Δευτέρα, Απριλίου 10, 2017

Φώτος Λαμπρινός

Παλαµηδίου 10

[Μυθιστόρημα /Απόσπασμα]

Πηγή: fotos-lamprinos.gr


 Παιδικές µνήµες από µια ταραγμένη εποχή με ΄"ήρωα" τον πατέρα του Φ. Λαμπρινού , Γιώργο Λαμπρινό (1909-1949). 
 Ο πατέρας μου κι εγώ στην οδό Σταδίου, το 1947
 Ο Φώτος Λαμπρινός με πυτζάμες και παλτό από του Λαμπρόπουλου, με το πιστόλι του Αποστόλη του Ελασίτη.

1.  Την ηµέρα που κηδεύτηκε ο Κωστής Παλαµάς

Παλαµηδίου 10
Ο Αγγελος Σικελιανός (αριστερά) μεταφέρει το φέρετρο με τη σωρό του Κωστή Παλαμά



 
Το σπίτι είχε το παρατσούκλι «µπουντρούµι», γιατί καµιά φορά, τον χειµώνα, οι τοίχοι έσταζαν νερό. Η διεύθυνση ήταν Παλαµηδίου 10. Η οδός Παλαµηδίου ξεκινούσε από εκεί που τελείωναν τα «κρητικά», κάτι χαµόσπιτα στριµωγµένα σε ένα λοξό στενάκι και κολληµένα στον τοίχο της κάτω πλευράς του σιδηροδροµικού σταθµού Πελοποννήσου. Κάθετη στην Παλαµηδίου ερχόταν η Ιωαννίνων, πέρα από τα «σκαλάκια» του τρένου και από το 7ο Γυµνάσιο Θηλέων. Κάθε µεσηµέρι ή απόγευµα, όταν σχόλαγε η κοριτσοθύελλα, στέκονταν στα πεζοδρόµια, ακουµπισµένοι λίγο στον τοίχο των σπιτιών, οι «γαµπροί» – όπως τους αποκαλούσαµε εµείς η πιτσιρικαρία. Οι δρόµοι σε όλη την περιοχή έχουν ονόµατα πόλεων της Πελοποννήσου, όπως Ναυπλίου, Αστρους, Αργους, Πύλου, Μαντινείας, και ανάµεσά τους η Λένορµαν. Ο Καρλ Λενορµάν, γάλλος αρχαιολόγος που είχε λάβει µέρος σε αρχαιολογική αποστολή στην Πελοπόννησο, πέθανε στην Αθήνα και ετάφη στον Κολωνό. Ωστόσο η οδός λέγεται Λένορµαν, έτσι που οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι πρόκειται για Βρετανό.

Κάποιο πρωινό λοιπόν, µέσα στην καρδιά της Κατοχής, και ενώ χουζούρευα ακόµα στο κρεβάτι µου, στάθηκε από πάνω µου ο πανύψη- λος πατέρας µου και µου είπε να ντυθώ στα γρήγορα, γιατί κάπου θα πάµε. Βγαίνοντας από το σπίτι, τον ρώτησα αν θα πάµε µακριά και αν θα πάρουµε το τραµ. Μου είπε: «Οχι, θα πάµε µε τα πόδια». ∆εν ήξερα ακόµα την Αθήνα. Το µόνο που ήξερα πολύ καλά ήταν η γειτονιά µου και πως στα «σκαλάκια» ήταν οι γραµµές του τρένου και πιο πέρα ο σταθµός Πελοποννήσου. Η Αθήνα ήταν τότε µια πόλη σε «ανθρώπινα µέτρα», κι ένα µικρό παιδί µπορούσε όχι µόνο να τη «φωτογραφίζει», αλλά και να τη µαθαίνει πολύ εύκολα.

Βγαίνοντας από τα σκαλάκια, ακολουθήσαµε κάτι στενά, σε έναν ατέλειωτο ποδαρόδροµο, για να περάσουµε τελικά από τον βασιλικό κήπο, να βγούµε δίπλα από το Στάδιο και να ανηφορίσουµε στο Α’ Νεκροταφείο. Ολα αυτά µού τα µάθαινε, ενώ περπατούσαµε, ο πατέρας µου, προσέχοντας συνεχώς γύρω του. Από εκεί και πέρα, σιώπησε. Σταµατήσαµε µόνο όταν βρεθήκαµε σε µιαν άκρη δεξιά προς τα κάτω, ανάµεσα σε πέτρινους τάφους, όπου είχε µαζευτεί πολύς κόσµος. Αµυδρά στη µνήµη µου, ίσως όµως και από τις µετέπειτα διηγήσεις, έχω την αίσθηση ότι άκουγα µια ισχυρή φωνή που κάτι έλεγε πολύ δυνατά. Κάποια στιγµή ο πατέρας µου έσκυψε και µου έδειξε στο βάθος, σε ένα υπερυψωµένο σηµείο, κάτι γερµανούς αξιωµατικούς, που στέκονταν µε τα χέρια πίσω και κοιτούσαν προς το µέρος µας. Βρισκόµασταν βέβαια σε κηδεία, αλλά τίνος και γιατί δεν ήξερα. Το γεγονός το έµαθα µόλις επιστρέψαµε στο σπίτι, γιατί ο πατέρας µου µε εµφανή υπερηφάνεια είπε: «Σήµερα πήρα τον γιο µου και πήγαµε στην κηδεία του Παλαµά». Η δυνατή φωνή ήταν του Σικελιανού, που, όπως έµαθα πολύ αργότερα, βροντοφώναξε το «Ηχήστε σάλπιγγες, καµπάνες βροντερές...». Φαίνεται πως ο πατέρας µου αγαπούσε πολύ τον Παλαµά, γιατί ένα από τα πρώτα πράγµατα που µου έµαθε, εκτός από την «Τρίτη ∆ιεθνή» µε το «Εµπρός της Γης οι κολασµένοι», ήταν και το «Αφτιαχτο κι αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω...».

" Ο πατέρας μου, η μητέρα μου κι εγώ, στον εξώστη του θεάτρου «Λυρικόν» της οδού Αριστοτέλους – εκεί που βρίσκεται σήμερα το Υπουργείο Υγείας".

2. 
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ

Στο σαλόνι του ξενοδοχείου, είχαν σύσκεψη τα ανώτερα στελέχη, καθισμένοι όλοι, γύρω από το μεγάλο οβάλ τραπέζι. Ήταν εκεί ο Ζεύγος, ο Παρτσαλίδης, ο Σιάντος, ο Ιωαννίδης και άλλοι που δεν θυμάμαι, γιατί τρύπωσα στην αίθουσα και δεν έλεγα να φύγω, κάνοντας αργές βόλτες γύρω από το τραπέζι και κοιτάζοντας έναν έναν τους θρυλικούς «συντρόφους». Κάποια στιγμή, από την πόρτα του βάθους, ξεπρόβαλλε το κεφάλι του πατέρα μου που πρόσταξε: «Φώτο, έλα έξω γρήγορα». Εγώ κοντοστάθηκα, σε ένδειξη ότι δεν σκοπεύω να συμμορφωθώ με την εντολή και τότε ο Ζεύγος, χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι, είπε: «Άστο Γιώργη το παιδί. Δεν μας ενοχλεί». Και έμεινα.
Φυσικά, ούτε λέξη δεν θυμάμαι από όσα ειπώθηκαν, ούτε αν υπήρξε κάποιος έντονος διάλογος. Θυμάμαι ωστόσο, πολύ καλά, την επόμενη μέρα, όταν οργανώθηκε παρέλαση μπροστά στο ξενοδοχείο-γραφεία, με όλο τον πληθυσμό των προσφύγων, των ένοπλων ανταρτών και πρωτοπόρα τα «Αετόπουλα». Στα δύο μπαλκόνια του ξενοδοχείου, που έβλεπαν προς την πλατεία, υπήρχαν μαζεμένα τα στελέχη, μαζί και ο πατέρας μου και στο τρίτο, μόνος ο Παρτσαλίδης, που θα μιλούσε στο πλήθος για τη «Συμφωνία». Δίπλα του, με ένα ποτήρι νερό στο χέρι, εγώ. Ο κόσμος, που είχε συγκεντρωθεί κάτω από το μπαλκόνι, ξεσπούσε συνέχεια σε ζητωκραυγές και ο Μπαρμπα-Μήτσος, προκειμένου να συνεχίσει την ομιλία, άπλωνε τα χέρια του και τους ζητούσε να ησυχάσουν. Όταν οι ζητωκραυγές και ο ενθουσιασμός ξεπερνούσαν τα όρια, στις κατευναστικές κινήσεις του Παρτσαλίδη, προσέθετα κι εγώ τις δικές μου, αφήνοντας το ποτήρι στο μπαλκόνι και βγάζοντας τα χέρια μου από το σιδερένιο προστατευτικό του μπαλκονιού.
Ήμουν μικρός και κοντός. Το κεφάλι μου ίσα που περνούσε τη μεντεμένια σιδεριά και τα χέρια μου, που κουνούσα ακριβώς όπως και ο Γραμματέας του ΕΑΜ, έμοιαζαν να ανήκαν σε ακέφαλο σώμα. Με το ένα και το άλλο, έμεινε άθικτο το νερό στο ποτήρι, χωρίς να πιεί ούτε μιά γουλιά ο ρήτορας.
Μας στρίμωξαν σε δύο λεωφορεία, απο αυτά που έκαναν το δρομολόγιο Τρίκαλα-Αθήνα και αφήνοντας την πόλη, μπήκαμε στο θεσσαλικό κάμπο. Κάθισα σε παράθυρο για να χαζεύω τη θέα και δίπλα μου στριμώχτηκε η θειά μου, η Μαργαρίτα – το Λούλα, ανήκε πιά στο παρελθόν. Όλα τα παράθυρα είχαν κουρτινάκια που ήταν μαζεμένα και δεμένα πάνω από το τζάμι. Δεν είχα παρακολουθήσει την «τελετή» παράδοσης των όπλων, που πιθανόν έγινε στην περιοχή Λάρισας-Τρικάλων και την οποία είδα για πρώτη φορά, πολλά χρόνια αργότερα σε φιλμ, αυτό που χρησιμοποίησα στην ταινία μου για τον «Άρη Βελουχιώτη». (Είχε προϋπάρξει το 1974, η αντριχιαστική ακρίβεια του τελετουργικού τυπικού, στην ταινία «Ο Θίασος» του Θόδωρτου Αγγελόπουλου).

 "Ο Γιώργος Τσαλόγλου κι εγώ στα Τρίκαλα, το 1945"

Ήξερα, ωστόσο, ότι ο ΕΛΑΣ, όφειλε να παραδώσει τον οπλισμό του και η τήρηση αυτού του όρου της Συμφωνίας οδήγησε στην επιστροφή μας στην Αθήνα. Όσο κινούμαστε στον κάμπο, το απέραντο ίσωμα δεν προσέφερε και πολλές συγκινήσεις κι εγώ έγειρα λίγο το κεφάλι μου στην ποδιά της Μαργαρίτας, την οποία ωστόσο ένοιωθα ιδιαίτερα ανήσυχη. Το λεωφορείο, τα πήγαινε μιά χαρά στο ίσωμα, αλλά, υπερφορτωμένο όπως ήταν, τα έβγαζε δύσκολα όταν πιάσαμε τις ανηφόρες που οδηγούσαν στη Λαμία. Επόμενο ήταν, κάποια στιγμή να παρουσιάσει την πρώτη βλάβη και ο οδηγός να μας ζητήσει να βγούμε όλοι στο ύπαιθρο. Τότε ανακάλυψα ότι μπροστά μας αλλά και πίσω από εμάς, κινούνται δύο βρεταννικά τεθωρακισμένα, με μεγάλες λαστιχένιες ρόδες.
Είχαν αποσταλεί και μας συνόδευαν, για να μας προστατέψουν από τυχόν επιθέσεις των συμμοριών της δεξιάς, που ήδη οργίαζαν στη Θεσσαλία. Το τανκ που ερχόταν πίσω μας, σταμάτησε σε μικρή απόσταση και δύο βρετανοί στρατιώτες μάς πλησίασαν. Ο Μέμος, που θα πρέπει να ήξερε αγγλικά, εξήγησε περί τίνος επρόκειτο και οι βρετανοί έπεστρεψαν στο τεθωρακισμένο. Εγώ είχα μείνει να τους χαζεύω, όταν με πλησίασε ο πατέρας μου με ένα ποτήρι γάλα. Από μικρό παιδί και μέχρι σήμερα, μου είναι αδύνατο να πιώ αυτό το δήθεν θρεπτικό ρόφημα, που μου χαλάει το στομάχι και μου φέρνει ναυτία. Άρχισα τη μάχη με τον πατέρα μου, στην οποία βρήκα απρόσμενο σύμμαχο τον Μέμο και ενώ συνεχιζόταν ο διαπληκτισμός, ο οδηγός φώναξε να μπούμε στο λεωφορείο.
Στη σύντομη στάση συνέβη όμως και κάτι άλλο, που είχε ως συνέπεια να αποκαλυφθεί η έντονη ανησυχία της Μαργαρίτας. Κάποιος πληροφόρησε τον πατέρα μου, ότι η θειά μου, δεν είχε παραδώσει το αγαπημένο της περίστροφο και ότι κάπου το είχε κρύψει. Άρχισε ένας έντονος καυγάς και ενώ το λεωφορείο βρισκόταν εν πορεία, η Μαργαρίτα αποκάλυψε την «κρυψώνα» – ήταν τυλιγμένο στο πάνινο κουρτινάκι του παραθύρου. Ο πατέρας μου πλησίασε, με σκέπασε ολόκληρο με το σώμα του, έλυσε το κουρτινάκι και πήρε το όπλο. Στάθηκε για λίγο κρεμασμένος πάνω μου και αφού άνοιξε το παράθυρο πέταξε το περίστροφο στα χωράφια, δίπλα στον αμαξωτό δρόμο που συνεχίζαμε να διασχίζουμε αγκομαχώντας. Η θεία μου δαρκυσμένη, αλλά χωρίς λυγμούς, είπε μέσα από τα δόντια της «Δεν θα πάει χαμένο. Κάποιος χωριάτης θα το βρεί και όταν χρειαστεί θα το χρησιμοποιήσει…»
Στην επόμενη βλάβη του λεωφορείου, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία, μόνο που αυτή τη φορά, κοντά μας σταμάτησε και το βρεταννικό τεθωρακισμένο που προπορεύονταν. Εξελίχθηκε η ίδια ιστορία με το γάλα. Ζήτησα εκ νέου τη βοήθεια του Μέμου, αλλά ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Τότε μου ήρθε μιά τολμηρή, όσο και δελεαστική ιδέα. Πρότεινα στο Μέμο να διαπραγματευτούμε μαζί, ως «σύμμαχοι» το θέμα, με αντάλλαγμα να ζητήσει από τους Βρετανούς να με πάρουν μαζί τους, σε ένα από τα τεθωρακισμένα.
Η σθεναρή αντίσταση του πατέρα μου, κάμφηκε τελικά και οι βρεταννοί έδειξαν πρόθυμοι να ικανοποιήσουν την επιθυμία μου, μετά χαράς. Οπότε, ήπια το «κώνιο». Αυτό που ακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Μη γνωρίζοντας ούτε λέξη αγγλικά, προσπαθούσα αρχικά να συννενοηθώ με νοήματα και με ελληνικά που τα έλεγα αργά και δυνατά. Οι Βρετανοί απασχολημένοι με τα δικά τους και φορώντας συνέχεια ακουστικά για να συνεννοούνται με το άλλο τεθωρακισμένο, δεν ενδιαφέρονταν και πολύ να ανοίξουν συζήτηση μαζί μου. Μού έδωσαν όμως ένα πορτοκάλι και μερικές γαλέττες, που καταβρόχθισα λαίμαργα γιατί με είχε κόψει η πέινα. Όλα αυτά, όρθιος σχεδόν, στην άκρη της στρογγυής τρύπας του τανκ, δίπλα στο ασυρματιστή. Κάποια στιγμή, είχα την έμπνευση να του ζητήσω τα ακουστικά και παραδόξως, μου τα έδωσε αμέσως. Τα φόρεσα και άκουγα αυτά που έλεγε ο «συνάδελφος», χωρίς φυσικά να καταλαβαίνω λέξη. Όφειλα όμως κι εγώ να πω κάτι, οπότε, άρχισα να επαναλαμβάνω ρυθμικά «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Κάπα Κάπα Έψιλον!». Ίσως να προσέθεσα και τη «Λαοκρατία», αλλά δεν είμαι σίγουρος. Είχε πέσει η νύχτα και το κρύο, Φλεβάρη μήνα, ήταν τσουχτερό. Κατέβηκα στο εσωτερικό, έχοντας μπροστά μου μόνο τον οδηγό και λούφαξα εκεί, μέχρι που φτάσαμε στα προάστεια της Αθήνας. Σε ποιό σημείο μας άφησαν τα λεωφορεία και πού πήγαμε αμέσως μετά, δεν θυμάμαι. Υποθέτω ότι, κάποια στιγμή, θα πρέπει να καταλήξαμε στην Καλλιθέα.
Στο Χαροκόπου, δίπλα ακριβώς στο σπίτι της κυρά Ρήνης, στην Ανακρέοντος 4, σε μία μονοκατοικία-έπαυλη, που είχε χτίσει ο Πάτροκλος Καραντινός, ζούσε η οικογένεια του δικηγόρου και αργότερα πολιτευτή με την ΕΔΑ, Σταύρου Ηλιόπουλου, με τη γυναίκα του, την κυρία Πανωραία, το γένος Μαγκλιβέρα (αδελφή του γνωστού βαθύφωνου) και την κόρη τους Νότα, με την οποία γίναμε στενοί φίλοι, από τότε και σχεδόν μέχρι σήμερα.
Σε αυτό το σπίτι, όπου ήταν μεζεμένη όλη η οικογένεια μαζί με τους οικοδεσπότες, είδα επιτέλους τη μητέρα μου, όταν επέστρεψε από το Μπούχενβαλντ (βλ. βιογραφικό της μητέρας μου).
Μετά από ένα μικρό διάστημα που φιλοξενηθήκαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια, επιστρέψαμε και εγκατάσταθήκαμε, για τα καλά, άγνωστο για ποιό λόγο, στο «μπουντρούμι» της οδού Παλαμηδίου, στον Κολωνό. Εκεί, άρχισαν να έρχονται και οι φίλοι του πατέρα μου λογοτέχνες, όπως Μέλπω Αξιώτη, Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, Διδώ Σωτηρίου, Γιώργος Βαλέτας, Λέων Κουκούλας, αλλά και ηθοποιοί όπως το ζεύγος Πατρίκιου κ.ά. Ιδιαίτερα, οι τελευταίοι, μου είχαν αδυναμία, πήγαινα συχνά στο σπίτι τους στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ και δεν θα ξεχάσω πως ο Σπύρος Πατρίκιος μου χάρισε ένα ολοκαίνουργιο γυαλιστερό τόπι. Τον Τίτο Πατρίκιο, που ήταν μεγαλύτερος από μένα, δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Έμαθα ότι ήταν στον ΕΛΑΣ.
Βρισκόμαστε πλέον στο 1945 και η οικογενειακή μας ζωή μοιάζει να έχει μπει σε μία τάξη: η μητέρα μου στο ραφτάδικο, ο πατέρας μου στο «Ριζοσπάστη», στα «Ελεύθερα Γράμματα», στους «Ενωμένους Καλλιτέχνες», στο «Ρίζο της Δευτέρας», και φυρικά, στο Κόμμα. Με όλα αυτά, τον εβλεπα περισσότερο όταν πήγαινα εγώ στη δουλειά του (κάποιες φορές για να του πάω φαγητό), παρά στο σπίτι μας. Όχι, δεν διάβαζα τα κείμενα και τις κριτικές που δημοσίευε, ένιωσα όμως πολύ περήφανος όταν εκδόθηκε σε Τρίτη Έκδοση το «Μορφές του Εικοσιένα» και είδα την τυπωμένη αφιέρωση σε μένα… Θυμάμαι επίσης, τις συζήτήσεις στο σπίτι, της μητέρας μου με τον πατέρα μου, για βιβλία γνωστών μας λογοτεχνών, που μόλις είχαν κυκλοφορήσει, όπως της Μέλπως Αξιώτη για παράδειγμα.
Η πολύωρη παραμονή του στην εφημερίδα («Ριζοσπάστης»), στα «Ελέυθερα Γράμματα» και στο θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», δεν τον εμποδίζει από τη κύρια δραστηριότητά του, που είναι οι κριτικές βιβλίων και η αρθρογραφία με κείμενα που αναφέρονται σε θέματα της ελληνικής διανόησης, τη ζύμωση των ιδεών, την αντιπαράθεση με τη συντηρητική σκέψη (βλ παρακάτω «Κριτικές, κείμενα, άρθρα του Γ. Λαμπρινού») Ενώ την ίδια εποχή, εκδίδει το δεύτερο βιβλίο του «Η Μοναρχία στην Ελλάδα», (βλ. παρακάτω τη βιβλιογραφία του Γ. Λαμπρινού).


 

  Από τις  τελευταίες φωτογραφίες του Γιώργου Λαμπρινού. Σε μια πλαγιά στα Τζουμέρκα με τον  συγγραφέα Αλέξη Πάρνη

 

**************************

 

4 Ιστορίες απο τη ζωή μου 

 

Φώτος Λαμπρινός

Ο Φώτος Λαμπρινός σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Μόσχα (1965-1970). Εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο (ΕΙΡ, 1961-1963) και στο θέατρο (θίασος Δημήτρη Χορν, 1962-1964). Ερεύνησε διεξοδικά τα διεθνή κινηματογραφικά αρχεία παλαιών Επικαίρων, γεγονός που βοήθησε στη μετέπειτα παραγωγή της σειράς Πανόραμα του αιώνα, αλλά και στη δημιουργία του πρώτου στην Ελλάδα χρηστικού αρχείου κινηματογραφικών τεκμηρίων (Επίκαιρα), στο υπουργείο Εξωτερικών (1997-2000). Σκηνοθέτησε δεκάδες ντοκυμανταίρ, μεταξύ των οποίων 100 ώρες του Μάη (1963-1964, με τον Δήμο Θέο) γύρω από τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, Επισκεφτείτε την Ελλάδα (Μόσχα, 1969), και για την ΕΡΤ Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου (1976-1977), Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη (1980), Πανόραμα του αιώνα (με τον Λέοντα Λοΐσιο, 1982-1987), Σεργκέι Παρατζάνωφ (1989-1990), Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο (1992), Αναζητώντας τη Βερενίκη (1997-1999), Χούντα είναι. Θα περάσει; (2012-2013).
Σκηνοθέτησε επίσης τις μεγάλου μήκους ταινίες Άρης Βελουχιώτης — Το δίλημμα (1981), Δοξόμπους (1987), Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία (1995), Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος (2007).
Έχει διδάξει «Σχέσεις κινηματογράφου και ιστορίας» στα Πανεπιστήμια Κρήτης (1993-1996), Θεσσαλίας-Βόλου (2000-2002) και Πάντειο (2003). Χρημάτισε υπεύθυνος του προγράμματος της ΕΡΤ (2005-2007) για διεθνείς συμπαραγωγές ιστορικών ντοκυμανταίρ (History Doc) και έχει δημοσιεύσει κείμενα για το ελληνικό και βαλκανικό σινεμά σε εκδόσεις του εξωτερικού (Centre Georges Pompidou, 1995, και La Biennale di Venezia, 2000) και του εσωτερικού (Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμ. 6-10, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993).

Δεν υπάρχουν σχόλια: