Η πανάρχαιη λαϊκή παράδοση που θέλει τα μεγάλα έργα, οι μεγάλες πράξεις που ωφελούν τον άνθρωπο, να στεριώνουν με ανθρώπινες θυσίες (Βλ. το δημοτικό τραγούδι Το γεφύρι της Άρτας) , ξαναζωντάνεψε στο μυαλό των απλών ανθρώπων μέσα από ένα τρομερό ατύχημα στην τεχνητή λίμνη Ταυρωπού ή Πλαστήρα , ένα μόλις χρόνο μετά την ολοκλήρωση του φράγματος του Ταυρωπού.
Gerontakos
Οι πνιγμένοι*
Διήγημα του Παντελή Μήτσιου
(Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Σηκώθηκε ν’ ασφαλίσει το παντζούρι που ξεμανταλώθηκε και χτυπούσε πάνω στο ντουβάρι. Καθώς άνοιξε, ο αέρας που κατέβαινε από τη μεριά του δάσους, όρμησε μανιασμένος στο μικρό δωμάτιο. Έκλεισε γρήγορα το παραθυρόφυλλο και τυλίχτηκε στο μάλλινο μεσοφόρι της. Σκάλισε τα κάρβουνα στο τζάκι, έριξε ένα κούτσουρο, σκέπασε τα παιδιά κι έβαλε να φτιάξει έναν κριθαρένιο καφέ. Της είχε τάξει πως θα της φέρει καφέ κανονικό από την Καρδίτσα όταν θα ερχόταν για τα Χριστούγεννα. Χαμογέλασε στη σκέψη. Βάλθηκε να φουκαλίζει* (να σκουπίζει), να συγυρίζει, να σιάζει το σπίτι. πρώτο φως της μέρας πέρασε μέσα από το ανατολικό παράθυρο την ώρα που έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά για τον πρωινό τραχανά. Στάθηκε πίσω από το τζάμι και αγνάντεψε. Δεν μπορούσε ακόμη να συνηθίσει τον μεγάλο ασημένιο υδάτινο όγκο πού σκέπαζε τον ορίζοντα από άκρη σε άκρη. Δεν πάει χρόνος που στην ίδια θέση απλώνονταν τα καφεπράσινα χωράφια τους [στο οροπέδιο της Νεβρόπολης] και κάπου στη μέση σερνόταν φιδογυριστός ο Μέγδοβας [ποταμός], με την πορεία του να σημαδεύεται από ιτιές, λεύκες, πλατάνια.
Στην
απέναντι μεριά της νεογέννητης λίμνης,
κοντά στο Τσαρδάκι, δούλευε ο άντρας
της. Τρεις ώρες δρόμο με το άλογο πριν
γίνει η λίμνη. Αν ήταν αλλιώς, θα τον
είχε κάθε βράδυ στο σπίτι, αλλά τώρα πια
δεν υπήρχε δρόμος. Μόνο μια βάρκα
εξυπηρετούσε τα έκτακτα. Μια βάρκα στ’
Άγραφα! Ποιος να το έλεγε;
Άκουσε
το νερό να κοχλάζει και γύρισε να ρίξει
τον τραχανά. Η καμπάνα στον Αϊ Νικόλα
χτύπησε πένθιμα κι αναρωτήθηκε στιγμιαία
ποιον γέροντα περίμεναν με τη μέρα να
φύγει. Θα ρωτούσε τη γειτόνισσα στον
δρόμο για τη βρύση.
Ξύπνησε
τα παιδιά, κανάκεψε το μικρότερο, το
χαϊδεμένο, γέμισε δυο πιάτα τραχανά.
Ύστερα ντύθηκε καλά, ποδέθηκε, ζαλώθηκε
το γκιούμι* (μεταλλικό δοχείο μεταφοράς
υγρών) και κίνησε για τη βρύση.
Ο
βραδινός αέρας είχε κοπάσει και τουλούπες
ομίχλη ανέβαιναν από τη λίμνη προς το
χωριό ακολουθώντας ανάποδα τις σούδες*
(νεροφαγιές) και τα ρέματα. Στα μαγαζιά
διέκρινε κινητικότητα και κόσμο να
τρέχει αναστατωμένος. Η καμπάνα
εξακολουθούσε να χτυπά πένθιμα. Ένιωσε
μια έντονη ανατριχίλα να τη διαπερνά
από τον σβέρκο ως τα νεφρά κι έναν κόμπο
στο λαιμό. Κοντοστάθηκε και περίμενε.
Χωρίς προφανή λόγο, έριξε το γκιούμι
δίπλα στη βρύση κι άρχισε στην αρχή να
περπατά γοργά κι ύστερα να τρέχει προς
την πλατεία.
Λέξεις
σαν λεπίδια έφταναν στ’ αυτιά της από
τις ρούγες και τα σφαλιστά παράθυρα
καθώς προσπερνούσε: ‘βάρκα’, ‘λίμνη’,
‘πνιγμένοι’. Δεν ήθελε ν’ ακούσει, δεν
άκουγε, έτρεχε προς τον κόσμο. Έτρεχε
κι όσο πλησίαζε, η ανάσα της έβγαινε
κομμάτια πνίγοντας τη φωνή που ήθελε
να ξεφύγει από τα στήθια της. Σαν ζώου
μουγκρητό ακούστηκε αυτό που βγήκε από
το στόμα της όταν έφτασε στα μαγαζιά κι
άρπαξε το μπράτσο του πρώτου που είδε
μπροστά της. Ήθελε να ρωτήσει: ‘ποια
βάρκα;’ Αλλά δεν υπήρχε άλλη, ήθελε να
ρωτήσει ποιοι ήταν μέσα αλλά δεν τολμούσε
γιατί φοβόταν την απάντηση.
Δε
χρειάστηκε να πει τίποτα. Το βλέμμα του
συγχωριανού της, που αποτραβήχτηκε
απότομα από το δικό της κι έπεσε στο
λασπόχιονο του δρόμου, απάντησε σ’ όλα
τα ερωτήματα.
Είκοσι
άτομα, άκουσε, όλοι Νεοχωρίτες εργάτες,
δεκαεφτά τον αριθμό, κι άλλοι τρεις
κοντοχωριανοί, όλοι πνίγηκαν.
Έκανε
μεταβολή και στράφηκε προς το σπίτι.
Ήθελε να φτάσει στα παιδιά της. Έδιωχνε
με βία και θυμό χέρια και πρόσωπα που
πήγαιναν να την παρηγορήσουν, να την
αγγίξουν, να της μιλήσουν. Δεν ήθελε
κανέναν, δεν άντεχε κανέναν. Έκοψε δρόμο
μέσα από τη σούδα.
Έτρεμε
σύγκορμη απ’ το πνιχτό, βουβό της κλάμα
καθώς βάδιζε με δυσκολία στο απάτητο
χιόνι. Τα πόδια της ήταν ήδη παγωμένα
μέσα από τα καουτσουκένια της παπούτσια
και τα χοντρά τσουράπια αλλά αυτό ήταν
το τελευταίο που την απασχολούσε. Το
σώμα της δεν ένιωθε τίποτα καθώς το
μέγεθος της πληγής της απώλειας εκμηδένιζε
κάθε άλλο ερέθισμα. Σαν απομακρύνθηκε
αρκετά από τα σπίτια, άφησε το κορμί της
να πέσει στα γόνατα κάτω από μια μισοκαμένη
από κεραυνό καστανιά, έβγαλε το μαντήλι,
έλυσε τελετουργικά τις μακριές της
πλεξούδες, τύλιξε τα δάχτυλά μέσα στα
μαλλιά κι έσυρε κραυγή μεγάλη προς τα
εκεί που λογάριαζε ότι είναι κι ακούει
ο θεός της.
Το
χωριό σείστηκε από την κραυγή. Δεν ήταν
μία. Δεκαεπτά ήταν αλλά υψώθηκαν
ταυτόχρονα στον πρωινό αέρα, έσκισαν
την παχιά ομίχλη που σκέπαζε τις ράχες
κι αντιλάλησαν σε όλα τα Άγραφα. Σαν
κάποια εξώκοσμη συνείδηση να ρύθμισε
τις λύπες σε μια, ενώ την ίδια στιγμή
μια παράξενη βροχή, πηχτή, αποπνικτική,
εμμένουσα, μονότονη, αιμορραγούσα θάνατο
και πόνο άρχισε να πλανιέται στο αέρα
και να πέφτει.
Κανένα
μάτι στο χωριό δεν έμεινε στεγνό, καμιά
καρδιά αράγιστη, κανένα χέρι σταθερό.
Για μέρες πολλές, φωνή δεν υψωνόταν μην
και ταράξει το πέπλο της θλίψης, μην κι
απαλύνει τον αγιάτρευτο πόνο. Μήδ’
άνθρωπος, μήτε ζώο, μήτε φυσικό φαινόμενο
διανοήθηκε να χαλάσει το πένθος. Σαν
σκιές περνούσαν στον δρόμο οι χωριανοί,
με τα μάτια μιλούσαν και με ψιθύρους
επικοινωνούσαν. Μόνο οι χαροκαμένες –
μάνες, γυναίκες, αδερφές – ένωναν τα
χέρια κάθε που αντάμωναν σ’ έναν χορό
αρχαίο όλο οργή και πόνο.
Με
τον καιρό η οργή μαλάκωσε αλλά έμεινε
το σκοτάδι στο βλέμμα κάθε φορά που το
μάτι αντίκριζε τον τεράστιο υδάτινο
όγκο που κάλυπτε τον ορίζοντα προς τη
μεριά της ανατολής και κάθε φορά που
εκστομίζονταν οι ίδιες κατάρες για τη
λίμνη που ‘πήρε τα παιδιά’. Με τον καιρό
ο πόνος μαλάκωσε αλλά ποτέ ξανά δε
στήθηκε ο φημισμένος μεγάλος κυκλικός
χορός στο Νεοχώρι.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Μεσενικόλα Νεβρόπολις, έκδοση Νοεμβρίου 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου