Κυριακή, Απριλίου 29, 2018

Η γοτθική λογοτεχνία του τρόμου : ένα διήγημα του Ουίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ

H Βίβλος της γοτθικής κουλτούρας

H Βίβλος της γοτθικής κουλτούρας



Gavin Baddeley
μετάφραση: Ονούφριος Ντοβλέτης



"Το Gothic δεν είναι απλώς υποκουλτούρα της νεολαίας, μια καταθλιπτική αισθητική ή ένα λογοτεχνικό είδος. Είναι μια φιλοσοφική οπτική - μια θέαση του κόσμου, όπως είπε και ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφοs Joseph Sheridan Le Fanu στο In a Glass Darkly. Είναι ο κόσμος σε αρνητικό φωτογραφίας, ανεστραμμένος - εδώ το παράδοξο και το απόκοσμο αποτελούν κοινό τόπο, ενώ κατά κάποιο τρόπο το σύνηθες είναι αλλόκοτο. Εδώ το σκοτεινό και το απειλητικό ασκούν μια ακαταμάχητη έλξη.
Η πόλη της τρομερής νύχτας, δηλαδή η σκιά του σύγχρονου κόσμου μας, δεν περιορίζεται σε κανέναν τόπο ή χρόνο. Είναι το στοιχειωμένο από την ομίχλη Λονδίνο της Βικτωριανής εποχής, που τρέμει υπό την απειλή της λεπίδας του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Είναι το Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα, μια ένδοξη μποέμ κόλαση. Είναι το Βερολίνο της δεκαετίας του '20 , όπου γλεντζέδες με μάτια κατακόκκινα χορεύουν και πίνουν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καταπνίξουν τον θόρυβο της στρατιωτικής μπάντας που πλησιάζει. Είναι το Λος Άντζελες του 20ού αιώνα, η "πόλη της νύκτας", ένα εργοστάσιο παραγωγής ονείρων εξειδικευμένο στους εφιάλτες. Είναι ένα βασίλειο λυκόφωτος που μου έχει γίνει πολύ οικείο. Σας προτείνω ταπεινά να με ακολουθήσετε σε αυτό μου το ταξίδι μέσα στην καρδιά του σκότους..."

Gavin Baddeley


Σχετική εικόνα

*Γοτθική μυθοπλασία - Βικιπαίδεια

 Αποτέλεσμα εικόνας

*The Spectre Bride - Wikisource, the free online library (TEXT)


William Harrison Ainsworth

 The Spectre Bride

Ουίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ

 Η Νύφη του Σατανικού Φαντάσματος

Αποτέλεσμα εικόνας για gothic horror animated gif
Διήγημα τρόμου

Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Το κάστρο του Χέρνσβολφ, κατά τα τέλη του 1655, ήταν o ο τόπος της μόδας και της διασκέδασης. Ο ομώνυμος βαρόνος ήταν ο ισχυρότερος ευγενής της Γερμανίας, και εξίσου ξακουστός για τα πατριωτικά επιτεύγματα των γιων του καθώς και για το κάλλος της μοναχοκόρης του. Η γη των Χέρνσβολφ, που βρισκόταν στο κέντρο του Μέλανος Δρυμού, είχε παραχωρηθεί σ’ έναν από τους προγόνους του βαρόνου ως δείγμα ευγνωμοσύνης του έθνους και περιήλθε μαζί με άλλες κληρονομικές κτήσεις στην οικογένεια του τωρινού ιδιοκτήτη. Το οικοδόμημα ήταν ένα οχυρωμένο, γοτθικό αρχοντικό, κτισμένο σύμφωνα με τον πιο επιβλητικό αρχιτεκτονικό ρυθμό των χρόνων εκείνων, και αποτελούνταν κυρίως από σκοτεινούς, ελικοειδείς διαδρόμους καθώς και από θολωτά με τάπητες στους τοίχους δωμάτια, μεγαλοπρεπή, πράγματι, ως προς το μέγεθός τους, αλλά μάλλον ακατάλληλα για προσωπική άνεση, λόγω της ζοφερής τους μεγαλοπρέπειας.
Ένα σκοτεινό δασύλλιο από κωνοφόρα και μελίες περιέβαλλαν το κάστρο από κάθε πλευρά, και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα κατήφειας γύρω από τον χώρο, ο οποίος σπάνια ζωντάνευε από τη χαρωπή λιακάδα και το φως του ουρανού.
Οι καμπάνες του κάστρου σήμαιναν χαρμόσυνα στο  χειμωνιάτικο λυκόφως, ενώ ο φύλακας του κάστρου μαζί με την ακολουθία του είχαν πάρει θέσεις στις επάλξεις, για ν’ αναγγείλουν την άφιξη των καλεσμένων που έρχονταν για να συμμετάσχουν στο γλέντι που γινόταν εντός των τειχών. Η δεσποσύνη Κλοτίλδη, η μοναχοκόρη του βαρόνου, είχε μόλις κλείσει τα δεκαεφτά της, και για τα γενέθλιά της είχαν προσκαλέσει μια λαμπρή συντροφιά. Οι πόρτες των ευρύχωρων θολωτών αιθουσών ήταν ορθάνοιχτες για την υποδοχή των πολυάριθμων καλεσμένων, και η ευθυμία της βραδιάς μόλις είχε ξεκινήσει όταν το ρολόι του πύργου που οδηγούσε στα μπουντρούμια του κάστρου ακούστηκε να χτυπάει με ασυνήθιστη επισημότητα και αμέσως ένας ξένος με ψηλό ανάστημα, ντυμένος κατάμαυρα έκανε την εμφάνισή του στην αίθουσα του χορού. Υποκλίθηκε με χάρη σε κάθε κατεύθυνση, αλλά όλοι τον υποδέχθηκαν με την πιο αυστηρή επιφύλαξη. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν κι από πού ήρθε, αλλά ήταν εμφανές από το παρουσιαστικό του πως ήταν διακεκριμένος ευγενής, και, παρόλο που τον δέχτηκαν με δυσπιστία, όλοι του συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό. Αποτάθηκε ιδιαίτερα στην κόρη του βαρόνου με τέτοιες έξυπνες και αβρές φιλοφρονήσεις καθώς και με τόσα σαγηνευτικά λόγια, ώστε γρήγορα εξήψε τα αισθήματα της νεαρής και ευαίσθητης αποδέκτριας. Τελικά, μετά από κάποιους δισταγμούς εκ μέρους του οικοδεσπότη, ο οποίος, μαζί με την υπόλοιπη ομήγυρη, αδυνατούσε πλέον να συμπεριφερθεί στον ξένο με αδιαφορία, τον παρακάλεσε να μείνει μερικές μέρες στο κάστρο, και την πρόσκληση αυτή ο ξένος τη δέχτηκε με χαρά.
Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και όταν όλοι αποσύρθηκαν να αναπαυθούν, ακούστηκαν από τον γκρίζο πύργο οι αργοί και βαριοί χτύποι της καμπάνας που κουνιόταν από μόνη της πέρα δώθε, αν και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά πνοή ανέμου ώστε να κάνει τα δέντρα του δάσους να κουνιούνται. Πολλοί από τους καλεσμένους το επόμενο πρωί κατά το πρόγευμα ισχυρίστηκαν πως είχαν ακούσει ήχους μιας μελωδικότατης ουράνιας μουσικής, ενώ όλοι επέμεναν με βεβαιότητα ότι είχαν επίσης ακούσει τρομακτικούς θορύβους που φαίνονταν να προέρχονται από τα διαμερίσματα όπου φιλοξενούνταν ο ξένος. Σύντομα ο ξένος έκανε την εμφάνισή του στον κύκλο του πρωινού και όταν αναφέρθηκαν στα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας, ένα σκοτεινό χαμόγελο ανέκφραστης αινιγματικότητας ζωγραφίστηκε στα σαρδόνια χαρακτηριστικά του προσώπου του και κατόπιν ο ίδιος πήρε μια έκφραση βαθύτατης μελαγχολίας. Απηύθυνε την κουβέντα του κυρίως στην Κλοτίλδη, και όταν αφηγήθηκε τα διαφορετικά μέρη που επισκέφθηκε, τις ηλιόλουστες περιοχές της Ιταλίας, όπου πάντα ο αέρας αποπνέει το άρωμα των λουλουδιών και το καλοκαιρινό αεράκι φυσάει πάνω σε μια γλυκιά χώρα, όπου το χαμόγελο της μέρας βυθίζεται στην απαλότερη ομορφιά της νύχτας, και η χάρη του ουρανού δεν σκοτεινιάζει ούτε στιγμή – τότε προκάλεσε δάκρυα λύπης ν’ αναβλύζουν από τα στήθη της ωραίας του ακροάτριας, και για πρώτη φορά η ίδια μετάνιωνε που βρισκόταν ακόμη στο σπίτι της.
Οι μέρες κυλούσαν και κάθε στιγμή μεγάλωνε τη θέρμη των ανέκφραστων συναισθημάτων που είχε εμπνεύσει μέσα της ο ξένος. Ο ίδιος ποτέ δε μίλησε ανοιχτά για έρωτα, αλλά τον υπονοούσε στα λόγια του, στους τρόπους  και στον τόνο της φωνής του, καθώς και στην υπνωτιστική απαλότητα του χαμόγελού του, και όταν ανακάλυψε πως είχε πετύχει να την εμπνεύσει με ευνοϊκά συναισθήματα, η έκφρασή του για μια στιγμή έδειξε μια χλεύη διαβολικότατου χαρακτήρα, η οποία μετά εξαφανίστηκε στα σκοτεινά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Όταν τη συναντούσε ενώπιον των γονιών της, αμέσως έδειχνε σεβασμό και υποταγή, και μόνο όταν βρισκόταν κατ’ ιδίαν μαζί της κατά τους περιπάτους της μέσα στις σκιερές εσοχές του δάσους, φορούσε το προσωπείο του πλέον παθιασμένου θαυμαστή της.
Καθώς καθόταν μια βραδιά με τον βαρόνο στην ξυλεπένδυτη αίθουσα της βιβλιοθήκης, η κουβέντα στράφηκε σε υπερφυσικά φαινόμενα. Ο ξένος παρέμεινε επιφυλακτικός και μυστηριώδης κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά όταν ο βαρόνος με διάθεση αστεϊσμού δεν παραδέχτηκε την ύπαρξη φαντασμάτων και ειρωνικά ενέπαιξε την εμφάνισή τους, τα μάτια του ξένου άστραψαν με μια απόκοσμη λάμψη, και η μορφή του φάνηκε να μεγαλώνει πάνω από τις φυσιολογικές διαστάσεις της. Όταν σταμάτησε η συζήτηση, ακολούθησε μια παύση γεμάτη φόβο για λίγα δευτερόλεπτα και κατόπιν ακούστηκε μια χορωδία ουράνιας αρμονίας μέσα από το ξέφωτο του σκοτεινού δάσους. Όλοι έμειναν εκστασιασμένοι και περιχαρείς, εκτός από τον ξένο ο οποίος ταράχτηκε και σκυθρώπιασε. Κοίταξε τον ευγενή οικοδεσπότη και κάτι σαν δάκρυ ανάβλυσε στα σκοτεινά του μάτια. Μετά την παρέλευση ολίγων δευτερολέπτων η μουσική έσβησε απαλά στο βάθος και τα πάντα ησύχασαν σαν πρώτα. Σύντομα ο βαρόνος βγήκε από τη βιβλιοθήκη ακολουθούμενος αμέσως από τον ξένο. Δεν είχε λείψει πολύ όταν ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος, σαν κάποιος να βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία, και ο βαρόνος βρέθηκε νεκρός, ξαπλωμένος διάπλατα στους διαδρόμους. Το πρόσωπό του είχε έναν μορφασμό πόνου και στον μαυρισμένο του λαιμό ήταν ορατό το αποτύπωμα λαβής από ανθρώπινο χέρι. Αμέσως σήμανε συναγερμός, το κάστρο ερευνήθηκε προς πάσα κατεύθυνση, αλλά ο ξένος έγινε άφαντος και κανείς δεν τον είδε πια. Η σορός του βαρόνου, εντωμεταξύ, κηδεύτηκε και ενταφιάστηκε δεόντως, και η ανάμνηση του φοβερού συμβάντος παρέμεινε σαν κάτι που κάποτε υπήρξε.

***

Μετά την εξαφάνιση του ξένου, ο οποίος είχε πράγματι σαγηνεύσει τις αισθήσεις της, η τρυφερή Κλοτίλδη, όπως ήταν φυσικό, έπεσε σε μαρασμό. Της άρεσε, πάραυτα, να κάνει τους πρωινούς και απογευματινούς της περιπάτους στα μέρη όπου εκείνος συνήθιζε να συχνάζει και να φέρνει στη μνήμη της τα τελευταία του λόγια, να στοχάζεται το γλυκό του χαμόγελο και να περιφέρεται στο σημείο όπου είχε κάποτε μιλήσει μαζί του για έρωτα. Απέφευγε κάθε επικοινωνία με κόσμο, και ποτέ δεν έδειχνε χαρούμενη, και μόνο ηρεμούσε όταν κλεινόταν στη μοναξιά του δωματίου της. Και τότε ξεσπώντας σε δάκρυα έβγαζε τον πόνο της. Ο έρωτας, τον οποίο έκρυβε με την παρθενική της σεμνότητα, έβγαινε βίαια από μέσα της στις ώρες της μοναξιάς της. Πανέμορφη, αλλά και τόσο αποτραβηγμένη ήταν η κόρη που καρτερικά πενθούσε, ώστε ήδη έδειχνε σαν άγγελος απαλλαγμένη από τα δεσμά του κόσμου και προετοιμασμένη να πετάξει στον παράδεισο.
Καθώς έκανε τον περίπατό της μια καλοκαιρινή βραδιά στο απομονωμένο μέρος που είχε διαλέξει σαν το προτιμώμενό της ησυχαστήριο, αργά βήματα την πήραν ξωπίσω της. Γύρισε και προς ανείπωτη έκπληξή της είδε τον ξένο. Βάδισε χαρωπά πλάι της και άρχισε να μιλάει ζωηρά.

 «Μ’ εγκαταλείψατε», αναφώνησε καταχαρούμενη η νέα, «και όλη η ευτυχία χάθηκε για μένα για πάντα. Αλλά τώρα που επιστρέψατε, θα ξαναγίνουμε ευτυχισμένοι;» 
«Ευτυχισμένοι», απάντησε ο ξένος σ’ ένα περιφρονητικό ξέσπασμα λοιδορίας. «Θα μπορούσα ποτέ να είμαι ξανά ευτυχισμένος – είναι δυνατόν;  – αλλά συγχώρησέ με για την αναστάτωση, αγαπημένη μου, και απόδωσέ την στη χαρά που νιώθω για τη συνάντησή μας. Ω! έχω τόσα να σου πω. Πράγματι, και, με τη σειρά μου, να δεχτώ πολλά καλά λόγια, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου; Έλα, πες μου ειλικρινά, ήσουν ευτυχισμένη όσο έλειπα; Όχι, το βλέπω στα βαθουλωμένα σου μάτια, στα ωχρά σου μάγουλα – κάτι που η φτωχή μου πεζοπόρος έχει τουλάχιστον κερδίσει κάποιο μικρό ενδιαφέρον στην καρδιά του αγαπημένου της. Έχω ταξιδέψει σ’ άλλα μέρη, έχω δει άλλους λαούς, έχω συναναστραφεί με άλλες γυναίκες, όμορφες και φτασμένες, αλλά μόνον έναν άγγελο έχω συναντήσει, κι αυτός βρίσκεται τώρα μπροστά μου. Δέξου αυτή την ταπεινή προσφορά της στοργής μου, αγαπημένη μου», συνέχισε ο ξένος κι έκοψε ένα άνθος από μια αγριοτριανταφυλλιά. «Είναι ωραίο σαν τα αγριολούλουδα που στολίζουν τα μαλλιά σου, και γλυκομύριστο σαν την αγάπη που τρέφω για σένα».
 «Είναι στ’ αλήθεια γλυκομύριστο», αποκρίθηκε η Κλοτίλδη, «αλλά η ευωδία του θα ξεθυμάνει πριν μας τυλίξει η νύχτα. Είναι όμορφο, αλλά η ομορφιά του είναι βραχύβια, όπως η αγάπη που δείχνει ο άντρας. Ας μην είναι, λοιπόν, αυτός ο χαρακτήρας της προσήλωσής σας. Φέρτε μου το λεπτοκαμωμένο αειθαλές, το ευωδιαστό λουλούδι που ανθίζει όλο τον χρόνο, και τότε θα πω, καθώς θα στεφανώνω τα μαλλιά μου, οι βιολέτες άνθισαν και μαράθηκαν, τα ρόδα άνοιξαν και αλλοιώθηκαν, αλλά το αειθαλές παραμένει σφριγηλό, κι έτσι παραμένει κι η αγάπη που αναβλύζει από την καρδιά! Δε θα μ’ αφήσετε, δεν μπορείτε να μ’ εγκαταλείψετε. Ζω μόνο από σας. Εσείς είστε όλες μου οι ελπίδες, οι σκέψεις μου, η ίδια μου η ύπαρξη. Κι αν σας χάσω, χάνω τα πάντα. Μέχρι τώρα δεν ήμουν παρά ένα μοναχικό αγριολούλουδο μέσα στην ερημιά της φύσης,  μέχρι που εσείς με μεταφυτέψατε σε πιο ευνοϊκό χώμα. Μπορείτε τώρα να ραγίσετε την τρυφερή καρδιά που την πρωτομάθατε  να φλέγεται από πάθος για σας;» 
«Μη μιλάς έτσι!», απάντησε ο ξένος, «Τα λόγια σου ξεσχίζουν την ίδια μου την ψυχή όταν τα ακούω. Άφησέ με, ξέχασέ με ,  απόφυγέ με για πάντα,  γιατί αλλιώς θα σε βρει αιώνια καταστροφή. Είμαι ένα πλάσμα που το εγκατέλειψαν ο Θεός και οι άνθρωποι – και εάν έβλεπες τη φοβισμένη καρδιά που μετά βίας χτυπά μέσα σ’ αυτό το παραμορφωμένο κινούμενο κουφάρι, θα έτρεχες να φύγεις από μένα όπως θα έκανες αν έβλεπες οχιά στο διάβα σου. Να η καρδιά μου, αγαπημένη μου, δες πόσο ψυχρή είναι. Δεν υπάρχει παλμός που να δείχνει συγκίνηση, γιατί όλη είναι παγωμένη και νεκρή όπως οι φίλοι που κάποτε είχα». 
«Είσαι δυστυχισμένος, αγαπημένε μου, αλλά η φτωχή σου Κλοτίλδη θα μείνει και θα απαλύνει τον πόνο σου. Μη σκεφτείς πως θα σ’ εγκαταλείψω στις συμφορές σου. Όχι! Θα σ’ ακολουθήσω στα πέρατα του κόσμου, και θα γίνω η δούλη σου που θα σ’ υπηρετεί, αν το θελήσεις. Θα σε προστατεύω από τους ανέμους της νύχτας ώστε να μη φυσούν πολύ άγρια το απροστάτευτό σου κεφάλι. Θα μπαίνω μπροστά στην καταιγίδα που θα λυσσομανά τριγύρω σου. Κι αν ο άπονος κόσμος θα περιφρονεί το όνομά σου – κι αν οι φίλοι σου φεύγουν και οι σύντροφοί σου λιώνουν μέσα στα μνήματά τους, θα υπάρχει πάντα μια τρυφερή καρδιά που θα σ’ αγαπά πιο πολύ στις δυστυχίες σου, θα σε λατρεύει και θα σ’ ευλογεί». Σταμάτησε να μιλάει και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, καθώς υγρά τα έστρεψε με στοργή προς τον ξένο. Αυτός απέστρεψε το πρόσωπό του και μια περιφρονητική έκφραση σαρκασμού και της πιο σκοτεινής και ολέθριας μοχθηρίας ζωγραφίστηκε στη μορφή του. Σαν αστραπή, όμως, αυτή η έκφραση εξαφανίστηκε και η γυαλάδα των ματιών του ξαναπήρε την απόκοσμη ψυχρότητα, και ξαναγυρίζοντας στη σύντροφό του αναφώνησε: «Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, η γαλήνια, υπέροχη ώρα, όταν οι καρδιές των εραστών αγάλλονται και η φύση συντροφεύει τα συναισθήματά τους με χαμόγελο. Αλλά σ’ εμένα η φύση δε θα μου χαμογελάσει πια – πριν έρθει η χαραυγή, θα βρίσκομαι πολύ μακριά από το σπίτι της αγαπημένης μου, από τα μέρη όπου η καρδιά μου έχει ενταφιαστεί. Αλλά άραγε πρέπει να σ’ αφήσω, αγαπημένο μου αγριολούλουδο, για να γίνω παίγνιο μιας ανεμοζάλης, βορά της ορεινής θύελλας;» 
 «Όχι, δε θα χωρίσουμε», απάντησε η νέα με πάθος, «όπου κι αν πας, θα σ’ ακολουθώ. Όπου μένεις, θα μένω κι εγώ. Κι ο Θεός σου θα είναι και δικός μου Θεός».
 «Ορκίσου το, ορκίσου το», επανέλαβε ο ξένος αρπάζοντας βίαια το χέρι της. «Πάρε τον φοβερό όρκο που θα σου υπαγορεύσω». Κατόπιν της είπε να γονατίσει, και υψώνοντας το δεξί του χέρι απειλητικά προς τον ουρανό και ρίχνοντας πίσω τα κορακίσια του μαλλιά, εξεστόμισε μια φοβερή κατάρα μ’ ένα απαίσιο μειδίαμα λες και ήταν μετενσαρκωμένος δαίμονας. «Άμποτε οι κατάρες ενός προσβεβλημένου Θεού», αναφώνησε, «να σε στοιχειώνουν, να κολλήσουν πάνω σου για πάντα, στην μπόρα και στην ηρεμία, στη ζωή και στον θάνατο, εάν αθετήσεις τον όρκο σου που έχεις κάνει να γίνεις δική μου. Άμποτε τα σκοτεινά πνεύματα των κολασμένων να τραγουδούν ουρλιάζοντας στ’ αυτιά σου την καταραμένη χορωδία των δαιμόνων – Άμποτε ο αέρας που αναπνέεις να κατακαίει το στήθος σου με τις άσβεστες φλόγες της κολάσεως! Άμποτε η ψυχή σου να γίνει τόπος αποσύνθεσης, όπου το πνεύμα της χαμένης χαράς θα θρονιάζεται σαν σε τάφο: όπου το σκουλήκι με τα εκατό κεφάλια ποτέ δεν πεθαίνει, κι όπου η φωτιά ποτέ δε σβήνει. Άμποτε το πνεύμα του κακού να κυριαρχεί στο πρόσωπό σου, και καθώς θα περνάς μπροστά από κόσμο να μαρτυράει: ‘ΝΑ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ’. Άμποτε φοβερά φαντάσματα να σε στοιχειώνουν τις ώρες της νύχτας. Άμποτε οι πιο αγαπημένοι σου φίλοι μέρα με τη μέρα να χάνονται στον τάφο και να σε καταριούνται όταν αφήνουν την τελευταία τους πνοή. Άμποτε ό, τι είναι το πιο απαίσιο στην ανθρώπινη φύση, πέρα από κάθε περιγραφή που μπορούν ν’ αρθρώσουν τα χείλη, να γίνει η αιώνια σου μοίρα, αν τύχει και παραβείς τον όρκο που έδωσες». 
Στο σημείο αυτό σταμάτησε – χωρίς σχεδόν να δίνει σημασία πώς αντιδρούσε το τρομοκρατημένο κορίτσι. Αυτό όμως  δέχτηκε τον φοβερό του εξορκισμό και υποσχέθηκε αιώνια πίστη σ’ αυτόν που έκτοτε θα την εξουσίαζε. «Κολασμένα πνεύματα, σας ευχαριστώ για τη συμπαράστασή σας», αναφώνησε ο ξένος. «Έχω κερδίσει γενναία την αγάπη της ωραίας μου νύφης. Τώρα είναι δική μου – δική μου για πάντα. – Ναι, ψυχή τε και σώματι δική μου. Δική μου στη ζωή και στον θάνατο. Αλλά προς τι τα δάκρυα, γλυκιά μου, πριν ακόμη περάσει ο μήνας του μέλιτος; Αλλά πράγματι έχεις λόγο να κλαις, αλλά όταν ξανασυναντηθούμε, ας είναι τούτο το σημάδι του γαμήλιου δεσμού μας». Κι αμέσως έδωσε  ένα ψυχρό φιλί στο μάγουλο της νεαρής του νύφης. Απαλύνοντας τα απερίγραπτα φρικαλέα χαρακτηριστικά του προσώπου του, της ζήτησε να τον συναντήσει στις οχτώ η ώρα την επόμενη βραδιά στο παρεκκλήσι πλάι στο κάστρο του Χέρνσβολφ. Η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του με έναν αγωνιώδη αναστεναγμό σαν να ζητούσε να προφυλαχθεί από τον ίδιο, αλλά ο ξένος ήταν ήδη φευγάτος.
 Μπαίνοντας στο κάστρο, έδειχνε φανερά ότι κατεχόταν από βαθύτατη μελαγχολία. Του κάκου οι δικοί της πάσχιζαν να την πείσουν ν’ αποκαλύψει την αιτία της αγωνίας της. Όμως, ο τρομακτικός όρκος που πήρε παράλυσε εντελώς τις δυνάμεις της και φοβόταν ακόμη και με τον παραμικρό τόνο της φωνής της ή την παραμικρή έκφραση του προσώπου της μην προδοθεί. Στο τέλος της βραδιάς, η οικογένεια αποσύρθηκε ν’ αναπαυθεί, αλλά η Κλοτίλδη, ανήμπορη να κοιμηθεί από την ανησυχία της κατάστασής της, ζήτησε να μείνει μόνη της στη βιβλιοθήκη που συγκοινωνούσε με τα διαμερίσματά της.
Ήταν πια βαθιά μεσάνυχτα. Όλο το υπηρετικό προσωπικό είχε αποσυρθεί για ύπνο, και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το μελαγχολικό ουρλιαχτό του σκύλου καθώς ατένιζε τη σελήνη που βρισκόταν στη χάση της. Η Κλοτίλδη καθόταν στη βιβλιοθήκη σε στάση βαθιού στοχασμού. Η λάμπα που έκαιγε πάνω στο τραπέζι όπου καθόταν πήγαινε να σβήσει και το κάτω μέρος του δωματίου ήταν κιόλας μισοσκότεινο. Το ρολόι στη βορεινή γωνία του κάστρου σήμανε πένθιμα στην ώρα του μεσονυκτίου και ο αντίλαλος απλώθηκε ζοφερός μέσα στη μελαγχολική ηρεμία της νύχτας. Ξαφνικά η δρύινη πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου άνοιξε απαλά και μια αναιμική μορφή ντυμένη με σάβανα προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. Κανείς ήχος δεν φανέρωνε τα αθόρυβα βήματά της καθώς πλησίαζε στο τραπέζι που καθόταν η νεαρή δεσποσύνη. Στην αρχή η ίδια δεν την αντιλήφθηκε παρά μόνο όταν ένιωσε ένα νεκρικά παγωμένο χέρι να αρπάζει δυνατά το δικό της και άκουσε μια βαριά φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί της: «Κλοτίλδη». Σήκωσε το βλέμμα της. Μια σκοτεινή μορφή στεκόταν πλάι της. Προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή της δεν ανταποκρινόταν στην προσπάθειά της. Η ματιά της είχε καρφωθεί, σαν να την είχαν μαγέψει, στη μορφή η οποία απόσυρε αργά το κάλυμμα του προσώπου της και αποκάλυψε τα πελιδνά μάτια και το σχήμα του σκελετού του νεκρού πατέρα της. Η μορφή του πατέρα της έδειχνε να τη κοιτάει με οίκτο και θλίψη, και λυπημένα αναφώνησε: «Κλοτίλδη, οι ενδυμασίες και οι υπηρέτες είναι έτοιμοι, η καμπάνα της εκκλησίας έχει κτυπήσει πένθιμα, ο ιερέας περιμένει στον βωμό, αλλά πού είναι η μνηστευμένη νύφη; Υπάρχει χώρος και γι’ αυτή μέσα στο μνήμα, και αύριο θα βρίσκεται κοντά μου».
«Αύριο;» ψέλλισε το κορίτσι σε κατάσταση αλλοφροσύνης. «Οι δαίμονες της κολάσεως θα το έχουν καταγράψει, και αύριο ο δεσμός πρέπει να λυθεί». Η μορφή σιώπησε, αποσύρθηκε αργά και σύντομα χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Το πρωί ήρθε κι έφυγε βασανιστικά και το βράδυ επιτέλους έφτασε. Το ρολόι της αίθουσας σήμανε οχτώ, και η Κλοτίλδη κατευθυνόταν ήδη προς το παρεκκλήσι. Ήταν μια σκοτεινή, καταθλιπτική νύχτα. Πυκνά σταχτιά σύννεφα αρμένιζαν πάνω στο στερέωμα και το μούγκρισμα του χειμωνιάτικου ανέμου αντηχούσε απαίσια μέσα από τα δέντρα του δάσους. Έφτασε στο καθορισμένο σημείο. Μια μορφή την περίμενε, η οποία προχώρησε προς το μέρος της. Η κοπέλα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του ξένου. «Μα! Όλα καλά, νύφη μου», αναφώνησε ο ξένος χλευαστικά, «κι εγώ καλά θ’ ανταποδώσω τη στοργή σου. Ακολούθησέ με». Προχώρησαν μαζί σιωπηλοί μέσα από τα ελικοειδή μονοπάτια προς το παρεκκλήσι μέχρι που έφτασαν στο παρακείμενο νεκροταφείο. Εκεί στάθηκαν για λίγο και ο ξένος της είπε με απαλή φωνή: «Μόνο μια ώρα ακόμη και τα βάσανα θα τελειώσουν. Κι όμως τούτη η καρδιά από ενσαρκωμένη μοχθηρία μπορεί και νιώθει, όταν παραδίδει ένα τόσο νεαρό, τόσο αγνό πνεύμα στον τάφο. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει», συνέχισε αυτός, ενώ η ανάμνηση της περασμένης της αγάπης κατέκλυζε τον νου της, «διότι ο δαίμονας που υπακούω έτσι το θέλησε. Φτωχό μου κορίτσι, σε οδηγώ πράγματι στους γάμους μας, αλλά ο ιερέας θα είναι ο θάνατος, οι γονείς σου τα μουχλιασμένα σκέλεθρα που σαπίζουν σε σωρούς γύρω μας. Και μάρτυρες της ένωσής μας τα νωθρά σκουλήκια που οργιάζουν πάνω στα σάπια κόκκαλα των νεκρών. Έλα, νεαρή μου νύφη, ο ιερέας είναι ανυπόμονος για το θύμα του». Καθώς προχωρούσαν, ένα γρήγορο, θαμπό, γαλάζιο φως έφεγγε μπροστά τους κι έδειχνε στο άκρο του νεκροταφείου την είσοδο ενός θόλου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή καθώς μπήκαν σιωπηλοί. Μια υπόκωφη βοή ανέμου έβγαινε από την κατοικία των νεκρών. Και στις δυο πλευρές υπήρχαν σε σωρούς τα σαρακοφαγωμένα απομεινάρια από φέρετρα, τα οποία με τον χρόνο κατέρρεαν πάνω στο μουσκεμένο χώμα. Σε κάθε τους βήμα πατούσαν και σ’ ένα πτώμα. Τα ξασπρισμένα οστά κροτάλιζαν απαίσια κάτω από τα πόδια τους. Στο κέντρο του θόλου υψωνόταν ένας σωρός από άθαφτους σκελετούς, πάνω στον οποίο καθόταν μια μορφή τόσο αποτρόπαιη που ακόμη και η πιο σκοτεινή φαντασία δεν μπορούσε να συλλάβει. Όπως την πλησίασαν, μέσα στον κοίλο θόλο αντήχησε ένα σατανικό γέλιο, και κάθε μουχλιασμένο πτώμα φάνηκε να ανακτά μια ανίερη ζωή. Ο ξένος σταμάτησε αδράχνοντας το θύμα του από το χέρι, ένας αναστεναγμός βγήκε από το στήθος του και ένα δάκρυ έλαμψε στα μάτια του. Όλο αυτό συνέβη αστραπιαία, κι όμως η μορφή πάνω στο σωρό σκυθρώπιασε απαίσια μ’ αυτή την αμφιταλάντευση του ξένου, και ανέμισε το ισχνό του χέρι.
Ο ξένος προχώρησε κάνοντας ορισμένους απόκρυφους κύκλους με τα χέρια του στον αέρα και προφέροντας απόκοσμες λέξεις. Μετά στάθηκε κατατρομαγμένος. Ξαφνικά όμως ξεφωνίζοντας άγρια είπε: «Νύφη του πνεύματος του σκότους, για λίγες στιγμές ανήκεις ακόμη στον εαυτό σου και μπορείς να δεις σε ποιον έχεις παραδοθεί: σ’ εμένα, που είμαι το αθάνατο πνεύμα του αχρείου εκείνου που καταράστηκε τον Σωτήρα μας πάνω στον σταυρό. Με κοίταξε την τελευταία ώρα της ύπαρξής του, κι εκείνο το βλέμμα δεν έχει χαθεί ακόμη, διότι είμαι καταραμένος υπεράνω όλων πάνω στη γη. Είμαι αιώνια καταδικασμένος στην κόλαση και αναγκάζομαι να ικανοποιώ τις ορέξεις του αφέντη μου μέχρι ο κόσμος να αποξηρανθεί σαν μια περγαμηνή, και ουρανός και γη να παρέλθουν. Εγώ είμαι εκείνος για τον οποίο θα έχεις διαβάσει και που τα κατορθώματά του θα έχεις ακούσει. Ένα εκατομμύριο ψυχές μ’ έχει ο αφέντης μου ορίσει να παγιδεύσω μέχρι να εκπληρωθεί η τιμωρία μου ώστε να μπορέσω ν’ αναπαυθώ στον τάφο μου. Εσύ είσαι η χιλιοστή ψυχή που έχω πλανέψει. Σε είδα στον καιρό της αγνότητάς σου και σε ξεχώρισα αμέσως για την κατοικία μου. Δολοφόνησα τον πατέρα σου για την αποκοτιά  του, και του επέτρεψα να σε προειδοποιήσει για τη μοίρα σου. Κι εγώ ο ίδιος σε ξεγέλασα με την αφέλειά σου. Χα! τα μάγια καλά κρατούν, και σύντομα θα δεις, γλυκιά μου, με ποιον έχεις δέσει την αθάνατή σου μοίρα, ενόσω οι αιώνες θα περνούν στην πορεία του χρόνου – ενόσω οι αστραπές θα λάμπουν, και οι κεραυνοί θα βροντούν, η τιμωρία σου θα είναι αιώνια. Κοίταξε προς τα κάτω και δες για τι προορίζεσαι». Η κοπέλα κοίταξε και ο θόλος σχίστηκε σε χίλια κομμάτια. Η γη άνοιξε στα δύο και ακούστηκε το βουητό πολλών χειμάρρων. Εμφανίστηκε ένας ωκεανός από πυρακτωμένη λάβα στην άβυσσο από κάτω της και το ανακάτεμα των ουρλιαχτών των κολασμένων με τις θριαμβευτικές κραυγές των δαιμόνων καθιστούσαν  τη φρίκη πιο φρικαλέα από όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Δέκα εκατομμύρια ψυχές σφάδαζαν μέσα στις άγριες φλόγες και, καθώς καυτά κύματα τις πετούσαν με μανία πάνω σε μαυρισμένα αδαμάντινα βράχια, ξεστόμιζαν βλαστήμιες απελπισίας. Και κάθε βρισιά αντηχούσε σαν κεραυνός πάνω στα κύματα. Ο ξένος όρμησε προς το θύμα του. Για μια στιγμή την κράτησε πάνω από τη φλεγόμενη κόλαση, την κοίταξε τρυφερά στο πρόσωπο και έκλαψε σαν μικρό παιδί. Τούτο όμως ήταν η παρόρμηση μιας στιγμής. Ξανά την άρπαξε στα μπράτσα του και την έριξε στη φωτιά με μανία. Καθώς η τελευταία της ματιά του αποχωρισμού ατένιζε το πρόσωπό του με καλοσύνη, αυτός ξεφώνησε δυνατά: «Το κρίμα δεν είναι δικό μου, είναι της θρησκείας που έχεις ασπαστεί – διότι δεν ελέχθη ότι υπάρχει το πυρ το εξώτερον, το προετοιμασμένο για τις ψυχές των αμαρτωλών; Και τώρα εσύ δεν έχεις προκαλέσει τα μαρτύριά σου;» Η καημένη κόρη ούτε άκουσε, ούτε πρόσεξε τα ξεφωνητά του βλάσφημου. Το εύθραυστο κορμάκι της αναπήδησε από βράχο σε βράχο παρασυρμένο από τα καυτά κύματα και τους πύρινους αφρούς. Καθώς αυτή έπεφτε, ο ωκεανός, θα έλεγε κανείς, αναταράχθηκε θριαμβευτικά για να δεχθεί την ψυχή της. Και καθώς αυτή βυθιζόταν βαθιά μέσα στο πύρινο φρέαρ, δέκα χιλιάδες φωνές αντηχούσαν από την απύθμενη άβυσσο: «Πνεύμα του Κακού! Εδώ πράγματι είναι η αιωνιότητα των βασάνων, η προετοιμασμένη για σένα. Εδώ είναι το σκουλήκι που ποτέ δεν παθαίνει και η φωτιά που ποτέ δε σβήνει».

Σχετική εικόναΟυίλιαμ Χάρισον Εϊνσγουόρθ (1805 - 1882). Άγγλος συγγραφέας, ειδικός στο ιστορικό μυθιστόρημα. Γεννημένος στο Μάντσεστερ, σπούδασε δικηγόρος αλλά το επάγγελμά του δεν τον είλκυε. Ο Εϊνσγουόρθ εισήχθη από τον Τζον Έμπερς, του οποίου την κόρη παντρεύτηκε, σε κύκλους της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Δούλεψε σαν εκδότης και αργότερα σαν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το 1834 με το έργο του «Ρούκγουντ» παρουσιάζοντας ως κεντρικό ήρωα τον Ντικ Τέρπιν. Μέχρι το 1881 ακολούθησαν 39 μυθιστορήματα.
Επικρίνεται για το ανακάτεμα γεγονότων και φανταστικού στα έργα του με αποτέλεσμα φανταστικοί ήρωες να θεωρούνται πραγματικά πρόσωπα, όπως ο Ντικ Τέρπιν. Οι δίκες των μαγισσών του Λανκασάιρ το 1612 κατά παρόμοιο τρόπο διαστρεβλώθηκε ως πραγματικό γεγονός γοτθικού χαρακτήρα.
Το 1854 ο Εϊνσγουόρθ έγραψε το μυθιστόρημα Το Καπνιστό Χοιρομέρι, το οποίο γέννησε στην πόλη Ντανμόου του Έσεξ το έθιμο, κατά το οποίο παντρεμένα ζευγάρια που έζησαν χωρίς τσακωμούς κατά τον συζυγικό τους βίο, κατόπιν διαγωνισμού, επιβραβεύονται με μια μεγάλη μερίδα από χοιρομέρι. Το έθιμο αυτό αποτέλεσε τη βάση της ταινίας του 1952 Made in Heaven  με πρωταγωνίστρια την Πετούλα Κλάρκ. Ο Εϊνσγουόρθ επίσης αναφέρεται ως χαρακτήρας στο ιστορικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κάρβερ (2016), Σαρκ Άλεϊ: τα απομνημονεύματα ενός δημοσιογραφίσκου, που αναφέρεται σε γεγονότα της φυλακής του Νιουγκέιτ [Shark Alley: The Memoirs of a Penny-a-Liner by Stephen Carver (2016)].

*William Harrison Ainsworth - Wikipedia


ΤHE SPECTRE BRIDE (AUDIOBOOK) 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: