Γαλλικό νουάρ - Α΄μέρος
- Θα φτύσω στους τάφους σας (1946) – Μπορίς Βιαν
Τόπος (2007)
σελ. 180
Ο πολυσχιδής Μπορίς Βιαν, συγγραφέας, βιρτουόζος της τρομπέτας, τραγουδοποιός, μουσικοκριτικός και καλλιτεχνικός διευθυντής τζαζ παραγωγών, γράφει με το αμερικάνικο ψευδώνυμο Βέρνον Σάλιβαν το Θα φτύσω στους τάφους σας, ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο μεταφραστής του βιβλίου. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας Λη Άντερσον, νέγρικης καταγωγής αλλά με «παρουσιαστικό λευκού», μετακομίζει στο Μπάκτον μετά το λιντσάρισμα του μαύρου αδερφού του Τομ, που ενοχοποιήθηκε με την ψευδή κατηγορία του βιασμού. Βρίσκει δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και, αφού εισχωρήσει στις παρέες της πόλης, βιάζει και σκοτώνει νεαρές λευκές Αμερικανίδες, για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατο του Τομ. Ένα προκλητικά σκληρό νουάρ για την εποχή του, που καταδικάζει με εύγλωττο τρόπο τη φυλετική βία και στιγματίζει την έξαρση του φαινομένου της αυτοδικίας στα ρατσιστικά εγκλήματα, την εποχή του Μεσοπολέμου στην Αμερική. Το βιβλίο συνταράζει τη γαλλική κοινωνία με την τραχύτητα του ύφους του και τις σοκαριστικές σκηνές βίας και σεξ που περιέχει και, ύστερα από μια πολύκροτη δίκη, αποσύρεται από την κυκλοφορία –με την κατηγορία της προσβολής της δημόσιας ηθικής– για δύο περίπου χρόνια, αφού έχει προλάβει να πουλήσει περισσότερα από εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Στις 23 Ιουνίου 1959, στην πρεμιέρα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου από τον σκηνοθέτη Μισέλ Γκαστ, ο Μπορίς Βιαν, απογοητευμένος από την ταινία, παθαίνει έμφραγμα και πεθαίνει σε ηλικία μόλις τριάντα εννέα ετών. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολεμικής Γαλλίας, ενώ το Θα φτύσω στους τάφους σας θεωρείται σταθμός στην ιστορία της παγκόσμιας νουάρ λογοτεχνίας και ένα από τα γνωστότερα long sellers του 20ού αιώνα.
- Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948) – Georges Simenon
Άγρα (2011)
σελ. 339
Ο πολυγραφότατος Βέλγος συγγραφέας Ζορζ Σιμενόν, με περισσότερες από διακόσιες νουβέλες και το βραβείο του Grand Master στο παλμαρέ του από την Εταιρεία Αμερικανών Συγγραφέων Μυστηρίου, έγινε διάσημος κυρίως για τα εβδομήντα δύο μυθιστορήματα της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Θεωρείται μετρ του αστυνομικού αφηγήματος, για την ψυχογραφική δύναμη του ύφους του και την έξοχη νουάρ ατμόσφαιρα των βιβλίων του, ενώ η γραφή του, αν και λιτή, αποκαθαρμένη από κάθε λογοτεχνικότητα, συγκρίνεται σε κάποια έργα του με αυτή σπουδαίων κλασικών λογοτεχνών. Το χιόνι ήταν βρόμικο –ένα από τα λεγόμενα «σκληρά μυθιστορήματα» (romans durs) του συγγραφέα– είναι η «ιστορία ενός πολύ κακού ανθρώπου» και του περίγυρού του στην περίοδο της κατοχής, του δεκαεννιάχρονου Φρανκ Φριντμάιερ, που ορμώμενος από τυφλό μίσος και πλεονεξία οδηγείται στο έγκλημα, ακολουθώντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς ένα τραγικό τέλος. Ίσως το πιο σκοτεινό μυθιστόρημα του Σιμενόν, το οποίο οι κριτικοί συγκρίνουν με το αριστούργημα Ο ξένος του Αλμπέρ Καμύ για το φιλοσοφικό βάθος στην απόδοση της ψυχοσύστασης του δολοφόνου, αλλά και για τη συγκλονιστική περιγραφή της απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής στην κατεχόμενη Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το χιόνι ήταν βρόμικο μεταφέρθηκε το 1954 στην μεγάλη οθόνη, από τον Αργεντινό σκηνοθέτη Λουίς Σασλάφσκι. Θα ήθελα να προτείνω δύο ακόμα non-maigret μυθιστορήματα του συγγραφέα, που θεωρώ εξίσου σπουδαία: Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ (Άγρα) και Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (Άγρα), ενώ στο μέλλον θα επανέλθουμε με ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στο έργο του μοναδικού Ζορζ Σιμενόν.
- Οι λύκαινες (1956) – Pierre Boileau, Thomas Nercejac
Κέδρος (2005)
σελ. 207
O Πιερ Μπουαλό και ο Τομά Ναρσεζάκ αποτέλεσαν για τριάντα πέντε χρόνια ένα διάσημο δίδυμο του γαλλικού νουάρ. Έγραψαν από κοινού σαράντα τρία μυθιστορήματα με έμφαση στην αγωνία (romans de suspense), με τα περισσότερα να μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη από σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, και με τον Μπουαλό να ειδικεύεται στην πλοκή και τον Ναρσεζάκ στο ψυχογράφημα των χαρακτήρων. Στο μυθιστόρημα Οι λύκαινες, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο αιχμάλωτοι, ο Μπερνάρ και ο Ζερβέ, δραπετεύουν από ένα γερμανικό στρατόπεδο και, κρυμμένοι μέσα σε ένα τρένο, φτάνουν στη Λιόν για να κρυφτούν στο σπίτι της Έλεν, με την οποία ο Μπερνάρ αλληλογραφεί από τις αρχές του πολέμου, χωρίς όμως να την έχει γνωρίσει. Ο θάνατος του Μπερνάρ ανατρέπει το σχέδιό τους και ο Ζερβέ, για να σωθεί, οικειοποιείται την ταυτότητα του νεκρού φίλου του και επισκέπτεται την Έλεν, που ζει με την όμορφη, ετεροθαλή αδερφή της, την Ανιές. Ένα ατμοσφαιρικό, ψυχολογικό νουάρ, με δυνατή πλοκή, συνεχείς ανατροπές ως προς τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και υποδειγματική κατανομή του σασπένς, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα, όπου και του δίνεται η δυνατότητα να κρίνει ο ίδιος αν θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη, σε μια ιστορία που κανείς δεν είναι αθώος. Δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, οι Λύκαινες μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Αργεντινό σκηνοθέτη Λουίς Σασλάφσκι, με την ανεπανάληπτη Ζαν Μορό στον ρόλο της αινιγματικής Ανιές.
- Ομίχλη στη γέφυρα Τολμπιάκ (1956) – Léo Malet
Κέδρος (2003)
σελ. 242
«Δεν μπορώ να γίνω ο Λουπέν, δεν καταδέχομαι να είμαι ο Μαιγκρέ, είμαι ο Μπουρμά» (!). Έτσι αυτοσυστήνεται ο ιδεολόγος, αναρχικός-ντετέκτιβ Νέστωρ Μπουρμά (alter ego του συγγραφέα) σε μία από τις 39 συνολικά περιπέτειες της σειράς που πρωταγωνιστεί. Στην Ομίχλη στη γέφυρα Τολμπιάκ, ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ λαμβάνει ένα λακωνικό σημείωμα από έναν άγνωστο αποστολέα, που τον καλεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο Σαλπερτιέρ. Όταν όμως θα φθάσει στο μυστηριώδες ραντεβού, ο αποστολέας είναι ήδη νεκρός και μόνο η φίλη του, μια νεαρή τσιγγάνα, γνωρίζει την αλήθεια και μπορεί να τον βοηθήσει να εξιχνιάσει την υπόθεση. Ένα κλασικό νουάρ, με εμφανείς επιρροές από το αμερικάνικο hard boiled, με έντονα στοιχεία μαύρου χιούμορ και συχνές αναφορές σε πρόσωπα της μεταπολεμικής γαλλικής κουλτούρας που αναπαριστούν άριστα την ατμόσφαιρα της εποχής και προσδίδουν αληθοφάνεια στην ιστορία. Ένα οδοιπορικό, πίσω από τα φώτα του κοσμοπολίτικου Παρισιού, σε σκοτεινές υποβαθμισμένες συνοικίες, που μοιάζει να υπερβαίνει το πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας, αντικατοπτρίζοντας τη δαιδαλώδη διαδρομή των εσωτερικών αναζητήσεων του ήρωα, αίσθηση που επιτείνει η πρωτοπρόσωπη απολογητική αφήγηση. Το επίμετρο που συνοδεύει την παρούσα έκδοση είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό για την αστυνομική λογοτεχνία, ενώ αξίζει να αναφέρουμε το ομότιτλο graphic novel με την υπογραφή του σπουδαίου εικονογράφου Ζακ Ταρντί, που άφησε εποχή. (Βαβέλ 1986).
- Ο ένοικος (1964) – Roland Topor
Opera (1994)
σελ. 170
Ο Ρολάν Τοπόρ, Γάλλος, πολωνικής καταγωγής, συγγραφέας, ζωγράφος, κομίστας, ηθοποιός και θιασώτης των πρωτοποριακών καλλιτεχνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60, γνωρίζει με το βιβλίο του Ο ένοικος παγκόσμια αναγνώριση. Ο Τρελκόφσκι, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ένας εσωστρεφής και δειλός υπάλληλος γραφείου, αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας, όπου διέμενε μια νεαρή κοπέλα που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ύστερα από παρατηρήσεις των περίεργων γειτόνων να σεβαστεί τις ώρες κοινής ησυχίας, αρχίζει να διακατέχεται από υπερβολικές φοβίες και ανεξέλεγκτο άγχος, στα όρια του πανικού, που τον οδηγούν σε διαταραχή ταυτότητας και τον βυθίζουν στην παράνοια. Ένα υποβλητικό και κλειστοφοβικό νουάρ με έντονα στοιχεία θρίλερ, υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα και αλλόκοτους χαρακτήρες, που καθηλώνει τον αναγνώστη με το κυρίαρχο ερώτημα εάν αυτά που συμβαίνουν είναι πραγματικά γεγονότα ή αποκύημα των παραισθήσεων του Τρελκόφσκι –ένα δίλημμα που θυμίζει το αριστούργημα του Χένρι Τζέιμς Το στρίψιμο της βίδας–, ενώ ο συγγραφέας με συνεχή υπαινικτική γραφή οδηγεί την ιστορία σε ένα έξοχο, διφορούμενο τέλος. Δώδεκα χρόνια μετά την έκδοσή του (1976) Ο ένοικος μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία από τον μετρ των ταινιών τρόμου Ρόμαν Πολάνσκι, με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ μαζί με Το μωρό της Ρόζμαρι (1968) αναγνωρίζονται από τους κριτικούς ως οι δύο καλύτερες ταινίες του διάσημου σκηνοθέτη.
- Μαύρα γυαλιά (1966) – Sébastien Japrisot
Κέδρος (2013)
σελ. 344
Ο «Γκράχαμ Γκριν της Γαλλίας» Σεμπαστιέν Ζαπριζό –πραγματικό όνομα Ζαν-Μπατίστ Ροσί– θεωρείται από τους πιο πολυδιαβασμένους Γάλλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας στον κόσμο, ενώ όλα του τα βιβλία, εκτός από ένα, έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο με επιτυχία από σπουδαίους σκηνοθέτες. Η ιταλικής καταγωγής Ντανί Λονγκό, μια όμορφη ξανθιά γραμματέας, ορμώμενη από την ξαφνική επιθυμία της να δει τη θάλασσα, θα κλέψει το αυτοκίνητο του αφεντικού της και θα κατευθυνθεί προς τις ακτές της Μεσογείου. Στο ταξίδι της θα βρεθεί αντιμέτωπη με απίθανες καταστάσεις, με αποκορύφωμα την ανακάλυψη του πτώματος ενός άγνωστου άνδρα στο πορτμπαγκάζ της. Ένα road story στη νότια Γαλλία, νουάρ ατμόσφαιρας και απρόβλεπτης εξέλιξης, με μια ιδιαίτερη τεχνική που βασίζεται στη φαινομενικά αναξιόπιστη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου η περιορισμένη οπτική της ηρωίδας στα γεγονότα κρατά περίτεχνα τον αναγνώστη στο σκοτάδι μέχρι που η στιγμή της αποκάλυψης έρχεται ταυτόχρονα και για τους δύο. Ο δε συγγραφέας θα αναφέρει, προβληματισμένος για τη λογοτεχνική του γραφή, σε συνέντευξη που περιλαμβάνεται στη γαλλική έκδοση του βιβλίου: «Οι κριτικοί του crime fiction βρίσκουν τα μυθιστορήματά μου πολύ λογοτεχνικά, και οι κριτικοί λογοτεχνίας πολύ συναρπαστικά». Τα Μαύρα γυαλιά μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη αρχικά το 1970 από τον Αμερικανό –γεννημένο στην Ουκρανία– σκηνοθέτη Ανατόλ Λίτβακ με τον πρωτότυπο τίτλο The lady in the can with glasses and a gun και το 2015 σε γαλλική παραγωγή από τον Τζοάν Σφαρ, γνωστό Γάλλο συγγραφέα, παραγωγό κόμικς και σκηνοθέτη.
- Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής (1976) – Jean–Patrick Manchette
Άγρα (2001)
σελ. 208
«Το αστυνομικό είναι το μυθιστόρημα της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», θα δηλώσει ο «αθεράπευτα αριστερός διανοούμενος» Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, o επιφανέστερος συγγραφέας του neo-polar, ο οποίος στον απόηχο του κοινωνικού προβληματισμού για τα γεγονότα του Μάη του ’68 εισάγει έντονα το πολιτικό στοιχείο στο νέο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’70. Στο μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής ο Ζορζ Ζερφό –ένας από τους πιο αινιγματικούς ήρωες του γαλλικού νουάρ–, μικροαστός, βυθισμένος στη ρουτίνα της δουλειάς και της οικογένειας, απογοητευμένος από τις προσδοκίες του που διαψεύστηκαν, ζει σαν να μην έχει τίποτα να χάσει, αναπολώντας το αριστερό του παρελθόν, με μόνη του διέξοδο την άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους του Παρισιού ακούγοντας west coast τζαζ της δεκαετίας του ’50 και πίνοντας μπέρμπον. Ένα τυχαίο όμως γεγονός θα αλλάξει τη ζωή του, αφού θα τον φέρει αντιμέτωπο με πληρωμένους δολοφόνους που είναι στην υπηρεσία ενός πρώην αξιωματικού της δομινικανής χούντας. Ο απρόβλεπτος Ζερφό θα επιστρατεύσει τις παλιές του δεξιότητες και τους πρώην συντρόφους του για να τους εξουδετερώσει, γεγονός που θα οδηγήσει σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, με συνεχή αντιμετάθεση ρόλων, κυνηγού και θηράματος. Ένα ατμοσφαιρικό νουάρ, με εξαιρετικά απρόσμενη πλοκή, που καθορίζεται από τις αψυχολόγητες αντιδράσεις του ήρωα –η συναισθηματική αδιαφορία για την έκβαση της ιστορίας θυμίζει τον Μερσό στον Ξένο του Καμύ–, ενώ η κοφτή σαν «ξηρός πάγος» γραφή του Μανσέτ αυξάνει την ένταση και επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη. Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής και Η πρηνής θέση του σκοπευτή (Άγρα) θεωρούνται τα αρτιότερα έργα του σπουδαίου συγγραφέα, ενώ η συνεργασία του του με τον εικονογράφο Ζακ Ταρντί έδωσε μια εξαιρετική διασκευή του βιβλίου σε graphic novel (Βαβέλ-Άγρα).
- Με κομμένη την ανάσα (1982) – Φρεντερίκ Φαζαρντί
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων (2018)
σελ. 144
O «τελευταίος αναρχο-μπολσεβίκος» Φρεντερίκ Φαζαρντί –το πραγματικό του όνομα είναι Ρολάν Μορό–, γνήσιο τέκνο του Μάη του ’68, έγραψε περισσότερα από 40 μυθιστορήματα και θεωρείται από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγράφεις του neo-polar, αν και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μόλις το 2014 με το πρώτο του βιβλίο Φονιάδες μπάτσων (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων). «Ένας από τους λαμπρότερους εκπροσώπους μιας γενιάς συγγραφέων, ο Φαζαρντί έβαλε τη σφραγίδα του στο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα γράφοντας βιβλία ανατρεπτικά, μαύρα, βίαια, στρατευμένα […]. Για αυτόν, το νουάρ μυθιστόρημα είναι το καλύτερο μέσο διερεύνησης της σύγχρονης κοινωνίας», θα γράψει η εφημερίδα Liberation. Το βιβλίο του Με κομμένη την ανάσα είναι το τρίτο από τα επτά της σειράς –με το τελευταίο να μένει ημιτελές–, με πρωταγωνιστή τον ιταλικής καταγωγής αστυνόμο Τόνιο Παντοβάνι. Η ιστορία ξεκινάει με την άγρια δολοφονία, στη βόρεια Γαλλία, ενός επιχειρηματία και του σωματοφύλακά του, που αποδεικνύεται ότι είναι μεγαλέμπορος όπλων. Αδίστακτοι Κροάτες φασίστες της Ούστασε, ο διαβόητος αιμοσταγής Μακεδόνας και Γιουγκοσλάβοι ελεύθεροι σκοπευτές μπλέκονται στην υπόθεση που αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο Παντοβάνι και η ομάδα του, σε ένα ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών από την εποχή της ναζιστικής κατοχής στη Γιουγκοσλαβία, το οποίο οδηγεί σε ένα άνευ προηγουμένου αιματοκύλισμα. Ένα σκληρό και βίαιο νουάρ στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα, με σκοπό να αναδείξει τις παθογένειες της γαλλικής κοινωνίας και να αποδοκιμάσει το πολιτικό κατεστημένο, ενώ η στεγνή και απέριττη γραφή «αλά Μανσέτ»… κόβει την ανάσα.
- Έγκλημα και μνήμη (1983) – Ντιντιέ Ντενένξ
Πόλις (2003)
σελ. 221
Ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντιντιέ Ντενένξ –«δεν γράφει, μάχεται», σημειώνει χαρακτηριστικά η Le Monde– μας μεταφέρει στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1961, στην πορεία χιλιάδων Αλγερινών μεταναστών για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Χρησιμοποιεί σαν αφορμή μια αστυνομική ιστορία για να διηγηθεί τα γεγονότα της μαζικής σφαγής των διαδηλωτών στην γαλλική πρωτεύουσα. Κατά τη διάρκεια των ταραχών, ο νεαρός καθηγητής ιστορίας Ροζέ Τιρό πέφτει νεκρός από μια σφαίρα στο κεφάλι. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο γιος του Μπερνάρ δολοφονείται με τον ίδιο τρόπο, στην Τουλούζη. Ο νεαρός επιθεωρητής Καντέν της αστυνομίας της Τουλούζης αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση και να διαπιστώσει αν οι δύο φόνοι σχετίζονται μεταξύ τους. Οι επίμονες έρευνες –παρά τις αντιρρήσεις των ανωτέρων του– θα τον οδηγήσουν στο Παρίσι, όπου θα ανακαλύψει τις πρωτοφανείς θηριωδίες εις βάρος των διαδηλωτών που είχαν μέχρι τότε επιμελώς αποσιωπηθεί. Ένα κοινωνικοπολιτικό νουάρ που προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη της Γαλλίας, επίκαιρο όσο ποτέ, σε μια Ευρώπη παραδομένη στην αλόγιστη βία λόγω του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Διαβάζεται απνευστί συνδυάζοντας περίτεχνα ένα κομβικό ιστορικό γεγονός με τη μυθοπλασία. Εξαιρετικό το επίμετρο του Ριχάρδου Σωμερίτη για την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της εποχής. Το 1999 η Εισαγγελία του Παρισιού αναγνώρισε και επίσημα τη διάπραξη του εγκλήματος, ενώ το γαλλικό Υπουργείο Παιδείας ενέταξε το Έγκλημα και μνήμη στο σχολικό πρόγραμμα των λυκείων της χώρας. Ο Ντιντιέ Ντενένξ απέδειξε ότι η λογοτεχνία ως κατάθεση μαρτυρίων μπορεί να ρίξει φως σε σκοτεινές στιγμές της ιστορίας και να αποκαταστήσει την αλήθεια.
- Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ (1983) – Jean–Bernard Pouy
Oposito (2018)
σελ. 136
Ο πολυβραβευμένος Ζαν-Μπερνάρ Πουί, από τους πιο δημοφιλείς εκπροσώπους του neo-polar, σοκάρει με το πρώτο του βιβλίο, από τα περίπου 50 που έχει στο ενεργητικό του. Ένα τολμηρό και βίαιο, δυστοπικό μυθιστόρημα, που από τον τίτλο και μόνο αποτρέπει –και καλά κάνει– τους λάτρεις των main stream αναγνωσμάτων. Ο Ζούλιους Πουέκ –θυμίζει το όνομα του συγγραφέα;–, ο αντιήρωας πρωταγωνιστής της ιστορίας, αρχηγός της αναρχικής ομάδας «Ένοπλη Σπινοζική Φράξια», γνωστός με το όνομα Σπινόζα και θεματοφύλακας της ηθικής και του έρωτα (!), κυνηγάει μετά μανίας –μεταξύ άλλων αριστερό αναρχικών ομάδων– τη συμμορία των χεγκελιανών για μια αναμέτρηση μέχρι τελικής πτώσης, την ίδια ώρα που οι «νεόμπατσοι» οργανώνονται αθόρυβα για να αποκαταστήσουν την τάξη στην ερειπωμένη Γαλλία. (Μήπως τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται γιατί γίνονται τα ίδια λάθη;) Ένα προκλητικό μετα-αποκαλυπτικό νουάρ, πανκ αισθητικής, με βιτριολικό χιούμορ, αλλά πρωτίστως βαθιά αλληγορικό για τους ανθρώπους που έζησαν την ουτοπία της κοινωνικής επανάστασης και δεν τους έμεινε παρά μόνο η αμφισβήτηση-αποδόμηση κάθε έννοιας κουλτούρας και εξουσίας και ένα τρελό όνειρο: Να στήσουν μια ξέφρενη μάχη ακραίων ιδεών πάνω από τον τάφο του συστήματος.
- Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη (1984) – Τιερύ Ζονκέ
Εκδόσεις Καστανιώτη (2001)
σελ. 132
«Γράφω μαύρα μυθιστορήματα. Ίντριγκες, όπου το μίσος και η απελπισία παίρνουν τη μερίδα του λέοντος και δεν σταματούν ποτέ να συντρίβουν κακούς χαρακτήρες, στους οποίους δεν δίνω καμιά πιθανότητα σωτηρίας», δηλώνει ο Τιερύ Ζονκέ, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του γαλλικού νουάρ, με έμφαση στην πολιτική και κοινωνική σάτιρα και με αρκετά ψευδώνυμα στην καριέρα του, με πιο γνωστό το Ραμόν Μερκαντέρ – το όνομα του δολοφόνου του Λέοντος Τρότσκι. Στο μυθιστόρημα Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη, ο συγγραφέας υφαίνει δύο παράλληλες ιστορίες, του Ρισάρ, ενός διάσημου πλαστικού χειρουργού που κρατά φυλακισμένη και εκδίδει μια νεαρή γυναίκα, και του Αλέξ Μπαρνύ, που καταζητείται από την γαλλική αστυνομία για μια ληστεία μετά φόνου. Ανάμεσά τους παρεμβάλλεται ο μυστηριώδης μονόλογος ενός άγνωστου άνδρα που βρίσκεται φυλακισμένος σε ένα υπόγειο. Ένα πρωτότυπο, ερωτικό θρίλερ με αρκετές σκηνές σεξουαλικών παρεκκλίσεων, που αναδεικνύουν την ψυχοσύσταση των εξαρτημένων από τα πάθη τους πρωταγωνιστών και καθιστούν κυρίαρχη μια ασφυκτικά νοσηρή ατμόσφαιρα, εντός της οποίας συνδέονται περίτεχνα οι ιστορίες και κατευθύνουν την αφήγηση σε ένα ιδιαίτερα ευρηματικό και συγκλονιστικό τέλος. Στο βιβλίο του Τιερύ Ζονκέ –με αρκετές σεναριακές παρεμβάσεις– βασίστηκε η ταινία Το δέρμα που κατοικώ (2011) του διάσημου σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον Αντόνιο Μπαντέρας στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου