Μαρία Γαβαλά, "Κόκκινος Σταυρός", εκδ. Πόλις
της Ελένης Πατσιατζή
Η
Μαρία Γαβαλά, σκηνοθέτρια
αλλά και συγγραφέας με μακρά αλλά και διακριτική διαδρομή στην ελληνική
πεζογραφία, συνθέτει ένα πολυεπίπεδο, πολυφωνικό μυθιστόρημα, κάτι
μάλλον σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα των συχνών αυτοβιογραφικών
αφηγήσεων. Κινείται μυθοπλαστικά
με χαρακτηριστική άνεση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, Ελλάδας και
Γερμανίας,
μικροκλίμακας της ατομικής ζωής και μακροκλίμακας του κοινωνικού.
Η κεντρική ηρωίδα της, η γερμανοελληνίδα (ή ελληνογερμανίδα) Αριάδνη Χόπε, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ιστορίας της Τέχνης στη Δρέσδη, με αφορμή τη διπλωματική της εργασία σχετικά με το καλλιτεχνικό έργο μιας άσημης γερμανίδας ζωγράφου που εκτελέστηκε στο πλαίσιο των προγραμμάτων «ευθανασίας» των ψυχικά νοσούντων από το ναζιστικό καθεστώς, εισέρχεται, ως σύγχρονη Αριάδνη, στον λαβύρινθο του παρελθόντος και με τον μίτο της πολυεστιακής αφήγησης μάς οδηγεί στο ιστορικό παρόν. Το κείμενο συντίθεται από εναλλασσόμενες «μαρτυρίες» σαν ένας θρυμματισμένος καθρέφτης μέσα από τα κομμάτια του οποίου συντίθεται η εικόνα όχι μόνο ενός τραυματικού ευρωπαϊκού παρελθόντος αλλά και ενός εξίσου τραυματικού παρόντος. Οι περισσότερες «μαρτυρίες» -εξαιρετικό αφηγηματικό εύρημα που συμβάλλει στην αληθοφάνεια των λεγομένων- ανήκουν σε γυναίκες είτε έγκλειστες σε ψυχιατρικά ιδρύματα είτε εργαζόμενες σε αυτά. Ο εγκλεισμός τους, τόσο στον χώρο όσο και στον κοινωνικό ρόλο, δίδεται με ιδιαίτερη ευαισθησία. Η φουκοϊκή ετεροτοπία των ψυχιατρείων αλλά και οι «γυμνές ζωές» των υποκειμένων, όπως αυτές αναλύθηκαν από τον G. Agamben, αποδίδονται λογοτεχνικά από τη Μ. Γαβαλά, με ρυθμούς κινηματογραφικούς, συχνά καταιγιστικούς. Ήδη από τον πρόλογο, που διαδραματίζεται στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» μάς προετοιμάζει για την αναγνωστική «απογείωση» που θα ακολουθήσει.
Η κεντρική ηρωίδα της, η γερμανοελληνίδα (ή ελληνογερμανίδα) Αριάδνη Χόπε, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ιστορίας της Τέχνης στη Δρέσδη, με αφορμή τη διπλωματική της εργασία σχετικά με το καλλιτεχνικό έργο μιας άσημης γερμανίδας ζωγράφου που εκτελέστηκε στο πλαίσιο των προγραμμάτων «ευθανασίας» των ψυχικά νοσούντων από το ναζιστικό καθεστώς, εισέρχεται, ως σύγχρονη Αριάδνη, στον λαβύρινθο του παρελθόντος και με τον μίτο της πολυεστιακής αφήγησης μάς οδηγεί στο ιστορικό παρόν. Το κείμενο συντίθεται από εναλλασσόμενες «μαρτυρίες» σαν ένας θρυμματισμένος καθρέφτης μέσα από τα κομμάτια του οποίου συντίθεται η εικόνα όχι μόνο ενός τραυματικού ευρωπαϊκού παρελθόντος αλλά και ενός εξίσου τραυματικού παρόντος. Οι περισσότερες «μαρτυρίες» -εξαιρετικό αφηγηματικό εύρημα που συμβάλλει στην αληθοφάνεια των λεγομένων- ανήκουν σε γυναίκες είτε έγκλειστες σε ψυχιατρικά ιδρύματα είτε εργαζόμενες σε αυτά. Ο εγκλεισμός τους, τόσο στον χώρο όσο και στον κοινωνικό ρόλο, δίδεται με ιδιαίτερη ευαισθησία. Η φουκοϊκή ετεροτοπία των ψυχιατρείων αλλά και οι «γυμνές ζωές» των υποκειμένων, όπως αυτές αναλύθηκαν από τον G. Agamben, αποδίδονται λογοτεχνικά από τη Μ. Γαβαλά, με ρυθμούς κινηματογραφικούς, συχνά καταιγιστικούς. Ήδη από τον πρόλογο, που διαδραματίζεται στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» μάς προετοιμάζει για την αναγνωστική «απογείωση» που θα ακολουθήσει.
Κοινός άξονας σύνδεσης παρελθόντος
και παρόντος είναι η ανάδυση
του
ναζιστικού φαινομένου. Τα ιστορικά γεγονότα της μεσοπολεμικής Γερμανίας
(οι
συνέπειες της ταπεινωτικής ήττας του Μεγάλου Πολέμου, η δημοκρατία της
Βαϊμάρης
και η κατίσχυση του εθνικοσοσιαλισμού) συνυφαίνονται με το παρόν των
μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, της έξαρσης της ισλαμοφοβίας, της
αύξησης της ανεργίας αλλά και των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Μπατακλάν
και αλλού. Η Γαβαλά επιλέγει να αφηγηθεί
όλο αυτό το πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο υλικό μέσα από τις μαρτυρίες προσώπων,
κατά κύριο λόγω γυναικείων, όπως προαναφέρθηκε. Γυναίκες (ερωμένες, αδελφές,
κόρες), που ζουν σε ταραγμένες ιστορικά εποχές, προσεγγίζουν μείζονα θέματα
όπως η ταυτότητα, ο έρωτας, η οικογένεια, η απώλεια, η ασθένεια, ο πόλεμος.
Κυρίως, όμως, η ματιά της συγγραφέως εστιάζει στο σώμα είτε αυτό είναι ένα σώμα ερωτικό, είτε ένα πάσχον σώμα λόγω ασθένειας ή γηρατειών, είτε είναι ένα σώμα ακρωτηριασμένο από φονικές συγκρούσεις ή ένα σώμα μη "παραγωγικό" αφού παρέμεινε άτεκνο. Το σώμα, άλλωστε, γνωρίζουμε από τον Foucault, είναι το υλικό πάνω στο οποίο εφαρμόζονται όλα τα βιοπολιτικά προτάγματα. Στο πλαίσιο της ναζιστικής βιοπολιτικής τα έγκλειστα σώματα των ψυχικά και διανοητικά νοσούντων Γερμανών ήταν εκείνα στα οποία πρωτοεφαρμόσθηκαν και τα προγράμματα «ευγονικής» από τους επιστήμονες του Γ’ Ράιχ. Οι «αδύναμοι» έπρεπε να εξοντωθούν. Υπήρξαν αντιστάσεις ή το πολιτικό πρόγραμμα εφαρμόσθηκε με απόλυτη συναίνεση του κοινωνικού σώματος; Η Μ. Γαβαλά επιχειρεί να προσεγγίσει μυθοπλαστικά αλλά και να ερμηνεύσει αυτό το ζήτημα.
«Οικογένεια
αγροτών από το Κάλενμπεργκ» του Adolf Wissel
Στον συλλογικό τόμο
«Αθέατες όψεις της ιστορίας», ο ιστορικός Γ. Κόκκινος, αναφερόμενος στην
ανάδειξη του ολοκληρωτισμού στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, τονίζει πως η κοινωνική κατηγορία των γιατρών
λειτούργησε ως ένα από τα βασικά ερείσματα αλλά και ως ένας από τους κύριους
μηχανισμούς άσκησης της εθνικοσοσιαλιστικής εξουσίας. Στην πλειονότητά τους οι
Γερμανοί γιατροί ανέλαβαν τον ρόλο ενός σώματος εντεταλμένων τεχνοκρατών για
τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των ρατσιστικών και γενοκτονικών πρακτικών του
ναζισμού οι οποίες θα οδηγούσαν στην πραγμάτωση της άριας φυλετικής δυστοπίας. Όσοι Γερμανοί/-ίδες θεωρούνταν διανοητικά ή
ψυχικά ανίατοι «εκκαθαρίστηκαν». Μία από αυτές τις γυναίκες είναι και η
καλλιτέχνιδα που μελετά, στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας της, η ηρωίδα
του μυθιστορήματος, η Αριάδνη. Με αφορμή την περιπέτεια αυτής της φανταστικής
ζωγράφου η Γαβαλά ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά όχι μόνο το πολυσύνθετο
πολιτικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής
Γερμανίας αλλά και όλες τις αισθητικές αναζητήσεις που εμφανίστηκαν σε αυτή.
Δεν της διαφεύγει πως η σύντομη ζωή της
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συνδέεται με την ανάδειξη και άνθηση καλλιτεχνικών
ρευμάτων, με κυρίαρχο αυτό του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Η πύκνωση του πολιτικού χρόνου εκείνης της ιστορικής περιόδου στη Γερμανία, μετά τη λήξη του πολέμου αλλά και η παράλληλη παρουσία και σύγκρουση τριών διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων (κομμουνισμός, σοσιαλδημοκρατία, ναζισμός) δημιουργούν μια εικόνα εξαιρετικά σύνθετη κι ενδιαφέρουσα τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά που βρήκε την αντανάκλασή της και στην τέχνη (ντανταϊσμός, σουρεαλισμός, κονστρουκτιβισμός, κυβισμός κ.α.). Η σχολή Bauhaus, οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις της πρωτοπορίας αλλά και η καταδίωξή τους από τον ναζισμό αναδεικνύονται , μέσω της έρευνας της Αριάδνης Χόπε, ως στοιχεία «ευγονικής» και στον χώρο της Τέχνης. Άλλωστε, ο όρος «εκφυλισμός» (Εntartung), που χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για να χαρακτηρίσει τα έργα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά στην ευγονική. Ο φυσικός και ευγονιστής Μαξ Νορντάου εισήγαγε τον όρο για να περιγράψει συγκεκριμένα καλλιτεχνικά είδη και μορφές στο δίτομο πόνημά του Entartung (1892). O Νορντάου, που συμπτωματικά ήταν Εβραίος, όρισε τον εκφυλισμό ως ασθένεια που προκαλούν οι καταιγιστικές αλλαγές του σύγχρονου πολιτισμού, περιγράφοντας την πρωτοποριακή τέχνη ως άρρωστη και εκφυλισμένη και εξισώνοντας τον μοντέρνο καλλιτέχνη με τον εγκληματία. Ο όρος «Εκφυλισμένη Τέχνη» (Entartete Kunst), υιοθετήθηκε από τους Ναζί, οι οποίοι ανέλαβαν να "εξυγιάνουν" τον καλλιτεχνικό κόσμο Μην ξεχνάμε πως και ο Α. Hitler, επίδοξος ζωγράφος ο ίδιος, στον «Αγώνα» του, αναφερόμενος στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής χρησιμοποιεί όρους όπως «πανούκλα», «μαύρη πανώλη του παλιού καιρού», «δηλητήριο», «οι χειρότεροι βάκιλοι που δηλητηρίασαν ποτέ την ανθρώπινη ψυχή». Λίγο αργότερα ισχυρίζεται πως ανακάλυψε πως πίσω από αυτή την καλλιτεχνική παραγωγή, κατά τα «εννέα δέκατα» κρύβονται Εβραίοι. Καθίσταται προφανές πως οι Ναζί δεν είχαν κανένα λόγο να ανεχθούν μορφές τέχνης που ο Φύρερ απέρριπτε και ευθύς αμέσως μετά την άνοδό τους στην εξουσία κατήργησαν την σχολή του Bauhaus. Έκτοτε κυνήγησαν τη μοντέρνα τέχνη όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις κατακτημένες χώρες. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες διώχθηκαν, αυτοεξορίσθηκαν ενώ κάποιοι, όπως ο Κίρχνερ, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία.
Πορτραίτο της Elfriede Lohse-Wächtle,
ζωγράφου που δολοφονήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς στο πλαίσιο προγράμματος
"ευθανασίας", το καλοκαίρι του 1940
Η πύκνωση του πολιτικού χρόνου εκείνης της ιστορικής περιόδου στη Γερμανία, μετά τη λήξη του πολέμου αλλά και η παράλληλη παρουσία και σύγκρουση τριών διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων (κομμουνισμός, σοσιαλδημοκρατία, ναζισμός) δημιουργούν μια εικόνα εξαιρετικά σύνθετη κι ενδιαφέρουσα τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά που βρήκε την αντανάκλασή της και στην τέχνη (ντανταϊσμός, σουρεαλισμός, κονστρουκτιβισμός, κυβισμός κ.α.). Η σχολή Bauhaus, οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις της πρωτοπορίας αλλά και η καταδίωξή τους από τον ναζισμό αναδεικνύονται , μέσω της έρευνας της Αριάδνης Χόπε, ως στοιχεία «ευγονικής» και στον χώρο της Τέχνης. Άλλωστε, ο όρος «εκφυλισμός» (Εntartung), που χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για να χαρακτηρίσει τα έργα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά στην ευγονική. Ο φυσικός και ευγονιστής Μαξ Νορντάου εισήγαγε τον όρο για να περιγράψει συγκεκριμένα καλλιτεχνικά είδη και μορφές στο δίτομο πόνημά του Entartung (1892). O Νορντάου, που συμπτωματικά ήταν Εβραίος, όρισε τον εκφυλισμό ως ασθένεια που προκαλούν οι καταιγιστικές αλλαγές του σύγχρονου πολιτισμού, περιγράφοντας την πρωτοποριακή τέχνη ως άρρωστη και εκφυλισμένη και εξισώνοντας τον μοντέρνο καλλιτέχνη με τον εγκληματία. Ο όρος «Εκφυλισμένη Τέχνη» (Entartete Kunst), υιοθετήθηκε από τους Ναζί, οι οποίοι ανέλαβαν να "εξυγιάνουν" τον καλλιτεχνικό κόσμο Μην ξεχνάμε πως και ο Α. Hitler, επίδοξος ζωγράφος ο ίδιος, στον «Αγώνα» του, αναφερόμενος στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής χρησιμοποιεί όρους όπως «πανούκλα», «μαύρη πανώλη του παλιού καιρού», «δηλητήριο», «οι χειρότεροι βάκιλοι που δηλητηρίασαν ποτέ την ανθρώπινη ψυχή». Λίγο αργότερα ισχυρίζεται πως ανακάλυψε πως πίσω από αυτή την καλλιτεχνική παραγωγή, κατά τα «εννέα δέκατα» κρύβονται Εβραίοι. Καθίσταται προφανές πως οι Ναζί δεν είχαν κανένα λόγο να ανεχθούν μορφές τέχνης που ο Φύρερ απέρριπτε και ευθύς αμέσως μετά την άνοδό τους στην εξουσία κατήργησαν την σχολή του Bauhaus. Έκτοτε κυνήγησαν τη μοντέρνα τέχνη όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στις κατακτημένες χώρες. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες διώχθηκαν, αυτοεξορίσθηκαν ενώ κάποιοι, όπως ο Κίρχνερ, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία.
«Ο δημαγωγός» (1928), του
Γκέοργκ Γκρος
Η S. Sontag στο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού» τονίζει πως
οι ναζί περιφρονούσαν οτιδήποτε είχε σχέση με την κριτική, τον στοχασμό, τον
πλουραλισμό. Τα έργα τέχνης έπρεπε να εξυμνούν μια κοινωνία στην οποία η
επίδειξη σωματικής επιδεξιότητας και θάρρους και η νίκη του ισχυρότερου πάνω
στον πιο αδύναμο συνιστούν τα ενοποιητικά σύμβολα της κοινοτικής κουλτούρας.
Ο Joseph Goebbels
επισκέπτεται την έκθεση για την "Εκφυλισμένη Τέχνη"
Αυτό που είναι
αξιοσημείωτο είναι πως η συγγραφέας κατορθώνει να αναπαραστήσει λογοτεχνικά όλο
αυτό το εξαιρετικά πολυσύνθετο υλικό που άπτεται ζητημάτων ιστορικότητας των
επιστημονικών πρακτικών, βιοπολιτικής, ιστορίας της τέχνης, ερμηνείας του
ολοκληρωτισμού και των συνεπειών του, χωρίς να χάνει την επαφή της με το
σήμερα, με τις σύγχρονες προκλήσεις και τους προβληματισμούς και χωρίς να κάνει
αισθητικές εκπτώσεις. Εντάσσει τον/την αναγνώστη/ρια,
μέσω της πολυεστιακής αφήγησης, στην ατμόσφαιρα κάθε εποχής (η πρώτη
"μαρτυρία" ανήκει στο έτος 1888 και η τελευταία στο έτος 2017) αλλά
και στα υπαρξιακά προβλήματα των προσώπων με χαρακτηριστική λιτότητα
εκφραστικών
μέσων, ρέουσα γλώσσα, απόλυτο έλεγχο του αφηγηματικού ρυθμού και εστίαση
στο ουσιαστικό.
Ένα μυθιστόρημα άξιο και των δύο όρων που το συγκροτούν ετυμολογικά ("μύθος"- "ιστορία").
Ένα μυθιστόρημα άξιο και των δύο όρων που το συγκροτούν ετυμολογικά ("μύθος"- "ιστορία").
«Κόκκινος σταυρός»
Ημερομηνία έκδοσης: Μάρτιος 2018
Σελίδες: 480
Info: Εκδόσεις Πόλις
Συγγραφέας: Μαρία ΓαβαλάΗμερομηνία έκδοσης: Μάρτιος 2018
Σελίδες: 480
Πηγή άρθρου: dimichri65.blogspot.gr
________________
________________
*ΓΑΒΑΛΑ, ΜΑΡΙΑ
Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έχει δουλέψει στην εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με το επιστημονικό ντοκιμαντέρ, έχει γυρίσει ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και αφηγηματικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Έχει γράψει κείμενα για τον κινηματογράφο, που έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, εφημερίδες και στις ειδικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Επίσης έχει μεταφράσει θεωρητικά κείμενα για τον κινηματογράφο και σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία..:BiblioNet (Εργογραφία/κριτικές:) Γαβαλά, Μαρία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η ταραγμένη ζωή ζωή και το τραγικό τέλος μιας σπουδαίας ζωγράφου
murdered on 31 July 1940 in Sonnenstein mental institution in Pirna
German painter
110th birthday 4 December 2009
Biography
The tragedy of this great artist’s life can hardly be imagined.Given their narrow middle-class background, Elfriede Wächtler’s parents were totally unprepared to cope with the brilliance and eccentricity of their daughter and tried—unsuccessfully—to block her career as an artist. Elfriede attended the Academy of Art in Dresden and left home at the age of sixteen, earning her living by making batik articles. She associated with the artistic bohème of Dresden, became a devotee of Dada, and attended events of the Spartacus League, educating herself politically and socially, as did many sensitive young people shocked by the horrors of World War I.
To the great astonishment of her friends she married a totally inappropriate man, the ruthless spendthrift and casual artist Kurt Lohse, who quickly ran through her money as well as his own. Endless poverty became the trademark of her life.
The couple separated, and Lohse moved to Hamburg, where he fell ill. Elfriede Wächtler took pity on him and decided to care for him in Hamburg. Soon, however, Lohse had a new lover, and Elfriede Wächtler was living and working in Hamburg under such pitiful emotional and financial conditions that she suffered a nervous breakdown. A stay in a mental health clinic provided the rest and regular meals she needed for recovery. During this stay of several weeks she painted portraits of her fellow patients, the „Friedrichsberger Köpfe“ (Friedrichsberg Portraits), which earned enthusiastic praise from the art critics. Elfriede Wächtler had gained fame but would continue to live in poverty.
It is amazing that Elfriede Wächtler was able to create such magnificent works despite the acute everyday worries, emotional isolation and even occasional homelessness that plagued her. In the main, her paintings portray persons living on the margins of society—social outsiders, minorities and outcasts. She unmasks but never moralizes and is regarded by the critics as on a par with Otto Dix, Oskar Kokoschka, Jeanne Mammen and Egon Schiele.
After the artistically very productive, but personally annihilating years in Hamburg she sought refuge with her parents in Dresden, who now experienced anew the disruption of their peaceful middle-class life. When her father had her committed in 1932 to the state mental institution in Arnsdorf near Dresden, however, it was certainly not out of malicious motivation. At a loss as to how else to meet the overwhelming human and financial demands of the situation, he had found a “warehouse” for the daughter who seemed so odd to him.
But now Elfriede Wächtler’s fate had been permanently sealed—she was labeled “schizophrenic.” Lohse divorced her in 1935 because of her “incurable mental illness;” in the meantime his lover had given birth to several children. Also in 1935, the National Socialist “Law of Congenital Health” led to her compulsory sterilization. This dehumanizing humiliation virtually extinguished Elfriede Wächtler’s creative powers, for up to this point she had continued to paint and draw, preserving her survival instinct and creative impulse within the realm of art. Finally, in her 41st year, Elfriede Wächtler became a victim of “Aktion T 4,” Hitler’s program of mass annihilation of mentally and physically handicapped persons, or so-called “life unworthy of life.”
trans. Joey Horsley.
For additional information and other pictures please consult the German Version.
Literature & Sources
Bock, Gisela. 1985. Zwangssterilisation im Nationalsozialismus. Studien zur Rassenpolitik und Frauenpolitik. Opladen. Westdeutscher Verlag.Böhm, Boris. Hg. 2003. “Ich allein weiß, wer ich bin”: Elfriede Lohse-Wächtler (1899-1940): Ein biografisches Porträt. Begleitband zur Gemeinschaftsausstellung des Stadtmuseums Pirna und der Stiftung Sächsische Gedenkstätten/Gedenkstätte Pirna-Sonnenstein; Stadtmuseum Pirna, 25. Januar – 21. April 2003. Pirna. Kuratorium Gedenkstätte Sonnenstein.
Duda, Sibylle. 1999. “Elfriede Lohse-Wächtler”, in: Duda, Sibylle & Luise F. Pusch. Hg. 1999. WahnsinnsFrauen. Dritter Band. Frankfurt/M. suhrkamp TB 2493. S. 139-171.
Klee, Ernst. 1995. “Euthanasie” im NS-Staat. Die “Vernichtung lebensunwerten Lebens”. Frankfurt/M. Fischer.
Küster, Bernd. Hg. 1995. Malerinnen des XX. Jahrhunderts: Dora Bromberger, Maria von Heider–Schweinitz, Elfriede Lohse–Wächtler, Erna Schmidt–Caroli, Ursula Schuh, Rose Sommer–Leypold. Bremen. Donat.
Peters, Anne & Adolf Smitmans. Hg. 1996. Paula Lauenstein, Elfriede Lohse-Wächtler, Alice Sommer: Drei Dresdener Künstlerinnen in den zwanziger Jahren. Städtische Galerie Albstadt, 24. November 1996 bis 19. Januar 1997. Albstadt. Städtische Galerie.
Lohse-Wächtler, Elfriede. 2000. ”… das oft aufsteigende Gefühl des Verlassenseins”: Arbeiten der Malerin Elfriede Lohse-Wächtler in den Psychiatrien von Hamburg-Friedrichsberg (1929) und Arnsdorf (1932 - 1940). Hg. von der Stiftung Sächsische Gedenkstätten zur Erinnerung an die Opfer Politischer Gewaltherrschaft. Dresden. Verlag der Kunst.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου