά χρόνια του Θ. Βαφιά
Εκείνα τα χρόνια ο Θέμος (ή Θεμούλης για την Φωφώ ή Θέμης για τον
αδελφό μου) κουβαλούσε στο δεξί του αυτί ένα καλοξυμένο μικρό μολύβι
Faber-Castell που το αντάλλαζε ενίοτε με έναν μαύρο μαρκαδόρο. Τη στιγμή
που το μολύβι χανόταν μέσα στα δάκτυλά του, ξέραμε ότι είχε πλήρως
υποταχθεί στις ορέξεις της σκέψης του. Μπορούσαμε να περιμένουμε τα
πάντα: τις φάτσες μας στο πακέτο του Sante, τον Μαρξ να κατεβαίνει με
αλεξίπτωτο στο φεστιβάλ Αυγής-Θούριου...
Το ακραία δυσάρεστο νέο της προηγούμενης Κυριακής ήταν
ο θάνατος του Θέμου Βαφιά. Πρέπει να γράψετε κάτι στην Αυγή είτε εσύ
είτε ο Βασίλης (Λυριτζής) ζήτησε η Στέλλα (Αικατερινιάδου), που με
κάποιο αδιόρατο τρόπο εκφράζει συνήθως το συλλογικό πνεύμα μιας παρέας
ανθρώπων οι οποίοι στο παρελθόν βρέθηκαν μαζί στο Ρήγα Φεραίο ή/και τη
Δημοκρατική Ενότητα Θεσσαλονίκης.
Μερικά λόγια λοιπόν για τον Θέμο Βαφιά, τον πιό ξεχωριστό φίλο των καλύτερων μας χρόνων.
Τον Θέμο τον γνώρισα το χειμώνα του 1979, λίγες μέρες αφότου με
«στρατολόγησε» στον Ρήγα ο Τάκης (Κατσαρός). Το πρώτο βράδυ της
γνωριμίας μας είχαμε καταλήξει ξαπλωμένοι στο πάτωμα, να παίζουμε
subbuteo μαζί με τον Μιχάλη (Λαμπαδαρίδη) και τον Βασίλη. Με τον Βασίλη
ήταν ήδη αυτοκόλλητοι (ο Κάρολος και ο Φρειδερίκος όπως αποκαλούσε ο
ένας τον άλλο στα μεταμεσονύχτια παραληρήματα τους) και γρήγορα έγινα το
3ο μέλος της ιδιαίτερης μας σέχτας.
Εκείνα τα χρόνια ο Θέμος (ή Θεμούλης για την Φωφώ ή Θέμης για τον
αδελφό μου) κουβαλούσε στο δεξί του αυτί ένα καλοξυμένο μικρό μολύβι
Faber-Castell που το αντάλλαζε ενίοτε με έναν μαύρο μαρκαδόρο. Τη στιγμή
που το μολύβι χανόταν μέσα στα δάκτυλά του, ξέραμε ότι είχε πλήρως
υποταχθεί στις ορέξεις της σκέψης του. Μπορούσαμε να περιμένουμε τα
πάντα: τις φάτσες μας στο πακέτο του Sante, τον Μαρξ να κατεβαίνει με
αλεξίπτωτο στο φεστιβάλ Αυγής-Θούριου, τα διεστραμμένα σκίτσα τις ώρες
των συνεδριάσεων και των πολιτικών εκδηλώσεων, τα απολύτως ομοιόμορφα
κουτάκια για να συμπληρώσουμε τις ζαριές του γιάμ, τα κείμενα που την
επόμενη μέρα θα συγκέντρωναν τα βλέμματα των φοιτητών στο κυλικείο του
Πολυτεχνείου (ακόμα έχω την ανεπιβεβαίωτη αίσθηση πως ιδιαίτερη
επιμέλεια έδειχνε στα «στρατσόχαρτα» διαλόγου με τις Συσπειρώσεις όπου
πρωταγωνιστούσε ο αδελφός του Γιώργος). Αυτή η σχέση τού μάστορα με τα
εργαλεία του, σε συνδυασμό με την ευφυία του να ξεχωρίζει και να
αναδεικνύει λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν μορφή και λειτουργία
αντικειμένων, έφτασε σε άλλα επίπεδα με τις μετέπειτα χειροποίητες
ξύλινες δημιουργίες του.
Στο αόρατο βιβλιαράκι-ταξιδιωτικό οδηγό τσέπης που έχω πάνω μου για
να καταγράφω αναμνήσεις εντυπώσεων, όλες οι σελίδες του Θέμου είναι
καθαρές εικόνες, χωρίς μουτζούρες και επεξηγηματικές υποσημειώσεις.
Γιατί το πλαίσιο του Θέμου ήταν φτιαγμένο με ευκρινείς γραμμές, αιχμηρές
αυλακώσεις και δύσκολες γωνίες που τις προσδιόριζαν το δικό του
απόλυτο, ανελαστικό σύστημα αξιών, προτεραιοτήτων και μετρητικών
μονάδων.
Αθεράπευτος ευρωκομμουνιστής και ακραίος ευρωπαϊστής, λάτρης της
κομματικής οικοδόμησης («οι ιδέες και οι αγώνες δεν ζουν χωρίς
οργάνωση») και υποστηρικτής του «δάσκαλου» Λεωνίδα, ακολούθησε τον δρόμο
της «μετεξέλιξης» (αν και του πήρε χρόνια να ξεπεράσει τον κρυφό του
έρωτα για το κάππα), κλονίστηκε με τη δημιουργία του ΣΥΝ, απομακρύνθηκε
την περίοδο προεδρίας του Νίκου Κωνσταντόπουλου, αποστράφηκε τις
άγευστες σούπες του εγχώριου εκσυγχρονισμού («αφήστε δεν θα πάρουμε,
προτιμάμε μπιφτέκι από τα Goody’s και μακαρονάδα από το Napoli») και
δήλωσε ξανά παρόν στη νικηφόρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάποια στιγμή το 1995 του ανακοίνωσα ότι θα κάνω θρησκευτικό γάμο.
Αρκετές μέρες μετά, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μου ένα μονοσέλιδο γράμμα
του. Η επιστολή αυτή έχει σαν αποστολέα το γραφείο τύπου της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών, φέρει τον αντίστοιχο μικροσκοπικό λογότυπο
χαραγμένο από το χέρι του, είναι γραμμένη σε γραφομηχανή με
γραμματοσειρά που συναντάς σε εκκλησιαστικά κείμενα, καταλήγει με την
υπογραφή «ο εν Χριστω αδελφός Δ. Χατζηφώτης» και αποτελεί ότι πιο
σαρκαστικό και συνάμα εύστοχο έχω υποστεί στη ζωή μου.
Τα τελευταία χρόνια, μετά από μια παρατεταμένη σκοτεινή περίοδο, ο
Θέμος φαινόταν ότι ξανακέρδιζε με τον δικό του τρόπο (που συμπυκνώνεται
στο «κάντα όλα μόνος σου») αυτό που όλοι ξέραμε ότι δικαιούταν: την
επαγγελματική και κοινωνική αναγνώριση. Ο κύκλος των ανθρώπων που
περιμέναν την επόμενη δημιουργία του συνεχώς διευρυνόταν, αλλά...
Η προωθητική δύναμη και ταυτόχρονα σπατάλη αυτού του γοητευτικού
«κοντού με τις ιδανικές αναλογίες» ήταν η τελειομανία του. Οι φάσεις της
ζωής του μου θυμίζουν έντονα την περιπέτεια στην ακτή του κ. Πάλομαρ
από το ομώνυμο βιβλίο του Ι. Καλβίνο. Ο λογοτεχνικός ήρωας ταλαιπωρείται
για να βρει την αψεγάδιαστη λύση σε ένα πρόβλημα που έχει σκηνοθετήσει
στο μυαλό του και συνεχώς μεγενθύνει: πως θα διασχίσει κάποια ερημική
παραλία χωρίς να ενοχλήσει μία γυμνόστηθη κοπέλα που κάνει ηλιοθεραπεία.
Προδιαγράφει λοιπόν και υιοθετεί ένα τρόπο οπτικής συμπεριφοράς κατά τη
διάρκεια της διαδρομής. Μόλις όμως ολοκληρώσει τη βόλτα του, ανησυχεί
γιατί ανακαλύπτει ατέλειες στην προηγούμενη πράξη του. Προσπαθεί να τις
διορθώσει επιχειρώντας εκ νέου την ίδια διαδρομή και αλλάζοντας κάθε
φορά τον τρόπο με τον οποίο το βλέμμα του περιφέρεται ανάμεσα στο γυμνό
στήθος, τον ήλιο, τον ουρανό, το κύμα της θάλασσας, την άμμο και τα
βράχια. Όταν πια κάνει την 4η ή 5η μεταβολή ενθουσιασμένος ότι τώρα έχει
επινοήσει την ιδανική προσέγγιση, βλέπει την κοπέλα να μαζεύει την
πετσέτα της και να φεύγει από την παραλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου