Η Μεσαιωνική μουσική
Του Σωτήριου Κουγεμήτρου
arcadiaportal.gr
Ο Μεσαίωνας, παρά τις εργασίες που τον ανανέωσαν σχεδόν τα τελευταία χρόνια, παραμένει ακόμη και σήμερα αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων. Για πολλούς από τους συγχρόνους μας εξακολουθεί να ταυτίζεται με μια χιλιετία που χαρακτηρίστηκε από πνευματική καθυστέρηση και κοινωνική αδικία. Στέκεται σκοτεινός ανάμεσα στην λαμπρή κλασική αρχαιότητα και τους νεώτερους χρόνους της Ιταλικής Αναγέννησης και Μεταρρύθμισης.
Ίσως από μια υποσυνείδητη επίδραση που άσκησαν οι συγγραφείς των νεώτερων αυτών χρόνων, προσπαθώντας για μια σαφή διάκριση της δικής τους νεωτερικότητας σε σχέση με ότι είχε προηγηθεί, μέσω της πολεμικής της απώθησης και του αναχρονισμού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζονται από πολλούς μελετητές, σύνθετοι κοινωνικοπολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στην ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο μεσαίωνα, όπως και ανάμεσα στον ύστερο μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους, καθιστώντας έτσι την ιστορία μέσα από ένα εξελικτικό – όχι απαραίτητα γραμμικό – πρίσμα.
Επίκεντρο της μεσαιωνικής ζωής είναι η χριστιανική θρησκεία η οποία -μέσω της οικουμενικότητας που της προσέδωσαν οι Ρωμαίοι – εξελίχθηκε σε κυρίαρχη θρησκεία. Παράλληλα, η αξιοποίηση του Κελτικού πολιτισμού στον βορρά και των υπόλοιπων βαρβαρικών λαών, οι ελληνικές βάσεις στην Ανατολή, αλλά και η άνοδος του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα οδήγησαν σε αυτό τον τροποποιημένο πολιτισμό που αποτέλεσε το θεμέλιο της μεσαιωνικής Δύσης.
Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το τι αποτελεί τον μουσικό Μεσαίωνα μιας και η οριοθέτηση της αφετηρίας του καθιστάτε αδύνατη λόγο της απουσίας ουσιαστικών ντοκουμέντων πριν από τον 10ο μ.x αιώνα. Πριν την εμφάνιση της μουσικής σημειογραφίας, οι μόνες πηγές αφορούν γραπτές πραγματείες, απεικονίσεις και παραδόσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν η μουσική δημιουργία δεν είχε άμεση σχέση με τις εικαστικές τέχνες μέσα από τις οποίες ο Ουμανισμός και η Αναγέννηση σηματοδοτούν την λήξη της μεσαιωνικής περιόδου. Έτσι συνθέτες που θεωρούνται μεσαιωνικοί δημιουργούν παράλληλα με φωτεινές προσωπικότητες της Αναγέννησης. Ίσως μια αυθαίρετη περίοδος από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα περίπου είναι μια καλή συμβιβαστική λύση για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Τον κύριο κορμό της μουσικής δημιουργίας αυτής της περιόδου αποτελούν δύο είδη μουσικής: Η θρησκευτική και η κοσμική μουσική. Κοινό στοιχείο και των δυο ήταν η μονοφωνία και η προφορική παράδοση που κληροδοτούσαν οι παλαιότεροι και εμπλούτιζαν οι νεώτεροι δίνοντας έτσι την σκυτάλη στις επόμενες γενιές. Τα δύο αυτά μουσικά ιδιώματα άνθησαν παράλληλα στο Μεσαίωνα χαράσσοντας μια διαδρομή μέσα στους αιώνες, πριν αρχίσουν να καταγράφονται με ένα σταδιακά αναπτυσσόμενο σημειογραφικό σύστημα.
Η θρησκευτική μουσική εξυψώνοντας τον ευλαβικό λόγο μέσα από την μελωδία και τον ρυθμό, συγκαταλέγεται στις τέχνες με διδακτικό ρόλο – σε μια εποχή που κυριαρχεί ο αναλφαβητισμός – προσπαθώντας να υποδείξει στους ανθρώπους την χριστιανική ηθικολογία. Οι θρησκευτικοί ύμνοι και ψαλμοί ακολουθώντας μια αργή διαδικασία ανάπτυξης και συλλογής μουσικών επιρροών από τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού στην Ιερουσαλήμ, την Μικρά Ασία και λίγους αιώνες αργότερα τη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη, μέσα από μια μακρόχρονη ζύμωση θα περάσουν σταδιακά από την μονοφωνία στον αχαρτογράφητο έως τότε κόσμο της πολυφωνίας.
Η κοσμική μουσική – όπως και σήμερα – εξέφραζε τις λαϊκές τάξεις και κύριο προορισμό είχε την ψυχαγωγία και την έκφραση των συναισθημάτων. Τα τραγούδια της εποχής έδιναν φωνή στην διαμαρτυρία, τον έρωτα, τον θάνατο, την σάτιρα της καθημερινότητας και την εξύμνηση ηρωικών κατορθωμάτων. Η οργανική συνοδεία της μουσικής αυτής, με τον αυτοσχεδιαστικό της χαρακτήρα, πιθανόν να ξέφευγε από τα στενά όρια της μονοφωνίας.
Εκκλησιαστική Μουσική
Το Γρηγοριανό Μέλος ήρθε στην Ευρώπη από την Ανατολή μαζί με τον χριστιανισμό ενσωματώνοντας στοιχεία από τα μουσικά ιδιώματα αυτοχθόνων λαών όπως οι Κέλτες, οι Γαλάτες και οι Γότθοι. Μια πρώτη συστηματική καταγραφή αυτών των εκκλησιαστικών ύμνων έγινε τον 4ο αιώνα από τον Αμβρόσιο του Μιλάνου (Αμβροσιανό Μέλος) ο οποίος αναγνώρισε και ενσωμάτωσε αυτά τα ‘ξένα’ στοιχεία. Η δεύτερη κωδικοποίηση έγινε από τον Γρηγόριο τον Α’ το Μεγάλο τον 6ο αιώνα ο οποίος – σε μια προσπάθεια να εξαλείψει το διασπαστικό σύμπτωμα των διαφοροποιήσεων από περιοχή σε περιοχή – σύνταξε το Αντιφωνάριο, το οποίο έχει παραμείνει απαράλλακτο μέχρι σήμερα και έθεσε τα θεμέλια για την εξέλιξη όλης της Δυτικής μουσικής.
Κοσμική Μουσική
Οι jongleurs ή Menestrels, μια τάξη επαγγελματιών μουσικών που εμφανίστηκε γύρω στο 10ο αιώνα αποτελούμενη από άντρες και γυναίκες οι οποίοι περιπλανιόντουσαν από χωριό σε χωριό και από κάστρο σε κάστρο, κερδίζοντας τα προς το ζην τραγουδώντας, κάνοντας τους ηθοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς, και επιδεικνύοντας εκπαιδευμένα ζώα. Λίγο αργότερα οργανώθηκαν σε συντεχνίες όπου και απέκτησαν ένα ξεχωριστό γόητρο. Δίπλα στο λαϊκό τραγούδι αυτών των πλανόδιων μουσικών αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα το αριστοκρατικό τραγούδι των Τροβαδούρων, οι οποίοι άκμασαν στην νότια Γαλλία και προέρχονταν από την τάξη των ευγενών (ανάμεσά τους μάλιστα ήταν και κάποιοι βασιλιάδες). Εκφράζοντας πλήρως το ιπποτικό πνεύμα της εποχής μέσα από την ιδέα της ‘αριστοκρατικής – αγνής’ αγάπης, η τέχνη των Τροβαδούρων διαδόθηκε στη βόρεια Γαλλία όπου οι τραγουδιστές ονομάζονταν Τρουβέροι και αποτελούσαν την μεσαία καλλιεργημένη τάξη.
Από τους Τροβαδούρους αναπτύχθηκε η γερμανική σχολή των Ερωτοτραγουδιστών – μουσικών και ποιητών ιπποτών – η οποία άνθησε μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα δίνοντας την θέση τους στους Αρχιτραγουδιστές, μια νέα κατηγορία που εκπροσώπησε την αστική τάξη που είχε αρχίσει να αναπτύσσετε στις γερμανικές πόλεις.
Αυτή η δειγματοληπτική εργασία αφορά την εισαγωγή στην Μεσαιωνική μονοφωνική εκκλησιαστική – κοσμική μουσική και σταματά λίγο πριν τις απαρχές της πολυφωνικής.
arcadiaportal.gr
Ο Μεσαίωνας, παρά τις εργασίες που τον ανανέωσαν σχεδόν τα τελευταία χρόνια, παραμένει ακόμη και σήμερα αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων. Για πολλούς από τους συγχρόνους μας εξακολουθεί να ταυτίζεται με μια χιλιετία που χαρακτηρίστηκε από πνευματική καθυστέρηση και κοινωνική αδικία. Στέκεται σκοτεινός ανάμεσα στην λαμπρή κλασική αρχαιότητα και τους νεώτερους χρόνους της Ιταλικής Αναγέννησης και Μεταρρύθμισης.
Ίσως από μια υποσυνείδητη επίδραση που άσκησαν οι συγγραφείς των νεώτερων αυτών χρόνων, προσπαθώντας για μια σαφή διάκριση της δικής τους νεωτερικότητας σε σχέση με ότι είχε προηγηθεί, μέσω της πολεμικής της απώθησης και του αναχρονισμού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζονται από πολλούς μελετητές, σύνθετοι κοινωνικοπολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στην ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο μεσαίωνα, όπως και ανάμεσα στον ύστερο μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους, καθιστώντας έτσι την ιστορία μέσα από ένα εξελικτικό – όχι απαραίτητα γραμμικό – πρίσμα.
Επίκεντρο της μεσαιωνικής ζωής είναι η χριστιανική θρησκεία η οποία -μέσω της οικουμενικότητας που της προσέδωσαν οι Ρωμαίοι – εξελίχθηκε σε κυρίαρχη θρησκεία. Παράλληλα, η αξιοποίηση του Κελτικού πολιτισμού στον βορρά και των υπόλοιπων βαρβαρικών λαών, οι ελληνικές βάσεις στην Ανατολή, αλλά και η άνοδος του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα οδήγησαν σε αυτό τον τροποποιημένο πολιτισμό που αποτέλεσε το θεμέλιο της μεσαιωνικής Δύσης.
Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το τι αποτελεί τον μουσικό Μεσαίωνα μιας και η οριοθέτηση της αφετηρίας του καθιστάτε αδύνατη λόγο της απουσίας ουσιαστικών ντοκουμέντων πριν από τον 10ο μ.x αιώνα. Πριν την εμφάνιση της μουσικής σημειογραφίας, οι μόνες πηγές αφορούν γραπτές πραγματείες, απεικονίσεις και παραδόσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν η μουσική δημιουργία δεν είχε άμεση σχέση με τις εικαστικές τέχνες μέσα από τις οποίες ο Ουμανισμός και η Αναγέννηση σηματοδοτούν την λήξη της μεσαιωνικής περιόδου. Έτσι συνθέτες που θεωρούνται μεσαιωνικοί δημιουργούν παράλληλα με φωτεινές προσωπικότητες της Αναγέννησης. Ίσως μια αυθαίρετη περίοδος από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα περίπου είναι μια καλή συμβιβαστική λύση για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Τον κύριο κορμό της μουσικής δημιουργίας αυτής της περιόδου αποτελούν δύο είδη μουσικής: Η θρησκευτική και η κοσμική μουσική. Κοινό στοιχείο και των δυο ήταν η μονοφωνία και η προφορική παράδοση που κληροδοτούσαν οι παλαιότεροι και εμπλούτιζαν οι νεώτεροι δίνοντας έτσι την σκυτάλη στις επόμενες γενιές. Τα δύο αυτά μουσικά ιδιώματα άνθησαν παράλληλα στο Μεσαίωνα χαράσσοντας μια διαδρομή μέσα στους αιώνες, πριν αρχίσουν να καταγράφονται με ένα σταδιακά αναπτυσσόμενο σημειογραφικό σύστημα.
Η θρησκευτική μουσική εξυψώνοντας τον ευλαβικό λόγο μέσα από την μελωδία και τον ρυθμό, συγκαταλέγεται στις τέχνες με διδακτικό ρόλο – σε μια εποχή που κυριαρχεί ο αναλφαβητισμός – προσπαθώντας να υποδείξει στους ανθρώπους την χριστιανική ηθικολογία. Οι θρησκευτικοί ύμνοι και ψαλμοί ακολουθώντας μια αργή διαδικασία ανάπτυξης και συλλογής μουσικών επιρροών από τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού στην Ιερουσαλήμ, την Μικρά Ασία και λίγους αιώνες αργότερα τη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη, μέσα από μια μακρόχρονη ζύμωση θα περάσουν σταδιακά από την μονοφωνία στον αχαρτογράφητο έως τότε κόσμο της πολυφωνίας.
Η κοσμική μουσική – όπως και σήμερα – εξέφραζε τις λαϊκές τάξεις και κύριο προορισμό είχε την ψυχαγωγία και την έκφραση των συναισθημάτων. Τα τραγούδια της εποχής έδιναν φωνή στην διαμαρτυρία, τον έρωτα, τον θάνατο, την σάτιρα της καθημερινότητας και την εξύμνηση ηρωικών κατορθωμάτων. Η οργανική συνοδεία της μουσικής αυτής, με τον αυτοσχεδιαστικό της χαρακτήρα, πιθανόν να ξέφευγε από τα στενά όρια της μονοφωνίας.
Εκκλησιαστική Μουσική
Το Γρηγοριανό Μέλος ήρθε στην Ευρώπη από την Ανατολή μαζί με τον χριστιανισμό ενσωματώνοντας στοιχεία από τα μουσικά ιδιώματα αυτοχθόνων λαών όπως οι Κέλτες, οι Γαλάτες και οι Γότθοι. Μια πρώτη συστηματική καταγραφή αυτών των εκκλησιαστικών ύμνων έγινε τον 4ο αιώνα από τον Αμβρόσιο του Μιλάνου (Αμβροσιανό Μέλος) ο οποίος αναγνώρισε και ενσωμάτωσε αυτά τα ‘ξένα’ στοιχεία. Η δεύτερη κωδικοποίηση έγινε από τον Γρηγόριο τον Α’ το Μεγάλο τον 6ο αιώνα ο οποίος – σε μια προσπάθεια να εξαλείψει το διασπαστικό σύμπτωμα των διαφοροποιήσεων από περιοχή σε περιοχή – σύνταξε το Αντιφωνάριο, το οποίο έχει παραμείνει απαράλλακτο μέχρι σήμερα και έθεσε τα θεμέλια για την εξέλιξη όλης της Δυτικής μουσικής.
Κοσμική Μουσική
Οι jongleurs ή Menestrels, μια τάξη επαγγελματιών μουσικών που εμφανίστηκε γύρω στο 10ο αιώνα αποτελούμενη από άντρες και γυναίκες οι οποίοι περιπλανιόντουσαν από χωριό σε χωριό και από κάστρο σε κάστρο, κερδίζοντας τα προς το ζην τραγουδώντας, κάνοντας τους ηθοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς, και επιδεικνύοντας εκπαιδευμένα ζώα. Λίγο αργότερα οργανώθηκαν σε συντεχνίες όπου και απέκτησαν ένα ξεχωριστό γόητρο. Δίπλα στο λαϊκό τραγούδι αυτών των πλανόδιων μουσικών αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα το αριστοκρατικό τραγούδι των Τροβαδούρων, οι οποίοι άκμασαν στην νότια Γαλλία και προέρχονταν από την τάξη των ευγενών (ανάμεσά τους μάλιστα ήταν και κάποιοι βασιλιάδες). Εκφράζοντας πλήρως το ιπποτικό πνεύμα της εποχής μέσα από την ιδέα της ‘αριστοκρατικής – αγνής’ αγάπης, η τέχνη των Τροβαδούρων διαδόθηκε στη βόρεια Γαλλία όπου οι τραγουδιστές ονομάζονταν Τρουβέροι και αποτελούσαν την μεσαία καλλιεργημένη τάξη.
Από τους Τροβαδούρους αναπτύχθηκε η γερμανική σχολή των Ερωτοτραγουδιστών – μουσικών και ποιητών ιπποτών – η οποία άνθησε μεταξύ του 12ου και 14ου αιώνα δίνοντας την θέση τους στους Αρχιτραγουδιστές, μια νέα κατηγορία που εκπροσώπησε την αστική τάξη που είχε αρχίσει να αναπτύσσετε στις γερμανικές πόλεις.
Αυτή η δειγματοληπτική εργασία αφορά την εισαγωγή στην Μεσαιωνική μονοφωνική εκκλησιαστική – κοσμική μουσική και σταματά λίγο πριν τις απαρχές της πολυφωνικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου