Την τελευταία του πνοή άφησε την Τρίτη ο επί 41 χρόνια
διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη και ακαδημαϊκός Αγγελός Δεληβορριάς. Τον
τελευταίο καιρό νοσηλευόταν με προβλήματα υγείας.
Γεννημένος στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1937, ο Αγγελος Δεληβορριάς, μετά τις σπουδές του στην Ελλάδα (εισήχθη το 1956 και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθως στην αντίστοιχη Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές σε Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ.
Από το 1965 υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, στις αρχαιολογικές εφορείες Αθηνών, Αχαΐας και Λακωνίας – Αρκαδίας.
Το 1973 εξελέγη διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη, θέση στην οποία υπηρέτησε επί 41 έτη, έως το 2014, οπότε και αποχώρησε, καταλαμβάνοντας πλέον μια θέση στη Διοικητική Επιτροπή του ιδρύματος.
Το 1977 επισκέφθηκε τις συλλογές ελληνικών αρχαιοτήτων στα μουσειακά κέντρα των ΗΠΑ ως προσκεκλημένος της αμερικανικής κυβέρνησης.
Το 1983 ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright εργάστηκε στο Institute for Advanced Study του Princeton/New Jersey, ενώ το 1986 και το 1993 βρέθηκε ως υπότροφος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Βερολίνο.
Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1988 συνέχισε την ερευνητική του εργασία και πάλι στο Princeton, και από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1989 στο J.Paul Getty Museum του Malibu ως επίσημος προσκεκλημένος μελετητής.
Το 1992, εξελέγη Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 2016 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο». Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογίας-Μουσειολογίας.
Διετέλεσε μέλος πολλών ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων και διεθνών επιστημονικών επιτροπών, με σειρά τιμητικών διακρίσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Συμμετείχε με διαλέξεις και ανακοινώσεις σε συνέδρια στο Institute of Fine Arts της Νέας Υόρκης, στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου, του Würzburg και του Oslo, του Princeton, της Φιλαδέλφειας, του Bryn Mawr και του Madison/Wisconsin, στο J.Paul Getty Museum του Malibu, στη National Gallery of Art της Ουάσινγκτον, στο Cleveland Museum of Art, στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και στο Λούβρο, στην Academia dei Lincei, στο Pergamonmuseum του Βερολίνου, στα Μουσεία Μπενάκη και Γουλανδρή, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Αρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε πολλές ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις. Ηταν μέλος του Συνδέσμου Γερμανών Αρχαιολόγων και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Τιμητικής Επιτροπής του American Foundation for Greek Language and Culture, του Δ.Σ. του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης, της επιτροπής Τέχνης και Πολιτισμού της Βουλής των Ελλήνων, του Conseil d’Orientation de l’Institut Français d’Athènes και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Academia Europaea).
Το 1996 τιμήθηκε από το International Biographical Centre με τον τίτλο International Man of the Year 1995-1996, το 1999 με τη διάκριση του Chevalier de l’ Ordre des Arts et des Lettres από τη γαλλική κυβέρνηση, το 2000 με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και (οπως προαναφέρθηκε) με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2006 τιμήθηκε από το περιοδικό Επίλογος και το 2008 με το παράσημο Ordine della Stella della Solidarieta Italiana και τη διάκριση «Xenia 2008».
Γεννημένος στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1937, ο Αγγελος Δεληβορριάς, μετά τις σπουδές του στην Ελλάδα (εισήχθη το 1956 και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθως στην αντίστοιχη Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές σε Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ.
Από το 1965 υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, στις αρχαιολογικές εφορείες Αθηνών, Αχαΐας και Λακωνίας – Αρκαδίας.
Το 1973 εξελέγη διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη, θέση στην οποία υπηρέτησε επί 41 έτη, έως το 2014, οπότε και αποχώρησε, καταλαμβάνοντας πλέον μια θέση στη Διοικητική Επιτροπή του ιδρύματος.
Το 1977 επισκέφθηκε τις συλλογές ελληνικών αρχαιοτήτων στα μουσειακά κέντρα των ΗΠΑ ως προσκεκλημένος της αμερικανικής κυβέρνησης.
Το 1983 ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright εργάστηκε στο Institute for Advanced Study του Princeton/New Jersey, ενώ το 1986 και το 1993 βρέθηκε ως υπότροφος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Βερολίνο.
Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1988 συνέχισε την ερευνητική του εργασία και πάλι στο Princeton, και από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1989 στο J.Paul Getty Museum του Malibu ως επίσημος προσκεκλημένος μελετητής.
Το 1992, εξελέγη Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 2016 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο». Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογίας-Μουσειολογίας.
Διετέλεσε μέλος πολλών ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων και διεθνών επιστημονικών επιτροπών, με σειρά τιμητικών διακρίσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Συμμετείχε με διαλέξεις και ανακοινώσεις σε συνέδρια στο Institute of Fine Arts της Νέας Υόρκης, στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου, του Würzburg και του Oslo, του Princeton, της Φιλαδέλφειας, του Bryn Mawr και του Madison/Wisconsin, στο J.Paul Getty Museum του Malibu, στη National Gallery of Art της Ουάσινγκτον, στο Cleveland Museum of Art, στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και στο Λούβρο, στην Academia dei Lincei, στο Pergamonmuseum του Βερολίνου, στα Μουσεία Μπενάκη και Γουλανδρή, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Αρθρα και εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε πολλές ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις. Ηταν μέλος του Συνδέσμου Γερμανών Αρχαιολόγων και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Τιμητικής Επιτροπής του American Foundation for Greek Language and Culture, του Δ.Σ. του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης, της επιτροπής Τέχνης και Πολιτισμού της Βουλής των Ελλήνων, του Conseil d’Orientation de l’Institut Français d’Athènes και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Academia Europaea).
Το 1996 τιμήθηκε από το International Biographical Centre με τον τίτλο International Man of the Year 1995-1996, το 1999 με τη διάκριση του Chevalier de l’ Ordre des Arts et des Lettres από τη γαλλική κυβέρνηση, το 2000 με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και (οπως προαναφέρθηκε) με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2006 τιμήθηκε από το περιοδικό Επίλογος και το 2008 με το παράσημο Ordine della Stella della Solidarieta Italiana και τη διάκριση «Xenia 2008».
ΕΝΑ ΦΟΡΤΙΣΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ , ΤΟ 2014
Το φορτισμένο αντίο του Αγγελου Δεληβορριά
Περίσσεψε η συγκίνηση χθες το μεσημέρι στη συναισθηματικά
φορτισμένη συνέντευξη Τύπου του Αγγελου Δεληβορριά, με την οποία
ανακοίνωσε και επισήμως την αποχώρησή του από τη διεύθυνση του Μουσείου
Μπενάκη. Ο άνθρωπος που ταύτισε το όνομά του με μια εξαιρετικά δυναμική
και παραγωγική θητεία ολοκλήρωσε την πορεία του ύστερα από σαράντα ένα
ολόκληρα χρόνια.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς στριφογύριζε με αμηχανία το χρυσό δαχτυλίδι με τον κομψό πράσινο σφραγιδόλιθο στο δάχτυλo, δίπλα στη βέρα του. Τη μια στιγμή χαμήλωνε τη φωνή του και άφηνε να του ξεφύγει ένας λυγμός, την άλλη την ύψωνε, όπως κάνει πάντα όταν ξεσπαθώνει ή παραπονιέται.
Η χθεσινή συνέντευξη Τύπου στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, η αποχαιρετιστήρια, ίσως ήταν η πιο συναισθηματικά φορτισμένη, από το 1973 όταν και ανέλαβε τα καθήκοντα του επικεφαλής σε ένα μικρό, αθηναϊκό αλλά εμβληματικό μουσείο.
Σαράντα ένα χρόνια μετά, εγκαταλείπει τα ηνία ενός ιδρύματος που θεωρείται το δυναμικότερο ίσως ελληνικό μουσείο, (στον βαθμό που έθεσε το πρότυπο για την ανάπτυξη των υπολοίπων, ιδιωτικών αλλά και δημόσιων), αξιοσέβαστος εταίρος και συνομιλητής των αντίστοιχων φορέων στο εξωτερικό.
Όπως ανακοίνωσε χθες, θα αντικαταστήσει τον Μαρίνο Γερουλάνο στη διοικητική επιτροπή και θα εξακολουθήσει να βοηθά από μια νέα θέση, τον νέο διευθυντή, ο οποίος θα προκύψει μέσα από ανοιχτό διεθνή διαγωνισμό. Η πρόκριση του διαγωνισμού ανοίγει έναν καινούριο, όχι τόσο αυτονόητο, δρόμο για τα ελληνικά μουσειακά δεδομένα. Φανερώνει ότι ο ιδιωτικός τομέας σε σχέση με το κράτος που έχει μάθει να διορίζει, είναι πιο υγιής και προσαρμοσμένος στις δύσκολες απαιτήσεις των καιρών, οι οποίες θα εκθέσουν γρήγορα και ανεπανόρθωτα όποια επιλογή στηρίζεται σε κριτήρια πρωτίστως προσωπικά και όχι επαγγελματικά.
Τι πέτυχε ο Αγγ. Δεληβορριάς στην πορεία του -αγώνα την λέει ο ίδιος- που κράτησε τέσσερις δεκαετίες, από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι την πρώτη πενταετία της κρίσης; Να πραγματώσει το όραμά του για τη μεταμόρφωση μιας πολυδιάστατης ιδιωτικής συλλογής στεγασμένης σ’ ένα ωραίο κτίριο του κέντρου, σε έναν καταλύτη για την πολιτιστική ζωή, την ίδια την Αθήνα αλλά και την εξωστρέφεια της χώρας στο εξωτερικό.
Με τρόπο στέρεο και πείσμα ρωμέικο (ο χαρακτηρισμός είναι δικός του), αναμόρφωσε το κεντρικό κτίριο με τα αρχαιολογικά του εκθέματα, ίδρυσε μέσα από ένα νέο επαναστατικό οργανόγραμμα το κτίριο της Πειραιώς, το Μουσείο της Γενιάς του ’30, δημιουργώντας την αφήγηση της ελληνικής διαχρονίας από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εικαστική μας παραγωγή. Συνέλαβε και έβαλε σε εφαρμογή ένα σύστημα παραρτημάτων - «δορυφόρων», που μαγνήτισαν με τη σειρά τους πολλές δωρεές.
Ανοιγμα
Παράλληλα με το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, επανατοποθέτησε με ευφυή αντίληψη και προνοητικότητα την Ελλάδα στον διεθνή μουσειακό χάρτη, διεκδικώντας ένα νέο στίγμα. Και αν κάτι είπε για τον μελλοντικό του διάδοχο στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, ο Αγγελος Δεληβορριάς, ήταν η παρακαταθήκη του για νέα «ανοίγματα» προς τον πολιτισμό της Αφρικής, της Ωκεανίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Ακόμα και τώρα που αφήνει το πόστο του, δεν σταματά να ονειρεύεται και αυτό είναι που του δίνει αστείρευτη ενεργητικότητα. Και αν δεν ήταν οι πολύ δύσκολες αποφάσεις του για μείωση προσωπικού και μισθών που τον τσάκισαν ψυχολογικά, ίσως και να συνέχιζε απρόσκοπτα. Ισως να περίμενε και μεγαλύτερη στήριξη του μουσείου από το κράτος, κάτι που του δημιούργησε πικρία.
Τέλος εποχής
Η αποχώρηση του Αγγελου Δεληβορριά, είναι ένα τέλος εποχής για τα ελληνικά μουσεία. Οχι μόνον διότι υπήρξε -κατά δήλωσή τουο μακροβιότερος διεθνώς επικεφαλής Μουσείου, αλλά ήταν ταυτόχρονα μάνατζερ, fundraiser, επιστημονικός υπεύθυνος και ο διευθυντής που «νταλαβεριζόταν» (όπως είπε ο ίδιος) με την πολιτεία για όλα τα θέματα του μουσείου. Κοινώς ένας άνθρωπος - ορχήστρα, εξίσου χαρισματικός σε όλους τους ρόλους. Στη δική του περίπτωση, όπως και της Μαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα, της Αννας Καφέτση, ακόμα και του Νίκου Σταμπολίδη, τα μουσεία «μεγάλωσαν» στην αγκαλιά τους σαν μωρά, έκαναν τα πρώτα τους βήματα, κοινωνικοποιήθηκαν και πήραν τα χούγια των «γονιών» τους. Ο διάδοχος του Αγγ. Δεληβορριά, πρέπει να έχει άλλα χαρίσματα, άλλα όπλα αλλά το ίδιο κουράγιο και πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου