Ένας «στρατός» από πηλό στη Θεσσαλονίκη
Η νεαρή γυναίκα από την Αμφίπολη του 4ου αι. π.Χ. που παίζει
αστραγάλους, ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των αρχαίων φτιαγμένα
από τα κότσια ζώων, «συναντιέται» με τον ιπτάμενο Έρωτα από τον τύμβο
Νικήσιανης Καβάλας, τον συμπαθέστατο πήλινο σκαντζόχοιρο από τη
Χαλκιδική, τον σάτυρο (250 -200 π.Χ.) από τη Σαμοθράκη που κάθεται άφοβα
πάνω σε πάνθηρα παίζοντας σύριγγα, το αγαπημένο μουσικό όργανο των
βοσκών. Η Σύριγξ ήταν μια νύμφη που μεταμορφώθηκε σε καλάμι για να
αποφύγει τον επίμονο έρωτα του Πανός. Στην ίδια συντροφιά είναι και η
Αφροδίτη με τον Έρωτα από τη Βέροια, ο Κούρος (550-525 π.Χ.) από τη
Θεσσαλονίκη, η εντυπωσιακή κυρτή μορφή (5300-5100 π.Χ.) από το Δισπηλιό
Καστοριάς, αλλά και η καθιστή γυναίκα (6500 π.Χ. με 5600 π.Χ.) από την
Ποντοκώμη Κοζάνης.
Ειδώλια όλα από ανασκαφές σε νεκροταφεία και οικισμούς προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, ένας ολόκληρος μικρόκοσμος από πηλό από την προϊστορική εποχή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, οικείος, κατανοητός κι άλλο τόσο μυστηριώδης, έχει στηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και ετοιμάζεται να «αφηγηθεί» τις περιπέτειές του στο κοινό.
Πρόκειται για 672 αντικείμενα που συνθέτουν τη νέα περιοδική έκθεση του μουσείου με τίτλο «Ειδώλιο. Ένας μικρόκοσμος από πηλό», η οποία εγκαινιάζεται τη σήμερα Δευτέρα 3 Απριλίου και θα διαρκέσει ένα χρόνο.
Τα 291 έργα απ’ αυτά ανήκουν στη συλλογή του μουσείου και τα υπόλοιπα από το σύνολο των Εφορειών Αρχαιοτήτων της Βόρειας Ελλάδας. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι τα περισσότερα παρουσιάζονται στο κοινό για πρώτη φορά ως ένα πραγματικό πανόραμα των ειδωλίων από την 7η χιλιετία έως τον 4ο αι. μ.Χ. Η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (υπεύθυνη για τον γενικό συντονισμό), μας είχε προετοιμάσει ότι θα είναι μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις για τα ειδώλια, όπως επίσης ότι με τα εγκαίνια της έκθεσης θα είναι έτοιμος και ο κατάλογος. Κάτι που δεν βλέπουμε συχνά. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, η Ευαγγελία Στεφανή, προϊσταμένη Τμήματος Κεραμικής, Ψηφιδωτών & Τοιχογραφιών του μουσείου, δίνει βασικές πληροφορίες. «Τα ειδώλια εξαφανίζονται με το τέλος της αρχαιότητας, όταν επικράτησε ο χριστιανισμός, στου οποίου το ιδεολογικό και τελετουργικό πλαίσιο αυτά δεν είχαν θέση και ρόλο».
Τα περισσότερα γνωρίζουμε ότι είναι κατασκευασμένα από πηλό, μέταλλο, λίθο, οστό, υπάρχουν όμως και από ξύλο κι άλλα φθαρτά υλικά, που οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να διατηρηθούν. Ομως ο εύπλαστος και ανθεκτικός πηλός φαίνεται πως υπήρξε το πιο αγαπητό υλικό που επέλεξαν πολλές γενιές για να δώσουν μορφή σε εικόνες της καθημερινότητάς τους.
Στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται στην πρώτη αίθουσα πληροφορίες για τη μορφολογία και την εξέλιξη του ειδωλίου από τη νεολιθική έως τη ρωμαϊκή εποχή, την παραγωγή του στις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις της Μακεδονίας και της Θράκης ανά εποχή. Στη δεύτερη αίθουσα παρουσιάζονται σε θεματικές ενότητες, με βάση τις ερμηνείες και τα σημαινόμενά τους. «Τις γνώσεις μας για τη μορφή, τη χρήση και τους πολυεπίπεδους συμβολισμούς των πήλινων ειδωλίων τις αντλούμε κυρίως από τα ανασκαφικά συμφραζόμενά τους αλλά και από τη μελέτη της εξέλιξης των τύπων».
Αλλά όπως σημειώνει η προϊσταμένη του Τμήματος Κεραμικής, Ψηφιδωτών και Τοιχογραφιών, τα ειδώλια παραμένουν σε έναν βαθμό αινιγματικά αντικείμενα, καθώς η ερμηνεία τους στηρίζεται κυρίως σε υποθέσεις οι οποίες στοχεύουν στην αποκωδικοποίηση των εικονογραφικών τους κωδίκων και μέσω αυτών στην ερμηνεία τους. Οι εικόνες των ανθρώπων συμπλέκονται με αυτή του Θεού ή των θεών. «Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η αινιγματικότητα είναι πιο αδιαπέραστη σε ό,τι αφορά τα ειδώλια των προϊστορικών χρόνων. Σε περιόδους για τις οποίες δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως το επίπεδο της κοινωνικής και ιδεολογικής συνθετότητας, δεν είναι εφικτό να προσδώσουμε συγκεκριμένες ερμηνείες στα ειδώλια, τα οποία βρίσκονται άλλωστε σε λογής συμφραζόμενα: σε λάκκους, σε αποθηκευτικούς χώρους, σε φούρνους, στις θεμελιώσεις των σπιτιών, κοντά σε τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, μεμονωμένα ή μαζί με αντικείμενα οικιακής χρήσης. Επιπλέον, πέραν της γενικής κατάταξής τους σε φυσιοκρατικά και σχηματικά με βάση τη “ρεαλιστική” ή αφαιρετική απόδοση των όγκων, τα προϊστορικά ειδώλια αποτελούν πολυάριθμες μοναδικότητες, καθώς το καθένα από αυτά έχει τη δική του ιδιαίτερη και εν τέλει μοναδική μορφή, παρά τα κοινά μορφολογικά στοιχεία που είναι δυνατό να παρατηρηθούν. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν την πρωιμότερη προσπάθεια του ανθρώπου να αποδώσει το σώμα του αλλά και στοιχεία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντός του και έτσι λειτουργούν ως τμήματα ενός κώδικα εξωλεκτικής επικοινωνίας. Το γεγονός ότι τα πολυάριθμα νεολιθικά ειδώλια της Μακεδονίας σχεδόν εξαφανίζονται κατά την εποχή του χαλκού, αλλά και την εποχή του σιδήρου, υποδεικνύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι η παραγωγή και η κατανάλωση των ειδωλίων εντάσσονται στο πλαίσιο των αναγκών της εκάστοτε κοινωνίας και προσδιορίζονται από τα μεταβαλλόμενα ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα».
Έχει σημασία ο επισκέπτης να σταθεί στις λεπτομέρειες των ειδωλίων. Στα ρούχα, στις κομμώσεις, τις κινήσεις. Νέοι, σφριγηλοί, ηλικιωμένοι, δύσμορφοι, γυναικείες, ανδρικές και παιδικές μορφές είναι «μάρτυρες» της εποχής τους. Στην έκθεση εργάστηκαν οι αρχαιολόγοι: Ηλέκτρα Ζωγράφου, Αγγελική Κουκουβού, Ουρανία Πάλλη, Κατερίνα Μπεχτσή, Ελευθερία Ακριβοπούλου, Ελεονώρα Μέλλιου για τη μουσειολογική επιμέλεια, και οι: Γιώργος Τσεκμές, Ελπίδα Μαυροβίτου για τον μουσειογραφικό σχεδιασμό, ενώ τη συντήρηση ανέλαβε η ομάδα του Δημήτρη Καρολίδη.
Ειδώλια όλα από ανασκαφές σε νεκροταφεία και οικισμούς προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, ένας ολόκληρος μικρόκοσμος από πηλό από την προϊστορική εποχή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, οικείος, κατανοητός κι άλλο τόσο μυστηριώδης, έχει στηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και ετοιμάζεται να «αφηγηθεί» τις περιπέτειές του στο κοινό.
Πρόκειται για 672 αντικείμενα που συνθέτουν τη νέα περιοδική έκθεση του μουσείου με τίτλο «Ειδώλιο. Ένας μικρόκοσμος από πηλό», η οποία εγκαινιάζεται τη σήμερα Δευτέρα 3 Απριλίου και θα διαρκέσει ένα χρόνο.
Τα 291 έργα απ’ αυτά ανήκουν στη συλλογή του μουσείου και τα υπόλοιπα από το σύνολο των Εφορειών Αρχαιοτήτων της Βόρειας Ελλάδας. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι τα περισσότερα παρουσιάζονται στο κοινό για πρώτη φορά ως ένα πραγματικό πανόραμα των ειδωλίων από την 7η χιλιετία έως τον 4ο αι. μ.Χ. Η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (υπεύθυνη για τον γενικό συντονισμό), μας είχε προετοιμάσει ότι θα είναι μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις για τα ειδώλια, όπως επίσης ότι με τα εγκαίνια της έκθεσης θα είναι έτοιμος και ο κατάλογος. Κάτι που δεν βλέπουμε συχνά. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, η Ευαγγελία Στεφανή, προϊσταμένη Τμήματος Κεραμικής, Ψηφιδωτών & Τοιχογραφιών του μουσείου, δίνει βασικές πληροφορίες. «Τα ειδώλια εξαφανίζονται με το τέλος της αρχαιότητας, όταν επικράτησε ο χριστιανισμός, στου οποίου το ιδεολογικό και τελετουργικό πλαίσιο αυτά δεν είχαν θέση και ρόλο».
Τα περισσότερα γνωρίζουμε ότι είναι κατασκευασμένα από πηλό, μέταλλο, λίθο, οστό, υπάρχουν όμως και από ξύλο κι άλλα φθαρτά υλικά, που οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να διατηρηθούν. Ομως ο εύπλαστος και ανθεκτικός πηλός φαίνεται πως υπήρξε το πιο αγαπητό υλικό που επέλεξαν πολλές γενιές για να δώσουν μορφή σε εικόνες της καθημερινότητάς τους.
Στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται στην πρώτη αίθουσα πληροφορίες για τη μορφολογία και την εξέλιξη του ειδωλίου από τη νεολιθική έως τη ρωμαϊκή εποχή, την παραγωγή του στις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις της Μακεδονίας και της Θράκης ανά εποχή. Στη δεύτερη αίθουσα παρουσιάζονται σε θεματικές ενότητες, με βάση τις ερμηνείες και τα σημαινόμενά τους. «Τις γνώσεις μας για τη μορφή, τη χρήση και τους πολυεπίπεδους συμβολισμούς των πήλινων ειδωλίων τις αντλούμε κυρίως από τα ανασκαφικά συμφραζόμενά τους αλλά και από τη μελέτη της εξέλιξης των τύπων».
Αλλά όπως σημειώνει η προϊσταμένη του Τμήματος Κεραμικής, Ψηφιδωτών και Τοιχογραφιών, τα ειδώλια παραμένουν σε έναν βαθμό αινιγματικά αντικείμενα, καθώς η ερμηνεία τους στηρίζεται κυρίως σε υποθέσεις οι οποίες στοχεύουν στην αποκωδικοποίηση των εικονογραφικών τους κωδίκων και μέσω αυτών στην ερμηνεία τους. Οι εικόνες των ανθρώπων συμπλέκονται με αυτή του Θεού ή των θεών. «Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η αινιγματικότητα είναι πιο αδιαπέραστη σε ό,τι αφορά τα ειδώλια των προϊστορικών χρόνων. Σε περιόδους για τις οποίες δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως το επίπεδο της κοινωνικής και ιδεολογικής συνθετότητας, δεν είναι εφικτό να προσδώσουμε συγκεκριμένες ερμηνείες στα ειδώλια, τα οποία βρίσκονται άλλωστε σε λογής συμφραζόμενα: σε λάκκους, σε αποθηκευτικούς χώρους, σε φούρνους, στις θεμελιώσεις των σπιτιών, κοντά σε τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, μεμονωμένα ή μαζί με αντικείμενα οικιακής χρήσης. Επιπλέον, πέραν της γενικής κατάταξής τους σε φυσιοκρατικά και σχηματικά με βάση τη “ρεαλιστική” ή αφαιρετική απόδοση των όγκων, τα προϊστορικά ειδώλια αποτελούν πολυάριθμες μοναδικότητες, καθώς το καθένα από αυτά έχει τη δική του ιδιαίτερη και εν τέλει μοναδική μορφή, παρά τα κοινά μορφολογικά στοιχεία που είναι δυνατό να παρατηρηθούν. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν την πρωιμότερη προσπάθεια του ανθρώπου να αποδώσει το σώμα του αλλά και στοιχεία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντός του και έτσι λειτουργούν ως τμήματα ενός κώδικα εξωλεκτικής επικοινωνίας. Το γεγονός ότι τα πολυάριθμα νεολιθικά ειδώλια της Μακεδονίας σχεδόν εξαφανίζονται κατά την εποχή του χαλκού, αλλά και την εποχή του σιδήρου, υποδεικνύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι η παραγωγή και η κατανάλωση των ειδωλίων εντάσσονται στο πλαίσιο των αναγκών της εκάστοτε κοινωνίας και προσδιορίζονται από τα μεταβαλλόμενα ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα».
Έχει σημασία ο επισκέπτης να σταθεί στις λεπτομέρειες των ειδωλίων. Στα ρούχα, στις κομμώσεις, τις κινήσεις. Νέοι, σφριγηλοί, ηλικιωμένοι, δύσμορφοι, γυναικείες, ανδρικές και παιδικές μορφές είναι «μάρτυρες» της εποχής τους. Στην έκθεση εργάστηκαν οι αρχαιολόγοι: Ηλέκτρα Ζωγράφου, Αγγελική Κουκουβού, Ουρανία Πάλλη, Κατερίνα Μπεχτσή, Ελευθερία Ακριβοπούλου, Ελεονώρα Μέλλιου για τη μουσειολογική επιμέλεια, και οι: Γιώργος Τσεκμές, Ελπίδα Μαυροβίτου για τον μουσειογραφικό σχεδιασμό, ενώ τη συντήρηση ανέλαβε η ομάδα του Δημήτρη Καρολίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου