«Τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα»*
Παντελής Μπουκάλας
* Ομιλία στην εκδήλωση «Προσφυγιά και μετανάστευση: κοιτίδες
πολιτισμού» του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ (Στοά του Βιβλίου,
17.4.2018).
Αναδημοσίευση :kathimerini.gr
Το
θέμα του περιπετειώδους νόστου και της προσφυγιάς λόγω πολέμου και
υποδούλωσης κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αρχαία ποίηση, επική και
δραματική. Παραμένει επίσης αγαπητό στη βυζαντινή επική ποίηση, στα
έμμετρα μυθιστορήματα και στα λαϊκά τραγούδια. Τα δημοτικά της ξενιτιάς
είναι υπόθεση των γυναικών. «Το δημοτικό τραγούδι είναι το βασίλειον της
γυναικός», έγραφε ο Στίλπων Κυριακίδης· «εις τας γυναίκας οφείλονται
κατά το πλείστον και τα τραγούδια της ξενιτειάς» («Το δημοτικό τραγούδι:
Συναγωγή μελετών», εκδοτική φροντίδα Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Ερμής, 1990). Δημιουργήθηκαν κυρίως μετά την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον 16ο αιώνα κι έπειτα, όταν, μπροστά στην τουρκική επέλαση, οι Ελληνες έφευγαν προς τη δυτική Ευρώπη (ιδίως την Ιταλία) ή την κεντρική και ανατολική (Ουγγαρία, Μολδοβλαχία, Τρανσυλβανία, νότια Ρωσία).
Την εποχή του Αγώνα αποδημούν οι πρώτοι Ελληνες προς τις ΗΠΑ: 5 το 1824, 4 το 1826, 7 το 1827. Εναν αιώνα αργότερα, 1900-1917, «περίπου 300.000 άτομα, το 1/10 του πληθυσμού της Ελλάδας, ξενιτεύονται στις ΗΠΑ», γράφει ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης στο βιβλίο «Η τριλογία της μουσικής - 1: Ελλήνων μούσα λαϊκή» (1997). Και προσθέτει: «Από τα πρώτα του φύλλα ο ομογενειακός Τύπος, προς τόνωση των εθνικών χαρακτηριστικών και, φυσικά, της κυκλοφορίας του, δημοσιεύει δημοτικά τραγούδια, ποιήματα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις. [...] Το περιοδικό τού “Εθνικού Κήρυκα”, για παράδειγμα, φιλοξενεί στο πρώτο τεύχος (1915) ένα από τα παλιότερα δίστιχα: “Κι αν γίνει ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι /να διηγηθώ τα πάθη μου ακόμα δεν με φτάνει”. Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα των παράξενων και ανεξιχνίαστων δρόμων της ανά τον κόσμο λαϊκής δημιουργίας. Καταγράφεται από τον Πουκεβίλ στο “Ταξίδι στον Μοριά” (1805), ως εξής: “Τον ουρανό κάμνω χαρτί, τη θάλασσα μελάνην / να γράψω τα πεισματικά και πάλιν δεν με φτάνει”. Το ίδιο ακριβώς φιλοξενείται στη συλλογή του Φωριέλ (1824). [...] Οι Εβραίοι, που ζουν εξόριστοι στο Τολέδο, την Γρανάδα και την Κόρδοβα (περίπου το 1492), λένε ένα άσμα με τίτλο “Σ’ αυτό το βουνό”, το οποίο τελειώνει ως εξής: “Για να ανακαλύπτω / της ζωής μου τα μυστικά / τον ουρανό θέλω χαρτί, / τη θάλασσα μελάνι”. Εχει, μάλλον, ισπανικές ρίζες, διασώζεται μέχρι τις μέρες μας και το τραγουδούν και οι Εβραίοι της Αργεντινής».
Στη μαζική μετανάστευση Ελλήνων από τα τέλη του 19ου και μετά η δημοτική μούσα είναι λιγότερο παραγωγική. Είχε αρχίσει άλλωστε να κάμπτεται ο προφορικός πολιτισμός, καταστατικό γνώρισμα του οποίου είναι η συλλογική δημιουργία, και μάλιστα η συνεχής αναδημιουργία μέσα από ατέλειωτες παραλλαγές. Δεν λείπουν ωστόσο τα ρεμπέτικα της ξενιτιάς, τα οποία, παραλαμβάνοντας μοτίβα των δημοτικών, συνεχίζουν να ιστορούν έναν καημό ιδιαίτερα γνώριμο στους Ελληνες και να αναθεματίζουν την «κακούργα» ή «μαγκούφα» ξενιτιά. Η ιστόρηση συνεχίστηκε με τα μεταπολεμικά λαϊκά της μετανάστευσης.
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ακούμε (τ’ ακούμε;) ένα έξοχο εγκώμιο της φιλοξενίας, που το συνέθεσε τον 13ο αιώνα ο Γεώργιος Ακροπολίτης και το μελοποίησε τον 17ο αιώνα ο Νέων Πατρών Γερμανός: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου το ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, όστις είδε ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους». Το «Δος μοι τούτον τον ξένον» ενέπνευσε τον άγνωστο ποιητή της υστεροβυζαντινής εποχής που συνέθεσε το «Περί της ξενιτείας» ποίημα, οι στίχοι 103-110 του οποίου έχουν ως εξής: «Είτις γαρ έχει του Θεού τον φόβον στην ψυχήν του, / ας βλέπη κι ας προσέχεται ξένον μην ονειδίση· / επεί στον κόσμον ο Θεός έπλασεν και τους ξένους. / Να πω κατά αλήθειαν το αψευδές ετούτο: / ατός του ο Παντοκράτορας, ο ποιητής των πάντων, / ατός του ξένος έγινεν κι εφάνηκεν στον κόσμον / και ατός του πρώτος έδειξεν των ξένων τις πικρίες, / τις θλίψες και τα βάσανα και τες αναισχυντίες» (βλ. Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, «Τα “Περί της ξενιτείας” ποιήματα», Δήμος Ηρακλείου - Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1995). Μολαταύτα, η επιταγή της φιλοξενίας συχνά μένει ακάλυπτη.
Σχολιάζοντας τις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Ν.Γ. Πολίτη στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας, το 1914, ο Κ.Π. Καβάφης έγραφε με κάποιο παράπονο: «Μόνον οκτώ τραγούδια “Της Ξενιτειάς” περιέχει το βιβλίον. Θα ήθελα να ήσαν περισσότερα. Με κάμνει εντύπωσι σε πολλά απ’ τα τραγούδια της ξενιτειάς η βαθιά των λύπη, η μεγάλη οδύνη της αναχωρήσεως. Κάπως περίεργα με φαίνονται σ’ έναν λαό σαν τον δικό μας που έτσι εύκολα και θαρραλέα –σχεδόν αμέριμνα– ξενιτεύεται». Εχει ωστόσο ιστορική και κοινωνική εξήγηση η «βαθιά λύπη» τους, που επικυρώνει τη συγγένειά τους με τα μοιρολόγια. Γράφει με βαθιά αγάπη ο Κλωντ Φωριέλ στα Προλεγόμενα των «Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών» (Παρίσι 1824, βλ. τώρα την έκδοσή τους από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, επιμέλεια Αλέξης Πολίτης):
«Ο πόθος να μορφωθούν, ο κατατρεγμός, η ανάγκη να δημιουργήσουν με κάποια τέχνη ένα μικρό κομπόδεμα που δεν μπορούσαν καθόλου να φτιάξουν στον τόπο τους αναγκάζει συχνά τους Ελληνες να εκπατρισθούν για λίγο καιρό· και δεν υπάρχει γι’ αυτούς πιο πικρό πράγμα από τούτους εδώ τους εκπατρισμούς, όσο πρόσκαιροι και αν είναι. Θα κοστίζει στ’ αλήθεια περισσότερο σ’ έναν Ελληνα παρά σε όποιον άλλον Ευρωπαίο ν’ αφήνει τον τόπο του. Είναι ο τόπος που ο ουρανός χαμογελά πιο γλυκά στη γη, είναι ο τόπος με τα όμορφα βουνά, με τα όμορφα λαγκάδια, με τις όμορφες βρυσούλες, είναι εκεί όπου οι μητέρες και οι αδελφές, οι γυναίκες και οι αγαπητικές ξέρουν να αγαπούν καλύτερα. Για έναν Ελληνα, τα ξένα είναι η γη της συμφοράς, της εξορίας που δεν την ονοματίζει ποτέ χωρίς να προσθέτει ένα επίθετο (“έρεμα”), που εκφράζει συνάμα τον καημό για ό,τι πιο γλυκό υπάρχει, και την πρόβλεψη ή την αίσθηση για ό,τι πιο φρικτό υπάρχει».
Ενα δίστιχο της Κάσου δείχνει με πλήρη σαφήνεια τι σημαίνει ξενιτιά: «Εμίσεψες και μ’ άφησες σα χώρα κουρσεμένη, / σαν εκκλησιά αλειτρούητη και καταρημασμένη». Το ίδιο ένα ρουμελιώτικο τραγούδι: «Λείπει της θάλασσας νερό, λείπει της γης βοτάνι, / λείπει και σένα ο γιόκας σου στα μακριά, στα ξένα. / Φόντας κινήσει για να ’ρθεί, φόντας κινήσει να ’ρθει, / κουκούλια να ’ναι οι οι στράτες του, βαμπάκι οι δημοσιές του, / και το διοφύρ’ που θα διαβεί σπυρί μαργαριτάρι, / κι η μάνα που τον καρτερεί, με δυο δραμάκια μόσκο».
Το συμπέρασμα απλό και αναμφίλεκτο: «Την ξενιτειά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, / τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα». Για κάθε φυλή.
* Ομιλία στην εκδήλωση «Προσφυγιά και μετανάστευση: κοιτίδες πολιτισμού» του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ (Στοά του Βιβλίου, 17.4.2018).
Συναγωγή μελετών», εκδοτική φροντίδα Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Ερμής, 1990). Δημιουργήθηκαν κυρίως μετά την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον 16ο αιώνα κι έπειτα, όταν, μπροστά στην τουρκική επέλαση, οι Ελληνες έφευγαν προς τη δυτική Ευρώπη (ιδίως την Ιταλία) ή την κεντρική και ανατολική (Ουγγαρία, Μολδοβλαχία, Τρανσυλβανία, νότια Ρωσία).
Την εποχή του Αγώνα αποδημούν οι πρώτοι Ελληνες προς τις ΗΠΑ: 5 το 1824, 4 το 1826, 7 το 1827. Εναν αιώνα αργότερα, 1900-1917, «περίπου 300.000 άτομα, το 1/10 του πληθυσμού της Ελλάδας, ξενιτεύονται στις ΗΠΑ», γράφει ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης στο βιβλίο «Η τριλογία της μουσικής - 1: Ελλήνων μούσα λαϊκή» (1997). Και προσθέτει: «Από τα πρώτα του φύλλα ο ομογενειακός Τύπος, προς τόνωση των εθνικών χαρακτηριστικών και, φυσικά, της κυκλοφορίας του, δημοσιεύει δημοτικά τραγούδια, ποιήματα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις. [...] Το περιοδικό τού “Εθνικού Κήρυκα”, για παράδειγμα, φιλοξενεί στο πρώτο τεύχος (1915) ένα από τα παλιότερα δίστιχα: “Κι αν γίνει ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι /να διηγηθώ τα πάθη μου ακόμα δεν με φτάνει”. Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα των παράξενων και ανεξιχνίαστων δρόμων της ανά τον κόσμο λαϊκής δημιουργίας. Καταγράφεται από τον Πουκεβίλ στο “Ταξίδι στον Μοριά” (1805), ως εξής: “Τον ουρανό κάμνω χαρτί, τη θάλασσα μελάνην / να γράψω τα πεισματικά και πάλιν δεν με φτάνει”. Το ίδιο ακριβώς φιλοξενείται στη συλλογή του Φωριέλ (1824). [...] Οι Εβραίοι, που ζουν εξόριστοι στο Τολέδο, την Γρανάδα και την Κόρδοβα (περίπου το 1492), λένε ένα άσμα με τίτλο “Σ’ αυτό το βουνό”, το οποίο τελειώνει ως εξής: “Για να ανακαλύπτω / της ζωής μου τα μυστικά / τον ουρανό θέλω χαρτί, / τη θάλασσα μελάνι”. Εχει, μάλλον, ισπανικές ρίζες, διασώζεται μέχρι τις μέρες μας και το τραγουδούν και οι Εβραίοι της Αργεντινής».
Στη μαζική μετανάστευση Ελλήνων από τα τέλη του 19ου και μετά η δημοτική μούσα είναι λιγότερο παραγωγική. Είχε αρχίσει άλλωστε να κάμπτεται ο προφορικός πολιτισμός, καταστατικό γνώρισμα του οποίου είναι η συλλογική δημιουργία, και μάλιστα η συνεχής αναδημιουργία μέσα από ατέλειωτες παραλλαγές. Δεν λείπουν ωστόσο τα ρεμπέτικα της ξενιτιάς, τα οποία, παραλαμβάνοντας μοτίβα των δημοτικών, συνεχίζουν να ιστορούν έναν καημό ιδιαίτερα γνώριμο στους Ελληνες και να αναθεματίζουν την «κακούργα» ή «μαγκούφα» ξενιτιά. Η ιστόρηση συνεχίστηκε με τα μεταπολεμικά λαϊκά της μετανάστευσης.
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ακούμε (τ’ ακούμε;) ένα έξοχο εγκώμιο της φιλοξενίας, που το συνέθεσε τον 13ο αιώνα ο Γεώργιος Ακροπολίτης και το μελοποίησε τον 17ο αιώνα ο Νέων Πατρών Γερμανός: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου το ξένον· δος μοι τούτον τον ξένον, όστις είδε ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους». Το «Δος μοι τούτον τον ξένον» ενέπνευσε τον άγνωστο ποιητή της υστεροβυζαντινής εποχής που συνέθεσε το «Περί της ξενιτείας» ποίημα, οι στίχοι 103-110 του οποίου έχουν ως εξής: «Είτις γαρ έχει του Θεού τον φόβον στην ψυχήν του, / ας βλέπη κι ας προσέχεται ξένον μην ονειδίση· / επεί στον κόσμον ο Θεός έπλασεν και τους ξένους. / Να πω κατά αλήθειαν το αψευδές ετούτο: / ατός του ο Παντοκράτορας, ο ποιητής των πάντων, / ατός του ξένος έγινεν κι εφάνηκεν στον κόσμον / και ατός του πρώτος έδειξεν των ξένων τις πικρίες, / τις θλίψες και τα βάσανα και τες αναισχυντίες» (βλ. Γιάννης Κ. Μαυρομάτης, «Τα “Περί της ξενιτείας” ποιήματα», Δήμος Ηρακλείου - Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1995). Μολαταύτα, η επιταγή της φιλοξενίας συχνά μένει ακάλυπτη.
Σχολιάζοντας τις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Ν.Γ. Πολίτη στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας, το 1914, ο Κ.Π. Καβάφης έγραφε με κάποιο παράπονο: «Μόνον οκτώ τραγούδια “Της Ξενιτειάς” περιέχει το βιβλίον. Θα ήθελα να ήσαν περισσότερα. Με κάμνει εντύπωσι σε πολλά απ’ τα τραγούδια της ξενιτειάς η βαθιά των λύπη, η μεγάλη οδύνη της αναχωρήσεως. Κάπως περίεργα με φαίνονται σ’ έναν λαό σαν τον δικό μας που έτσι εύκολα και θαρραλέα –σχεδόν αμέριμνα– ξενιτεύεται». Εχει ωστόσο ιστορική και κοινωνική εξήγηση η «βαθιά λύπη» τους, που επικυρώνει τη συγγένειά τους με τα μοιρολόγια. Γράφει με βαθιά αγάπη ο Κλωντ Φωριέλ στα Προλεγόμενα των «Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών» (Παρίσι 1824, βλ. τώρα την έκδοσή τους από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, επιμέλεια Αλέξης Πολίτης):
«Ο πόθος να μορφωθούν, ο κατατρεγμός, η ανάγκη να δημιουργήσουν με κάποια τέχνη ένα μικρό κομπόδεμα που δεν μπορούσαν καθόλου να φτιάξουν στον τόπο τους αναγκάζει συχνά τους Ελληνες να εκπατρισθούν για λίγο καιρό· και δεν υπάρχει γι’ αυτούς πιο πικρό πράγμα από τούτους εδώ τους εκπατρισμούς, όσο πρόσκαιροι και αν είναι. Θα κοστίζει στ’ αλήθεια περισσότερο σ’ έναν Ελληνα παρά σε όποιον άλλον Ευρωπαίο ν’ αφήνει τον τόπο του. Είναι ο τόπος που ο ουρανός χαμογελά πιο γλυκά στη γη, είναι ο τόπος με τα όμορφα βουνά, με τα όμορφα λαγκάδια, με τις όμορφες βρυσούλες, είναι εκεί όπου οι μητέρες και οι αδελφές, οι γυναίκες και οι αγαπητικές ξέρουν να αγαπούν καλύτερα. Για έναν Ελληνα, τα ξένα είναι η γη της συμφοράς, της εξορίας που δεν την ονοματίζει ποτέ χωρίς να προσθέτει ένα επίθετο (“έρεμα”), που εκφράζει συνάμα τον καημό για ό,τι πιο γλυκό υπάρχει, και την πρόβλεψη ή την αίσθηση για ό,τι πιο φρικτό υπάρχει».
Ενα δίστιχο της Κάσου δείχνει με πλήρη σαφήνεια τι σημαίνει ξενιτιά: «Εμίσεψες και μ’ άφησες σα χώρα κουρσεμένη, / σαν εκκλησιά αλειτρούητη και καταρημασμένη». Το ίδιο ένα ρουμελιώτικο τραγούδι: «Λείπει της θάλασσας νερό, λείπει της γης βοτάνι, / λείπει και σένα ο γιόκας σου στα μακριά, στα ξένα. / Φόντας κινήσει για να ’ρθεί, φόντας κινήσει να ’ρθει, / κουκούλια να ’ναι οι οι στράτες του, βαμπάκι οι δημοσιές του, / και το διοφύρ’ που θα διαβεί σπυρί μαργαριτάρι, / κι η μάνα που τον καρτερεί, με δυο δραμάκια μόσκο».
Το συμπέρασμα απλό και αναμφίλεκτο: «Την ξενιτειά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, / τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα». Για κάθε φυλή.
* Ομιλία στην εκδήλωση «Προσφυγιά και μετανάστευση: κοιτίδες πολιτισμού» του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ (Στοά του Βιβλίου, 17.4.2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου